Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2016

Αγωγή για κάθε πολίτη. «MENTION THE GAP!»


 



Η Μαρία μονολογεί. Θα έλεγες πως με κάποιον τα έχει βάλει. Σιγά-σιγά, χαλαρώνει, και την αφήνω να ξεσπάσει. Μια με θυμό, μια με σαρκασμό και ειρωνεία, μια με απελπισία, τα βγάζει από μέσα της όλα, σήμερα.

«Είναι χρόνια που ακούω τούτη τη φράση. Συνήθως στο τραίνο, καθώς ανοιγοκλείνει η πόρτα για την είσοδο και την έξοδο των επιβατών. Μα δεν είναι μόνο εκεί. Από τό 2009. Τότε που ακουγότανε πως «λεφτά υπάρχουν». Το σύνθημα, παρόλο που επαναλαμβανότανε συχνά, δε γινότανε τελείως πιστευτό. Μα, από τη στιγμή που υποβληθήκαμε στο πρώτο μνημόνιο, για το καλό μας, το «γκάπ» ήτανε εδώ, και πανταχού παρόν! Χάσμα χαίνον, χάος λογικής, πρακτικής κι επιβίωσης, αντιληπτικής ικανότητος και διαχείρισης κι αποτελεσματικότητας των υπηρεσιών, κλπ, κλπ!

Και σιγά-σιγά αναδύθηκε το πλήρες κοινωνικό, διοικητικό, οικονομικό και πολιτικό αλαλούμ και αναδείχθηκε πλήρως το μέγα κι αγεφύρωτο χάσμα!

Να, ας πούμε τις προάλλες. Ήταν μια κανονική μέρα, που πήγα να κάνω κάποιες εξετάσεις, συνταγογραφημένες κανονικά. Μα σαν πήγα να τις εκτελέσω, το διαγνωστικό κέντρο μου είπε πως δεν με «βρίσκει» στο σύστημα, κι επειδή «δεν θα μπορεί να πληρωθεί για τις εξετάσεις του μη ευρισκομένου στο σύστημα ασφαλισμένου», με έστειλε.

Με έστειλε να εκσυγχρονίσω τον αριθμό μητρώου μου ως ασφαλισμένου. Διότι το ταμείο μου, μετά τη θέσπιση κρατήσεων -επί των σντάξεων- για την υγεία, έπρεπε να σημειώσει έναν ακόμη διακριτικό κωδικό, δηλωτικό του γεγονότος αυτού (της κρατήσεως).

Κι ετούτος ο (τελευταίος) κωδικός δεν βρισκότανε σημειωμένος μαζί με τους άλλους (κωδικούς) που με συνοδεύουν, όταν εμφανίζομαι μπροστά σε γιατρούς κι εξεταστικά κέντρα, και που είναι χρήσιμοι, όπως είπαμε, για να τους βοηθήσουν να εξαργυρώσουν τις υπηρεσίες τους προς το πρόσωπό μου.

[Η Μαρία χαλαρώνει λιγάκι ακόμη, κι εξακολουθεί...] Εξ ανάγκης λοιπόν, μετέβην στο ταμείο μου για τον σκοπό αυτόν.

Το Ταμείο μου! Α! αυτό το ταμείο! στεγαζόταν σε ιδιόκτητο πολυώροφο κτίριο. Κάθε όροφος και μια ομάδα δραστηριοτήτων! Γιατροί, όλες οι ειδικότητες, οδοντογιατροί, οφθαλμίατροι, διοίκηση, παραϊατρικά, μικροβιολογικά, προϊστάμενοι, Μητρώο, ένσημα, δαπάνες, έξι ολόκληροι όροφοι, έσφυζαν από ζωή, κίνηση, υπηρεσίες, ανθρώπους, εργαζόμενους κι ασφαλισμένους. Με τα παιδιά τους και τους γερόντους τους.

Και ξαφνικά: γκάπ! και μετά, τίποτα! Όλα τούτα σωριαστήκανε σαν χάρτινος πύργος. Οι δομές μαδήθηκαν, το κτίριο έγινε μια τεράστια πολυώροφη αποθήκη, γεμάτη στίβες χαρτιά, τα δωμάτια που άλλοτε ήσαν αίθουσες ιατρείων και μας ανακούφιζαν από τα μαρτύριά μας, όπου γιατροί και νοσοκόμες μας περιέθαλπαν, γίνανε τρύπες ανήλιαγες και σκοτεινές, με ξέφτια μπογιάς στους τοίχους και στα ταβάνια, και μέσα στα σπλάγχνα τους κείτονται άπραγοι ή δυσπραγείς κάτι λιγοστοί κι ανεπαρκείς υπάλληλοι.

Και τυχαίνει να 'ναι ανεπαρκείς για να ανταποκριθούν στο πλήθος των ανθρώπων που προστρέχουνε σ'αυτούς.

Μα το χειρότερο είναι που συμβαίνει να είναι και ανεπαρκείς περί τη στοιχειώδη εκτέλεση των καθηκόντων τους! Ποιός ξέρει τί πολιτικό ρουσφέτι αποτελεί η τοποθέτησή τους! Γιατί ο υπάλληλος που χτυπάει τα πλήκτρα της μηχανής με τους δείχτες, ψάχνοντας μάλιστα για να εντοπίσει τα επιθυμητά σύμβολα πάνω στο πληκτρολόγιο, δεν συνιστά καλή τοποθέτηση, όσον αφορά την αποτελεσματικότητα της υπηρεσίας. Γκάπ! απόλυτο γκάπ!

Και ναί! χτυπάει με τους δείχτες (ευτυχώς και των δυο χεριών) τα πλήκτρα, και αναζητώντας τα στοιχεία του ασφαλισμένου, βρίσκει τα ελλείποντα. Και τα συμπληρώνει στις αντίστοιχες ενδείξεις. Παρήγορο;

Ας μη βιαζόμαστε! Έτσι νόμιζα κι εγώ, στην αρχή, λέει η Μαρία. Πήρα το βιβλιάριό μου, συμπληρωμένο με τις νέες ενδείξεις, πήγα και στην προϊσταμένη, όπως μου σύστησαν, για θεώρηση. Η προϊσταμένη απουσίαζε από το γραφείο της κι αναγκάστηκα να την περιμένω. [Βρισκόταν εντός μιας των αποθηκών του πολυωρόφου κτιρίου του ταμείου. Άγνωστο το πότε θα επέστρεφε, αφού κανείς δεν γνώριζε πού ήταν.] Σαν εμφανίστηκε, την ενημέρωσα, και με ρώτησε: κι από μένα τί θέλετε; Φαντάζομαι, μια θεώρηση, της είπα.

Με «θεώρησε» (έβαλε την στογγυλή σφραγίδα και την υπογραφή της) κι έφυγα. Ανακουφισμένη, γύρισα στο σπίτι και την επομένη θα εκτελούσα τις εξετάσεις μου!

Ήθελα! Αλλά δεν γινόταν! Γιατί η κυρία που γράφει μόνο με τους δείχτες, είδε μεν τον κωδικό στα αρχεία του συστήματος, αλλά -επειδή ανήκει στη γενιά που δεν μάθαινε αντιγραφή [για να μη χάνουν τα παιδιά την ώρα τους-, κατά πώς λένε οι μοντέρνες παιδαγωγικές] δεν τον μετέφερε σωστά κατά τη συμπλήρωση στο βιβλιάριό μου των ελλειπόντων από αυτό στοιχείων!

Κι έτσι, το διαγνωστικό κέντρο μ' έστειλε! Πάλι. Και ιδού σήμερα, εγώ, ξανά στο ταμείο. Εμφανίζομαι στην υπάλληλο, και -με κάποια ένταση, ομολογώ, ένταση για την κοροϊδία να με σέρνουν πάνω κάτω- της εξηγώ, πως έγινε λάθος στην εγγραφή που πραγματοποίησε τις προάλλες, και πως την παρακαλώ σήμερα να προσέξει να το διορθώσει για να τελειώνουμε.

Και ... γκάπ! Την ακούω να εξανίσταται, και να «με συμβουλεύει: να έχω σεβασμό προς την υπηρεσία» η οποία είναι πολυάσχολη κι η οποία έχει πολύ κόσμο να εξυπηρετήσει, κι επί τέλους, «με εμένα ασχολήθηκαν τις προάλλες»!!

Πόσο λυπάμαι, που σήκωσα τον τόνο της φωνής μου! λέει η Μαρία [αλλά χωρίς τύψεις. Λυπάται μόνο, γιατί όταν διαπαιδαγωγείς, δεν πρέπει να θυμώνεις!] Και τί δεν της είπα! Πρωτίστως, πως είναι ντροπή της να διανοείται πως είναι σε θέση (αυτή η συγκεκριμένη) «να συμβουλεύει» έναν εξηντάχρονο πώς να φέρεται! Αυτό είναι αγένεια, κι από μόνο του συνιστά έλλειψη σεβασμού.

Εκ δευτέρου, πως είναι ντροπή της να κουβαλάει πάνω κάτω έναν συνταξιούχο από αμέλεια και δική της ευθύνη, και ταυτόχρονα να του κάνει και μαθήματα σεβασμού, αντί να ζητήσει η ίδια συγγνώμη, για την ταλαιπωρία στην οποία με υπέβαλε.

Της είπα ότι ο σεβασμός προς την υπηρεσία είναι κάτι που το κερδίζει η υπηρεσία, από την αποτελεσματικότητα και την αμεσότητά της.

Και τέλος, ότι η υπόδειξή της πως «έχει κι άλλους να εξυπηρετήσει», είναι άστοχη, όταν δεν εξυπηρετεί εμένα, που ήδη -και εξ ανάγκης πάλι- μ' έχει μπροστά της! Και δεν με εξυπηρετεί, επειδή δεν ακούει προσεκτικά αυτό που της ζητώ και της επισημαίνω, και -συνεπώς- δεν καταλαβαίνει ότι έχει κάνει λάθος την προηγούμενη φορά. [Αυτή είναι η αθάνατη, η άξεστη αναίδεια, το κεφάλι το ακατοίκητο από ίχνος έστω μυαλού, με κριτική ικανότητα σε απόλυτο γκάπ].

Όταν, επί τέλους, σταμάτησε να αντιδρά, κι άκουσε τί ήθελα, έκανε εκ νέου την έρευνα και αμέσως διαπίστωσε και διόρθωσε τις χθεσινές της αστοχίες. Έφυγα με μια πικρή γεύση. Αστοχίας, απόγνωσης, αποτυχίας. Απελπισίας. Αυτούς τους νέους υπαλλήλους θα έχουμε από εδώ και πέρα; Έτσι θα στελεχώνεται η δημόσια διοίκηση από εδώ κι εμπρός; Με εξυπνακίστικες αντιδράσεις παιδαρίων, του τύπου «Έλα παππού, να σου δείξω τ' αμπελοχώραφά σου»;

Παρόλο που η Μαρία ξανοίχτηκε, και χειμαρρωδώς «τά 'βγαλε από μέσα της», δεν αναπαύτηκε, ψυχικά. Η απογοήτευσή της είναι μεγάλη, κι υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να γίνει απελπισία, Θεός, φυλάξοι.

Εκείνο που τη φοβίζει είναι πως το απόλυτο γκαπ, έχει εγκατασταθεί για τα καλά στον τρόπο, στη σκέψη, στην υπευθυνότητα, στην αποτελεσματικότητά μας ως κοινωνίας. Τώρα πια, απειλεί και την ικανότητα αντίληψης του μέσου έλληνα. Ο Θεός να βάλει το χέρι του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου