Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα θάνατος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα θάνατος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2016

Ο φόβος του θανάτου και της παρακμής ή ο φόβος για την "απώλεια εξουσίας";


Image result for εικόνες χριστουγεννιάτικες καμπάνες


Ο θάνατος σαν μια αναπότρεπτη κατάληξη της ανθρώπινης ζωής, πάντα θα αντιμετωπίζεται με δέος, κι αδύναμος ο άνθρωπος θα στέκεται μπροστά του. Μονάχα η απελπισία και η παραίτηση από την ζωή καθιστά προτιμητέο τον θάνατο, ενώ η απόθεση της ζωής στα χέρια Άλλου, καθιστά αδιάφορον ή αυτονόητον τον -ούτως ή άλλως αναπότρεπτο- θάνατο. Από αυτό και μόνο, αποκτά ανυπέρβλητη αξία η ζωή.

Συχνά υπονοείται πως η φυσική παρακμή και η ασθένεια συνιστούν αναξιοπρέπεια. Η τοποθέτηση αυτή, παραβλέπει πως η αξιοπρέπεια είναι συνειδητή επιλογή συμπεριφοράς και δράσης, στάσης και πράξης του προσώπου, στα ερωτήματα που καλείται να απαντήσει, στις προκλήσεις που καλείται να αντιμετωπίσει και στις απαιτήσεις που καλείται να ικανοποιήσει.

Σε κατάσταση αδυναμίας και έλλειψης αυτοελέγχου, που συχνά συμβαίνουν σε ανθρώπους φυσικώς εξασθενημένους, σε υπερηλίκους και σε ανθρώπους βαρέως νοσούντες, δεν είναι δυνατόν να θεωρούμε πως συντρέχει αναξιοπρέπεια των προσώπων αυτών. Συντρέχει απλώς αδυναμία.

Αξιοπρέπεια και Αξιοκρατία. Ανατρέχοντας στην σημασία των όρων, διαπιστώνουμε -από την παραγωγή των λέξεων- ότι οι όροι αποτυπώνουν το δέον και το κράτος (=ανάγκη ή δέον και δύναμη, κυριαρχία, αντιστοίχως) της αξίας. Και την αξία στα πράγματα την δίνουμε εμείς, γιατί «τα πράγματα» (τα απλά πράγματα, τα πρόσωπα, οι συμβολισμοί αυτών και οι ειδικές περιστάσεις κλπ.), «δεν έχουν αφ’ εαυτών αξία» αν δεν παρατεθούν σε συσχετισμό με κάτι άλλο. Έχουν απλώς την θέση τους στον σύμπαν. Την αξία την δίνουμε όλοι εμείς. Με την προσπάθεια και την συμπεριφορά μας. Με την σημασία που αυτά έχουν για εμάς. Με τον κόπο που κάνουμε για να τα αποκτήσουμε, να τα διατηρήσουμε, να τα διαφυλάξουμε, να τα διασώσουμε από την φθορά, την καταστροφή, τον όλεθρο, την αφάνεια ή την λήθη.

Η ανάγκη, ή ο πόνος, δεν συνιστούν αναξιοπρέπεια. Είναι εντελώς διαφορετικό πράγμα η ηθελημένη περιαγωγή (ή η ηθελημένη παραμονή του προσώπου σε άγνοια και η εντεύθεν περιαγωγή του) σε κατάσταση αδυναμίας, ένδειας ή πόνου. Κι αυτό, πολύ καλά το γνωρίζουμε σήμερα, που η καταναλωτική κοινωνία μας παρέχει ανέσεις και απολαύσεις που η στέρησή τους -βλέπουμε γύρω μας να- δημιουργεί παρόμοιες ψυχικές, πνευματικές και πρακτικές καταστάσεις.

Αναξιοπρέπεια συνιστά το ψέμμα, το έγκλημα, η αντικοινωνικότητα, η ανηθικότητα και η νωθρότητα συνειδήσεως. Όμοια, και η επιτηδευμένη προκλητικότητα, η αναλγησία, η ανικανότητα από ολιγωρία, η επιτηδευμένη οκνηρότητα, η νοσηρή περιέργεια, αλλά και η συναφής παρεμβατικότητα στην ζωή των άλλων, και τόσα άλλα παρόμοια. Το ίδιο κι ο φόβος, που δημιουργεί πανικό και οδηγεί σε δειλία και αποφυγή των αναγκαίων κόπων ή της επιβαλλόμενης και υγιούς τόλμης και της προσφοράς για την προστασία υπέρτερων αγαθών.

Δεν είναι αναξιοπρέπεια η εγγενής ένδεια, η ασθένεια, το γήρας, η αναπηρία, ο πόνος. Αυτά συνιστούν «φυσικές», συνήθεις, εν πολλοίς, καταστάσεις και περιστασιακές συγκυρίες στην ζωή του ανθρώπου. Αυτά υπάρχουν και θα υπάρχουν στην ζωή μας, και αυτά θα μας δώσουν το μέτρο του πολιτισμού ή την ατομική μας -για τον καθένα- δυνατότητα, για να δείξουμε την αξιοπρέπεια του μη-πάσχοντος- ανθρώπου.

Ο τρόπος, κι ο τρόμος του θανάτου και της παρακμής μας, είναι ανάλογος με τον τρόπο που έχουμε ζήσει κι έχουμε αξιο-λογήσει την ζωή μας, δηλαδή τον προσωπικό μας αγώνα. Το προσωπικό μας χρέος. Γιατί, αν η αξιο-λόγησή μας ήταν «έπεα πτερόεντα», τέτοια θα είναι και η στάση μας μπροστά στις δύσκολες περιστάσεις, στις οποίες αναγκαστικά θα περιέλθουμε κάποια στιγμή στην ζωή μας. Ας μην ξεχνάμε την προσωπική ευθύνη εκάστου, κι ας μην θεωρούμε πως εδώ βρεθήκαμε "για να λέμε εξυπνάδες, δωρεάν". Βρεθήκαμε για να ζήσουμε όπως ο καθένας «μπορεί», κι αυτό είναι το ρίσκο μας. Δεν βρεθήκαμε για να είμαστε εξ ορισμού σπουδαίοι, αλλά για να γίνουμε το καλύτερο που μπορούμε.

Επομένως, το ερώτημα, που είναι αμείλικτο, αφορά τον τρόπο της αποχώρησης του καθενός μας. Που είναι -και αυτός- αυστηρά προσωπικός, αφού αφορά το πρόσωπό μας, αλλά δεν αποτελεί, συνήθως, και προσωπική επιλογή του καθενός μας. Και σ’ ετούτο δεν χωρεί δεοντολογία, ούτε αξιολόγηση. Δεν μπορούμε, δηλαδή, να πούμε «έτσι πρέπει να εγκαταλείπει την ζωή του ο άνθρωπος», ενώ μπορούμε να πούμε "έτσι αξίζει να ζεί ο άνθρωπος"!

Η τάξη στην ζωή μας, αν δεν μοιάζει με θάνατο (η απαίτηση απόλυτης τάξης είναι θάνατος), είναι διαπαιδαγώγηση στην δημιουργική έκφραση και στην πειθαρχία, αφού τίποτε δεν δημιουργείται χωρίς πειθαρχία, εργασία και πίστη. Ο θάνατος είναι, κι αυτός, μέσα στην φυσική τάξη όλων των πραγμάτων. Αλλά είναι έξω από τη φυσική τάξη της ζωής.

Δεν μπορούμε να προτείνουμε ή να υπαγορεύουμε τρόπους ή λόγους αποχώρησης και παραίτησης από την ζωή. Γιατί ο άνθρωπος, ακόμη και στην περίοδο της παρακμής των δυνάμεων και της νεότητάς του, έχει ενδεχομένως να μεριμνήσει και για άλλα, πολύ ενδιαφέροντα πράγματα, που δεν τά ‘χε προσέξει τον καιρό της ακμής και της δύναμής του. Κι αυτά μπορεί να έχουν -αστόχως, μέχρι την συγκεκριμένη στιγμή-παραμεληθεί. Ίσως μάλιστα, να διαγνωσθεί από τον ενδιαφερόμενο, ακόμη και σε τούτη την ώρα της αδυναμίας και της παρακμής, πως αυτά είναι πολυτιμώτερα από άλλα.

Όμως, ο προκαταβολικός φόβος μας για τον θάνατο και την παρακμή, μοιάζει με φόβο για την ζωή. [Ή, από άλλη σκοπιά, μοιάζει με φόβο γι' απώλεια εξουσίας! Αλήθεια, ποιάς εξουσίας;]

Ο φόβος του εγνωσμένως επερχόμενου θανάτου, μοιάζει με λύπη για τον αποχωρισμό μας από όλα τα αγαπημένα μας πράγματα και πρόσωπα. Πόσα και πόσα πρόσωπα, ίσαμε σήμερα, δεν είδα, μ’ εκείνη την θλίψη του αποχωρισμού στο μελαγχολικό χαμόγελο και τα υγρά μάτια, που προσπαθούσαν να χορτάσουν τον ήλιο και την αγάπη. Τις όψεις των αγαπημένων. Και πόσοι από αυτούς δεν περίμεναν να συναντήσουν -για ν’ αποχαιρετήσουν- τον ερχόμενο αγαπημένο, κι ύστερα, με μια μικρή πνοή, μας άφησαν κατάπληκτους, σαν είδαμε πως «δεν έφευγαν» πριν από αυτή την συνάντηση. Πως δεν αφήνονταν στην αποχώρηση, μέχρι που να γίνει η συνάντηση, που τόσο πολύ ήθελαν. Κι άλλοι, που έφυγαν, αιφνιδίως, σαν να ήξεραν πως η αποχώρησή τους δεν θα ήταν υποφερτή, για κανέναν.

Οι άνθρωποι, μας άφησαν παρακαταθήκες όχι μόνο με την ζωή τους, αλλά και με τον θάνατό τους. Ο Σωκράτης έφυγε από την ζωή, συμμορφούμενος προς (τιμώντας δηλ. και σεβόμενος) τους νόμους της Πολιτείας. Επέλεξε δηλαδή, να υπακούσει στους νόμους της πατρίδας του, αντί να αποδράσει από την φυλακή, καθ’ υπαγόρευση της (έξωθεν υποβαλλόμενης) παρόρμησης για μια ζωή, λάθρα.

Η ζωή μας, τιμάται από τα έργα μας, ενώ η στιγμή του θανάτου μας είναι σημάδι για εκείνα που επιλέξαμε και υπερασπιστήκαμε με συνέπεια.

Όμως, μέρες που είναι, παραμονές της Μεγάλης Γιορτής της Θείας Γέννησης, ας μην μελαγχολούμε με τα πεπερασμένα μας όρια, κι ας χαρούμε το δώρο της ζωής που ελάβαμε. Ας γεμίσουμε τις καρδιές μας ελπίδα, κι ας φωτιστούμε από το Χριστουγεννιάτικο αστέρι που λάμπει σε όλον εκείνον τον κόσμο, που θέλει κι αποζητάει το μήνυμα της αγάπης.

Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2016

Θάνατος, Πολιτική και Παιδεία


Image result for εικόνες θάνατος 


Καταπιανόμαστε με τον θάνατο άλλοτε σαν ένα ζήτημα γενικό, σαν να μην μας αφορά, κι άλλοτε σαν ένα ζήτημα άκρως προσωπικό. Σαν ερευνητές και σαν μελετητές του θέματος είναι σαν να θέλουμε να τα μάθουμε, να τα καταλάβουμε και να τα διδάξουμε όλα για τον θάνατο. Αλλά σαν πρόσωπα που μας αφορά «το γεγονός του θανάτου μας», ψάχνουμε να βρούμε πώς θα τον «διαχειριστούμε», πώς θα σταθούμε μπροστά σ' αυτόν. Σ' αυτό που, κάποια στιγμή, θα είναι γεγονός και για εμάς.

Θα μπορούσαμε να μιλάμε για όλες τις δυνατές εκδοχές νόησης κι έκφρασης επί του θέματος, αλλά πάντα θα εννοούμε ένα πράγμα: Την αγωνία μας για το θάνατό μας. Κάποιος άλλος το λέει πιο άμεσα κι απλά, εκλαϊκευμένα, κατανοητά, απερίφραστα. Κι είναι αυτή η διατύπωσή του -η τοποθέτηση (για το θάνατο) ενός αρθρογράφου, από αυτούς που σκέφτονται διαφορετικά (βλ. http://www.protagon.gr/apopseis/blogs/44341222722-44341222722)- ο λόγος που γράφεται τούτο το σημείωμα. Είναι η φράση: «Η μαγκιά είναι όμως να βρεις τι σημαίνει για σένα ο θάνατος. Για τη δική σου συνείδηση και τη δική σου ζωή. Να σιγουρευτείς κάποια στιγμή για τον λόγο που υπάρχεις και να μάθεις το ρόλο σου. Πολλοί προσπάθησαν να δώσουν το μήνυμα αλλά οι μάζες τους αγνοούν».

Πόση αλήθεια να έχει άραγε  αυτή η φράση! Πόσος κόπος άραγε καταβλήθηκε για να διδαχτούν και να σκεφτούν οι άνθρωποι, για να φιλοσοφήσουν, να διαλογιστούν, να συναισθανθούν και να «ωριμάσουν» πνευματικά και ψυχικά οι άνθρωποι, ώστε να αποφασίζουν για την στάση τους σε ζητηματα τόσο σημαντικά όσο το αναπότρεπτο επέκεινα;

Όταν το ερώτημα για τον θάνατο, γίνεται «επαγγελματικά», γενικά και αόριστα, η επαγγελματική μας ενασχόληση μ' αυτό, ασφαλώς μπορεί να γεμίσει σελίδες, και να φέρει στην βιβλιοθήκη μας τίτλους συγγραμμάτων, και εκδοτικά συμβόλαια και ασφαλώς χρήμα. Αυτή η ενασχόληση, και η λεπτοδουλειά στις φράσεις, και τα λογικά προηγούμενα και επόμενα, τις υπερκείμενες και τις υποκείμενες, όλα αυτά μπορεί να είναι άψογα δομημένα νοητικά εφευρήματα, αλλά η ζωή που κρύβουνε μέσα τους, είναι μόνο εκείνου που τα επινόησε και τα διατύπωσε. Ελάχιστη πληροφορία όλα αυτά μπορούν να προσφέρουν στον οποιονδήποτε άλλον, για την δική του ζωή και τον δικό του θάνατο. Κι όταν αποφασίσει να τον σκεφτεί και να τον διαχειριστεί, ελάχιστη καταλυτική βοήθεια θά βρει έξωθεν. Όλα εκεί έξω, θα είναι ψυχρά. Ψυχρά κι ακατανόητα.

[Μα αν αποφασίσουμε να αναλογιστούμε τον ρόλο μας σε όλα αυτά, θα πρέπει, επίσης, να λογαριάσουμε και την συμμετοχή μας στην δημιουργία, την γένεση της ζωής μας, και την δυνατότητά μας να αναιρέσουμε την... αναίρεσή της. Αλλά αυτά, είναι πολύ ψιλά γράμματα, για τον σύγχρονο άνθρωπο που νομίζει πως, αφού όλα τα θέλει, τότε όλα τα μπορεί, και όλα θα τα τολμήσει. Σίγουρα θα ανακαλύψει πως δεν είναι έτσι ακριβώς τα πράγματα, κι είναι καλό να το ανακαλύψει εγκαίρως ώστε να μην έχει χάσει ή καταστρέψει όλα εκείνα που θα μπορούσαν να δίνουν χαρά και νόημα στην ζωή του. Και αξία στον αναπότρεπτο και μοναδικό θάνατό του].

Γιατί αν ο άνθρωπος δεν αντιληφθεί τα όρια και την ουσία της ύπαρξής του, δεν θα σκεφτεί ποτέ τί θα γίνει την ώρα που δεν θα υπάρχει. Ή τι θα ήθελε να έχει πράξει, μέχρι την ώρα αυτή. Ή ποιός θα ήθελε να έχει υπάρξει μέχρι την ώρα αυτή. Ή τί δεν θα ήθελε να έχει πράξει μέχρι την ώρα αυτή. Και για ποιόν, ή γιατί.

Ο άνθρωπος, που δεν βρέθηκε (από αγάπη κι ενδιαφέρον ή από καθήκον) τρόπος να προβληματιστεί, μπορεί κάλλιστα να ζει σαν ένα μικρό αγαθό παιδί που δεν ενδιαφέρεται για το αύριο, παρά μόνο για την χαρά της στιγμής. Μήπως αυτό δεν συμβαίνει κάθε μέρα; Πόσοι είναι αυτοί που μας θέτουν τα κατάλληλα ερωτήματα; Πόσοι είναι αυτοί που μας καλούν να στραφούμε σε πράγματα παρόμοια;

Οι κήρυκες της ανοησίας (οι διαφημίσεις στην τηλεόραση) μας καλούν για τούτο και για εκείνο «γιατί έτσι μας αρέσει» ή «γιατί μας αξίζει να χαιρόμαστε περισσότερο»! αλήθεια, γιατί μας αξίζει; τί κάναμε και μας αρμόζει βραβείο; πόσο στοιχίζει; είναι φθηνό! είναι σε δόσεις! ας μην σκεφτόμαστε το αύριο λοιπόν κλπ., κλπ.

Κι ο χρόνος περνάει, με κατανάλωση, με χρέη, με πάμπολλες μικροχαρές των 3 και 13 και 15 ευρώ, και χάνεται ο λογαριασμός και μετά γίνεσαι «η μάζα που αγνοεί» τα μεγάλα και ακανθώδη ζητήματα του ανθρώπου, του αληθώς και δυνάμει πνευματικού όντος.

Αναπόδραστα αναφέρομαι στην εκπαίδευση. Στα σχολεία που παρέχουν χρόνο ενασχόλησης με τούτο και μ' εκείνο και δεν παρέχουν παιδεία. Γιατί η παιδεία δεν είναι το μάθημα της ημέρας, και της χρονιάς, είναι η εμφύσηση από τον δάσκαλο στην κάθε μικρούλα ανθρώπινη ψυχή, της όρεξης για μάθηση. Για μάθηση όλων εκείνων που είναι εργαλεία για δημιουργία.

Αυτός ο δυστυχής, ο κακά αμειβόμενος  και μη εκτιμώμενος δάσκαλος, είναι ένας ήρωας που κάθε μέρα αντιμετωπίζει την άγνοια, την άρνηση και την επιθετικότητα των γονέων, οι οποίοι αφήνουν αποκλειστικά στους δασκαλους την διαπαιδαγώγηση και την διδαχή των παιδιών τους. Ο δάσκαλος πάντα του ήταν ένας μικρός κι ανυπολόγιστος  ήρωας. Μα οσάκις πίστευε στην αποστολή του, ακόμη κι αν δεν κατείχε τα γράμματα μεταλαμπάδευε τον τρόπο, την αγάπη. Και τότε ο μαθητής του, εύρισκε το δρόμο της γνώσης. Σήμερα, αυτός ο μικρός ήρωας, ο αδύναμος δάσκαλος, πώς να μιλήσει και τί να πρωτοβάλει σε ένα άδειο κεφάλι; Σ' ένα κεφάλι, που κανείς δεν το νοιάστηκε, και δεν φρόντισε να ρίξει μέσα κάποιο φύραμα για να κατατεί δυνατή μια κάποια ζύμωση για την ώρα που θάρθει: την ώρα του δασκάλου.

Στο σχολειό θα βρει κανείς παιδιά που δεν ξέρουν να ακούνε, δεν ξέρουν να απαντούν, παιδιά που πετάνε κάτω τα σκουπίδια τους, που χτυπάνε και σπρώχνουν, που απειλούν. Που χρειάζονται πολλή αγάπη, και ειδική μεταχείριση για να αρχίσουν να αποκρίνονται σαν ανθρώπινα όντα κι όχι σαν θεριά άρρωστα κι ανήμερα. Ο δάσκαλος, τότε γίνεται νοσοκόμος ψυχών, κι οι μαθητές του ειναι οι ασθενείς του.

Στο σχολειό σήμερα, έχει θεσπιστεί και υπάρχει αυστηρό σύστημα αξιών. Πρώτα-πρώτα πρέπει να μην αισθάνονται άσχημα οι ξένοι, γιατί τόσοι που ήρθανε εδώ, κάμποσοι ήρθανε με τα παιδιά τους. Εμείς δεν πειράζει, γιατί είμαστε στον τόπο μας, δεν χρειάζεται να κάνουμε τίποτα.

Μετά, για να μην πελαγώνουμε με διαφορές, αφού αυτοί δεν καταλαβαίνουν τα δικά μας, θα διδάσκουμε εμείς στα σχολειά μας μόνο αυτά που καταλαβαίνουν εκείνοι. Έτσι, θα καταργήσουμε την εξέταση της Ελληνικής γλώσσας στα σχολεία. Επί πλέον, θα απαλείψουμε στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό την διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών, αφού οι ξένοι δεν είναι χριστιανοί και δεν χρειάζεται να τους λέμε για την εθνική μας ιδιοπροσωπία. Κι ας έχει, και ας εξακολουθεί αυτή να έχει, ισχυρούς δεσμούς και επιδράσεις από την χριστιανική διδασκαλία.

Έτσι, σιγά-σιγά κι οργανωμένα κι αδιαμαρτύρητα, θα μεγαλώνουνε «οι μάζες» που δεν θα σκέφτονται για όλα τα άλλα, ούτε και για το θάνατο. Αρκεί να σκέφτονται ποιά χαρά, τους αξίζει περισσότερο, είναι φτηνή και την πληρώνουν για να την έχουν. Όμως, μην το ξεχνάμε: όλα τούτα γίνονται για να μην σκέφτονται οι άνθρωποι τον θάνατο, τον δικό τους! Γι' αυτό και τους εκμαυλίζουν με κάθε λογής παραδείσους, επί τιμή ασφαλώς! Ο θάνατος των άλλων είναι ούτως ή άλλως, εμπόρευμα, κατανάλωση, ατυχία, μακριά από εμάς κλπ.

Οι μισθωμένοι κήρυκες του εκμαυλισμού και της ανοησίας, εκμεταλλεύονται το γεγονός πως ο θάνατος είναι για όλους, κι απλώς διαρκώς αναζητούν τρόπους, ώστε να πείθονται «οι χαζοί» (όπως λένε: οι μάζες) να καταβάλουν σ' αυτούς εφ'όρου ζωής όλα τους τα χρήματα. Οι προσπάθειες εντατικοποιούνται για την αποβλάκωση και όσων ακόμη δεν είναι τελείως χαζοί, από μόνοι τους. Η προσπάθεια που είναι σημαιοφόρος αυτής της εκστρατείας έχει πυρήνα της τα ανθρώπινα δικαιώματα!

Εκείνοι που τα υπερασπίζονται περισσσότερο είναι εκείνοι που τα κατασπαράζουν! Σε καμμιά υπανάπτυκτη κοινωνία δεν μιλάνε για ανθρώπινα δικαιώματα, οι πολίτες της. Αντίθετα, μιλάνε γι' αυτά, όλες οι χώρες που πουλάνε τα όπλα του θανάτου, οι χώρες των σκανδάλων, οι χώρες των εισβολών και των εκκαθαρίσεων! Και μιλάνε για τα ανθρώπινα δικαιώματα που τάχα παραβιάζονται όχι στο εσωτερικό τους, αλλά σε μια τρίτη, ξένη χώρα, που την έχουνε στο μάτι για κάποιο πλουτοπαραγωγικό της -συνήθως- πόρο, ή για μια πολιτική τους αντιπαλότητα.

Η μόνη χώρα που κατηγορείται από τους δικούς της πολίτες, αλλά και τους πολιτικούς της για παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των ξένων, είναι η πατρίδα μας. Η πατρίδα μας, δυστυχώς εξακολουθεί να διατηρεί από την αρχαιότητα τον μεγαλύτερο εχθρό της: Τον Εφιάλτη. Πάντα υπάρχει κάποιος γι' αυτή την δουλειά. Μπορεί να είναι, ακόμη κι εκείνος που δεν τον βάζει ο κοινός νούς. Πάντοτε όμως αποκαλύπτεται, εκ των υστέρων, από τους καρπούς των έργων του.

Η Ελληνική Πολιτεία και οι θεσμοί της, εδώ και χρόνια,  παραβιάζουν συστηματικά και κατάφωρα τα ανθρώπινα δικαιώματα των Ελλήνων, τους οποίους όχι μόνο καταδυναστεύουν με φόρους και περικοπές των πάσης φύσεως αποδοχών, αλλά τους περιορίζουν ακόμη και τα στοιχειώδη Συνταγματικά υους δικαιώματα. Πώς γίνεται αυτό; Οι πολιτειακοί μας θεσμοί (κυνέρνηση, υπουργείο, αστυνομία κλπ) αφήνοντας -ατιμώρητα κι ανεξέλεγκτα- να δρούν, κάθε τόσο, απειλητικά και εξοντωτικά κουκουλοφόρες παρακρατικές ομάδες κρούσης. Οι ομάδες αυτές, με τις αγριότητές τους, εμποιούν φόβο στην ελεύθερη έκφραση κάθε πολιτικού φρονήματος που δεν συμφωνεί με το φρόνημα αυτών των ίδιων, των λοστοφόρων παρακρατικών ομάδων κρούσης. Αυτών, που συνηθέστατα αποτελούν τους πολιτικούς στρατούς της εκάστοτε εξουσίας. Αυτή είναι η ουσία του φασισμού, κι ας διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους περί του αντιθέτου.

[Γιατί ο φασίστας δεν είναι κάποιος, επειδή εμείς έτσι τον βαφτίσαμε, γιατί μας εναντιώνεται! Φασισμός είναι  η βία και η επιβολή ταπείνωσης κι εξευτελισμού, ακόμη κι όταν την μετέρχεται ο καλύτερός μας φίλος! Φασισμός είναι κι η αλαζονεία, η περιφρόνηση, κι η υποτίμηση, όταν κάποιος νομίζει πως είναι καλύτερος, εξυπνότερος, ή ικανότερος, απλά και μόνο γιατί είχε περισσότερες ευκαιρίες και μέσα, που του δώσανε την ευκαιρία να μάθει, να αποκτήσει ή να έχει, και όλα αυτά τα χρησιμοποιεί για να επιβάλλεται. Αυτός, παραβλέπει πως, όλους, μας εξισώνει αναπότρεπτα ο θάνατος, και πως -για τον λόγο αυτόν- θα ήταν καλύτερα να έχουμε μεταξύ μας τουλάχιστον ανοχή, συνεργασία και καλωσύνη!]

Όλα αυτά δεν ερμηνεύονται με καμμία λογική. Όλα αυτά οδηγούν μονάχα στο βιασμό της λογικής των πολιτών, στο βιασμό της παιδείας τους, στο βιασμό
της πολιτικής.

Και μια κοινωνία βιασμένη και κακοποιημένη, ναρκωμένη ζεί κάθε μέρα την θανάτωσή της. Ποιά διανόηση θα την ξε-ναρκώσει, για να της θυμίσει πόσο χαριτωμένος είναι ο άνθρωπος, όταν πράγματι είναι άνθρωπος;

Γιατί ο πραγματικός άνθρωπος, θέλει να είναι αθάνατα τα έργα τέχνης και πνεύματος, κι όχι τα έργα βανδαλισμού, βλακείας και κατανάλωσης. Αυτά είναι από μόνα τους αθάνατα, μόνο όταν είναι κακουργήματα, για να μας θυμίζουν το μέγεθος του διαπραχθέντος εγκλήματος, και του δόλου των δραστών ή της ευηθείας των παθόντων.

Πέμπτη 7 Απριλίου 2016

Λιαντίνης: Μελέτη θανάτου. Και συναφείς έριδες και διάλογοι.

liantinis2 

Για τούτο το σημείωμα αφορμή υπήρξε ένα άρθρο του Κ. Παπαχρήστου, που δημοσιεύτηκε εδώ. Με γεμάτη τη φαρέτρα του, ο Παπαχρήστου, στοχεύει τα Λιαντίνεια «ρήματα».

Αλλά, ο εκλιπών φιλόσοφος, που αδιαφορεί γι' αυτήν την αμφισβήτηση, αφήνει - με τη διδασκαλία του- σε άλλους, τη σχετική συζήτηση.

Οι δυο άνδρες, είναι προφανές, ότι δεν ανήκουν στην ιδια φιλοσοφική «σχολή».

Μη αποζητώντας δάφνες φιλοσόφου, ποιητή, ή διανοούμενου, αλλά απλώς ανήσυχου και προβληματιζόμενου -για τα βασικά εσωτερικά ζητήματα- ανθρώπου, βρίσκω πολύ ενδιαφέρουσες τις θέσεις του Κ. Παπαχρήστου, και καταπιάνομαι να συ-σκεφθώ και να ελέγξω τις περιπλανήσεις μου, προσμένοντας δημιουργικές πνευματικές αντιπαρα-θέσεις.

Στα παρακάτω (1-6) σημεία της διάλεξης, που στέκεται ο Κ. Παπαχρήστου, αντιστοίχως παραθέτω, με κάθε καλή πρόθεση, τα σχόλιά μου:

1. Την Αττική Τραγωδία γέννησε η διαλεκτική σχέση των Ελλήνων με τον θάνατο. Είναι ένα γέννημα από αυτό το «πνευματικό αντιμέτρημα» που είχαν οι Έλληνες με το φαινόμενο του θανάτου. ... οι τραγικοί ήρωες πεθαίνουν στο τέλος του δράματος.

Σχολιάζω: Ελευθερία ή θάνατος, μολών λαβέ, μαρτύριο, πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών....κ.ο.κ., έτσι ήταν σε όλη μας την ιστορία. Οι τραγικοί ήρωες πεθαίνουν, οι δραματικοί ήρωες δρούν πολλαπλώς...έτσι είναι. Αυτή είναι η διαφορά της τραγωδίας από το δράμα, πως έχει νεκρούς στο «τέλος» (τέρμα ή/και σκοπό), είτε από ύβρη είτε από αφοσίωση! Το δράμα έχει ταξίδι και περιπέτεια, έχει πολύ «παρόν»!


2. Ο θάνατος είναι ο κυρίαρχος νόμος που κρατεί στο Σύμπαν. Από την Αστροφυσική και την Κοσμολογία είναι γνωστό ότι ακόμα και οι αστέρες πεθαίνουν (π.χ., οι μελανές οπές είναι «αστρικά πτώματα»). Και, κάθε στιγμή, ολόκληρος ο πλανήτης μας είναι «ένα σφαγείο» όπου άνθρωποι, ζώα, φυτά, πεθαίνουν, συχνά με φριχτό τρόπο. Η ζωή είναι ένας απέραντος στίβος πιθανοτήτων και δυνατοτήτων. Ένα μόνο είναι βέβαιο, ασφαλές κι απόλυτο (όχι απλά πιθανό ή δυνατό): ο θάνατος!

Σχολιάζω: Θα συμφωνήσω, πως, ναί, (αν και όχι) το μόνο, βέβαιο, ασφαλές κι απόλυτο στο Σύμπαν είναι ο θάνατος, και πως,  ο «εαυτού» θάνατος απασχολεί τον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά, γιατί είναι αναπότρεπτη η μετά από αυτόν πλήρης υλική αδυναμία και ανυπαρξία του ανθρώπου. Και  -επί πλέον- γιατί είναι αναπότρεπτος για όλους. Όμως, ενώ ως «αθανασία» μας, ως προς τους άλλους νοείται μόνο η υστεροφημία μας, η «αθανασία» ενός εκάστου δι' εαυτόν δεν είναι παρά η εσωτερική γαλήνη ή/και η «βασιλεία των ουρανών». Και η ζωή του καθενός μας (=συνειδητότητα, ευθύνη, αρετή, ή η αδιαφορία προς όλα αυτά) είναι προσωπική του υπόθεση, αφού ο ίδιος αγωνίζεται να την κάνει σύμφωνη με τα όνειρά του, και ασφαλώς, κάποια στιγμή θα πάψει να έχει αυτήν την ευκαιρία/δυνατότητα, είτε εκουσίως, είτε ακουσίως.

Γι' αυτό και όλη η αγωνία του ανθρώπου, να προσεγγίσει αυτόν τον «παράδεισο». Εξάλλου, τα  πάντα έναν (ψευτο)παράδεισο, μας υπόσχονται! Με χιλιάδες μορφές -επί αδρώ τιμήματι- ο σύγχρονος διαχειριστής του μυαλού, των αναγκών και του χρήματός μας, αγωνίζεται να γίνει ο αποκλειστικός κι αδιαμφισβήτητος καθολικός κι ολοκληρωτικός κύριος, εξουσιαστής και δεσπότης μας (βλ. για παράδειγμα διαφημίσεις με σλόγκαν «γιά πάντα», «όπως μας αρέσει», «τα έχει όλα», «σας πάει παντού» κλπ).


3. Ο θάνατος είναι το σημαντικότερο πρόβλημα της Φιλοσοφίας. Για την ακρίβεια, η ίδια η Φιλοσοφία δεν είναι παρά ο στοχασμός του ανθρώπου πάνω στο φαινόμενο του θανάτου: «Φιλοσοφία εστί μελέτη θανάτου» (Πλάτωνος «Φαίδων»). .........

Σχολιάζω: Ας μην ξεχνάμε ότι ο φιλόσοφος, όλες του τις αναζητήσεις, τις κάνει επειδή θέλει να απαντήσει, ή να διατυπώσει το ερώτημα, πρίν από «την στιγμή που δεν θα δύναται πλέον»!

Μαζί με το «Γνώθι σαυτόν», λοιπόν, «Γνώθι και τον κόσμο γύρω σου». Λογικό είναι ο καθένας να ξεκινάει από τις παραδοχές του, να μελετά την δική του θέση, άρνηση κ.ο.κ. επί του θέματος του θανάτου και κυρίως του δικού του θανάτου. Να προσπαθεί να γνωρίσει τον εαυτό του, και να (καταφέρει να) έχει καλλιεργηθεί και αναπτυχθεί πνευματικά και ψυχικά, μέχρι το τέλος της ζωής του, όπως θα ήθελε. Ο πνευματικός άνθρωπος, λογικό είναι να θέλει να βλέπει τη ζωή του από το τέρμα της. Εκεί όπου θα ήθελε πνευματικά να έχει εγκαίρως φτάσει πριν να πληρωθεί ο χρόνος ζωής, ώστε να νοηματοδοτείται (=να έχει ο ίδιος διαπιστώσει ότι πράγματι είχε νόημα) ό,τι και όσα εβίωσε, έπραξε, επέλεξε, άφησε.

Κοι οι πνευματικοί γέροντες που απευθύνονται στους εραστές της βασιλείας του Χριστού, το ίδιο λένε: «έχε μνήμη θανάτου  στην πορεία προς τη θέωση, για να μην αποκλίνεις από αυτήν,.. κλπ»].

Κι ας μην ξεχνάμε,  η «σκέψη», και η πνευματικότητα, δεν έχει ... ισότητα! Ο καθένας σκέφτεται ανάλογα με το «εργαλείο» που έχει, και ανάλογα με το χρόνο που έχει. Κι όχι όσον χρόνο προώρισται να ζήσει, αλλά όσον ο ίδιος εν συνειδήσει αφιέρωσε προς τούτο.


4. Η λέξη «τέλος» έχει διττή σημασία. Σημαίνει το τέρμα αλλά και το σκοπό.  Όλα όσα κάνουμε στη ζωή μας αποβλέπουν σε ένα πράγμα: στο τέλος, στο θάνατό μας. Ο θάνατός μας είναι σκοπός της ζωής μας. Ό,τι κάνουμε είναι μια ανοιχτή δυνατότητα που θα προσδιοριστεί, θα αξιολογηθεί, θα δικαιωθεί ή θα αποκατασταθεί από τη στιγμή του θανάτου μας, από το πώς θα πεθάνουμε. Τίποτα δεν μπορούμε να πούμε για τη ζωή μας αν δεν δούμε το τέλος μας (αναφέρεται στο παράδειγμα Σόλωνος και Κροίσου).

[Μου δίνεται η εντύπωση ότι, σύμφωνα με αυτή την άποψη, δεν βιώνουμε ποτέ το παρόν για το ίδιο το παρόν αλλά για μια απροσδιόριστη, οριακή στιγμή του μέλλοντός μας. Με άλλα λόγια, είμαστε «νεκροί σε σειρά αναμονής»!]

Κι εγώ σχολιάζω: Τί άλλο θα μπορούσαμε να επιδιώκουμε; Όλα όσα κάνουμε στη ζωή μας αποβλέπουν  στο τέλος μας. Ο θάνατός μας είναι ο -απώτερος και ανεξάρτητος από εμάς τους ίδιους- σκοπός της ζωής μας, που θα πραγματοποιηθεί για όλους ανεξαιρέτως. Δεν μπορούμε να έχουμε για πάντα τον διαρκή παράδεισο, που ακριβά μας διαφημίζουν οι πάσης φύσεως υπηρεσίες του σύγχρονου ληστρικού κόσμου. Αν η οικοδομή του επιθυμητού εαυτού (κι εδώ χωράει πολύ νερό!) δεν συνιστά συστηματική επιδίωξη, μόνη η πάροδος του χρόνου, ακόμη και όταν θεωρείται «βίωση του παρόντος», δεν είναι παρά κενός χρόνος. Χρόνος που δεν τον έζησε κανείς. Νεκρός είναι ο χαμένος χρόνος, όχι ασφαλώς ο χρόνος αναψυχής, κι ο χρόνος ο προσωπικός.

Το να ζής κυρίως στην απόλαυση του τώρα, σημαίνει να ζής στην κατανάλωση και στην ακηδία. Ας μην ξεχνάμε και την εντροπία...

Οι γέροντες, λένε πως ο πνευματικός αγώνας είναι ασταμάτητος και είναι αναγκαία η ακοίμητος «φυλακή νοός».

Τέλος, είναι το τέρμα [που υπάρχει για όλους] και τέλος είναι κι ο σκοπός. Το τέλος είναι ένας σκοπός που για άλλους έχει (χειραγωγημένα) τεθεί, και άλλοι τον έχουν θέσει οι ίδιοι στον εαυτό τους.

Γνωρίζοντας ότι όλοι θα έχουμε ένα φυσικό τέλος, άλλοι επιλέγουν -πριν να φτάσουν ακουσίως εκεί- να έχουν ικανοποιήσει κάποιο τέλος/στόχο. Άλλοι επιλέγουν να περάσουν το χρόνο τους μέχρι τότε, χύμα, ανυποψίαστοι, αδιάφοροι κι όπως τύχει, χωρίς κάποιον σκοπό, χωρίς κάποιο στόχο. Και φτάνουν στο φυσικό τους «τέλος» χωρίς κανένα «τέλος». Κι αυτό είναι θέμα προσωπικής επιλογής. Ζήσανε χωρίς να επιδιώξουνε να καταλάβουνε γιατί ζούνε.

Αν η ζωή μας δεν είναι το μέσον για να γνωρίσουμε τον εαυτό μας, τις δυνάμεις και τις δυνατότητές μας, αν δεν επιθυμούμε την καλύτερη κατανόηση του κόσμου και του ανθρώπου, αν δεν επιθυμούμε την εξάλειψη των παθών μας και την ενάρετη βιοτή, δεν θα συναντήσουμε τον «χαριτωμένο άνθρωπο» που μπορεί να μας αναπαύσει και να μας χαρίσει ένα «τέλος/σκοπό» που να υπερβαίνει το φυσικό μας τέλος/τέρμα, το τέρμα του φυσικού μας βίου.

Καμμιά φορά ομόγλωσσοι και όμαιμοι, μιλάμε «ξένες μεταξύ μας γλώσσες», γιατί μεσολάβησε μεγάλη γωνία «απόκλισης της οδού εν η επορεύθημεν αφ' ης οδού εκκινήσαμεν..».!

Και γιατί στο δρόμο, άλλοι γευτήκαμε ξένα μυρωδικά, άφθονα μυρωδικά, ενώ άλλοι κοιτάζαμε τ' αστέρι που έδειχνε το τέλος/τέρμα και αχνοφέγγιζε ένα μυστήριο, κατ' αρχήν άγνωστο, αλλά (υπό πολλών εν επιγνώσει) επιδιωκόμενο, μοναδικό «τέλος», που ήταν σκοπός αιωνίου -ενδεχομένως- ζωής.

5. Το «φάρμακο» που θα μας απαλλάξει από το φόβο του θανάτου είναι η απαλλαγή από τον εγωισμό μας («ορμή προς διατήρηση του είδους» τον ονομάζει). Αγαπάμε τόσο πολύ τον εαυτό μας που δεν μπορούμε να τον σκεφτούμε αποκομμένο από τη Φύση. Θα πρέπει να λέμε: «Είμαι κι εγώ όπως όλα τα άλλα στοιχεία της Φύσης, όπως ένα κυπαρίσσι, όπως μια πέτρα, μια κρήνη, ένα όρος…» Να αποστασιοποιηθούμε, δηλαδή, από τον εαυτό μας και να τον δούμε σαν ένα κομμάτι της Φύσης. Έτσι θα απαλλαγούμε από το φόβο του θανάτου.

[Προβληματίζει η φαινομενική αντίφαση ανάμεσα στο «αποκομμένο από τη Φύση» και το «σαν ένα κομμάτι της Φύσης», με τον τρόπο που χρησιμοποιούνται πιο πάνω στις αντίστοιχες φράσεις.]

Κι εγώ σχολιάζω: Η ανθρώπινη ζωή και η πορεία δεν έχει αντιφάσεις. (Αντιφάσεις έχει μια ανόητη ζωή, γεμάτη παλιμπαιδισμούς κι «ετσιθελισμούς»). Η ζωή έχει, ασφαλώς, αναιρέσεις. Και αυτοαναιρέσεις. Γιατί χαρακτηρίζεται από διαρκείς επιλογές. Ο άνθρωπος με τον ψυχικό και διανοητικό του δυναμισμό, διαρκώς αναμετριέται με το τώρα και το αύριο, μ' ετούτο και μ' εκείνο, και διαρκώς τα ανασχεδιάζει. Γιατί η σκέψη δεν σταματάει, ούτε η γνώση. Ο στόχος του καθενός, τίθεται κι αλλάζει. Κι άλλοτε, τίθεται και δεν αλλάζει, μέχρι που να εγγίσει το τέλος. Ετούτο, ή εκείνο. Το τέρμα, μας περιμένει όλους. Άλλοι το επιδιώκουν, άλλοι το αποφεύγουν. Κι άλλοι δεν θέλουν να το λογαριάζουν καθόλου.

Είμαστε κομμάτια του κόσμου τούτου, κι όμως, μπορούμε συνειδητά να δράσουμε και να καταργήσουμε τούτη την συνειδητή ενότητά μας με τον κόσμο. Ξεχωρίζοντας τον εαυτό μας από τον κόσμο, ας μη θαρρούμε πως εξουσιάζουμε τον κόσμο ή τον εαυτό μας. Εξουσιάζομε μόνο την πρόθεσή μας για μια συγκεκριμένη απόφαση. Λίγο προσωπικό χρόνο εξουσιάζουμε, όσο χρειάζεται για να κάνουμε αυτό ή εκείνο...Η παγίδα του αναπότρεπτου λάθους, του άκρατου εγωϊσμού, της πλάνης ή της ύβρεως, δεν απέχουν πολύ.

Ζωντανοί και δημιουργικοί, καταστρεπτικοί και άπληστοι, ή άπνοοι και πεθαμένοι, πάλι ένα κομμάτι του κόσμου είμαστε, ακόμη κι οταν βρισκόμαστε μέσα στη λογική μας, στη μονομερή οπτική μας και στην λατρεία και την απαρασάλευτη δύναμη του προσωπικού μας σύμπαντος. Μόνο ο εγωϊσμός μας, παριστά ψευδώς και απατηλά ότι είμαστε ξεχωριστοί. Είμαστε απλώς, το συγκεκριμένο κομμάτι του κόσμου. Και τότε η άκρα λογική καθίσταται, άκρως, παραλογισμός. Κι ο υβριστής κι ο υβριζόμενος, πάντες, έν. Εντός του κόσμου. Κι ο ταπεινός, κι ο αλαζών. Αδιέξοδη η υπεροχή και η εξαίρεση.

6. Επικαλούμενος τον Freud, ο Λιαντίνης ισχυρίζεται πως, όταν βρισκόμαστε μπροστά στον θάνατο ενός συνανθρώπου, ακόμα κι αν νομίζουμε ότι λυπόμαστε, κατά βάθος βιώνουμε ένα αίσθημα χαράς που εμείς είμαστε ζωντανοί!

[Το πώς θα ηχούσε αυτό το επιχείρημα σε εκείνους που δεν καταφέρνουν να επιβιώσουν μετά την απώλεια αγαπημένου προσώπου, είναι ασφαλώς ζήτημα της Ψυχολογίας, όχι της Φιλοσοφίας…]

Κι εγώ σχολιάζω: Δυστυχώς, είναι ολωσδιόλου αλήθεια! Πόσες φορές έχω ιδεί ηλικιωμένους που δεν συνοδεύουν φίλους τους στην τελευταία τους κατοικία γιατί «αποφεύγουν συγκινήσεις», αλλά και για να μη σκέφτονται δυσάρεστα πράγματα! (Έξω από μας, μακριά από μας κλπ.!). Κι ακόμη χειρότερα, εκείνοι που συνοδεύουν μεν σωματικά, πνευματικά όμως είναι απόντες, ιδιαίτερα όταν χασκολογούν απροκάλυπτα! Το χειρότερο; μπορεί να είναι και πολιτικοί!  Το, ακόμη χειρότερο; νέοι, που  δεν θέλουν να συμμετάσχουν σε μια τέτοια στιγμή, και που στέκονται φοβισμένοι, αδέξιοι κι ανυποψίαστοι για το δικό τους το θάνατο, που μπορεί και νά 'χει φτάσει στην πόρτα της ψυχής τους. [Σε κάτι τέτοιες στιγμές αναθυμάμαι μια γυναίκα, που πήρε την διάγνωση για κάποιες συγκεκριμένες ευπάθειες, για όσες είναι μητέρες, που είπε -μεγαλόφωνα- προφανώς ανακουφισμένη: «ευτυχώς, εμένα το παιδί μου δεν έζησε!». Το άτομο αυτό ασφαλώς δεν θα το λογαριάσω για συνομιλητή, σε καμμιά μου «φιλοσοφική αναζήτηση ή σκέψη», αλλά θερμά θα προσευχηθώ γι' αυτό].

Κι όσο για το ερώτημα για το πώς θα εκληφθεί από τους άλλους μια σκληρή και άκαμπτη ή απόλυτη, αλλά αληθής και ρεαλιστική, άποψή μας, έχω να παρατηρήσω πως αυτό, (αν το τηρούμε), μαρτυρά υψηλό επίπεδο συναισθηματικής νοημοσύνης,  που λέει ο σύγχρονος κόσμος, και συμπλέει με την ηθική συμβουλή την κρυμμένη μέσα σ' εκείνο το -αποκηρυγμένο από τους «σύγχρονους και πολιτισμένους», που όμως (εξακολουθεί να) λέει ο παλαιός κόσμος- αγάπα τον πλησίον σου ως σεαυτόν, ή ό συ μισείς ετέρω μη ποιήσεις, κλπ.

Πάντως, το πώς οι άλλοι εκλαμβάνουν τα λεγόμενά μας, είναι ένα ζήτημα που όλοι μας πρέπει να το εξετάζουμε, ιδιαίτερα όταν θέλουμε να «κατατροπώσουμε» όσους έχουν αντίθετη από τη δική μας άποψη, και κυρίως όταν θέλουμε να εξουδετερώσουμε κυριολεκτικά και απολύτως, όσους έχουν αντίθετα προς τα δικά μας συμφέροντα. [Και τούτο, το τελευταίο γίνεται συστηματικά, ανενδοίαστα κι εγκληματικά από τους ισχυρούς του κόσμου, αλλά και αηδιαστικά αναντίρρητα, από τους υποταγμένους].

Η σπουδαιότητα του ανωτέρω θέματος, έγκειται στην προστασία των άλλων από τις ιδιοτέλειές μας κι όχι από τις αλήθειες που πρέπει να ειπωθούν και που όλοι μας πρέπει να μπορούμε να τις σκεφτούμε και να τις ξέρουμε...

Περαιτέρω, ας μην μας διαφεύγει, ότι οι προσωπικές ευαισθησίες του καθενός, υπόκεινται σε ειδική προστασία και ειδική αντιμετώπιση, κυρίως από εκείνους που βρίσκονται κοντά στα πρόσωπα με τις ειδικές αυτές ευαισθησίες και ανάγκες, γιατί οι ξένοι και οι άσχετοι με τα πρόσωπα αυτά, δεν μπορεί να γνωρίζουν.

Τέλος, το ότι ο Λιαντίνης, στη διάλεξη «Η Φιλοσοφική Θεώρηση του Θανάτου» δεν έδωσε ορισμό για τον θάνατο,  δεν σημαίνει πως το βασικό αντικείμενο της διάλεξης «δεν καθορίζεται απόλυτα». Γιατί αντικείμενο ήταν ο προβληματισμός γύρω από το θάνατο, κι όχι το γεγονός του θανάτου. Ενός θανάτου. Αλλά του δικού μας -εκάστου- θανάτου. Για τον οποίο. μιλάμε υποθετικά, μελλοντικά, εικάζοντες και φανταζόμενοι. Όλο το θέμα του, λοιπόν, μόνο το θάνατο αφορούσε, και δεν νομίζω, πως έχει ιδιαίτερη σημασία η μη ύπαρξη ορισμού. Γιατί κι ο ορισμός, είναι -ένα άλλο- επίσης, φιλοσοφικό, θέμα. Και τότε θα μπορούσαμε να λέγαμε πως ο ορισμός (του Λιαντίνη) δεν είναι εντάξει.


Εξ άλλου, ο θάνατος, μπορεί -ανάλογα με το forum της συζήτησης- να ορίζεται ιατρικά, βιολογικά, φιλοσοφικά, ποιητικά, φυσιο-λογικά, υλικά,  κ.ο.κ. Σαν μιλάει ένας φιλόσοφος για το θάνατο, ακόμη κι αν αφήσει ανοιχτό τον ορισμό του θανάτου, είναι λογικά παραδεκτό, να θεωρείται ότι εκείνος τοποθετείται στο θέμα του θανάτου «επαγγελματικά»: δηλαδή φιλοσοφικά. Πράγμα που θα ειπεί, πως όταν ένας φιλόσοφος, μιλάει για θάνατο, φυσικό είναι να μιλάει για πνευματική «ακινησία και απραξία», και για το πώς ο ζών άνθρωπος αντιλαμβάνεται και αντιμετωπίζει την μελλοντική του αυτή κατάσταση και στάση.

Στην φιλοσοφία και στην ποίηση τα πράγματα αλλάζουν. Η προσέγγιση έχει μια ευρύτητα, μια ανοχή, μια ελευθεριότητα. Ή μια «ποιητική» ελλειπτικότητα.