Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αναμνήσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αναμνήσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 26 Φεβρουαρίου 2017

Λαογραφικά κι αποκριάτικα

 

Toύτες τις μέρες κάθε χρόνο, θυμάμαι από μικρό παιδί, τις σκέψεις που διχάζανε την καρδιά μου και με κάνανε να νοιώθω ξένη ανάμεσα στα παιδιά που ντύνονταν και χάνανε την όψη και το χαρακτήρα τους για να γίνουνε άλλοι. Τυχαίοι άλλοι, ή εκ προθέσεως άλλοι. Πολύ διαφορετικοί από την πραγματικότητά τους...

Θυμάμαι χορούς και αθώα πειράγματα. Μα κυρίως θυμάμαι ευρηματικότητα στην αμφίεση. Αυτοσχεδιασμοί καταπληκτικοί. Από την ζωή, την καθημερινή, από την σάτιρα σε βάρος εκείνων που αταίραστα μεγαλοπιάνονταν, κι εκείνων που στην πραγματική τους ζωή ήτανε θλιβερές καρικατούρες τραγικών, γελοίων προτύπων.

Όλα ήτανε αστεία, μα την άλλη μέρα παίρνανε την αληθινή τους όψη, κι οι συμμετέχοντες αισθάνονταν πως είχανε πειράξει, στην καρδιά του, το σχήμα το άστοχο. Με φορεσιές που αντιστοιχούσανε σε γνωστές φυσιογνωμίες, και με ελαφρά παραλλαγή, υποδύονταν τον δανδή, τον υπερήφανο, τον αλαζόνα, τον λαίμαργο, τον πλεονέκτη, τον ψεύτη, τον συμφεροντολόγο, τον πονηρό, τον κλέφτη, τον γυναικά, κλπ. Κι όλα γίνονταν κανονικά, όχι σαν οργιαστικό γλέντι, αλλά σαν ένα σατιρικό θεατρικό. Την άλλη μέρα, η πραγματικότητα της ζωής επέστρεφε, κι άκουγες συγγνώμες για την σάτιρα, αλλά είναι σαφές, πως επρόκειτο για μια συγγνώμη που την ζητούσαν μόνο για τα μάτια του κόσμου. Αυτό που ήθελαν να πούν, το είπαν, χωρίς την φυσική συστολή που νοιώθει κάποιος σαν σε κοιτάει κατάματα και θέλει να σου πει βαρειά και πικρά πράγματα.

Σε τούτο το ξεφάντωμα δεν συμμετείχα, γιατί στο σπίτι η κοροϊδία και η υποκρισία δεν ήτανε τρόπος θεμιτός. Ούτε σαν αστείο. Η κοροϊδία πληγώνει. Το θύμα πάσχει. Κι αυτός που κοροϊδεύει, ξεγελάει ή εξαπατά, νομίζει πως είναι εξυπνότερος. Αλλά δεν είναι καλύτερος. Η υποκρισία είναι χειρότερη. Είναι αφροσύνη εκ προθέσεως. Σαν τύχει να πέφτει κανείς στο λάθος που έκρινε και σατίρισε σε βάρος άλλων, τότε παθαίνει τα ίδια, και ταπεινώνεται, εξευτελίζεται ή προσβάλλεται και χάνει τον σεβασμό και την υπόληψή του.

Μικρό παιδί δέχτηκα την νουθεσία αυτή, και την αποτροπή της μασκαράτας,
που σε βγάζει από τον εαυτό σου. Mεταμφιέζεσαι αυθαίρετα σε μια μορφή που μάλλον δεν ταιριάζει με την πραγματική σου, προκειμένου να μην αναγνωρίζεσαι, καθώς απευθύνεσαι, παίρνεις ή ζητάς από τους άλλους. Καθώς σατιρίζεις, επιτίθεσαι ή κατεδαφίζεις τον σατιριζόμενο, άνθρωπο, εξουσία ή ιδέα. Αρνήθηκα να είμαι ή να γίνομαι κάτι άλλο από αυτό που είμαι. Αρνήθηκα να σατιρίζω με προσωπείο και να κρίνω πίσω από μια μάσκα.

Η αποκριάτικη μεταμφίεση που βλέπουμε στους καρναβαλιστές των διαφόρων εκδηλώσεων, κατέληξε να είναι στολή για έναν ρόλο, ως μέρος ενός ευρύτερου δρώμενου. Εδώ υπεισήλθε και η εμπορικότητα της γιορτής, με την δημιουργία της βιομηχανίας του καρναβαλιού. Δεν είναι κακό αυτό καθεαυτό. Κακό είναι πως η ατομική ευρηματικότητα και η δημιουργικότητα σε κοινωνικό επίπεδο έδωσαν χώρο στην εμπορευματοποίηση. Στην προσχηματική κοινωνικότητα, έναντι της δημιουργικότητας των μελών της κοινωνίας.

Το τέλος του καρνάβαλου βρίσκει την πόλη γεμάτη σκουπίδια, αποχαύνωση μετά την διασκέδαση, κι εξάντληση μετά την τόση υπερκινητικότητα των ανθρώπων.

Οι γιορτές του καρναβαλιού σήμερα στην Ελλάδα, χωρίς να συνιστούν μια πρόταση πολιτισμού, δεν αποτελούν δρώμενο με σχέση προς την παράδοση, ή την προοπτική του λαού και της χώρας. Είναι μια μόδα, φτιασιδωμένη από την παγκοσμιοποίηση, για να εξυπηρετήσει εμπορική κινητικότητα. Άλλη μια εκδήλωση με εμπορικό χαρακτήρα.

Οι μασκαράτες και η σάτιρα ξεκίνησαν από κοινωνίες που το χρειάζονταν. Όπως στην Βενετία, όπου η πόλη είναι περιορισμένη μέσα στα κανάλια της και ο πλούτος που συνέρρεε σ' αυτήν από το ακμαιότατο εμπόριο, έπρεπε να ξοδευτεί στην τέχνη (ζωγραφική μέσα κι έξω από τα σπίτια) και στην αλλαγή του καθημερινού σκηνικού στην ζωή των ανθρώπων, αλλάζοντας προς στιγμήν δουλειά, φορεσιά, εραστές κι αγαπημένους, κάτω από μια μάσκα.

Τέτοιες μασκαράτες και γιορτές, είναι άσχετες και προς τις αρχαίες Διονυσιακές γιορτές που είχαν έντονο φυσικό συμβολισμό, αλλά και τις εκδηλώσεις με τις πομπές που συνέρρεαν στα Ιερά προς τιμήν των Θεών των αρχαίων Ελλήνων. Είναι άσχετες και προς τις λιτανείες των ιερών εικόνων και λειψάνων στις σημερινές θρησκευτικές μας γιορτές, όπως και προς τις παρελάσεις μας στις μεγάλες μας εθνικές μας γιορτές.

Η συνένωση τελευταίως στην Ελλάδα τοπικών εορτών και δρώμενων και του καρνάβαλου, έχει έντονα εμπορευματικό χαρακτήρα και απαλείφει την ουσία της παράδοσης, αφού καταλήγει σε έναν ευκαιριακό συνεορτασμό αντίθετων ή αυτοαναιρούμενων νοημάτων.

Απόκριες είναι η θρησκευτική ονομασία μιας περιόδου νηστείας και αποκοπής από την κρεωφαγία, που συνεπήρε και τον εορτασμό εποχικών ή συμβολικών δρώμενων. Μα πρόσφατα, οι απόκριες μετονομάστηκαν ως καρναβαλικές γιορτές, κι ενώ η ιταλική λέξη carne (από την οποία μπορεί να έλκει την καταγωγή της η λέξη καρνάβαλος) σηματοδοτεί το κρέας (και μάλλον υπολανθάνει ο αποχαιρετισμός στην κρεωφαγία), η ξενομανία μας, απέκοψε από την έννοια της λέξης, τον χαρακτήρα της νηστείας, και μετέτρεψε τις απόκριες σε καρναβαλικές γιορτές, δηλαδή σ' αυτό που γίνεται σήμερα με τους ξέφρενους χορούς, τις παρελάσεις και τα μασκαρέματα.

Στα μικρά μου χρόνια, πέρα από τις -κλασσικές και τρόπον τινα θεατρικές- μεταμφιέσεις, τις μέρες αυτές, θυμάμαι τα αγόρια να πετάνε χαρταετούς, να ανταγωνίζονται και να χαίρονται τα ύψη, τα χρώματα, τις δαντελωτές ουρές των χαρταετών και τον κυματισμό τους, τα πλήθη που σκίαζαν τον ήλιο, τις άτυχες πτώσεις, το μπέρδεμα, τις καλούμπες. Το καμάρι των αγοριών και το θαυμασμό των κοριτσιών.

Θυμάμαι, εκδρομές σ' όμορφα μέρη της εξοχής, όταν βγαίναμε την Καθαρή Δευτέρα -μέρες πρώϊμης άνοιξης- να μαζέψουμε τα πρώτα λουλούδια της εποχής. Ανεμώνες και πολύχρωμα κρινάκια, ακόμη κι όψιμα κυκλάμινα. Πότε με ουρανό συννεφιασμένο, πότε με ηλιόλουστη και φωτεινή μέρα, προμήνυμα της άνοιξης και της επερχόμενης Πασχαλιάς.

Εκτός από τη βόλτα στο ποτάμι, άλλη όμορφη βόλτα, ήτανε στην Κυανή Ακτή, από τις παραθαλάσσιες θίνες, ν' αγναντεύουμε τη θάλασσα, λαμπρό καθρέφτη του καταγάλανου ουρανού, που θάμπωνε τα μάτια, ήσυχη, αρυτίδιαστη, μια τεράστια αγκαλιά που μας περίμενε. Κι άλλοτε, μουντή εικόνα του ουρανού, ή και θυμωμένη, με τ' αφρισμένα κύματά της, να χτυπάνε τους κορμούς των δέντρων που η χειμωνιάτικη αντάρα είχε ξεβράσει στο γιαλό. Παρόχθια ή περιβολίσια δέντρα, που το ποτάμι είχε τραβήξει στο μανιασμένο πέρασμά του μέχρι την θάλασσα. Θεριά τούτοι οι κορμοί κοίτονταν γυμνοί, ξεφυλλιασμένοι, με σπασμένους βραχίονες και κλαδιά, πεταμένοι, πεθαμένοι, μεγαλοπρεπή κουφάρια, μισοχωμένοι στην άμμο.

Ο δρόμος του γυρισμού από μια τέτοια βόλτα, είχε πάντα μια θλίψη. Πόσες να κλείσουν τα μάτια, εικόνες της φύσης. Τέχνη χωρίς τεχνίτη, ομορφιά χωρίς όρια, γαλήνη απόλυτη και αδιατάρακτη. Για τον άνθρωπο μέτρο, κι ο άνθρωπος γι' αυτήν ο προορισμός.

Πώς να γινόταν ξανά μια τέτοια ώρα, μια τέτοια αίσθηση, κι η φύση να 'ναι τόσο όμορφη! Και τα μάτια, πώς να γινόταν να κρατούσαν για πάντα αυτήν την ομορφιά, ακόμη κι όταν έχει χαθεί από μπροστά τους για πάντα!

Η νέα εποχή πολύστεψε τα μέσα. Και λιγόστεψε τους τρόπους για να απολαμβάνουμε το ωραίο, το φυσικό, το απλό, το απέριττο, και να κρατάμε στο νού τα πολύτιμα.

Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2016

Μια τέτοια νύχτα σαν άλλοτε...Μια τέτοια νύχτα σήμερα...


Image result for εικόνες αγιος βασίλειος 

Πόσοι από εμάς τους μεγάλους δεν θυμόμαστε τις πρωτοχρονιάτικες προσδοκίες μας, πόσοι διαψευσθήκαμε και πόσες φορές χαρήκαμε αληθινά την ημέρα της πρωτοχρονιάς!

Τα παιδικά μας χρόνια αλησμόνητα μένουν, για τις προσδοκίες και για τις χαρές που είχαμε, αλλά και για τις λύπες, που σημαδέψανε την ζωή μας, και ωριμάσανε την σκέψη μας.

Μικρά, στο παραγώνι, ακούγαμε τις ιστορίες του μπαμπά, κι εκστασιαζόμασταν, αλλά έτσι ανακατεμένα που είμασταν, μικρά και μεγάλα μαζί, οι ιστορίες δεν μπορούσανε να είναι πάντα φανταστικές, με υποθέσεις ανύπαρκτες. Γιατί οι μεγαλύτεροι δεν άφηναν τα ψεύτικα τερτίπια να στεριώσουν. Οι μεγάλοι ρωτούσανε, κι οι μικροί μαθαίνανε πριν την ώρα τους. Κι έτσι, όλοι, μικροί μεγάλοι, μάθαμε την αλήθεια για τα πράγματα. Και μάθαμε πως Αγιοβασίλης για τον καθένανε είναι εκείνος που τον φροντίζει και τον αγαπά. Εκείνος που προφταίνει τον πόνο κι ανακουφίζει την μοναξιά και την φτώχεια. Εκείνος που αγαπάει όλους τους ανθρώπους που «ποιμαίνει», κι υπακούει μονάχα στη φωνή Θείου, του δικαίου και της ελεημοσύνης. Κι ότι «Αγιοβασίλης», μπορεί να γίνει ο καθένας -στα μέτρα του- άμα το θέλει η ψυχή του.

Εκεί μάθαμε πως ο Αγιοβασίλης ήτανε νέος και επίσκοπος σε μια μεγάλη πόλη της αυτοκρατορίας, την εποχή που βασίλευε ο Ιουλιανός. Αυτός, που ήθελε να ξαναστήσει στα πόδια της τη δωδεκάθεη αρχαία θρησκεία. Κάνοντας πόλεμο ζήτησε από τους κατά τόπους επισκόπους να του δώσουν τα χρυσάφια των Εκκλησιών για να αγοράσει όπλα. Ο Αγιοβασίλης, νέος επίσκοπος τότε, με την θέρμη της πίστης του, αρνήθηκε να συμμετέχει στην χρηματοδότηση του πολέμου, κι απάντησε πως δεν έχει να δώσει τέτοια βοήθεια. Μα ο βασιλιάς εθύμωσε πολύ, κι αντιμήνησε πως σαν επιστρέψει θα εξολοθρέψει τον θρασύ επίσκοπο και τον ανυπόταχτο λαό του.

Ο Αγιοβασίλης τότε, συλλογίστηκε πως μπορεί και να έκανε λάθος, και φοβούμενος μην πάρει στο λαιμό του τις ψυχές του κόσμου, τους είπε το πρόβλημα που είχε να αντιμετωπίσει. Και τους παρακάλεσε να δώσουν ο καθένας τους το κατι τί του, για να τα δώσει όλα μαζί στον βασιλιά, μπάς κι αποφύγουν το κακό που σχεδίαζε σε βάρος τους. Μα ο βασιλιάς, σε 'κείνη την μάχη σκοτώθηκε και δεν γύρισε για να πάρει το χρυσάφι. Κι ο Αγιοβασίλης, ο επίσκοπος-τότε-Βασίλειος, για να επιστρέψει τα χρυσάφια του κόσμου, διέταξε να φτιάξουν ψωμάκια και μέσα σ' αυτά να κρύψουν τα κοσμήματα που είχαν προσφέρει οι πιστοί, και τους τα μοίρασε. Έτσι, πήρε ο καθένας από κάτι, γιατί δεν ήταν πια μπορετό να βρεθεί ποιός είχε δώσει και τί. Γι' αυτό κι εμείς σήμερα, σε ανάμνηση της δίκαιης χαράς για την επιστροφή των θησαυρών, βάζουμε «φλουρί» στην αγιοβασιλιάτικη πίτα, για να κερδίσουμε πίσω, εκείνο που ήδη είχαμε δώσει.

Κι εκεί μάθαμε, πως ο Αγιοβασίλης ήτανε ο προνοητικός επίσκοπος, ο σοφός πατέρας που ήθελε να προστατέψει τα τέκνα του, κι ο δίκαιος οδηγητής ψυχών.

Ο Άγιος αυτός δεν ήτανε γέροντας με ρόδινα μάγουλα, πλούσιος και καταναλωτής. Νέος μοναχός, έγινε επίσκοπος, και νέος απεβίωσε. Ήτανε το πρότυπο της αρετής και της εγκράτειας, το παράδειγμα της φιλομάθειας και της μελέτης, της αγνείας, της αφοσίωσης και της πίστης στον λόγο του Ευαγγελίου. Η δράση του πολυσχιδής και η ευαισθησία του τεράστια. Είναι εκείνος που ίδρυσε τα πρώτα νοσοκομεία, τα γηροκομεία και τα φιλανθρωπικά ιδρύματα, σε μια εποχή που- ακόμη και- η ιδέα αυτή, ήταν ανύπαρκτη. Ο πρώτος που καλλιέργησε την μαθητεία σε πρακτικές τέχνες κι εργασίες, κι εκείνος που εκήρυξε την μεγάλη σημασία της αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας.

Απεβίωσε στα 50 του χρόνια, εξαντλημένος από την προσφορά στον ενδεή, και από την σωματική και πνευματική άσκηση, σύμφωνα με τις επιταγές της μοναστικής του πολιτείας.

Το όνομά του και το έργο του αποτελούν φάρο για όσους προτίθενται να διδάξουν, να επισκοπήσουν, να διοικήσουν, να προσφέρουν, να μονάσουν, να υποστηρίξουν ή να ασκηθούν και να παραδειγματίσουν με την ζωή τους.

Μπορεί ο μπαμπάς μου, να μην τά'ξερε όλα τούτα, τότε που ήμουνα μικρό παιδάκι. Μα η λειψή αφήγησή του με οδήγησε να βρώ τα απολειπόμενα, και με την σειρά μου να συμπληρώσω την ιστορία. Και, τελικά, να αξιολογήσω θετικά, το αληθινό του παραμύθι.

Μετά από χρόνια, ήρθε η ώρα να πλέξω το παραμύθι με την ιστορία και να διηγηθώ κι εγώ στα δικά μου τα παιδιά, την αληθινή ιστορία του Αγιοβασίλη, που φροντίζει κι αγαπάει, που προστατεύει και δεν αδικεί τον κόσμο που είχε να καθοδηγεί. Του Αγιοβασίλη, που η μέριμνα και η αγωνία του για τον άνθρωπο, και κυρίως για τα παιδιά, αποτυπώθηκε από πολύ παλιά, στα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα.

Σε τούτο το έργο μου, Μάνα πιά, βοήθησε κι η αείμνηστη Δασκάλα τους, η Σμαράγδα, που πάντα της αληθινή και παιδαγωγός, ήρθε αρωγός και συμπλήρωσε την νουθεσία των παιδιών στο μυστήριο της αλήθειας, της αγάπης και της ευθύνης. Μαζί και η γιαγιά τους, η Κασσιανή, η άλλη Δασκάλα.

Αξέχαστη μου έμεινε σαν παιδί, η απομυθοποίηση της χαρούμενης κινηματογραφικής μορφής που γελάει και παίζει χωρίς να λογαριάζει τους πολέμους που γίνονται δίπλα της, και που ενώ ο κόσμος χάνεται, αυτή η φιγούρα προσφέρει καραμέλλες και παιχνίδια αντί για οικογένεια, αγκαλιά και φροντίδα[, ή (σήμερα) κινητά τηλέφωνα και βιντεοπαιχνίδια!]. Κι έτσι έμαθα πως το ψέμμα είναι πολύ όμορφο, αλλά δεν έχει περιεχόμενο.

Αλλά γιατί τόσο ψέμμα; Μόνο για την διαφήμιση και τις πωλήσεις; Μπορεί να δεχθούμε να εξαφανίζονται οι ψυχές των ανθρώπων για χάρη των αγορών;

Αναρωτήθηκε κανείς, πώς θα ζήσουν αυτές οι ψυχές χωρίς το ψέμμα που φέρνει ευχαρίστηση, μονάχα προς στιγμήν; Πώς θα ζήσουν, όταν αυτό το ψέμμα αποκαλυφθεί, κι όταν πέσει η αυλαία της απελπισίας και της εγκατάλειψης, σαν η απάτη σβήσει τα φώτα της γιορτής;

Δεν είναι καλό να αφαιρούμε το μυστήριο από τον κόσμο των παιδιών, αλλά είναι πολύ κακό να τους κρύβουμε την αλήθεια και να τους γεμίζουμε το μυαλό με χρυσόσκονη και πλάνες.

Το μεγαλύτερο Μυστήριο είναι η αγάπη και η αφοσίωση. Αν μπορέσουμε να κάνουμε τα παιδιά μας να αγαπούν, τότε ίσως να αγαπήσουν και τον εαυτό τους, και να μην τον καταστρέφουν με συμπεριφορές αλλοπρόσαλλες, αλλόκοτες, ανεύθυνες κι ακατανόητες. Τότε ίσως να προσπαθούν φιλότιμα και να αποκαλύπτουν τις δυνάμεις που κρύβουνε μέσα τους όλες οι αγνές, οι σπουδαίες κι αφοσιωμένες σε αξίες και αγάπη, ψυχές.

Αύριο όλα θα τελειώσουν!


Image result for εικόνες ο παίκτης ντοστογιέφσκι 

Παίχτης; όχι, δεν ήτανε! Ποτέ του δεν έπαιξε, σαν κάποιους που κάθονται στο τραπέζι της τσόχας και ξημεροβραδιάζονται κερδίζοντας και χάνοντας το βιός τους. Ή μετρώντας την αντοχή τους στης τύχης τα καμώματα. Χάνοντας την λατρεμένη του γυναίκα, είχε ιδεί την τύχη του, αλλά δεν είχε ακόμη μετρήσει τις δημιουργικές του δυνάμεις. Είχε και δυο παιδιά.

Ήτανε οικογενειάρχης άνθρωπος! Ήτανε επιχειρηματίας! Ήτανε πια Πατέρας μιας μεγάλης οικογένειας που κρεμότανε ολόκληρη απ' το μυαλό και τις αποφάσεις του. Κι επιχειρηματίας με ανοιχτούς λογαριασμούς στην δημιουργία και στην παραγωγή. Δεν μπορούσε να παίξει στην τύχη ό,τι με περισσή φροντίδα και σκέψη έχτιζε. Στο στόμα του καθημερινή η προσευχή και η δοξολογία.

Τα χειμωνιάτικα βράδια στο παραγώνι, μας αφηγήθηκε τα μεγαλύτερα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Εκείνη η Γωνιά, ήτανε το Σχολείο μας! Ήτανε «το παιχνίδι του». Το κτίσιμο της ψυχής μας. Έτσι ένα βράδυ συναντήσαμε και τον Παίκτη!

Τον Παίκτη του Ντοστογιέφσκι, που έπεφτε από τον παράδεισο της νίκης, στην κόλαση της απελπισίας της ήττας. Κόκκινο-μαύρο. Σε μια στιγμή όλα χάνονταν ή όλα κερδίζονταν. Σε μια στιγμή. Σάλτο μορτάλε η κάθε ριξιά. Μαζί και τα ερωτήματα της ζωής, οι άνθρωποι και η άβυσσος της ψυχής τους.

Κι ο γλυκός μου ο μπαμπάς, που σε μια στιγμή είδε τη ζωή του να γκρεμίζεται καθώς έχανε την μάνα των παιδιών του, δεν ήθελε ποτέ του πια τέτοιες στιγμές. Ανθρώπινος ο θάνατος, μα δεν είναι στο χέρι μας τέτοια απώλεια. Ας μην την προκαλούμε. Και σαν βρέθηκε νοικοκύρης ξανά, με την μάνα μου στο πλευρό του, συχωρεμένοι κι οι δυό πια, φτιάξανε μια γλυκειά οικογένεια, και μάλιστα με «ιεραρχία»! Πότε μπήκε αυτή η ιεραρχία, δεν το κατάλαβα. Μόνο το έζησα. Όλα τα πράγματα είχανε τάξη, σειρά, πρόγραμμα, εργασία και προ πάντων χαρά. Γιατί τα μικρά παιδάκια πάντα είναι χαρούμενα και πάντα θέλουνε να παίζουνε και να κάνουνε σκανταλιές! Τα μεγάλα μου αδέρφια όμως ήταν εκεί! Κένταυροι στην διαπαιδαγώγηση και την παρακολούθησή μας. Τί όμορφα! Τώρα που μεγάλωσα ξέρω, και συμπεραίνω από αυτά που ξέρω, πως βρήκανε μια μάνα που τ' αγάπησε, κι εγώ, κι όλοι εμείς οι μικρότεροι, βρήκαμε στα πρόσωπά τους, διπλούς γονείς! Ακούραστους γονείς! Στα μέτρα μας και στις αντοχές μας!

[Πολύ αργότερα κατάλαβα ότι οι γονείς δεν έχουνε πάντα τις αντοχές που απαιτεί η ανατροφή κι η διαπαιδαγώγηση των παιδιών τους. Κι ακόμη κατάλαβα πως τα μεγαλύτερα παιδιά βρίσκουνε μεγάλο πράγμα να μεγαλώνουνε τους μικρότερους, γιατί αποκτάνε μεγαλύτερη δύναμη και υπευθυνότητα. Θυμάμαι πόσο απογοητεύτηκαν τα παιδιά μου σαν κάποτε ατύχησε μια πιθανή εγκυμοσύνη μου. Είχανε βάλει πρόγραμμα σε όλα, κάνανε διανομή ρόλων και καθηκόντων, γίνανε προσεκτικοί απέναντί μου, και τόσα άλλα! Χαθήκανε μεμιάς τα όνειρα που κάνανε για την νέα δομή της οικογένειας και για την διαπαιδαγώγηση του αναμενόμενου μέλους, σαν μάθανε πως δεν θα ρχόταν τελικά το μωρό που περιμέναμε!]

Μια παραμονή πρωτοχρονιάς, λοιπόν, που σ''όλα τα καφενεία του χωριού είχε στηθεί η τσόχα για το γούρι της πρωτοχρονιάς, πιέστηκε ο μπαμπάς από τους φίλους του ν' αλλάξει την συνήθεια και να παίξει. Ήταν απόβραδο, γιατί εκείνα τα χρόνια δεν ξενυχτούσαμε. Ο μπαμπάς δεν καθότανε άνετα μπροστά στο τραπέζι του παιγνίου, και το διαβολεμένο το παίγνιο τού'φερε νωρίς-νωρίς ένα πενηντάρικο κέρδος. Ένα πενηντάρικο, από εκείνα με όλες τις αποχρώσεις του μπλέ. Το πιο μικρό μας χαρτονόμισμα, τότε. Το κράτησε από την γωνία, σαν κάτι βρώμικο. Σε λίγο, προφασίστηκε -για να διακόψει- πως ήταν η ώρα δείπνου (με περιμένει η Αρετή και τα παιδιά) κι έφυγε. Σαν είδε το εμπορικό να είναι ακόμη ανοικτό, μπήκε μέσα και πήρε δυο ζευγάρια κάλτσες μπλέ, με το «βρώμικο» για να μην κρατάει πάνω του «τέτοια αποκτήματα». Κι ήρθε στο σπίτι κρατώντας το πακετάκι έξω και μακριά από τις τσέπες και τα ρούχα του! Τις ήθελε μπλέ για να ξεχωρίζουν από τις μαύρες που φορούσε συνήθως. Αυτές, τις μπλέ, δεν τις φόρεσε ποτέ!

Από τα μισόλογα, η μάνα μας κατάλαβε πως έπαιξε, μετάνοιωσε και λυπήθηκε πολύ επειδή κέρδισε στην τύχη τον κόπο κάποιου που είχε δουλέψει στα ξένα για μια ολόκληρη μέρα! Λυπήθηκε και δεν εύρισκε χαρά στην νίκη του, γιατί δεν έκανε τίποτε γι αυτήν.

Εκείνος, αποφάσισε, εκείνη, την μόνη φορά που έπαιξε, πως όχι αύριο, αλλά σήμερα όλα θα τελειώσουν. Και τέλειωσε τις δοσοληψίες με το παίγνιο, μια και καλή.

Δεν θεωρούσε την πρόκληση του παιγνίου δελεαστική και δεν της προσέδινε αφηρημένες ιδιότητες, εν όψει των ειδικών και συγκεκριμένων συνεπειών που είχε και τις οποίες ως αξίες και ως μεθοδολογία απέρριπτε.

Μετά από αυτά, εκείνο που μας εμφύσησε είναι να μην αφήνουμε στην τύχη την επιτυχία και την πρόοδό μας, αλλά να εργαζόμαστε γι' αυτήν με πίστη, με επιμονή και με συνέπεια στις αρχές και στις αξίες μας.

Κι αν για έναν τέτοιο λόγο θα είχαμε χάσει την ευκαιρία να ξέρουμε τον Παίκτη του Ντοστογιέφσκι, αυτό μπορεί να ήταν κακό για την λογοτεχνία, και για την εγκληματολογία (που ψάχνει να βρεί τα ελατήρια των ρίσκων και της επικινδυνότητας των ανθρωπίνων δράσεων), αλλά μπορεί να είχαμε λιγώτερες εγκληματικές πράξεις και να μην χρειαζόταν τόση ανθρώπινη πνευματική δύναμη και δράση για την έρευνά τους και την καταδίκη τους. Ποιός ξέρει;

Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2016

Η Μάνα δεν απουσιάζει ποτέ...


Image result for εικόνες μαμά 

Μάνα μου, περνάει ο καιρός, και κάθε μέρα μακραίνεις από μένα. Είναι οι σκοτούρες της ζωής που δεν μ' αφήνουνε να ρθώ κοντά σου, να σου μιλήσω, να σου τραγουδήσω, να «αθανατίσω» τις δωρεές σου σε μένα και να σε ευχαριστήσω για όλα όσα προσέφερες στην ζωή και την ψυχή μου.

Μα είναι κάτι ώρες, μάνα μου, που σε νοιώθω κοντά μου, να μου κρατάς το χέρι, να με «ορμηνεύεις» όπως έλεγες, σαν να είμαι ξανά το μικρό σου το παιδί. Πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς! Πάντα θα είσαι η μάνα μου, όπου και νά 'σαι, κι εγώ πάντα θα είμαι το παιδάκι σου, όσο μεγάλη και νά 'μαι!

Είναι κάτι ώρες, που νοιώθω την αγκαλιά σου ζεστή, λιμάνι και καταφύγιο. Κι είναι κάτι ώρες που νοιώθω μονάχη κι έρημη, ορφανή, άπονη που σ' άφησα να φύγεις, κι άστοργη που δεν σού 'δειξα κάποιες στιγμές, πόσο μεγάλη είναι η αγάπη μου για σένα. Μα πώς να καταλάβω πόσο απέραντη είναι η αγάπη μου όσο ήσουνα κοντά μου κάθε μέρα; Πώς να καταλάβω πόσο μεγάλος θησαυρός ήσουνα, όταν κάθε μέρα εξαργύρωνα την αγάπη σου-σφραγίδα στην καρδιά μου;

Όμως, είναι τώρα καιρός να χαρώ και να τιμήσω. Να χαρώ που είχα την μεγάλη ευλογία να είσαι εσύ η Μάνα μου. Να μ' έχεις κρατήσει στην αγκαλιά σου και να μού 'χεις δώσει όλα εκείνα τα δώρα που κάνουνε τον άνθρωπο, Άνθρωπο. Η στοργή σου και η προσφορά σου με διδάξανε πως δεν μπορεί κανείς μονάχος του να χορταίνει την αγάπη. Γιατί η αγάπη είναι ταξιδιάρικο πουλί, που πηγαίνει στους πονεμένους και κελαηδάει την Χάρη του Κυρίου. Και δεν αφήνει κανέναν μονάχο, κανέναν πονεμένο, κανέναν πεινασμένο γι' ανθρωπιά. Καμμιά ψυχή παγωμένη. Μάνα μου, δεν θα μπορούσα να το ξέρω, χωρίς εσένα. Δεν θα μπορούσα να το καταλάβω χωρίς την παρουσία αλλά και την απουσία σου.

Μάνα μου, η ζωή σου με δίδαξε την ανθρωπιά, αλλά η απουσία σου μου έδωσε την σκυτάλη. Τώρα εγώ πρέπει να είμαι για σένα και για όλους τους γύρω μου ό,τι ήσουνα εσύ για όλους μας. Τώρα εγώ πρέπει να διασώσω την αγάπη που μου έδωσες, πολλαπλασιάζοντάς την. Και το ξέρω πως κι εσύ αυτό θα ήθελες από μένα. Να τιμήσω το πέρασμά σου, κι η ευχαριστία μου να απλωθεί όσο γίνεται, και να φέρω χαρά, αγάπη και πλησμονή σε όλους όσους επηρεάζει η ζωή μου.

Μαμά μου, ασπρίζουνε τα μαλλιά μου, κουράζομαι και πονώ. Μαμά, μεγάλωσα πολύ, και σε λίγο θα γίνω γιαγιά! Ω! Θεέ μου, κάνε με να είμαι μια γιαγιά σαν την μαμά μου. Κι όσο μπορώ καλύτερη, γιατί έτσι εκείνη θα με ήθελε!

Μαμά μου, θα ήθελα πάντα να καμαρώνεις για μένα, και να μην κάνω τίποτε από κείνα που θα θλίβανε την ψυχή σου. Γιατί το ξέρω, πως όλες οι μανούλες θέλουνε τα παιδιά τους να είναι καλοί άνθρωποι, μα δεν είναι στο χέρι τους! Αυτά θα γίνουνε, ή δεν θα γίνουνε, καλοί άνθρωποι, γιατί, βλέπεις, οι ψυχές μας διαφέρουν.

Μέσα στην ανατροφή που μας έδωσες, μανούλα, ήτανε οι αξίες, η ηθική, η ευθύνη και η ελευθερία. Αυτή είναι το μεγάλο αφεντικό στην ζωή μας. Η ελευθερία μας! Πόσες φορές σε άκουσα να μου λές πως είναι δική μου η απόφαση! Πόσες φορές παράκουσα! Πόσες φορές διδάχτηκα από την παρακοή μου και από την ευθύνη μου! Χάρη σ' εσένα, Μάνα.

Πόσο καλά το ήξερες, Μάνα, πως δεν αρκεί να σε υπακούω, αλλά πως ήταν πολυτιμότερο να αποφασίζω από μόνη μου για την ζωή μου. Αλήθεια, πώς το ξέρουνε οι μάνες αυτό; Μήπως, γιατί ξέρουνε, πως κάποια μέρα έρημα θα μας αφήσουνε, και πως για τούτη τη στιγμή πρέπει να έχουμε καλά ετοιμαστεί;

Αλήθεια, μαμά μου, πώς κατάλαβες ότι ήτανε η κατάλληλη ώρα για να με ρίξεις στο «λάκκο των λεόντων» και μονάχη να παλέψω με τις επιθυμίες και τις παρορμήσεις μου, τις ονειροφαντασιές και τα νεανικά μου σκιρτήματα, και να μου δώσεις την ευθύνη των πράξεών μου;

Αχ! μαμά, τώρα πιστεύω, πως σε τίποτε δεν έκανες λάθος, παρά μονάχα σε ένα: που έφυγες!

Αλλά, έφυγες, γιατί ήξερες καλά πως η ξενητεία, μας αφορά όλους, μια που όλοι περαστικοί είμαστε από τούτη τη ζωή. Και δεν στοχάστηκες την ερημία μου. Όμως και πάλι πρέπει να σε ευχαριστήσω, γιατί έτσι που μου έδειξες το δρόμο της ζωής. Εσύ τώρα, και πάλι, χαλκεύεις την δύναμη της ψυχής και της καρδιάς μου.

Μάνα μου, την παρουσία σου στην ζωή μου δεν μπορεί να την εμποδίσει κανείς και ποτέ, γιατί η καρδιά μου χτυπάει στο ρυθμό που της έδωσες. Η μνήμη μου αποβάλλει σιγά-σιγά την ομίχλη του ξαφνιάσματος που πήρα από το χωρίς γυρισμό ταξίδι σου, κι αποκαλύπτει σιγά-σιγά την δύναμη και την λαμπρότητα της αγάπης και της προσφοράς σου.

Μάνα μου, δεν υπάρχει τρόπος για να φύγεις από την καρδιά μου. Σε ευχαριστώ για τον δρόμο που κάναμε μαζί, καθώς με κράταγες από το χέρι και τώρα πια, βλέπω μπροστά μου, όσο κι αν ακόμη μου φαίνεται μακρινό, το φώς της παντοτινής σου αγάπης.

Αυτά λέμε, μαμά, με τις φίλες μου, κι είμαστε χαρούμενες που ήμασταν παιδιά σας, ελπίζοντας πως η αγάπη που πήραμε από σας, θα μας προφυλάξει και θα μας ετοιμάσει κι εμάς να γίνουμε μαμάδες σαν κι εσάς.

Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 2016

Ο κόσμος αλλάζει!


Image result for εικόνες εγκυμοσύνη 

Όπως και νά 'ναι τα πράγματα, όταν περιμένεις μωρό, νιώθεις πως ο κόσμος αλλάζει. Γιατί ο δικός σου ο κόσμος αλλάζει. Την πρώτη εγκυμοσύνη, είναι γεγονός πως σαν εμπειρία πρωτόγνωρη, μπορεί να την περάσεις ανυποψίαστη, αν δεν αλλάξεις σαν άνθρωπος. Ολοκληρωτικά. Γιατί, για πρώτη σου φορά νιώθεις πως είσαι ο διάμεσος κρίκος που από αυτόν εξαρτάται η ζωή και η υγεία ενός ανθρώπου.

Αρχίζεις να νιώθεις υπεύθυνος ακόμη και για τούτο που αισθάνεσαι, και για 'κείνο που σκέφτεσαι.

Τον καιρό της εγκυμοσύνης μου, έμαθα πολλά για την ενδομήτρια ζωή. Για το έμβρυο, για το μωρό μου, πριν ακόμη το συναντήσω και το κρατήσω στην αγκαλιά μου. Κι έμαθα πόσο η δική μου πνευματική και ψυχική ζωή επιδρά κι αυτή στην ψυχική κατάσταση και την πνευματική υγεία του μωρού μου.

Και κατέληξα πως ο άνθρωπος, σ' όποια κατάσταση και να βρίσκεται, πρέπει να προσπαθεί να κάνει το καλύτερο που μπορεί, για τον εαυτό του και για τους άλλους. Δεν έχει ελαφρυντικό, η από αδιαφορία, ή η από πρόθεση, αδράνεια.

Θυμάμαι λοιπόν, τότε, στα παλιά τα χρόνια, καθώς περίμενα το πρώτο μου μωρό, ότι ένιωθα νά αλλάζει ο κόσμος. Πρώτα-πρώτα δεν με ενδιέφερε τίποτε άλλο! Αφουγκραζόμουν το σώμα μου καθώς άλλαζε κι αδημονούσα να πάρω σημάδι από το μωρό μου.

Πέρασα ένα ολόκληρο καλοκαίρι σαν ένα φορτωμένο καράβι, και παράλληλα εργαζόμουν στην συλλογή νομολογίας για 170 θέματα. [Αυτό γινόταν με την μελέτη όλου του ετησίως εκδιδόμενου ελληνικού νομικού τύπου, που τότε αριθμούσε 40 περίπου περιοδικά με μέσο όρο τις 1000 σελίδες. Ήταν εξαιρετικά κοπιαστική και χρονοβόρα δουλειά].

Μια όμορφη Αυγουστιάτικη βραδιά, με πήρε ένας ύπνος που κράτησε λίγες ώρες. Και ξύπνησα την ώρα που ο καλός μου ήρθε να πλαγιάσει. Εκείνο τον καιρό μελετούσε νύχτα μέρα. Ετούτη τη βραδιά, ξύπνησα για τα καλά, και μες στη ζεστή νύχτα του καλοκαιριού, του ζήτησα να με πάει μια βόλτα. Εκείνος ξαφνιάστηκε για την ώρα που το ζήτησα, αλλά δεν μου χάλασε το χατήρι. Σηκώθηκα από το κρεββάτι, ίσιωσα το νυχτικό μου, που ήταν αυτοσχέδιο χειροτέχνημα δικό μου, κι έμοιαζε καλοκαιρινό φουστάνι, καλοχτενίστηκα, έβαλα και κοκκινάδι, γελάσαμε με την αμφίεσή μου, και βγήκαμε! Μπήκαμε στο ντεσεβώ και κατευθυνθήκαμε προς την παραλία. Περπατήσαμε χέρι-χέρι δίπλα στη θάλασσα, κι ήταν μια πολύ όμορφη ώρα. Βαδίζαμε χωρίς να μιλάμε, εγώ απορροφημένη στην ευχαρίστηση της δροσερής αύρας και στη χαρά του μωρού μου, αλλά ο καλός μου μάλλον αποκαμωμένος από την πολύωρη μελέτη. Ο ουρανός ήταν αχνο-φωτεινός, είχε πολλή δροσιά, και δεν υπήρχε κανείς να βολτάρει εκείνη την ώρα στο Παλαιό Φάληρο. Αυτό με παραξένεψε, και νωχελικά σχολίασα πως κοιμήθηκαν νωρίς απόψε οι Αθηναίοι.

-Δεν είναι και τόσο νωρίς! Είναι πέντε η ώρα, το πρωΐ, μου απάντησε εκείνος, κι εγώ, έμεινα κατάπληκτη ζητώντας του συγγνώμη που δεν τον άφησα να ξεκουραστεί, γιατί, μελετώντας μέχρι εκείνη την ώρα, ήτανε ολότελα ξενύχτης! Η βόλτα μας αυτή, τελείωσε γρήγορα [με χαρά, συγγνώμες και γέλια], γιατί με τίποτα δεν ήθελα να τον κουράσω κι άλλο, μετά από ένα βαρύ ξενύχτι στα άδυτα της επιστήμης.

Η βόλτα μας αυτή μου έμεινε αξέχαστη, γιατί όλα της ήταν όμορφα, ήρεμα, ευχάριστα, κι όλα γαλήνια και ειρηνικά απευθύνονταν σε όλες μας τις αισθήσεις.

Μέσα στην χαρά της εγκυμοσύνης, δεν είχα καμμία συναίσθηση δυσκολιών, και δεν ένιωθα τους περιορισμούς και όλες τις κάθε λογής αντιξοότητες και δυσκολίες. Γιατί είχαμε, πράγματι, στη ζωή μας πολλές δυσκολίες, αν σκεφτεί κανείς πως ήμασταν δυο άνθρωποι που αρχίσανε να ζούνε την αγάπη και το όνειρό τους, χωρίς να έχουμε ετοιμάσει [οι ίδιοι, ή άλλοι για εμάς] το αύριο. Τώρα πια, ξέρουμε πώς ακριβώς ζήσαμε! Ζήσαμε μέσα στην ευλογία του Κυρίου, γιατί ήμασταν ολοκληρωτικά μεταξύ μας αφοσιωμένοι.

Ήτανε τόση η ευτυχία μου, στη διάρκεια όλης αυτής της περιόδου, που πετούσα, πραγματικά πετούσα, θαρρείς δεν πατούσα στην γή! Μου έλειπε ακόμη κι η συναίσθηση σοβαρών ζητημάτων και εκκρεμοτήτων. Φαίνεται, πως η κυοφορία είναι μια κατάσταση που απαιτεί διαθέσιμες σ' αυτήν όλες τις δυνάμεις της γυναίκας, και πως η φροντίδα για το μωρό έχει αρχίσει για τα καλά. Τίποτε δεν μ' ενόχλησε, και τίποτε δεν με κούρασε. Ούτε κι η δουλειά, που κράτησε ίσαμε την τελευταία βδομάδα. Και τότε ακόμη, ένα μονάχα πρόβλημα αντιμετώπιζα: τη μεγάλη δυσκολία να προσεγγίσω το γραφείο και να ακουμπάνε τα χέρια μου πάνω, για να διαβάσω ή να γράψω. Ήτανε πια αδύνατο. Και τότε αποζήτησα νά 'ρθει η ώρα του τοκετού.

Έτσι, ευτυχισμένη κι εστιασμένη, δεν το κατάλαβα καθόλου, πόσο γρήγορα πέρασε ο καιρός κι έφτασε η ώρα της μεγάλης προσωπικής μας συνάντησης!

Εκείνη την ώρα, που νιώθεις την μεγάλη ψυχική και σωματική αγωνία, την ετοιμασία και την προσπάθεια του μωρού να βγεί στον κόσμο, την ώρα που όλο το σώμα σφίγγεται με ένα ρυθμό, σαν μια καρδιά που χτυπάει δυνατά, στην πόρτα του κόσμου.

Αλλά μέχρι τότε, οι μέρες περνούσανε με χιλιάδες σκέψεις και όνειρα, με μικρές δράσεις, όχι για το αύριο, μα για το τώρα. Ήθελα να χορτάσω τις ώρες που διαλέχτηκα για να γίνω μητέρα, για χάρη του καλού μου, που στη θέση των αδελφών που ποτέ του δεν είχε, θα έμπαινε πια η οικογένειά του. Κι ο ίδιος το χαιρότανε τόσο, και το είχε τόσο αποζητήσει.

Είχα την τύχη να ζήσω ανάμεσα σε πολλά αδέρφια, αγαπημένα, κι ενωμένα, μέσα σε μια οικογένεια-αγκαλιά και φροντίδα. Κάπως έτσι φανταζόμουνα να κάνω και την δική μου οικογένεια. Κάπως έτσι φανταζόμουνα να ζήσω κι εγώ τα παιδιά μου και να γεράσω, όπως οι γονείς μου. Τελικά, έκανα την δική μου οικογένεια, όχι σαν των γονιών μου, αλλά που χωρίς εκείνη, δεν θα μπορούσα να κάνω αυτήν που έχω, κι ευχαριστώ από καρδιάς τον Κύριο, για όλες τις ευκαιρίες, τις τιμές και τις ευλογίες που μου έδωσε στης ζωής μου το διάβα.

Τώρα λέω πως η εγκυμοσύνη είναι μια μεγάλη τιμή στη γυναίκα. Είναι κι ευκαιρία γι'αυτήν να αναδειχτεί άξια για μια τέτοια τιμή, και ικανή για μια τόσο σπουδαία αποστολή.

Το πρώτο παιδί, δίνει στους γονείς την ευκαιρία να βγούν από το εαυτό τους και να προσφέρουν χωρίς προσδοκία ανταπόδοσης. Να προσφέρουν ό,τι καλύτερο μπορούν [σε φροντίδα, σε σκέψη, σε διδαχή και νουθεσία, μα προ πάντων να προσφέρουν τη ζεστή και αγαπητική τους παρουσία], και μάλιστα μονάχα με την αγωνία ότι έκαναν το καθήκον τους και την πίστη ότι όλα θα πάνε καλά με την πρόοδο του παιδιού τους, εν Κυρίω.

Τα επόμενα παιδιά, μας δίνουν την σπουδαία ευκαιρία να συνειδητοποιήσουμε πως είναι λίγο ό,τι και να κάνουμε για τους άλλους. Και παρ´ όλα αυτά πρέπει να προσπαθούμε συνεχώς, και να κάνουμε το καλύτερο που μπορούμε, γιατί αν αποφύγουμε τούτον τον κόπο, η εξέλιξη των πραγμάτων -από δική μας ευθύνη και υπαιτιότητα- θα μας είναι ξένη, ίσως κι αγνώριστη, ίσως τραγική. Και τότε πια, αναπότρεπτα, δεν υπάρχει επιστροφή για επιμέλεια και φροντίδα.

Τρίτη 8 Μαρτίου 2016

Ποτέ σου να μη λησμονείς τους τόπους που σ' ορίζα..


Ακούγοντας τον Αντώνη Μαρτσάκη να τραγουδάει «Ποτέ σου να μη λησμονείς τους τόπους που σ' ορίζα, δεν έχει αξία το δεντρό άμα δεν έχει ρίζα», γυρίζω πίσω σ' εκείνους τους χρόνους, που μικρό γειτονόπουλο, τον έβλεπα  και τον άκουγα κάθε μέρα.

Και με συγκινούσε ιδιαίτερα, και θαύμαζα τον πατέρα τους, καθώς πηγαινόφερνε τα μικρά δίδυμα, για τη μουσική τους εκπαίδευση, την ενασχόληση και την μύησή τους στην πάτρια μουσική και ποίηση. Άσε τη μάνα, εκείνη την αέρινη γυναίκα, που ασταμάτητα είχε να ετοιμάζει συνέχεια στολές και φορεσιές για τους μικρούς Μαρτσάκηδες, κι άλλα πολλά για τους μεγάλους. Τί να σου πρωτοκάνει μια τέτοια -αέρινη - παρουσία για πέντε άντρες; Αλλά, ναί ποτέ της δεν σταμάτησε, ποτέ της δεν (είπε ότι) κουράστηκε. Ήτανε πάντα στο «Μέτωπο»!

Και καθώς ο καιρός περνούσε, κι οι μικροί Μαρτσάκηδες μαθαίναν, κι αξιώνονταν στην Κρητική μουσική και το χορό, για πολλά χρόνια υπήρξα καθημερινός δέκτης όλης της ετοιμασίας, της μελέτης και της προ-παρασκευής τους. Όλα τα κρητικά όργανα που παίζανε -εξασκούμενοι- οι μικροί Μαρτσάκηδες, και τα τραγούδια που λέγανε κι ακούγανε, τά 'χω κι εγώ ακούσει.

Πόσο θυμάμαι την αγαπημένη μου, γειτόνισα και φιλενάδα, αδίκως, να νιώθει δυσάρεστα, για την ακατάπαυστη μουσική που ακουγόταν! Όσες φορές, με συστολή μου ζητούσε συγγνώμη, άλλες τόσες φορές της έλεγα: Μα για τη μουσική της πατρίδας τους; σε καλό σου! Δεν μας ενοχλεί τίποτα! Να παίζουνε όσο θέλουνε!

Και για να λέμε την αλήθεια, εκείνα τα χρόνια, που είχα κι εγώ να δαμάσω τα δικά μου τα «θερία», ήτανε καλό παράδειγμα οι ασταμάτητοι Μαρτσάκηδες, κι εξάλλου, δεν περίσσευε  καθόλου χρόνος για να αισθανθώ ενοχλήσεις!

Η μουσική τους μελέτη, όχι μονάχα δεν μ' ενόχλησε, αλλά το αντίθετο: Με συγκινούσε η αφοσίωσή τους και η αγάπη τους σε αυτήν. Και τώρα, χαίρομαι αφάνταστα, όχι μονάχα για την τέχνη τους, και για τη συνεισφορά τους στον τόπο, μα και για την ομορφιά της παρουσίας τους.

Μα πιο πολύ απ' όλα, χαίρομαι, καθώς άκουσα τον Αντώνη, να μιλάει για την τεχνη του σε μια συνέντευξη: Δάκρυα συγκίνησης πλημμυρίσανε τα μάτια μου, γιατί είδα πως εκείνη η καλλιέργεια της παιδικής ψυχής, η μελέτη, η άσκηση, όλοι οι κόποι του πατέρα που ακούραστα, χρόνια ολόκληρα, τους πήγαινε στα μαθήματα, όμοια κι η ακάματη φροντίδα της μάνας για τις ετοιμασίες τους, χτίσανε ψυχές, με δύναμη και θέληση. Ψυχές με ήθος και παρουσία. Με συνεισφορά και ικανότητα για ιστορία.

Ναι, Αντώνη μου, αν κάποιος αναρωτιέται πώς βιώνεις αυτό που κάνεις, μαζί σου κι εγώ θα του πώ: Ανασαίνεις και ζεις! Σαν να θέλεις να μείνει αθάνατη η πατρίδα σου κι η ιστορία της. Τραγουδάς, παίζεις και χορεύεις σαν να θέλεις να πάρεις ζωή από τα χώματα και την ιστορία τους. Κι είναι σαν να θέλεις να κρατάς ζωντανή την πνοή στα χώματα της Κρήτης και την ιστορία τους. Αυτό είναι το όπλο της δικιάς σου συμβολής. Κι η φωνή σου, κι ο χορός σου, είναι τα πολεμοφόδιά σου! Κι είσαι μαΐστορας στην τέχνη σου!

Αλέκα, αγαπημένη μου φιλενάδα, σήμερα η μέρα της γυναίκας! Είναι η δική σου μέρα, μητέρα και γιαγιά πολλών-πολλών Μαρτσάκηδων!

Άξια! και να τους χαίρεσαι όλους, και να τους καμαρώνεις, μαζί με το Γιωργή σου!

Τρίτη 2 Φεβρουαρίου 2016

Ο Παππούς: Μνήμη Αγγελική και Ευθύφρων


Image result for εικόνες ευθύφρων

Πλάτωνος, Ευθύφρων! Τί βιβλίο! Δεν είναι από τα ξακουστά, μα βρέθηκε εδώ, ανάμεσα σε τόσα πράγματα, λόγια, μνήμες, χαμόγελα! Παλιό, ξεφτισμένο, από το 1933. Ξεχωριστή και σπουδαία μετάφραση κι επιμέλεια. Βρέθηκε εδώ, και θυμίζει μια ψυχούλα, που χρόνια τώρα, σαν τέτοιες μέρες, πέταξε μακριά μας απροσδόκητα, εν μια ριπή.

Ο Παππούς -έτσι τον λέγαμε όλοι, αφ' ότου έγινε παππούς- είχε μελετήσει για όλα τα πράγματα. Φιλοσοφία, ψυχολογία, παιδαγωγική, ιατρικά και διατροφή, ποίηση, λογοτεχνία ελληνική και ξένη, αρχαία γραμματεία, πολιτικά κείμενα, ακόμα και τις Γραφές, και τόσα άλλα! Και τούτο έχει τεράστια σημασία, γιατί δεν ήταν αυτό που λέμε «άνθρωπος των γραμμάτων», δεν ήταν η μελέτη η δουλειά του, γιατί ήτανε άνθρωπος της ζωής και της βιοπάλης. Αλλά ήτανε τρόπος ζωής! γιατί ο Παππούς πίστευε -και σάρκωνε- την πνευματική, συνειδητή και ηθική ζωή του ανθρώπου, που πρέπει διαρκώς να αυτοελέγχεται και να ενημερώνεται.

Θυμόσοφος, φιλόσοφος, φιλομαθής και περίεργος, πληροφορημένος και ενήμερος, γλωσσομαθής, βιβλιόφιλος. Μα προ πάντων, Παππούς!

Γαλήνιος, ήρεμος, μακάριος, χαμογελαστός, και πάντα χαρούμενος με τα παιδιά! Τί συμβουλές για τα παιδιά, τί συμβουλές για τα εγγόνια του! Πόσα παιχνίδια είχε μαζί τους κάμει, πόσες χαρές και τι πανηγύρι οι συναντήσεις τους!

Πόσους είχε συνδράμει με τις γνώσεις και τις ικανότητές του, ιδιαίτερα στα δύσκολα χρόνια του μεγάλου σεισμού, που χαθήκανε τα πάντα μέσα σε λίγα λεπτά της ώρας!

Εκείνες τις ώρες, τις τραγικές, και μετά, εκείνος στεκόταν να βοηθήσει και να προστατέψει, να εξυπηρετήσει, όσους γινόταν. Τη  μέρα εκείνη, σαν κοίταζε ανάμεσα στα ερείπια του σπιτιού του για να συμμαζέψει και να προστατέψει κάτι που ο σεισμός δεν τό'χε ολότελα καταστρέψει, είδε σ' ένα θραύσμα καθρέφτη, πως τα μαύρα μαλλιά του μέσα στις λίγες στιγμές του σεισμού και της καταστροφής είχανε γίνει κάτασπρα, κι ήταν μονάχα σαράντα χρονών!

Ο Παππούς, παρ' όλα αυτά, δεν τό' βαλε κάτω. Ήταν για όλα άξιος! Ικανός, δυνατός. Ήταν, γιατί η ζωή τον δίδαξε, από πολύ μικρόν. Και την πήρε στα χέρια του, όπου και να βρέθηκε. Εδώ -στο χωριό του και στην πόλη- ή στην Αίγυπτο.

Κι όταν εγώ μπήκα στη ζωή του, ήταν ένας άνθρωπος που πήρε αμέσως θέση στην καρδιά μου. Για το λόγο του, που ήταν αληθινός και πατρικός μαζί. Και για τη στάση του, σε όλα τα θέματα που μπορεί να μας ένωναν ή να μας χώριζαν, και που ποτέ δεν ήταν αρνητική ή εμπαθής, αλλά αντικειμενική και υπεύθυνη. Μου στάθηκε πάντα Πατέρας στοργικός, και φίλος, και χαιρόταν που ήμουνα η γυναίκα του γιού του.

22 χρόνια πριν.

Εκείνο το πρωΐ, ένα τηλεφώνημα, ματαίωσε την αναχώρηση των παιδιών για το σχολείο. Ο Παππούς, είχε χτυπήσει σε τροχαίο, έξω σχεδόν από το σπίτι του, και βρισκόταν στο νοσοκομείο.

Τί ταραχή! Ο μονάκριβος γιός του, βρέθηκε αμέσως κοντά του, μα ήταν -ήδη, από αμέσως- πολύ αργά!

Ένα σφοδρότατο χτύπημα από ταχύτατα κινούμενο αυτοκίνητο, κι η ψυχούλα, αμέσως, πέταξε!

Παππού! Παππού! Σ' αναζητούσαμε, όλοι μας. Πού να βρίσκεσαι τώρα! Έφυγες, χωρίς ν' αρρωστήσεις, χωρίς ένα ποτήρι νερό από τα χέρια μας, χωρίς την αγάπη και την φροντίδα μας! Μόνος στο δρόμο, εσύ που πάντα ερχόσουν για να μας δείς, να χαρείς και να καμαρώσεις τα εγγόνια σου, και να φύγεις, για να μη μας κουράσεις, να μη διακόψεις τη μελέτη μας, να μην ενοχλήσεις!

Αχ! Παππού, δεν μπορώ να το ξεχάσω που έφυγες, και συχνά τα μάτια μου καίνε, πλημμυρισμένα από δάκρυα πόνου κι αναζήτησης. Γιατί ήμουν μικρή σαν σε γνώρισα και παιδί σου με πήρες, τόσα και τόσα με έμαθες, με συμβούλεψες, με παρηγόρησες, με καμάρωσες, με βοήθησες. Πώς να ξεχάσω και στ' όνειρο, που σε συνάντησα,  θλιμμένη, κλαμένη -και πεθαμένο- σε ρώτησα: «Αχ! Παππού, γιατί έφυγες έτσι ξαφνικά;» Πάντα σου σοφός, ήρεμος, γαλήνιος, «άνθρωπος εν γνώσει του ανθρωπίνου του», χαμογελαστός μου απάντησες, μέσα στο όνειρο, σαν να ήσουν μπροστά μου: «Αυτά τα πράγματα παιδί μου, δεν τ' αποφασίζουμε εμείς!», γέρνοντας μ' ένα χαμόγελο το κεφάλι σου στο πλάϊ. Αλησμόνητος, ακόμη και στ' όνειρο!

Ευθύφρων! Υπήρξες πάντα Παππού, και έμφρων. Ποτέ σου δεν στάθηκες άφρων!

Κι εγώ τώρα διαβάζω τον Ευθύφρονα, που ανάμεσα στα βιβλία σου βρήκα. Τον διάλογο «Ευθύφρονα», που ερωτήματα βάζει για τη ζωή και τον άνθρωπο, για τη γνώμη, την κρίση, τη δίκη και την τιμωρία. Τις εξουσίες ελέγχου και τα όρια.

Ζητήματα που πάντα σκεφτόσουν, και πάντα ζητούσες να βρεις την αιτία, το μέτρο και τον λόγο. Γιατί φιλοσοφούσες την ζωή και ζούσες την φιλοσοφία μέσα από όσα σάρκωνες για όλους μας.

Οι προσευχές μας, ας πληροφορούνε,  Παππού, την αγνή σου ψυχούλα, που τόσο μας αγαπούσε, για εμάς εδώ, και πρέσβευε από τους ουρανούς, να συντρέξει την πατρίδα μας ο Κύριος, γιατί ζούμε σε πολύ δύσκολους, κι απρόβλεπτους καιρούς.

Παρασκευή 1 Ιανουαρίου 2016

Στο δρόμο για το σπίτι των παιδικών χρόνων...


Image result for εικόνες θεσσαλονίκη

Καθώς φτάνεις στο σπίτι που γεννήθηκες, κι ο κάματος του ταξιδιού και της ημέρας χαλαρώνει τους ρυθμούς σου, σ' εκείνο το σπίτι νιώθεις πως η γαλήνη σε περιμένει και θρόνος είναι η ζεστή αγκαλιά.

Οι γονείς  και οι συνοδοιπόροι μας, τ'αδέρφια μας, θα είναι πάντα εκεί. Μέσα από τις μνήμες μας, μέσα από την αγάπη μας και την αναζήτησή μας. Μεγάλη η χαρά μας κάθε που ανταμώνουμε, και δύσκολος κάθε φορά ο αποχωρισμός μας.

Μα τούτα τα συναισθήματα κι οι μνήμες, άσβεστα μένουν, γιατί η καρδιά μας τα κρατά ζωντανά, και για πάντα θα πάλλεται μαζί τους.

Σαν σκεφτούμε τις μνήμες που γενήσαμε εμείς, με τα έργα, την αγάπη και την στοργή μας, στις καρδιές των αγαπημένων μας, έχουμε τον καιρό να τους δώσουμε τη χαρά, οι μνήμες τους να είναι σημαντικές γι' αυτούς.

Κι ετούτες θα είναι η αγάπη μας κι η ζωή μας μαζί τους, η αγκαλιά μας, που κράτησε τις μικρές ψυχούλες που ήρθανε και γεμίσανε την ζωή μας με τις ανάγκες τους, και οι  δυνάμεις μας που για χάρη τους μεγαλώσανε, θεριέψανε τόσο που αλλοίωσαν τον μικρό κι άπειρο εαυτό μας, και τον έκαναν ικανό, υπεύθυνο και σπουδαίο. Και τούτο φαίνεται από όλα τα καλά που οι δικοί μας μπορούνε και θέλουνε.  Κι ακόμα φαίνεται από κείνα τα μικρά, συνεχόμενα, δόκιμα κι αδόκιμα που κάνουνε και μας πειράζουνε και μας κουραζουνε. Γιατί άμα, μας ήταν αδιάφοροι, τίποτα δεν θα μας πείραζε. Και γιατί άμα, τους αγαπάμε, όσο και να μας κουράζουνε, αυτό είναι η ζωή μας, μαζί. Είναι ο συντροφεμένος δρόμος, είναι κι οι καταθέσεις μας σε αλληλέγγυο λογαριασμό αγάπης και μέριμνας.

Η μέριμνα στους κόλπους της φωλιάς μας, δεν αξιολογείται πάντα ως η καλλίστη, αλλ' ως η διαρκής. Η αδιάπτωτος. Η συμφυής με τη ζωή και την καρδιά μας. Γιατί η τελειότης της μέριμνας, αρμόζει στο Θεό, κι η ματαιότης του θελήματος αρμόζει στον άνθρωπο.

Η ανθρώπινη πορεία, η αλληλεπίδραση με τους αγαπημένους μας, η προσωπική και ψυχική παντοτινή σχέση, χτίζεται στα μικρά και τα μεγάλα όνειρα, στους μικρούς και τους μεγάλους στόχους. Χτίζεται στην κουραστική μας καθημερινότητα και στην αναζήτησή της όταν μας λείψει. Χτίζεται στην καθημερινότητα της παρουσίας, την οικείωση και την εγγύτητα.

Γιατ' είναι σίγουρο, πως για όλους μας θά 'ρθει η μέρα που κάτι πολύτιμο θα μας λείψει, θα τ'αποζητήσουμε και θα το βρούμε στη μνήμη μας. Ή θα μας βρούνε στη μνήμη τους. Κακό πράγμα η καρδιά να είναι ένα άδειο κουτί.

Η μνήμη σώζει εκείνα που έκαναν οι αγαπημένοι μας για μάς,  εκείνα που δεν ξέχασαν, ακόμη κι αποκαμωμένοι να μας δώσουν, να μας προσφέρουν και να μας αναπαύσουν. Σώζει και την ευγνωμοσύνη μας, και αποδίδει την νοσταλγία μας. Η μνήμη των έργων και της παρουσίας μας, μας δίνει λόγους να γίνουμε καλύτεροι, ευγενέστεροι και στοργικώτεροι. Να γίνουμε άξιοι μνήμης.

Σάββατο 27 Ιουνίου 2015

Ένας τσαλαπετεινός θυμάται...


Image result for τσαλαπετεινός 


Σαν ήμουνα μικρό παιδάκι, άκουγα στο παραγώνι, τον πατέρα μου να μας λέει ιστορίες και παραμύθια. Όχι μόνο το χειμώνα, αλλά και κάθε εποχή, και σε κάθε περίσταση. Απλώς, ήτανε πιο «ζεστά», το χειμώνα.

 Άλλοτε για να μας διαπαιδαγωγήσει, άλλοτε για να μας μορφώσει, άλλοτε για να μας διασκεδάσει, κι άλλοτε για να μας υποβάλλει σε ένα τρόπο σκέψης, φρόνησης και ζωής. Μαζευόμασταν τριγύρω του και καθώς η μάνα μας έφτιαχνε κάτι για την όρεξη, (το χειμώνα κάστανα στη φωτιά, άλλοτε πιτούλες, ή φρούτα), εμείς τα παιδιά κοιτώντας τον προσηλωμένα, ρουφούσαμε την κάθε του λέξη.

Η αφηγηματικότητά του ήταν απαράμιλλη, ο λόγος του έρρεε σαν το νερό στο ρυάκι, και με τη γλυκειά και υποβλητική φωνή του έχτιζε σιγά-σιγά το παραμύθι του, και μας τραβούσε κοντά του, στο κέντρο της ιστορίας, να γίνουμε κι εμείς ήρωες, παλιάτσοι, μαχητές, αρχηγοί. Να διαλέξουμε πόστο.

Οι μεγαλύτεροι συχνά την είχανε ξανακούσει την ιστορία, αλλά η μυσταγωγία ήταν ανάγκη να επαναληφθεί και για τους μικρότερους. (Όποιος αδημονούσε, ή θορυβούσε υφίστατο υποχθονίως -από τον παρακαθήμενο- το επιτίμιο της ενόχλησης). Αλοίμονο, αν ο μπαμπάς έβαζε στη διήγησή του καμμιά πρόταση περισσότερο ή λιγότερο! (Αστοχία! μπαμπά ξέχασες..., όχι έτσι ακριβώς...) Μα εγώ ήμουνα από τους μικρούς, κι η μαγεία της αφήγησης δεν μ' άφηνε να σκίσω τούτο το πέπλο της ομορφιάς, και να διαπιστώσω ανακρίβειες! Ο μπαμπάς ήτανε ποιητής! Και μπορούσε να πλάθει την ιστορία του κατά την έμπνευση της στιγμής!

Μια από τις όμορφες ιστορίες που άκουγα στις τέτοιες μυσταγωγικές συγκεντρώσεις μας, ήταν η ιστορία του τσαλαπετεινού.

Ο τσαλαπετεινός είναι ένα όμορφο πουλί, που συχνά τον βλέπαμε τα καλοκαίρια που πηγαίναμε στα χωράφια μας. Τον βλέπαμε, να πετάει από δέντρο σε δέντρο και να στήνει τις συντροφιές του από εδώ κι από εκεί. Τραγουδιστής και εραστής της συντροφιάς, ο τσαλαπετεινός και η παρέα του, δε σταματούσανε το τιτίβισμα, κι άλλο δεν κάνανε παρά όπως ο τζίτζικας συνεδριάζανε όλα τα μεσημέρια στη συκιά και δε σταματούσανε ούτε για να φάνε. Ασε που σαν μαζευότανε κάποια στιγμή στο σπίτι του, άλλο δεν έκανε παρά να τσακώνεται με την κυρία του και με τα παιδιά του για τις δουλειές. Τις δουλειές που κανείς τους δεν έκανε. Και πλησίαζε και η ώρα του θερισμού!

Σαν ωριμάσανε τα γενήματά τους, ούτε και τότε δεν αφήσανε το τραγούδι. Ο τσαλαπετεινός, σαν οικογενειάρχης, ήξερε πως έπρεπε να φροντίσει. Αλλά... πώς; μόνος του; ήταν βαρειά η δουλειά! Τα παιδιά; είναι μικρά! Η κυρά του; Μα ποιός θα φτιάξει το φαΐ;

Μαζευτήκανε τότε οι φίλοι, κι αρχίσανε τα τιτιβίσματα. Ο τσαλαπετεινός τους εζήτησε βοήθεια, για να συνάξει τα γενήματά του, κι αυτοί του είπαν: αύριο!

Την άλλη μέρα, πήγε στο τιτιβισμιό (στη συκιά, όπου κάθονταν τις προηγούμενες μέρες) για να συναντήσει τους φίλους του, και να πάνε για το θερισμό, όπως του είχαν υποσχεθεί, αλλά... δεν βρήκε κανέναν εκεί! Περίμενε, περίμενε, και κάποια στιγμή, αργά το μεσημέρι φάνηκαν καμπόσοι! Συγγνώμη φίλε μου, μας πήρε ο ύπνος, του είπανε, και τώρα έπιασε ζέστη, δεν είναι ώρα για δουλειά, είναι ώρα για μπάνιο, άσε, αύριο τα λέμε!

Ο τεμπελάκος ο τσαλαπετεινός, βρήκε να 'χουν δίκιο οι φίλοι του, κάθησε μαζί τους και πέρασε την ώρα του και ξέχασε την ανάγκη του θερισμού!

Έτσι πέρασε όχι μια και δυό μέρες, αλλά όλο το καλοκαίρι!

Δεν βρέθηκε ούτε μια μέρα που να ξυπνήσανε πρωΐ, για να πάνε στο θερισμό!

Τα γενήματα μείνανε αθέριστα στο χωράφι, μέχρι που έφτασε το φθινόπωρο, κι αρχίσανε τα πρωτοβρόχια!

Η γή διψασμένη, παραδόθηκε σαν τον παράλυτο που χύνεται στο χώμα και δεν μπορεί να μαζέψει τα μέλη του.

Ο ουρανός φορτωμένος από το νερό, που εξατμίστηκε από την κάψα όλου του καλοκαιριού, άνοιξε τους ασκούς του κι έριξε ποτάμι τη βροχή του πάνω στα ξερά γενήματα, που λυγίσανε από το τόσο νερό, Σπάσανε οι καλαμιές, και πέσανε στο χώμα. Τα στάχυα, γκαστρωμένα με χοντρά κουκιά διπλές σειρές σκορπίσανε και θαφτήκανε στο χώμα. Δεν μπορούσες πια, τίποτε να μαζέψεις. Όλα χαθήκανε.

Ο τσαλαπετεινός, σαν είδε τούτη την καταστροφή, συλλογίστηκε τα παιδιά του, το χειμώνα, το κρύο, μα προ πάντων την πείνα, κι έπεσε να πεθάνει. Συλλογίστηκε, συλλογίστηκε και αποφάσισε: Ως εδώ! Αυτό δεν πρόκειται να ξαναγίνει! Αχ! στερνή μου γνώση, να σ' είχα πρώτα!

Μετά από τούτο το κακό, ο τσαλαπετεινός, άρχισε να κάνει κάθε μέρα κι από κάτι για να αντιμετωπίσει τα κακά που τον είχανε βρεί. Και δε σταμάτησε να λέει στα παιδιά του, πως η πολλή κουβέντα βλάφτει αν δεν γίνεται και η δουλειά.

Όχι πως σταμάτησε να τιτιβίζει, (πρώτα η ψυχή βγαίνει και μετά το χούι), αλλά, άρχισε να το σκέφτεται, πως δεν μπορεί να αφήνει τα πράγματα στην τύχη τους. Το κατάλαβε πολύ καλά, πως δεν μπορείς να περιμένεις από τους άλλους, να δούνε την ανάγκη σου σαν να είναι δική τους,. Γιατί, τότε, εξαρτάσαι από αυτούς και πρέπει να φοβάσαι πως θα απογοητευτείς. Εσύ μονάχα έχεις την ευθύνη να φροντίζεις για τις ανάγκες σου.

Την άλλη χρονιά, μόλις τα τσαλαπετεινάκια τελειώσανε το σχολείο, ο μπαμπάς τσαλαπετεινός (που θυμότανε τα περσινά) τα πήρε και πήγανε όλοι μαζί για να θερίσουνε και να φυλάξουνε τα γενήματα, ώστε να 'χουνε τροφή για το χειμώνα.

Τα τσαλαπετεινάκια, που είχανε περάσει ένα μαρτυρικό χειμώνα, καθώς ένιωθαν να είναι αδύναμα και να κρυώνουν από την πείνα, ήταν ευχαριστημένα για το χειμώνα που θα ερχόταν, γιατί είχαν λάβει όλα τους τα μέτρα εγκαιρα.

Σημείωση: 
Για τούτη την ιστορία ο πατέρας μου αφιέρωνε ώρα αρκετή. Ωρα κατήχησης και παιδαγωγικής μυσταγωγίας. 
Η μάνα μου για τη σχετική διδαχή αφιέρωνε μόλις μια φράση: αλοίμονο σ' εκείνον που τον δέρνουν δώδεκα, κι ο νούς του δεν τον δέρνει! (= αλοίμονο αν δεν μαθαίνεις από τα παθήματά σου!)