Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παράδοση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παράδοση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 9 Απριλίου 2018

Α. Παπαδιαμάντης-Λαμπριάτικος Ψάλτης (3)


Image result for εικόνες αναστάσεως 

Έγραφα παλαιότερα (filareti.gr/2015/04/blog-post_14.html, και filareti.gr/2015/04/blog-post_13.html),   δανειζόμενη από τον μεγάλο Σκιαθίτη Λογοτέχνη μας τον Α. Παπαδιαμάντη, πασχαλιάτικα. Εκκρεμής και μερικός, όμως, έμεινε εκείνος ο δανεισμός. Αλλά, μια και ο δανεισμός στις μέρες μας είναι πολύ του συρμού, ξαναδανείζομαι (αντιγράφοντας από εδώ), όχι όμως προς κατανάλωσιν. Μάλλον, προς οικοδόμησιν συνειδήσεως..

Σας παραθέτω λοιπόν και το τέλος του προοιμίου, που ο Παπαδιαμάντης  παρέταξε στο διήγημά του Λαμπριάτικος Ψάλτης:


Μέρος γ΄

"Μὴ θρησκευτικά, πρὸς Θεοῦ! Τὸ Ἑλληνικὸν Ἔθνος δὲν εἶναι Βυζαντινοί, ἐνοήσατε; Οἱ σημερινοὶ Ἕλληνες εἶναι κατ᾽ εὐθεῖαν διάδοχοι τῶν ἀρχαίων. Ἔπειτα ἐπολιτίσθησαν, ἐπροώδευσαν καὶ αὐτοί. Συμβαδίζουν μὲ τἆλλα ἔθνη. Ποίαν ποίησιν ἔχει τὸ νὰ γράψῃς ὅτι ὁ Χριστὸς «δέχεται τὴν λατρείαν τοῦ πτωχοῦ λαοῦ», καὶ ὅτι ὁ πτωχὸς ἱερεὺς «προσέφερε τῷ Θεῷ θυσίαν αἰνέσεως»; Καὶ νὰ περιγράφῃς τὸ ἐσωτερικὸν τοῦ ναΐσκου, μὲ τὰς νυσταλέας κανδήλας καὶ τὰς ἀμαυρὰς μορφὰς τῶν Ἁγίων ὁλόγυρα! Δὲν τὰ ἐννοοῦμεν ἡμεῖς αὐτά. Ἡμεῖς θέλομεν διήγημα, τὸ ὁποῖον νὰ εἶναι ὅλον ποίησις, ὄχι πεζὴ πραγματικότης. Σὺ δὲ πῶς τολμᾷς νὰ γράφῃς, ὁμιλῶν περὶ Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου, καρφωμένου εἰς τὸν τοῖχον ἀπὸ τὴν λόγχην τοῦ Ἁγ. Μερκουρίου, τοιαύτην βλάσφημον φράσιν: «Πελιδνὸς ὁ παράφρων τύραννος…»; Ὅταν συγγραφεὺς ἄλλος, καὶ ἄλλης περιωπῆς δημοσιεύσας πρὸ ἐτῶν ἱστορικοφανταστικὸν δρᾶμα, προέτασσε χυδαῖα ἀληθῶς προλεγόμενα, δι᾽ ὧν ὕβριζε βαναύσως τὴν θρησκείαν τῶν πατέρων του ― τότε οὐδεὶς λόγος ἦτο ὅπως σκανδαλισθῇ τις, διότι τὸ πρᾶγμα ἦτο τῆς μόδας. Ἀλλὰ σύ, νὰ τολμᾷς νὰ ἐκφράζεσαι μὲ τοιαύτην ἀσεβῆ γλῶσσαν περὶ τοῦ Ἰουλιανοῦ ἐκείνου, τοῦ Παραβάτου ἢ Ἀποστάτου καλουμένου ― ἡ θρασύτης ὑπερβαίνει πᾶν ὅριον. Καὶ ὅμως ὁ σοφὸς ἐπικριτὴς δὲν ἐνόησεν ὅτι ἡ φράσις ἦτοἐξ ἀντικειμένου, ὅπως λέγουσιν αὐτοί· ἀπέδιδε δηλ. διὰ λέξεων τὰ χρώματα τοῦ ζωγράφου· καὶ ὅτι πᾶν ζήτημα περὶ τῶν δοξασιῶν τοῦ γράφοντος (ὅστις ἐν τούτοις δὲν ἀρνεῖται ὅτι συμμερίζεται τὴν γνώμην τοῦ Βυζαντινοῦ τοιχογράφου) παρέλκει ὅλως.

Διὰ νὰ δώσωμεν πέρας εἰς τὸ προοίμιον αὐτό, θὰ εἴπωμεν μὲ δύο λέξεις ὅτι: Τὸ σημερινὸν ἔθνος δὲν ἐπῆγε, δυστυχῶς, τόσον ἐμπρός, ὅσον λέγουν αὐτοί. Τὸ ἔθνος τὸ ἑλληνικόν, τὸ δοῦλον τοὐλάχιστον, εἶναι ἀκόμη πολὺ ὀπίσω, καὶ τὸ ἐλεύθερον δὲν δύναται νὰ τρέξῃ ἀρκετὰ ἐμπρός, χωρὶς τὸ ὅλον νὰ διασπαραχθῇ, ὡς διασπαράσσεται, φεῦ! ἤδη. Ὁ τρέχων πρέπει νὰ περιμένῃ καὶ τὸν ἑπόμενον, ἐὰν θέλῃ ἀσφαλῶς νὰ τρέχῃ· ὁ ἐλεύθερος πρέπει νὰ βοηθῇ τὸν δεσμώτην ἢ πρέπει νὰ τὸν ἀνακουφίζῃ. Ὅσον παρέρχεται ὁ χρόνος, τόσον τὸ ἐλεύθερον ἔθνος καθίσταται οἴμοι! ἀνικανώτερον ὅπως δώσῃ χεῖρα βοηθείας εἰς τὸ δοῦλον ἔθνος. Ἄγγλος ἢ Γερμανὸς ἢ Γάλλος δύναται νὰ εἶναι κοσμοπολίτης ἢ ἀναρχικὸς ἢ ἄθεος ἢ ὅ,τιδήποτε. Ἔκαμε τὸ πατριωτικὸν χρέος του, ἔκτισε μεγάλην πατρίδα. Τώρα εἶναι ἐλεύθερος νὰ ἐπαγγέλλεται, χάριν πολυτελείας, τὴν ἀπιστίαν καὶ τὴν ἀπαισιοδοξίαν. Ἀλλὰ Γραικύλος τῆς σήμερον, ὅστις θέλει νὰ κάμῃ δημοσίᾳ τὸν ἄθεον ἢ τὸν κοσμοπολίτην, ὁμοιάζει μὲ νᾶνον ἀνορθούμενον ἐπ᾽ ἄκρων ὀνύχων καὶ τανυόμενον νὰ φθάσῃ εἰς ὕψος καὶ φανῇ καὶ αὐτὸς γίγας. Τὸ ἑλληνικὸν ἔθνος, τὸ δοῦλον, ἀλλ᾽ οὐδὲν ἧττον καὶ τὸ ἐλεύθερον, ἔχει καὶ θὰ ἔχῃ διὰ παντὸς ἀνάγκην τῆς θρησκείας του.

Τὸ ἐπ᾽ ἐμοί, ἐνόσῳ ζῶ καὶ ἀναπνέω καὶ σωφρονῶ, δὲν θὰ παύσω πάντοτε, ἰδίως δὲ κατὰ τὰς πανεκλάμπρους ταύτας ἡμέρας, νὰ ὑμνῶ μετὰ λατρείας τὸν Χριστόν μου, νὰ περιγράφω μετ᾽ ἔρωτος τὴν φύσιν καὶ νὰ ζωγραφῶ μετὰ στοργῆς τὰ γνήσια ἑλληνικὰ ἤθη. Ἐὰν ἐπιλάθωμαί σου, Ἱερουσαλήμ, ἐπιλησθείη ἡ δεξιά μου, κολληθείη ἡ γλῶσσά μου τῷ λάρυγγί μου, ἐὰν οὐ μή σου μνησθῶ."

Δευτέρα 1 Ιανουαρίου 2018

Ο Παπαδιαμάντης για τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς

Image result for εικόνες τα  κάλαντα  στην τέχνη 
Τα κάλαντα, που σήμερα γυρνάνε από σπίτι σε σπίτι
τα παιδιά και τραγουδούνε, είναι πια, αρκετά
 ξεκομμένα από 'κείνα που ψάλλονταν παλαιότερα.

Οι απόψεις του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη γι' αυτά, τόσο από ιστορική σκοπιά, όσο και από λογοτεχνική και λαογραφική, είναι ιδιαίτερα μεγάλης σημασίας. Λέει λοιπόν ο Παπαδιαμάντης:

«... θέλων ἐνταῦθα νὰ ἐκφράσω τὴν λύπην ἐπὶ τῇ ἐκθρονίσει τῶν γνησίων ᾀσμάτων τοῦ λαοῦ, ἣν κατώρθωσαν τὰ κακόφωνα ταῦτα ῥαψωδήματα, πολὺ ἀπέχω ἄλλως τοῦ νὰ θαυμάσω τὰ ἐν Ἀθήναις ἀκουόμενα δημώδη ᾄσματα:» (που συμπλέκουν άσχετες έννοιες και αντιφατικές δηλώσεις)

Ἀρχιμηνιὰ κι ἀρχιχρονιά,
ψηλή μου δεντρολιβανιά, (;)
κι ἀρχι καλός σας χρόνος (;)
ἐκκλησιὰ μὲ τ᾿ ἅγιο θρόνος (!!)
Ἅης Βασίλης ἔρχεται
καὶ δὲν μᾶς καταδέχεται (;!!)


«... ὑπάρχουσιν, ἰδίως εἰς τὰς νήσους, ἄλλα κάλλιστα ᾄσματα τοῦ λαοῦ καὶ ἐπ᾿ αὐτῶν θέλω νὰ ἐνδιατρίψω ὀλίγον. Τινὰ τούτων ἔχουσιν ὑπόθεσιν ἀποκλειστικῶς τὴν ἑορτὴν τῆς ἡμέρας, ἄλλα, χωρὶς νὰ παρακολουθώσι τὰ ἱερὰ κείμενα, διεξέρχονται τὸ θέμα μὲ ποιητικὰ χρώματα, καὶ βοηθείᾳ τῆς δημώδους legende.

Ἐννοεῖται ὅτι τὰ κατωτέρω παρατιθέμενα εἶναι ἁπλὰ ἀποσπάσματα, διότι τὰ τοιαῦτα ἄλλως ἀλλαχοῦ ἄδονται καὶ πολλαχῶς ἀλλοιοῦται ἀπὸ στόματος εἰς στόμα ἡ ἔννοια καὶ ἡ λέξις (...)

... εἰς τὴν ἑορτὴν του Ἁγίου Βασιλείου (...), παραθέτομεν τὸ κύριον τῆς ἡμέρας ᾄσμα:


Ἅης Βασίλης ἔρχεται ἀπὸ τὴν Καισαρίτσα,
βαστάει κόλλα καὶ χαρτί, χαρτὶ καὶ καλαμάρι.
«Βασίλη μ᾿ ποῦθε ἔρχεσαι; καὶ ποῦθε κατεβαίνεις;»
Ἀπὸ τὴ μάννα μ᾿ ἔρχουμαι καὶ στὸ σκολειὸ πηγαίνω,
πάω νὰ μάθω γράμματα, νὰ πῶ τὴν ἀλφαβήτα».
Καὶ στὸ ραβδί, ποὺ ἦταν ξερό, χλωρὰ βλαστάρια πέτα
κι ἀπάνου στὰ ξεβλάσταρα περδίκια κελαϊδοῦσαν,
ὄχι περδίκια μοναχά, μόνε καὶ περιστέρια.

Τὸ ᾄσμα τοῦτο μᾶς φαίνεται θαυμάσιον ἐν τῇ ἀφελείᾳ αὐτοῦ. Ἡ ἔμφυτος φιλομάθεια τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, ἐν μέσῳ τοσούτων διωγμῶν καὶ θλίψεων ἐπιζήσασα, μετεχειρίσθη τὴν ἐπὶ παιδεία φήμην τοῦ ἑλληνικωτάτου Ἁγίου ὡς προτροπὴν πρὸς τοὺς νέους πρὸς τὴν σπουδὴν καὶ μάθησιν, οὕτω δὲ καὶ μετὰ πολλοὺς αἰῶνας ὁ μέγας της Καισαρείας φωστὴρ παρίσταται οἰονεὶ συγγράφων δευτέραν «Πρὸς τοὺς νέους Παραίνεσιν».

Τὰ ἄλλα ᾄσματα τῆς ἡμέρας, ἀποτελοῦντα ὁρμαθὸν εὐχῶν καὶ ἐγκωμίων διὰ τὰ μέλη ἑκάστης οἰκογενείας, εἶναι οἰονεῖ συνέχεια τοῦ πρώτου, ἐξαρτωμένη ἐκ τοῦ ἐν τῷ προτελευταίῳ στίχῳ, ὅτι τὰ «περδίκια κελαϊδοῦσαν» καὶ ἰδοὺ τί κελαϊδοῦσαν:


Γιὰ βάλε τὸ χεράκι σου
[τοῦτο ἀποτείνεται πρὸς τὸν οἰκογενειάρχην:]
στὴν ἀργυρή σου τσέπη
κι ἂν εὕρεις γρόσα δός μας τα, φλουριὰ μὴν τὰ λυπᾶσαι,
κι ἂν εὕρεις καὶ μισὸ φλουρί, κέρνα τὰ παλληκάρια,
κέρνα τ᾿ ἀφέντη μ᾿ κέρνα τα, νὰ πιοῦνε στὴν ὑγειά σου,
καὶ στὴν ὑγειά σου, ἀφέντη μου, καὶ στὴν καλὴ χρονιά σου.
Νὰ ζήσεις χρόνια ἑκατό, διακόσα, παραπάνου,
κι ἀπ᾿ τὰ διακόσα κι ὕστερα ν᾿ ἀσπρίσεις νὰ γεράσεις,
ν᾿ἀσπρίσεις σὰν τὸν Ὄλυμπο, σὰν τ᾿ ἄσπρο περιστέρι,
σὰν τ᾿ ἀηδονάκι ποὺ λαλεῖ, τὸ Μάη, τὸ καλοκαίρι.

[Καὶ τί λαλεῖ τὸ ἀηδονάκι τοῦτο; Ἰδοὺ ἀκούσατε:
Λαλεῖ εὐχὰς διὰ τὰ ἄλλα μέλη τῆς οἰκογενείας:]

Κυρά μου, τὸν γιόκα σου, κυρά μ᾿, τὸν ἀκριβό σου,
τὸν ἔλουζες, τὸν χτένιζες, στὸ δάσκαλο τὸν πάϊνες,
κι ὁ δάσκαλος τὸν ἔδερνε μὲ δυὸ κλωνάρια μόσκο,
μὲ τέσσαρα βασιλικό, μὲ πέντε μαντζουράνα, κτλ.

[Τοσαῦτα περὶ τοῦ υἱοῦ. Ἰδοὺ τώρα καὶ περὶ τῆς θυγατρός:]


Κυρά μ᾿, τὴ θυγατέρα σου, κυρά μ᾿, τὴν ἀκριβή σου,
γραμματικὸς τὴν ἀγαπᾶ, πραμματευτὴς τὴ θέλει,
κι ὁ δάσκαλος ἀπ᾿ τὸ σκολειὸ γυρεύοντας τὴν στέλνει.

Δημοσιευμένα στον ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΝ
(«Ἐφημερίς», 1 Ἰανουαρίου 1888, σελ. 6 β-γ.)


Σημειώσεις:
Για τον τελευταίο στίχο, ο Παπαδιαμάντης δεν θέλει να μιλήσει, και γι' αυτό -υπεκφεύγοντας- λέει: «Δὲν ἐνθυμοῦμαι δυστυχῶς τὴν συνέχειαν τοῦ ᾄσματος τούτου, τὸ ὁποῖον ἤρχισε νὰ γίνεται περίεργον, χάρις εἰς τὰ τολμηρὰ διαβήματα τοῦ δασκάλου, ἀλλ᾿ εἰς τὸ μέλλον ἴσως δυνηθῶ νὰ συλλέξω πλείονα. Ἐπὶ τοῦ παρόντος εὔχομαι εἰς τὸν ἀναγνώστην ἐν ὑγείᾳ καὶ εὐτυχίᾳ τὸ Νέον Ἔτος.

Στὸ «Σημαδιακό» («Οἱ Μάγισσες», ἔκδ. Φέξη, σελ. 151), ἐκτὸς ἀπ᾿ τὴν ἰδιαίτερη ἐξύμνηση κάθε προσώπου τοῦ σπιτιοῦ, μᾶς δίνει ὁ Παπαδιαμάντης κι᾿ ἕνα ὡραῖο σκιαθίτικο δημοτικὸ τῆς Πρωτοχρονιᾶς, ποὺ περιλαμβάνει ὅλα τὰ παιδιά, τ᾿ ἀγόρια τὰ ξενιτεμένα στὸ πέλαγος καὶ στὴ βιοπάλη:

Κυρά μου, τὰ παιδάκια σου, κυρά μου, τ᾿ ἀκριβά σου,
καράβι τριοκάταρτο στὸ πέλαγο ἀρμενίζουν
καὶ μὲ τ᾿ ἀφέντη τὴν εὐχὴ γρόσα πολλὰ θὰ φέρουν.
Κι ὁ κὺρ Βορηᾶς τὰ κύματα φυσάει καὶ τὰ σπρώχνει.
Σπρῶχνε, Βορηά,τὰ κύματα, νὰ μὤρθει τὸ παιδί μου,
Τ᾿ ἀγαπημένο μου πουλὶ καὶ τὸ ξεπεταρούδι,
ἀνάθρεμμα τῆς ἀγκαλιᾶς, τῆς ξενιτιᾶς λουλούδι...»



ΠΗΓΗ

Κυριακή 31 Δεκεμβρίου 2017

Μια τέτοια νύχτα σαν άλλοτε...Μια τέτοια νύχτα σήμερα...

Image result for εικόνες αγιος βασίλειος 
Πόσοι από εμάς τους μεγάλους δεν θυμόμαστε τις πρωτοχρονιάτικες προσδοκίες μας, πόσοι διαψευσθήκαμε και πόσες φορές χαρήκαμε αληθινά την ημέρα της πρωτοχρονιάς!

Τα παιδικά μας χρόνια αλησμόνητα μένουν, για τις προσδοκίες και για τις χαρές που είχαμε, αλλά και για τις λύπες, που σημαδέψανε την ζωή μας, και ωριμάσανε την σκέψη μας.

Μικρά, στο παραγώνι, ακούγαμε τις ιστορίες του μπαμπά, κι εκστασιαζόμασταν, αλλά έτσι ανακατεμένα που είμασταν, μικρά και μεγάλα μαζί, οι ιστορίες δεν μπορούσανε να είναι πάντα φανταστικές, με υποθέσεις ανύπαρκτες. Γιατί οι μεγαλύτεροι δεν άφηναν τα ψεύτικα τερτίπια να στεριώσουν. Οι μεγάλοι ρωτούσανε, κι οι μικροί μαθαίνανε πριν την ώρα τους. Κι έτσι, όλοι, μικροί μεγάλοι, μάθαμε την αλήθεια για τα πράγματα. Και μάθαμε πως Αγιοβασίλης για τον καθένανε είναι εκείνος που τον φροντίζει και τον αγαπά. Εκείνος που προφταίνει τον πόνο κι ανακουφίζει την μοναξιά και την φτώχεια. Εκείνος που αγαπάει όλους τους ανθρώπους που «ποιμαίνει», κι υπακούει μονάχα στη φωνή Θείου, του δικαίου και της ελεημοσύνης. Κι ότι «Αγιοβασίλης», μπορεί να γίνει ο καθένας -στα μέτρα του- άμα το θέλει η ψυχή του.

Εκεί μάθαμε πως ο Αγιοβασίλης ήτανε νέος και επίσκοπος σε μια μεγάλη πόλη της αυτοκρατορίας, την εποχή που βασίλευε ο Ιουλιανός. Αυτός, που ήθελε να ξαναστήσει στα πόδια της τη δωδεκάθεη αρχαία θρησκεία. Κάνοντας πόλεμο ζήτησε από τους κατά τόπους επισκόπους να του δώσουν τα χρυσάφια των Εκκλησιών για να αγοράσει όπλα. Ο Αγιοβασίλης, νέος επίσκοπος τότε, με την θέρμη της πίστης του, αρνήθηκε να συμμετέχει στην χρηματοδότηση του πολέμου, κι απάντησε πως δεν έχει να δώσει τέτοια βοήθεια. Μα ο βασιλιάς εθύμωσε πολύ, κι αντιμήνυσε πως σαν επιστρέψει θα εξολοθρέψει τον θρασύ επίσκοπο και τον ανυπόταχτο λαό του.

Ο Αγιοβασίλης τότε, συλλογίστηκε πως μπορεί και να έκανε λάθος, και φοβούμενος μην πάρει στο λαιμό του τις ψυχές του κόσμου, τους είπε το πρόβλημα που είχε να αντιμετωπίσει. Και τους παρακάλεσε να δώσουν ο καθένας τους το κατι τί του, για να τα δώσει όλα μαζί στον βασιλιά, μπάς κι αποφύγουν το κακό που σχεδίαζε σε βάρος τους. Μα ο βασιλιάς, σε 'κείνη την μάχη σκοτώθηκε και δεν γύρισε για να πάρει το χρυσάφι. Κι ο Αγιοβασίλης, ο επίσκοπος-τότε-Βασίλειος, για να επιστρέψει τα χρυσάφια του κόσμου, διέταξε να φτιάξουν ψωμάκια και μέσα σ' αυτά να κρύψουν τα κοσμήματα που είχαν προσφέρει οι πιστοί, και τους τα μοίρασε. Έτσι, πήρε ο καθένας από κάτι, γιατί δεν ήταν πια μπορετό να βρεθεί ποιός είχε δώσει και τί. Γι' αυτό κι εμείς σήμερα, σε ανάμνηση της δίκαιης χαράς για την επιστροφή των θησαυρών, βάζουμε «φλουρί» στην αγιοβασιλιάτικη πίτα, για να κερδίσουμε πίσω, κάτι, ακόμη κι αν δεν είχαμε δώσει, έτσι, για την ελπίδα μονάχα, της δωρεάς!

Κι εκεί μάθαμε, πως ο Αγιοβασίλης ήτανε ο προνοητικός επίσκοπος, ο σοφός πατέρας που ήθελε να προστατέψει τα τέκνα του, κι ο δίκαιος οδηγητής ψυχών.

Ο Άγιος αυτός δεν ήτανε γέροντας με ρόδινα μάγουλα, πλούσιος και καταναλωτής. Νέος μοναχός, έγινε επίσκοπος, και νέος απεβίωσε. Ήτανε το πρότυπο της αρετής και της εγκράτειας, το παράδειγμα της φιλομάθειας και της μελέτης, της αγνείας, της αφοσίωσης και της πίστης στον λόγο του Ευαγγελίου. Η δράση του πολυσχιδής και η ευαισθησία του τεράστια. Είναι εκείνος που ίδρυσε τα πρώτα νοσοκομεία, τα γηροκομεία και τα φιλανθρωπικά ιδρύματα, σε μια εποχή που- ακόμη και- η ιδέα αυτή, ήταν ανύπαρκτη. Ο πρώτος που καλλιέργησε την μαθητεία σε πρακτικές τέχνες κι εργασίες, κι εκείνος που εκήρυξε την μεγάλη σημασία της αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας.

Απεβίωσε στα 50 του χρόνια, εξαντλημένος από την προσφορά στον ενδεή, και από την σωματική και πνευματική άσκηση, σύμφωνα με τις επιταγές της μοναστικής του πολιτείας.

Το όνομά του και το έργο του αποτελούν φάρο για όσους προτίθενται να διδάξουν, να επισκοπήσουν, να διοικήσουν, να προσφέρουν, να μονάσουν, να υποστηρίξουν ή να ασκηθούν και να παραδειγματίσουν με την ζωή τους.

Μπορεί ο μπαμπάς μου, να μην τά'ξερε όλα τούτα, τότε που ήμουνα μικρό παιδάκι. Μα η λειψή αφήγησή του με οδήγησε να βρώ τα απολειπόμενα, και με την σειρά μου να συμπληρώσω την ιστορία. Και, τελικά, να αξιολογήσω θετικά, το αληθινό του παραμύθι.

Μετά από χρόνια, ήρθε η ώρα να πλέξω το παραμύθι με την ιστορία και να διηγηθώ κι εγώ στα δικά μου τα παιδιά, την αληθινή ιστορία του Αγιοβασίλη, που φροντίζει κι αγαπάει, που προστατεύει και δεν αδικεί τον κόσμο που είχε να καθοδηγεί. Του Αγιοβασίλη, που η μέριμνα και η αγωνία του για τον άνθρωπο, και κυρίως για τα παιδιά, αποτυπώθηκε από πολύ παλιά, στα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα.

Σε τούτο το έργο μου, Μάνα πιά, βοήθησε κι η αείμνηστη Δασκάλα τους, η Σμαράγδα, που πάντα της, αληθινή και παιδαγωγός, ήρθε αρωγός και συμπλήρωσε την νουθεσία των παιδιών στο μυστήριο της αλήθειας, της αγάπης και της ευθύνης. Μαζί και η γιαγιά τους, η Κασσιανή, η άλλη Δασκάλα.

Αξέχαστη μου έμεινε σαν παιδί, η απομυθοποίηση της χαρούμενης κινηματογραφικής μορφής που γελάει και παίζει χωρίς να λογαριάζει τους πολέμους που γίνονται δίπλα της, και που ενώ ο κόσμος χάνεται, αυτή η φιγούρα προσφέρει καραμέλλες και παιχνίδια αντί για οικογένεια, αγκαλιά και φροντίδα[, ή (σήμερα) κινητά τηλέφωνα και βιντεοπαιχνίδια!]. Κι έτσι έμαθα πως το ψέμμα είναι πολύ όμορφο, αλλά δεν έχει περιεχόμενο, λογική και ουσία.

Αλλά γιατί τόσο ψέμμα; Μόνο για την διαφήμιση και τις πωλήσεις; Μπορεί να δεχθούμε να εξαφανίζονται οι ψυχές των ανθρώπων για χάρη των αγορών;

Αναρωτήθηκε κανείς, πώς θα ζήσουν αυτές οι ψυχές χωρίς το ψέμμα που φέρνει ευχαρίστηση, αλλά μονάχα προς στιγμήν; Πώς θα ζήσουν, όταν αυτό το ψέμμα αποκαλυφθεί, κι όταν πέσει η αυλαία της απελπισίας και της εγκατάλειψης, σαν η απάτη σβήσει τα φώτα της γιορτής;

Δεν είναι καλό να αφαιρούμε το μυστήριο από τον κόσμο των παιδιών, αλλά είναι πολύ κακό να τους κρύβουμε την αλήθεια και να τους γεμίζουμε το μυαλό με χρυσόσκονη και πλάνες.

Το μεγαλύτερο Μυστήριο είναι η αγάπη και η αφοσίωση. Αν μπορέσουμε να κάνουμε τα παιδιά μας να αγαπούν, τότε ίσως να αγαπήσουν και τον εαυτό τους, και να μην τον καταστρέφουν με συμπεριφορές αλλοπρόσαλλες, αλλόκοτες, ανεύθυνες κι ακατανόητες. Τότε, ίσως να προσπαθούν φιλότιμα, και να ανακαλύπτουν τις δυνάμεις που κρύβουνε μέσα τους όλες οι αγνές, οι σπουδαίες κι αφοσιωμένες σε αξίες και αγάπη, ψυχές.

Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2016

Μια τέτοια νύχτα σαν άλλοτε...Μια τέτοια νύχτα σήμερα...


Image result for εικόνες αγιος βασίλειος 

Πόσοι από εμάς τους μεγάλους δεν θυμόμαστε τις πρωτοχρονιάτικες προσδοκίες μας, πόσοι διαψευσθήκαμε και πόσες φορές χαρήκαμε αληθινά την ημέρα της πρωτοχρονιάς!

Τα παιδικά μας χρόνια αλησμόνητα μένουν, για τις προσδοκίες και για τις χαρές που είχαμε, αλλά και για τις λύπες, που σημαδέψανε την ζωή μας, και ωριμάσανε την σκέψη μας.

Μικρά, στο παραγώνι, ακούγαμε τις ιστορίες του μπαμπά, κι εκστασιαζόμασταν, αλλά έτσι ανακατεμένα που είμασταν, μικρά και μεγάλα μαζί, οι ιστορίες δεν μπορούσανε να είναι πάντα φανταστικές, με υποθέσεις ανύπαρκτες. Γιατί οι μεγαλύτεροι δεν άφηναν τα ψεύτικα τερτίπια να στεριώσουν. Οι μεγάλοι ρωτούσανε, κι οι μικροί μαθαίνανε πριν την ώρα τους. Κι έτσι, όλοι, μικροί μεγάλοι, μάθαμε την αλήθεια για τα πράγματα. Και μάθαμε πως Αγιοβασίλης για τον καθένανε είναι εκείνος που τον φροντίζει και τον αγαπά. Εκείνος που προφταίνει τον πόνο κι ανακουφίζει την μοναξιά και την φτώχεια. Εκείνος που αγαπάει όλους τους ανθρώπους που «ποιμαίνει», κι υπακούει μονάχα στη φωνή Θείου, του δικαίου και της ελεημοσύνης. Κι ότι «Αγιοβασίλης», μπορεί να γίνει ο καθένας -στα μέτρα του- άμα το θέλει η ψυχή του.

Εκεί μάθαμε πως ο Αγιοβασίλης ήτανε νέος και επίσκοπος σε μια μεγάλη πόλη της αυτοκρατορίας, την εποχή που βασίλευε ο Ιουλιανός. Αυτός, που ήθελε να ξαναστήσει στα πόδια της τη δωδεκάθεη αρχαία θρησκεία. Κάνοντας πόλεμο ζήτησε από τους κατά τόπους επισκόπους να του δώσουν τα χρυσάφια των Εκκλησιών για να αγοράσει όπλα. Ο Αγιοβασίλης, νέος επίσκοπος τότε, με την θέρμη της πίστης του, αρνήθηκε να συμμετέχει στην χρηματοδότηση του πολέμου, κι απάντησε πως δεν έχει να δώσει τέτοια βοήθεια. Μα ο βασιλιάς εθύμωσε πολύ, κι αντιμήνησε πως σαν επιστρέψει θα εξολοθρέψει τον θρασύ επίσκοπο και τον ανυπόταχτο λαό του.

Ο Αγιοβασίλης τότε, συλλογίστηκε πως μπορεί και να έκανε λάθος, και φοβούμενος μην πάρει στο λαιμό του τις ψυχές του κόσμου, τους είπε το πρόβλημα που είχε να αντιμετωπίσει. Και τους παρακάλεσε να δώσουν ο καθένας τους το κατι τί του, για να τα δώσει όλα μαζί στον βασιλιά, μπάς κι αποφύγουν το κακό που σχεδίαζε σε βάρος τους. Μα ο βασιλιάς, σε 'κείνη την μάχη σκοτώθηκε και δεν γύρισε για να πάρει το χρυσάφι. Κι ο Αγιοβασίλης, ο επίσκοπος-τότε-Βασίλειος, για να επιστρέψει τα χρυσάφια του κόσμου, διέταξε να φτιάξουν ψωμάκια και μέσα σ' αυτά να κρύψουν τα κοσμήματα που είχαν προσφέρει οι πιστοί, και τους τα μοίρασε. Έτσι, πήρε ο καθένας από κάτι, γιατί δεν ήταν πια μπορετό να βρεθεί ποιός είχε δώσει και τί. Γι' αυτό κι εμείς σήμερα, σε ανάμνηση της δίκαιης χαράς για την επιστροφή των θησαυρών, βάζουμε «φλουρί» στην αγιοβασιλιάτικη πίτα, για να κερδίσουμε πίσω, εκείνο που ήδη είχαμε δώσει.

Κι εκεί μάθαμε, πως ο Αγιοβασίλης ήτανε ο προνοητικός επίσκοπος, ο σοφός πατέρας που ήθελε να προστατέψει τα τέκνα του, κι ο δίκαιος οδηγητής ψυχών.

Ο Άγιος αυτός δεν ήτανε γέροντας με ρόδινα μάγουλα, πλούσιος και καταναλωτής. Νέος μοναχός, έγινε επίσκοπος, και νέος απεβίωσε. Ήτανε το πρότυπο της αρετής και της εγκράτειας, το παράδειγμα της φιλομάθειας και της μελέτης, της αγνείας, της αφοσίωσης και της πίστης στον λόγο του Ευαγγελίου. Η δράση του πολυσχιδής και η ευαισθησία του τεράστια. Είναι εκείνος που ίδρυσε τα πρώτα νοσοκομεία, τα γηροκομεία και τα φιλανθρωπικά ιδρύματα, σε μια εποχή που- ακόμη και- η ιδέα αυτή, ήταν ανύπαρκτη. Ο πρώτος που καλλιέργησε την μαθητεία σε πρακτικές τέχνες κι εργασίες, κι εκείνος που εκήρυξε την μεγάλη σημασία της αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας.

Απεβίωσε στα 50 του χρόνια, εξαντλημένος από την προσφορά στον ενδεή, και από την σωματική και πνευματική άσκηση, σύμφωνα με τις επιταγές της μοναστικής του πολιτείας.

Το όνομά του και το έργο του αποτελούν φάρο για όσους προτίθενται να διδάξουν, να επισκοπήσουν, να διοικήσουν, να προσφέρουν, να μονάσουν, να υποστηρίξουν ή να ασκηθούν και να παραδειγματίσουν με την ζωή τους.

Μπορεί ο μπαμπάς μου, να μην τά'ξερε όλα τούτα, τότε που ήμουνα μικρό παιδάκι. Μα η λειψή αφήγησή του με οδήγησε να βρώ τα απολειπόμενα, και με την σειρά μου να συμπληρώσω την ιστορία. Και, τελικά, να αξιολογήσω θετικά, το αληθινό του παραμύθι.

Μετά από χρόνια, ήρθε η ώρα να πλέξω το παραμύθι με την ιστορία και να διηγηθώ κι εγώ στα δικά μου τα παιδιά, την αληθινή ιστορία του Αγιοβασίλη, που φροντίζει κι αγαπάει, που προστατεύει και δεν αδικεί τον κόσμο που είχε να καθοδηγεί. Του Αγιοβασίλη, που η μέριμνα και η αγωνία του για τον άνθρωπο, και κυρίως για τα παιδιά, αποτυπώθηκε από πολύ παλιά, στα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα.

Σε τούτο το έργο μου, Μάνα πιά, βοήθησε κι η αείμνηστη Δασκάλα τους, η Σμαράγδα, που πάντα της αληθινή και παιδαγωγός, ήρθε αρωγός και συμπλήρωσε την νουθεσία των παιδιών στο μυστήριο της αλήθειας, της αγάπης και της ευθύνης. Μαζί και η γιαγιά τους, η Κασσιανή, η άλλη Δασκάλα.

Αξέχαστη μου έμεινε σαν παιδί, η απομυθοποίηση της χαρούμενης κινηματογραφικής μορφής που γελάει και παίζει χωρίς να λογαριάζει τους πολέμους που γίνονται δίπλα της, και που ενώ ο κόσμος χάνεται, αυτή η φιγούρα προσφέρει καραμέλλες και παιχνίδια αντί για οικογένεια, αγκαλιά και φροντίδα[, ή (σήμερα) κινητά τηλέφωνα και βιντεοπαιχνίδια!]. Κι έτσι έμαθα πως το ψέμμα είναι πολύ όμορφο, αλλά δεν έχει περιεχόμενο.

Αλλά γιατί τόσο ψέμμα; Μόνο για την διαφήμιση και τις πωλήσεις; Μπορεί να δεχθούμε να εξαφανίζονται οι ψυχές των ανθρώπων για χάρη των αγορών;

Αναρωτήθηκε κανείς, πώς θα ζήσουν αυτές οι ψυχές χωρίς το ψέμμα που φέρνει ευχαρίστηση, μονάχα προς στιγμήν; Πώς θα ζήσουν, όταν αυτό το ψέμμα αποκαλυφθεί, κι όταν πέσει η αυλαία της απελπισίας και της εγκατάλειψης, σαν η απάτη σβήσει τα φώτα της γιορτής;

Δεν είναι καλό να αφαιρούμε το μυστήριο από τον κόσμο των παιδιών, αλλά είναι πολύ κακό να τους κρύβουμε την αλήθεια και να τους γεμίζουμε το μυαλό με χρυσόσκονη και πλάνες.

Το μεγαλύτερο Μυστήριο είναι η αγάπη και η αφοσίωση. Αν μπορέσουμε να κάνουμε τα παιδιά μας να αγαπούν, τότε ίσως να αγαπήσουν και τον εαυτό τους, και να μην τον καταστρέφουν με συμπεριφορές αλλοπρόσαλλες, αλλόκοτες, ανεύθυνες κι ακατανόητες. Τότε ίσως να προσπαθούν φιλότιμα και να αποκαλύπτουν τις δυνάμεις που κρύβουνε μέσα τους όλες οι αγνές, οι σπουδαίες κι αφοσιωμένες σε αξίες και αγάπη, ψυχές.

Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2016

Ο Παπαδιαμάντης για τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς


Image result for εικόνες τα  κάλαντα  στην τέχνη 

Τα κάλαντα, που σήμερα γυρνάνε από σπίτι σε σπίτι τα παιδιά και τραγουδούνε, είναι πια, αρκετά ξεκομμένα από 'κείνα που ψάλλονταν παλαιότερα.

Οι απόψεις του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη γι' αυτά, τόσο από ιστορική σκοπιά, όσο και από λογοτεχνική και λαογραφική, είναι ιδιαίτερα μεγάλης σημασίας. Λέει λοιπόν ο Παπαδιαμάντης:

«... θέλων ἐνταῦθα νὰ ἐκφράσω τὴν λύπην ἐπὶ τῇ ἐκθρονίσει τῶν γνησίων ᾀσμάτων τοῦ λαοῦ, ἣν κατώρθωσαν τὰ κακόφωνα ταῦτα ῥαψωδήματα, πολὺ ἀπέχω ἄλλως τοῦ νὰ θαυμάσω τὰ ἐν Ἀθήναις ἀκουόμενα δημώδη ᾄσματα:» (που συμπλέκουν άσχετες έννοιες και αντιφατικές δηλώσεις)

Ἀρχιμηνιὰ κι ἀρχιχρονιά,
ψηλή μου δεντρολιβανιά, (;)
κι ἀρχι καλός σας χρόνος (;)
ἐκκλησιὰ μὲ τ᾿ ἅγιο θρόνος (!!)
Ἅης Βασίλης ἔρχεται
καὶ δὲν μᾶς καταδέχεται (;!!)


«... ὑπάρχουσιν, ἰδίως εἰς τὰς νήσους, ἄλλα κάλλιστα ᾄσματα τοῦ λαοῦ καὶ ἐπ᾿ αὐτῶν θέλω νὰ ἐνδιατρίψω ὀλίγον. Τινὰ τούτων ἔχουσιν ὑπόθεσιν ἀποκλειστικῶς τὴν ἑορτὴν τῆς ἡμέρας, ἄλλα, χωρὶς νὰ παρακολουθώσι τὰ ἱερὰ κείμενα, διεξέρχονται τὸ θέμα μὲ ποιητικὰ χρώματα, καὶ βοηθείᾳ τῆς δημώδους legende.

Ἐννοεῖται ὅτι τὰ κατωτέρω παρατιθέμενα εἶναι ἁπλὰ ἀποσπάσματα, διότι τὰ τοιαῦτα ἄλλως ἀλλαχοῦ ἄδονται καὶ πολλαχῶς ἀλλοιοῦται ἀπὸ στόματος εἰς στόμα ἡ ἔννοια καὶ ἡ λέξις (...)

... εἰς τὴν ἑορτὴν του Ἁγίου Βασιλείου (...), παραθέτομεν τὸ κύριον τῆς ἡμέρας ᾄσμα:


Ἅης Βασίλης ἔρχεται ἀπὸ τὴν Καισαρίτσα,
βαστάει κόλλα καὶ χαρτί, χαρτὶ καὶ καλαμάρι.
«Βασίλη μ᾿ ποῦθε ἔρχεσαι; καὶ ποῦθε κατεβαίνεις;»
Ἀπὸ τὴ μάννα μ᾿ ἔρχουμαι καὶ στὸ σκολειὸ πηγαίνω,
πάω νὰ μάθω γράμματα, νὰ πῶ τὴν ἀλφαβήτα».
Καὶ στὸ ραβδί, ποὺ ἦταν ξερό, χλωρὰ βλαστάρια πέτα
κι ἀπάνου στὰ ξεβλάσταρα περδίκια κελαϊδοῦσαν,
ὄχι περδίκια μοναχά, μόνε καὶ περιστέρια.

Τὸ ᾄσμα τοῦτο μᾶς φαίνεται θαυμάσιον ἐν τῇ ἀφελείᾳ αὐτοῦ. Ἡ ἔμφυτος φιλομάθεια τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, ἐν μέσῳ τοσούτων διωγμῶν καὶ θλίψεων ἐπιζήσασα, μετεχειρίσθη τὴν ἐπὶ παιδεία φήμην τοῦ ἑλληνικωτάτου Ἁγίου ὡς προτροπὴν πρὸς τοὺς νέους πρὸς τὴν σπουδὴν καὶ μάθησιν, οὕτω δὲ καὶ μετὰ πολλοὺς αἰῶνας ὁ μέγας της Καισαρείας φωστὴρ παρίσταται οἰονεὶ συγγράφων δευτέραν «Πρὸς τοὺς νέους Παραίνεσιν».

Τὰ ἄλλα ᾄσματα τῆς ἡμέρας, ἀποτελοῦντα ὁρμαθὸν εὐχῶν καὶ ἐγκωμίων διὰ τὰ μέλη ἑκάστης οἰκογενείας, εἶναι οἰονεῖ συνέχεια τοῦ πρώτου, ἐξαρτωμένη ἐκ τοῦ ἐν τῷ προτελευταίῳ στίχῳ, ὅτι τὰ «περδίκια κελαϊδοῦσαν» καὶ ἰδοὺ τί κελαϊδοῦσαν:


Γιὰ βάλε τὸ χεράκι σου
[τοῦτο ἀποτείνεται πρὸς τὸν οἰκογενειάρχην:]
στὴν ἀργυρή σου τσέπη
κι ἂν εὕρεις γρόσα δός μας τα, φλουριὰ μὴν τὰ λυπᾶσαι,
κι ἂν εὕρεις καὶ μισὸ φλουρί, κέρνα τὰ παλληκάρια,
κέρνα τ᾿ ἀφέντη μ᾿ κέρνα τα, νὰ πιοῦνε στὴν ὑγειά σου,
καὶ στὴν ὑγειά σου, ἀφέντη μου, καὶ στὴν καλὴ χρονιά σου.
Νὰ ζήσεις χρόνια ἑκατό, διακόσα, παραπάνου,
κι ἀπ᾿ τὰ διακόσα κι ὕστερα ν᾿ ἀσπρίσεις νὰ γεράσεις,
ν᾿ἀσπρίσεις σὰν τὸν Ὄλυμπο, σὰν τ᾿ ἄσπρο περιστέρι,
σὰν τ᾿ ἀηδονάκι ποὺ λαλεῖ, τὸ Μάη, τὸ καλοκαίρι.

[Καὶ τί λαλεῖ τὸ ἀηδονάκι τοῦτο; Ἰδοὺ ἀκούσατε:
Λαλεῖ εὐχὰς διὰ τὰ ἄλλα μέλη τῆς οἰκογενείας:]

Κυρά μου, τὸν γιόκα σου, κυρά μ᾿, τὸν ἀκριβό σου,
τὸν ἔλουζες, τὸν χτένιζες, στὸ δάσκαλο τὸν πάϊνες,
κι ὁ δάσκαλος τὸν ἔδερνε μὲ δυὸ κλωνάρια μόσκο,
μὲ τέσσαρα βασιλικό, μὲ πέντε μαντζουράνα, κτλ.

[Τοσαῦτα περὶ τοῦ υἱοῦ. Ἰδοὺ τώρα καὶ περὶ τῆς θυγατρός:]


Κυρά μ᾿, τὴ θυγατέρα σου, κυρά μ᾿, τὴν ἀκριβή σου,
γραμματικὸς τὴν ἀγαπᾶ, πραμματευτὴς τὴ θέλει,
κι ὁ δάσκαλος ἀπ᾿ τὸ σκολειὸ γυρεύοντας τὴν στέλνει.

Δημοσιευμένα στον ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΝ
(«Ἐφημερίς», 1 Ἰανουαρίου 1888, σελ. 6 β-γ.)


Σημειώσεις:
Για τον τελευταίο στίχο, ο Παπαδιαμάντης δεν θέλει να μιλήσει, και γι' αυτό -υπεκφεύγοντας- λέει: «Δὲν ἐνθυμοῦμαι δυστυχῶς τὴν συνέχειαν τοῦ ᾄσματος τούτου, τὸ ὁποῖον ἤρχισε νὰ γίνεται περίεργον, χάρις εἰς τὰ τολμηρὰ διαβήματα τοῦ δασκάλου, ἀλλ᾿ εἰς τὸ μέλλον ἴσως δυνηθῶ νὰ συλλέξω πλείονα. Ἐπὶ τοῦ παρόντος εὔχομαι εἰς τὸν ἀναγνώστην ἐν ὑγείᾳ καὶ εὐτυχίᾳ τὸ Νέον Ἔτος.

Στὸ «Σημαδιακό» («Οἱ Μάγισσες», ἔκδ. Φέξη, σελ. 151), ἐκτὸς ἀπ᾿ τὴν ἰδιαίτερη ἐξύμνηση κάθε προσώπου τοῦ σπιτιοῦ, μᾶς δίνει ὁ Παπαδιαμάντης κι᾿ ἕνα ὡραῖο σκιαθίτικο δημοτικὸ τῆς Πρωτοχρονιᾶς, ποὺ περιλαμβάνει ὅλα τὰ παιδιά, τ᾿ ἀγόρια τὰ ξενιτεμένα στὸ πέλαγος καὶ στὴ βιοπάλη:

Κυρά μου, τὰ παιδάκια σου, κυρά μου, τ᾿ ἀκριβά σου,
καράβι τριοκάταρτο στὸ πέλαγο ἀρμενίζουν
καὶ μὲ τ᾿ ἀφέντη τὴν εὐχὴ γρόσα πολλὰ θὰ φέρουν.
Κι ὁ κὺρ Βορηᾶς τὰ κύματα φυσάει καὶ τὰ σπρώχνει.
Σπρῶχνε, Βορηά,τὰ κύματα, νὰ μὤρθει τὸ παιδί μου,
Τ᾿ ἀγαπημένο μου πουλὶ καὶ τὸ ξεπεταρούδι,
ἀνάθρεμμα τῆς ἀγκαλιᾶς, τῆς ξενιτιᾶς λουλούδι...»



ΠΗΓΗ

Παρασκευή 2 Σεπτεμβρίου 2016

Μέσα στην κρίση της εποχής

Image result for εικόνες τσίπρας 

Διαβάζω εδώ πως "οι Έλληνες περνούν καλά... Πόσο γελοίο ακούγεται... Υπάρχουν ακόμα ηλίθιοι που μετράνε τη ζωή με το αν
είναι γεμάτη μια καφετέρια. (...) Όχι δεν περνάμε καλά(...)."

Και σκέφτομαι:

Οι Έλληνες δεν περνούν καλά, γιατί κάποιοι -ιδιοτελώς και αυθαίρετα- τους καταργήσανε εκείνο που αυτοί οι ίδιοι, αρχικά, τους είχανε κάνει να πιστέψουνε πως ήτανε το πραγματικό τους αύριο.

Οι Έλληνες δεν περνούν καλά γιατί δεν έχουνε λεφτά να ξοδέψουν, και δεν έχουνε πια προοπτική να ξανακερδίσουν αυτά που βγάλανε, συμμετέχοντας στις κούρσες για την κατάκτηση της εφήμερης, άν-αρχης και αν-άξιας ευμάρειας.

Οι Έλληνες δεν περνούν καλά τώρα που χάσανε την πίστη στον εαυτό τους, στην παράδοση και την ιστορία τους.

Οι σύγχρονοι Έλληνες δεν περνούν καλά γιατί θέλανε να γίνουν κάτι άλλο από εκείνο που ήτανε, και στη διαδικασία αυτή πουλήσανε αντί πινακίου φακής τα πρωτοτόκια που είχανε στην ιστορία της ανθρωπότητας.

Οι σύγχρονοι Έλληνες δεν περνούν καλά γιατί ονειρεύονται τη Δύση στην ανατολή της, κι όχι τη θέση τους στην παντοτινή ανατολή του ανθρώπου.

Οι σύγχρονοι Έλληνες δεν περνούν καλά γιατί τα απόκτησαν όλα και τα χάσανε όλα στο τραπέζι της παγκόσμιας τσόχας.

Οι σύγχρονοι Έλληνες δεν περνούν καλά γιατί τους μάθανε πως η ζωή ήταν ταξίδι αναψυχής, ενώ γι' αυτούς ήταν ιστορημένο πως η ζωή ήταν χρέος και προσφορά, ήταν αγώνας και αγάπη, αλληλεγγύη και συμ-πάθεια με τον πάσχοντα. Κι αυτοί μπερδευτήκανε σαν βρεθήκαν μαζί με τους παγκόσμιους παίκτες μέσα στα κρουαζερόπλοια των συνεδριακών παιγνίων, και στα κοσμικά και πολιτικά δείπνα για την επικράτηση των συμφερόντων.

Άκατάλληλοι για τις επιχειρήσεις του ψεύδους και της συνωμοσίας, της εξόντωσης των αντιπάλων, της εσκεμμένης και εκ προθέσεως εξαθλίωσης των λαών και της λαφυραγωγίας των ψυχών, αλλά σμιλεμένοι στην συμπαράσταση και την επιείκεια, την συγγνώμη και την παρηγορία των πονεμένων, βρεθήκανε μυρμήγκια-θύματα στην πάλη των συμφερόντων των ελεφάντων.

Βρεθήκανε με ηγέτες-στρατευμένα (μήπως και αργυρώνητα, ποιός ξέρει;) πιόνια, σε παιγνίδια που τους ήθελαν δημίους, υπηρέτες, κρετίνους, μαυραγορίτες χωρίς κέρδος, ουραγούς όχι μόνο της ζωής, αλλά και της δημιουργίας και της πίστης.

Οι σύγχρονοι Έλληνες δεν περνούν καλά, γιατί βρίσκονται σε κρίση ταυτότητας, σε κρίση νοήματος της ζωής, σε κρίση συνειδήσεως, κενοί, μόνοι, προδομένοι, με διαψευσμένες ελπίδες, σε έναν κόσμο που προοιωνίζεται μονάχα κατακλυσμιαίες κατολισθήσεις, για όλο το πολιτικό περιβάλλον, τα δόγματα και τα οράματά του.

Οι Έλληνες πάντα τους ήταν ολίγοι, πάντα τους πάλευαν με τέρατα και με θεριά: της πλεονεξίας των γειτόνων, του φθόνου των πλουσίων, της ζηλοφθονίας των πνευματικών και καλλιτεχνικών αντιγραφέων και των κλεπτών. Γεμάτα είναι τα κελλάρια αυτών των δολιοφθορέων από τα δημιουργήματα της ελληνικής γής και των τέκνων της. Πάντοτε γεμίζανε, όσες φορές κι αν αδειάσαν. Το ίδιο γίνεται και τώρα.

Οι Έλληνες πάντα ήμασταν ολίγοι, πάντα παλεύαμε με τέρατα και με θεριά, και τα χειρότερα απ' όλα, ήταν οι εκάστοτε Εφιάλτες μας.

Συχνά, ζητιάνοι του πνεύματος και της σοφίας μας, φέρναμε το πνεύμα μας πίσω, σαν ξένο εφεύρημα, διατεθειμένοι να μιμηθούμε την απομίμηση και την αντιγραφή, που ωστόσο είχε παραποιήσει την αρχική ουσία. Την ουσία που το είχε γεννήσει.

Κι ύστερα, παραλυμένοι από την ασωτία, και μεθυσμένοι από τον κοσμοπολιτισμό που γνωρίσαμε κοντά στους λαφυραγωγούς και κάπηλους των ερειπίων μας, ξεπουλήσαμε τον οικουμενισμό της αγάπης, της δημιουργίας, της καθολικότητας των αξιών και των αρχών, της πανανθρώπινης αγωνίας για την μεγαλειώδη αθανασία των έργων του ανθρώπου, και συμμετείχαμε στην βδελυρή, την ποταπή, την ιδιοτελή και επίμεπτη αθανασία του πλούτου και της εξουσίας των ολίγων.

Όσοι δύστυχοι συνέβαλαν σε τούτα τα εγκλήματα, ίσως το κάνανε πιστεύοντας πως θά 'τανε μέσα στους τυχερούς, τους εξουσιαστές και τους πλουσίους. Μα το κάνανε χωρίς να γνωρίζουν πως η εξουσία και το χρήμα δεν έχουν συνεταίρους, ούτε φίλους. Έχουν μονάχα υπηρέτες, και δούλους. Αυτοί, σαν τελειώσουν την δουλειά που τους ανατέθηκε, δεν χρειάζεται να υπάρχουν γιατί είναι μονάχα η απόδειξη των τελεσθέντων εγκλημάτων, και καλό είναι να αφανίζονται, μαζί με όσους εξακολουθούν να αντιστέκονται.

Εμείς θα αφήσουμε να μας αφανίσουν; Θα τους αφήσουμε "να ξεμπερδέψουνε με το παλιό", και να αφανίσουν τις ρίζες, την ιστορία και την παράδοσή μας; Θα τους αφήσουμε να αφανίσουν το νόημα της ζωής μας; Γιατί;

Σημείωση: Το κείμενο αυτό γράφτηκε για χάρη του Βασίλη Κ. που ξαφνικά κι απροειδοποίητα έχασε την πολύ καλή δουλειά του, κι είναι πατέρας δυο παιδιών. Γράφτηκε, για να μη χάνει την χαρά του και την πίστη του στη ζωή και στον εαυτό του. Δεν είναι μόνος του, είμαστε πολλοί εκείνοι που κάθε μέρα κινδυνεύουμε και κ'αθε μέρα χάνουμε κι από κάτι, γι' αυτό ας είμαστε τουλάχιστον όλοι μαζί! Δείτε εδώ https://www.youtube.com/watch?v=r6pcdO7EbnA μια τοινία που χαρίζει μια αληθινή προοπτική, μια και παραπέμπει στα χαρακτηριστικά υψηλού πολιτισμού με κέντρο τον άνθρωπο, όχι ως αντικείμενο αλλά ως υποκείμενο.

Δευτέρα 18 Ιουλίου 2016

Ο Ευρωπαϊκός «υπαρκτικός αυτοσκοπός»: Χρησιμοθηρία και κατανάλωση.


Image result for εικόνες άουσβιτς 

Ο Γιανναράς ξαναχτύπησε! Τελικά μερικοί άνθρωποι είναι ανυπόφορα εναργοί και οι επισημάνσεις τους αδυσώπητα καίριες! Δεν σε αφήνουν να νοιώσεις ξέγνοιαστος, ευρηματικός, έξυπνος, ικανός. Θα σου την πούνε, με τον ένα ή τον άλλον τρόπο. Να τώρα τί βρήκε ο άνθρωπος να σχολιάσει: Πως οι γερμανοί με το μουσείο του Άουσβιτς, όπου εκτίθενται τα απομεινάρια της απανθρωπίας και της φρίκης, αντλούν ωφελιμότητα ακόμη κι από το έγκλημά τους! Και δεν είναι ούτε καν ψέμμα!

Ετούτο το μουσείο θαρρείς πως έγινε όχημα της τέχνης, σαν που μοντέρνα δυτική και μεταπολεμική «Tέχνη» «μπορεί να βαφτίζεται οτιδήποτε κατορθώνει να προκαλέσει την έκπληξη των πολλών ανίδεων – το αισθητικά στρεβλό, το αδιάντροπα άκοσμο, το χυδαία προκλητικό, το βάναυσα ανίερο», λέει επί λέξει ο καθηγητής κ. Χ. Γιανναράς, και δεν στέκεται μονάχα σ' αυτό.

Η έκπληξή μας βαίνει αυξανόμενη, καθώς ανυποψίαστοι δεν είχαμε συνειδητοποιήσει πως στην «μετά το Aουσβιτς Eυρώπη, προοδευτικά, η Tέχνη (όπως και η πολιτική, όπως και η παιδεία, οι εκκλησίες, οι θεσμοί καλλιέργειας) παραιτούνται αυτονόητα από κάθε φιλοδοξία «αλήθειας» – εκδέχονται (σιωπηρά) ως αλήθεια τη χρηστική ορθότητα. Mέτρο αλήθειας (της ύπαρξης και της πράξης) γίνεται η χρησιμότητα, η ατομική κατασφάλιση. Tελικά η κατανάλωση ως υπαρκτικός αυτοσκοπός».

Μα πόσο θέλει ο άνθρωπος για να νιώσει σαν ένα ολόκληρο μηδενικό; Γιατί πώς αλλιώς να νιώσεις όταν διαβάζεις ότι χωρίς να το καταλάβεις καλά-καλά, ωθήθηκες κι είσαι πια είσαι ταγμένος, αφοσιωμένος, με παρωπίδες να πορεύεσαι «τον δρόμο της Ευρώπης», την ώρα που είναι «πολλοί και μακρόσυρτοι οι (μέσοι) αιώνες» που έκανε η Ευρώπη «για να φτάσει να διαμορφώσει «τον ατομοκεντρικό (της χρησιμοθηρίας) τρόπο βίου ή πολιτισμό – στους αντίποδες της ελληνικής προτεραιότητας του αληθεύειν, της ταύτισης του αληθεύειν με το κοινωνείν, του αθλήματος της «πόλεως» και της τιμής του «πολιτεύεσθαι».

Δηλαδή είμαστε κολλημένοι με μια Ευρώπη που πρεσβεύει ακριβώς τα αντίθετα από εκείνα που νοηματοδοτούν την δική μας την ζωή! Γιατί το ξέρουμε καλά, πως εμείς επιζητούμε την αλήθεια, και η αλήθεια μας κάνει φίλους, και πως εμείς αγαπάμε την «πόλη» μας [χώρα-πατρίδα] και θεωρούμε τιμή την συμμετοχή μας στα κοινά. Κι αν κάπου η χρησιμοθηρία δεν είναι αναπόδραστη προτεραιότητά μας, είναι γιατί προτιμάμε να πάμε στον φίλο μας που μας έχει ανάγκη, παρά να οικονομήσουμε στον ίδιο χρόνο. Έχει, για εμάς, μεγαλύτερη σημασία και αξία ο άνθρωπος από το οικονομικό όφελος. Ίσως αυτός είναι ο λόγος που εδώ «παράγεται» πολιτισμός, γιατί οι άνθρωποι βιώνουν μαζί με τους άλλους ανθρώπους τα καλά και τα κακά της ζωής, αντί να επωφελούνται -μόνο- από τους άλλους ανθρώπους.

Ας μην παραξενευόμαστε με την σπουδαία και πλήρη αληθείας επισήμανση πως «Aν το Aουσβιτς είναι σταθμός στην αργόσυρτη θριαμβική κατίσχυση του ατομοκεντρικού χρησιμοθηρικού «παραδείγματος», είναι επειδή εκεί, για πρώτη φορά, η φρίκη επενδύθηκε στην αποτελεσματικότητα της τεχνολογίας, το αποτρόπαιο έγκλημα αναδείχθηκε παραγωγό χρηστικής ωφελιμότητας. Eπιπλέον, το εντυπωσιακό επινόημα «παραγωγικής μεταποίησης» των ανθρώπινων πτωμάτων παρήγαγε το «καινούργιο» σε «μορφές αντίληψης του πραγματικού»»!

Αυτά λέει ο καθηγητής για τα πράγματα, αλλά λέει κι άλλα για τον άνθρωπο, το υποχείριο που πρέπει ολοκληρωτικά να ελεγχθεί, να χειραγωγηθεί και να κατευθυνθεί προς συγκεκριμένες κατευθύνσεις: Έτσι, «τα Δελτία Eιδήσεων, που ακούει σήμερα η Eυρώπη από τηλεοράσεις και ραδιόφωνα, είναι η «δημοσιογραφία» η μετά τον Γκαίμπελς: H «κατασκευή» των ειδήσεων επενδυμένη στην υψηλή τεχνολογία ελέγχου της εικόνας, το ψεύδος και η εξαπάτηση νομιμοποιημένα από την «επιστήμη» της κατασκευής εντυπώσεων. Oι εμπορεύσιμες «συχνότητες» παγιώνουν το μονοπώλιο της πληροφόρησης, της γλωσσικής και αισθητικής καλλιέργειας, του επιπέδου οξύνοιας και κριτικής εγρήγορσης, παραχωρημένα όλα σε κερδοσκόπους πλειοδότες».

Τώρα που πια οι ναζί κυριαρχούν, και προχωράνε το όραμά τους για κυριαρχία στην Ευρώπη, εμείς μοιάζουμε χαμένα παιδάκια στο δρόμο για το πουθενά, κι ο καθηγητής αναρωτιέται «αν υπάρχουν πια περιθώρια να επιβιώσει ιστορικά η ελληνική παρουσία (γλώσσα, ιστορική συνείδηση, ιεράρχηση αναγκών) σε συνθήκες ολοκληρωτικής κυριαρχίας των καθαρόαιμων «αρίων», τουπίκλην «Aγορών». Πάντως, στο πολιτικό μας φάσμα δεν υπάρχει κόμμα, ούτε ένα, που το ενδιαφέρον του για την ιστορική συνέχεια του Eλληνισμού να πρωτεύει έναντι του ενδιαφέροντος για την Oικονομία».

Η σημερινή πολιτική μας ένδεια, χτισμένη με μια υψηλού επιπέδου στρατηγική εξουδετέρωσης του πατριωτισμού, μας κρατάει φυλακισμένους σε ελάχιστες και μη ικανοποιητικές επιλογές.

Προσέξετε, τί λέει ο καθηγητής: «Δεν υπάρχει στη σημερινή Eλλάδα πολιτικό κόμμα που να το ψηφίσει ο πολίτης για να δηλώσει την ελεύθερη θέλησή του να σωθεί ζωντανή η γλώσσα η ελληνική, ενεργός και πολιτισμικά γόνιμη η ιστορική αυτοσυνειδησία του Eλληνα, ρεαλιστική και επίκαιρη η επίγνωση: ποια μεταφυσική («νόημα της ύπαρξης») γέννησε τον Παρθενώνα, το «άγαλμα», την τραγωδία, τη δημοκρατία, και ποια μεταφυσική γέννησε την Aγια-Σοφιά, την Eικόνα, την ευχαριστιακή δραματουργία, την αυτοδιαχειριζόμενη κοινότητα».

Σας ρωτώ, με την σειρά μου: Υπάρχει;

Ασφαλώς όχι, είναι η απάντηση. Πού να βρεθεί, όταν «όλα τα κόμματα του «ευρωπαϊκού μπλοκ» στο ελλαδικό κοινοβούλιο έχουν κυβερνήσει τη χώρα», κι «έχουν ασκήσει, όλα, την ίδια και απαράλλαχτη εθνομηδενιστική πολιτική στην Παιδεία».

Κι εμείς, τί θα κάνουμε; θα ακολουθούμε τους εταίρους μας παθητικά, άβουλα, ανόητα και πιθηκίζοντας προς χάριν τους πως είμαστε κι εμείς χρησιμοθήρες ευρωπαίοι, υπογράφοντας κυρώσεις σε βάρος της Πορτογαλίας σαν τον Τσακαλώτο προχθές, όντες ανίκανοι να χρησιμοθηρούμε όχι για δικά μας οικονομικά οφέλη, αλλά ούτε και για την διαφύλαξη των ιερών και των οσίων μας;

Σημείωση: «τουπίκλην»: το επίκλην. Είναι επιρρηματικός τύπος, και προέρχεται από την φράση: εις επίκλησιν/κλήσιν/ καλούμενο, σε αντιστοιχία προς το σημερινό «το λεγόμενο».

Σάββατο 25 Ιουνίου 2016

Κυριακή, Πάντων των Αγίων!

Image result for εικόνες αγιοι πάντες

Τούτη την Κυριακή, 
(56 ημέρες, πάντοτε, μετά την Κυριακή της Ανάστασης του Χριστού μας) γιορτάζουμε, «όσους αγίασε το Άγιο Πνεύμα, τους Προπάτορες και Πατριάρχες, τους Προφήτες και ιερούς Αποστόλους, τους Μάρτυρες και τους Ιεράρχες, τους Ιερομάρτυρες και Οσιομάρτυρες, τους Όσιους και Δίκαιους και όλες τις άγιες Γυναίκες και τους ανώνυμους Αγίους», διαβάζω στον Συναξαριστή.

Το απολυτίκιο της ημέρας

Των εν όλω τω κόσμω Μαρτύρων σου,
ως πορφύραν και βύσσον
τα αίματα,
η Εκκλησία σου στολισαμένη,
δι' αυτών βοά σοι, Χριστέ ο Θεός.
Tω λαώ σου τους οικτιρμούς σου κατάπεμψον,
ειρήνην τη πολιτεία σου δώρησαι,
και ταις ψυχαίς ημών το μέγα έλεος (*).

Ιστορικά

Η εορτή αυτή άρχισε ως εορτή πάντων των Αγίων Μαρτύρων, αλλά καθιερώθηκε να εορτάζεται ως εορτή των Αγίων Πάντων επί Λέοντος του Σοφού, αφού -σύμφωνα με όσα γράφονται για το θέμα- Μάρτυρες δεν είναι μόνο αυτοί οι οποίοι υπέφεραν μαστιγώσεις, ή μόνο όσοι ρίφθηκαν στην πυρά ή υπέστησαν άλλα φρικτά βασανιστήρια, αλλά μάρτυρες είναι όλοι οι Άγιοι του Κυρίου, διότι κάθε Θεούμενος βιώνει το δικό του μαρτύριο, είτε αυτό είναι του αίματος, είτε της συνειδήσεως.

Όλοι ανεξαίρετα οι Άγιοι χαρακτηρίζονται από το θάρρος ομολογίας της πίστεως προς τον Ιησού Χριστό, την άρση του «σταυρού της πίστεως και της αγάπης» προς τον Κύριο, και την απαγκίστρωση από τα επίγεια και εφήμερα.

Τα σημερινά Εκκλησιαστικά Αναγνώσματα:
Από την προς Εβραίους Επιστολή Παύλου, κεφ. ια 33 -ιβ- 2

33 οἳ διὰ πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας, εἰργάσαντο δικαιοσύνην, ἐπέτυχον ἐπαγγελιῶν, ἔφραξαν στόματα λεόντων, 34 ἔσβεσαν δύναμιν πυρός, ἔφυγον στόματα μαχαίρας, ἐνεδυναμώθησαν ἀπὸ ἀσθενείας, ἐγενήθησαν ἰσχυροὶ ἐν πολέμῳ, παρεμβολὰς ἔκλιναν ἀλλοτρίων· 35 ἔλαβον γυναῖκες ἐξ ἀναστάσεως τούς νεκροὺς αὐτῶν· ἄλλοι δὲ ἐτυμπανίσθησαν, οὐ προσδεξάμενοι τὴν ἀπολύτρωσιν, ἵνα κρείττονος ἀναστάσεως τύχωσιν· 36 ἕτεροι δὲ ἐμπαιγμῶν καὶ μαστίγων πεῖραν ἔλαβον, ἔτι δὲ δεσμῶν καὶ φυλακῆς· 37 ἐλιθάσθησαν, ἐπρίσθησαν, ἐπειράσθησαν, ἐν φόνῳ μαχαίρας ἀπέθανον, περιῆλθον ἐν μηλωταῖς, ἐν αἰγείοις δέρμασιν, ὑστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, 38 ὧν οὐκ ἦν ἄξιος ὁ κόσμος, ἐν ἐρημίαις πλανώμενοι καὶ ὄρεσι καὶ σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς. 39 Καὶ οὗτοι πάντες μαρτυρηθέντες διὰ τῆς πίστεως οὐκ ἐκομίσαντο τὴν ἐπαγγελίαν, 40 τοῦ Θεοῦ περὶ ἡμῶν κρεῖττόν τι προβλεψαμένου, ἵνα μὴ χωρὶς ἡμῶν τελειωθῶσι.

ΙΒ´\ΤΟΙΓΑΡΟΥΝ καὶ ἡμεῖς, τοσοῦτον ἔχοντες περικείμενον ἡμῖν νέφος μαρτύρων, ὄγκον ἀποθέμενοι πάντα καὶ τὴν εὐπερίστατον ἁμαρτίαν, δι' ὑπομονῆς τρέχωμεν τὸν προκείμενον ἡμῖν ἀγῶνα, 2 ἀφορῶντες εἰς τὸν τῆς πίστεως ἀρχηγὸν καὶ τελειωτὴν ᾿Ιησοῦν, ὃς ἀντὶ τῆς προκειμένης αὐτῷ χαρᾶς ὑπέμεινε σταυρόν, αἰσχύνης καταφρονήσας, ἐν δεξιᾷ τε τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ κεκάθικεν.


Από το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον κεφ. ι, εδ. 32, 33, 37, 38 και ιθ εδ. 27-30

32 Πᾶς οὖν ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγὼ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς· 33 ὅστις δ᾿ ἂν ἀρνήσηταί με ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ἀρνήσομαι αὐτὸν κἀγὼ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς.

37 ῾Ο φιλῶν πατέρα ἢ μητέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος· καὶ ὁ φιλῶν υἱὸν ἢ θυγατέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος· 38 καὶ ὃς οὐ λαμβάνει τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθεῖ ὀπίσω μου, οὐκ ἔστι μου ἄξιος.

27 Τότε ἀποκριθεὶς ὁ Πέτρος εἶπεν αὐτῷ· ἰδοὺ ἡμεῖς ἀφήκαμεν πάντα καὶ ἠκολουθήσαμέν σοι· τί ἄρα ἔσται ἡμῖν; 28 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ὑμεῖς οἱ ἀκολουθήσαντές μοι, ἐν τῇ παλιγγενεσίᾳ, ὅταν καθίσῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ θρόνου δόξης αὐτοῦ, καθίσεσθε καὶ ὑμεῖς ἐπὶ δώδεκα θρόνους κρίνοντες τὰς δώδεκα φυλὰς τοῦ ᾿Ισραήλ. 29 καὶ πᾶς ὃς ἀφῆκεν οἰκίας ἢ ἀδελφοὺς ἢ ἀδελφὰς ἢ πατέρα ἢ μητέρα ἢ γυναῖκα ἢ τέκνα ἢ ἀγροὺς ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός μου, ἑκατονταπλασίονα λήψεται καὶ ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσει. 30 Πολλοὶ δὲ ἔσονται πρῶτοι ἔσχατοι καὶ ἔσχατοι πρῶτοι. 

***************************************** 

(*) Που θα ειπεί, σε ελεύθερη απόδοση, στην καθομιλουμένη:

«Η Εκκλησία σου Χριστέ, 
στολισμένη  σαν με βασιλική φορεσιά, μες στην πορφύρα και τον βύσσο,
(γιατί μόνο οι βασιλείς φορούσαν πορφυρά και πολυτελή ενδύματα) 
βαμμένη στο αίμα 
(γιατί το κόκκινο της Εκκλησίας είναι το αίμα)  
των όπου γης απειράριθμων Μαρτύρων Σου,
 με τη δύναμη της δικιάς τους πίστης, 
Σε παρακαλεί: 
Κύριε, σπλαγχνίσου μας! 
 Στείλε ειρήνη στον κόσμο 
 [στην πολιτεία (=στη ζωή) των τέκνων Σου] , 
και στις ψυχές μας χάρισε γαλήνη και συχώρεση».


Κυριακή 19 Ιουνίου 2016

Τη μέρα της Πεντηκοστής. Λαογραφικά


 


Στην αρχή, μέσα από τα μισόλογα της μάνας μου, για το «έτσι πρέπει», για το «έτσι τα βρήκαμε», μετά μέσα από τον Τροβαδούρο Νίκο Ξυλούρη, ο μεγάλος δημιουργός Γιάννης Μαρκόπουλος, σφράγισε στην ψυχή μου, τις πνοές και τους καημούς μας. Τις μεγάλες απουσίες τραγουδώντας, και αποκαλύπτοντας το δέος στην προσέγγισή μας με τις ψυχές που μας έχουν στοιχειώσει. Κι όλα τούτα, πάνω στους μυσταγωγικούς στίχους του Κώστα Γεωργουσόπουλου. Του ποιητή, που μας «μύρωσε» και μας κοινώνησε τα μυστήρια των παλαιότερων, που μ`αυτά κατάφεραν να μείνουν αθάνατοι -δείγματα και παραδείγματα- για τις επόμενες γενιές... Παράδοση, Τέχνη, Διαπαιδαγώγηση. Για να υπάρχει συνέχεια...

Τούτο το άρθρο, που διαβάζω στην «Κυκλαδίτικη κοινή γνώμη» (Πηγή) ήρθε να δώσει σάρκα και οστά, στη μέρα, με το άσμα, την μουσική, την ποίηση...

«Κυριακή (...) και η Μέρα της Πεντηκοστής αναβιώνει στα Ανώγεια, ένα έθιμο και μια παράδοση αιώνων, με τους νεκρούς που επιστρέφουν στον Άδη με κλάματα και λυγμούς μετά τις πενήντα μέρες που γυρνούσαν οι Ψυχές τους ανάμεσα στους ζωντανούς μετά την Ανάσταση του Χριστού.

Οι γυναίκες τιμούν τους νεκρούς στολίζοντας ένα πανέρι με τρία γλυκά κουλούρια κι ένα ανθότυρο η τυρί στη μέση, με καρυδόφυλλα… και τριαντάφυλλα και τα πηγαίνουν στην εκκλησία προσφορά για αυτούς που έχουν φύγει. Το τυρί βρίσκεται εκεί καθώς τα Ανώγεια είναι Κτηνοτροφικό χωριό ενώ τα φύλλα της καρυδιάς συμβολίζουν την πικρή και στυφή γεύση που έχουν την ημέρα αυτή οι Ψυχές, τη μέρα που οι νεκροί επιστρέφουν στον Άδη. Μάλιστα στη συνέχεια επισκέπτονται οι γυναίκες το νεκροταφείο στολίζουν με φύλλα καρυδιάς τους τάφους και τους πλύνουν με αυτά .Μετά την λειτουργία οι προσφορές κόβονται και μοιράζονται στους πιστούς στην μνήμη των νεκρών.

Σύμφωνα με τη λαϊκή θρησκευτική παράδοση, οι ψυχές των νεκρών ανεβαίνουν στον επάνω κόσμο κάθε ανάσταση για πενήντα μέρες. Πεντηκοστή δηλαδή είναι η τελευταία ημέρα του ταξιδιού των νεκρών, η μέρα που γυρίζουν πίσω. Την ώρα του γονατίσματος στην λειτουργία της εκκλησίας οι ψυχές των νεκρών γυρίζουν στον κάτω κόσμο, οι ζωντανοί κλείνουν τα μάτια τους ώστε να μη δουν τις ψυχές που λυπημένες γυρνούν στον Άδη. Εδώ στ’ Ανώγεια οι γυναίκες γονατίζουν πάνω σε φύλλα καρυδιάς γιατί συμβολίζουν την πικρία που κατέχει τις ψυχές των νεκρών την ημέρα αυτή, μιας και τα φύλλα είναι πικρά.

Στην Αρχαία Ελλάδα πίστευαν, ότι η καρυδιά με το βαθύ πράσινο (μαυροπράσινο) χρώμα ήταν το δέντρο του θεού Πλούτωνα, και ότι μόνο αυτό υπήρχε στον Άδη, και πως στη σκιά του ξάπλωναν και αναπαύονταν οι ψυχές τους. Άρα είναι απόλυτα συναφές με τα έθιμα για τις ψυχές των νεκρών.

Για την ημέρα της Πεντηκοστής έχει τραγουδήσει και ο μεγάλος Νίκος Ξυλούρης σε μουσική Γιάννη Μαρκόπουλου και στίχους Κώστα Γεωργουσόπουλου.

Τη μέρα της Πεντηκοστής,
τη νύχτα της γονατιστής
πάν’ οι ψυχές και κάθονται
βουβές στα περιβόλια.
Τρυπώνουν στις κρυφές γωνιές
μαζί με τις αράχνες
και μας κοιτούν αμίλητες
αθώρητες και μόνες.

Τη μέρα της Πεντηκοστής,
τη νύχτα της γονατιστής
πάν’ οι ψυχές και κρέμονται
στα ρούχα και στο φράχτη.
Φωλιάζουν στο καλό κρασί
και στο παλιό πυθάρι
γεμίζουν τις ραγισματιές
κι ανοίγουν τους φεγγίτες.

Τη μέρα της Πεντηκοστής,
τη νύχτα της γονατιστής
μη κόψετε ξερό κλαρί
ούτε χλωρό βλαστάρι.
Μη μάσετε τ’ ασπρόρουχα
και διώξετε τσ’ αράχνες
μην πίνετε γλυκό κρασί
και φοβηθούν και φύγουν».


Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2016

Η Υπαπαντή


Image result for εικόνες υπαπαντή 

Μεγάλη μέρα ξημερώνει. Η Υπαπαντή του Κυρίου.

Την είπανε συνάντηση του παλαιού ανθρώπου με τον νέο. Συνάντηση του Νόμου (των προφητών και του νόμου Μωυσή) με τον Λόγο-Σωτήρα.

Κι οι κοινωνίες μας σήμερα προσπαθούν να καταργήσουν τον νέο άνθρωπο, τον άνθρωπο που άκουσε τον Λόγο του Κυρίου και εναγωνίως μηχανεύονται τρόπους για να διατηρηθεί μέσα μας ο παλαιός άνθρωπος.

Ο άνθρωπος του ανεξέλεγκτου πάθους, της αυθαιρεσίας, της ιδιοτελούς εξουσίας και της άρνησης του Θεού. Ο άνθρωπος που αναζητά ευκαιρία και μηχανεύεται τρόπους εκμετάλλευσης του συνανθρώπου του και των αδυναμιών του, της κουφότητος και της ευηθείας του.

Κι ακόμη χειρότερα: εναγωνίως προσπαθούν για να διατηρηθεί μέσα μας ο παλαιός άνθρωπος που συνωμοτεί με ομοίους του για τον όλεθρο όλων των άλλων.

Και για το σκοπό αυτόν παρακινούνται και ξεσηκώνονται μυριάδες φωνές, για να κακολογήσουν, να υβρίσουν, και να γελοιοποιήσουν κάθε έναν που θέλει να ανήκει στην κατηγορία του νέου, μετά Χριστόν, ανθρώπου.

Και το κάνουν χωρίς διάκριση, χωρίς αίσθηση του μέτρου και του ορίου, χωρίς επίγνωση των ορίων του ανθρώπου. Διάχυτη είναι μάλιστα στο λεξιλόγιό τους η προσωπική προσβολή, σαν να χάθηκε και το παραμικρό ίχνος σεβασμού τους προς συνομιλούντα πρόσωπα, και κάθε ίχνος από την πολιτική ορθότητα που οι ίδιοι ευαγγελίζονται σε άλλες περιπτώσεις.

Η ελευθερία του λόγου κάποιων, ως δημοκρατικό αξίωμα, έχει γίνει το όργανο επιβολής (σε άλλους) της σιωπής.

Το ίδιο κι η ελευθερία της πίστης. Αυτή έχει συντελέσει στο να αδειοδοτηθούν άπιστοι για την καταπολέμηση της πίστης κάποιων, που δέχτηκαν τον Ευαγγελικό λόγο.

Οι μέρες μας είναι γεμάτες εγωϊσμό, πρόσχημα, ψέμμα και άρνηση. Στην πολιτική, την οικονομία, την Διοίκηση, τις Διεθνείς Σχέσεις.

Πολλάκις η πρόσληψη στη δουλειά αποτελεί πολιτική δοσοληψία, κι η διαπαιδαγώγηση των παιδιών μας αφίεται για το μέλλον. Τα αφήνουμε να γίνουν ενήλικες για να επιλέξουν μόνα τους το σύστημα αξιών που θα διαλέξουν για να ζήσουν. Μεγαλύτερο πνευματικό ρήγμα δεν θα μπορούσε να γεννήσει ο ανθρώπινος εγκέφαλος!

Περιφρονώντας κάθε λογική και μέθοδο διαπαιδαγώγησης, ορισμένα «λαμπερά μυαλά της αποδόμησης» εισηγούνται ως προνομιούχο, μοντέρνα και κατάλληλη μέθοδο διαπαιδαγώγησης των παιδιών την εξής: να αφήσουν (εγκαταλείψουν) οι γονείς τα παιδιά τους, ελεύθερα (δηλαδή με άδεια κεφάλια και άχρηστα σώματα, και κυρίως με τις ψυχές τους περιφρονημένες από τη γονική στοργή και την τρυφερότητα, από τη μέριμνα και την καλλιέργεια), μέχρι να φτάσουν ενήλικες πια (άξεστοι κι αγροίκοι, κενοί, εγωπαθείς, ίσως κι εγκληματίες, ή ενήλικα ζόμπι, παιδιά της τηλεόρασης και των burgers, των ναρκωτικών και των ποτών, του αχαλίνωτου σεξ, της παιδοκομίας του μεγάλου αδελφού, των -διαφημιζόμενων- γλυκισμάτων και με απόθεμα επιθυμιών από πλασματικές -λόγω διαφήμισης- ανάγκες για αυτοκίνητα, κινητά, γυναίκες κι άντρες για ασύδοτη σεξουαλική ζωή, κλπ.) να διαλέξουν ένα κάποιο κοσμοσύστημα αρχών και αξιών!

Υπάρχει περίπτωση κάποιος πνευματικά και ψυχικά εγκαταλελειμένος να ανακαλύψει πάνω στην ενηλικίωσή του την αρετή; Και τί ζωή χωρίς αυτήν-έστω εξ ακοής-  θα κάμει;

Ο δήθεν σεβασμός του παιδιού που μονάχο του θα αποφασίσει -όταν μεγαλώσει- πώς θα ζήσει, το σύστημα αρχών και αξιών που αυτό θα ανακαλύψει και θα υιοθετήσει, δεν είναι παρά η χειροπιαστή απόδειξη πως εμείς οι ίδιοι δεν καταφέραμε να έχουμε για να του προσφέρουμε κανένα αξιοσέβαστο σύστημα αξιών.

Είναι που εμείς ζούμε παράλληλα σε πολλά συστήματα, και κάθε φορά χρησιμοποιούμε κι επιχειρηματολογούμε στη βάση του συστήματος που εξυπηρεί τις συγκεκριμένες απαιτήσεις και ανάγκες μας.

Ή είναι που εμείς, αδιάφοροι για το αύριο, επιζητούμε απλώς την επιούσια καλοπέρασή μας, χωρίς έγνοιες και σκοτούρες, μακριά από μάταιους κόπους κι αγωνίες για το μικρό μας το παιδάκι. Και θεωρούμε πως η πληρωμένη baby-sitter ή η καλή πορεία των επιχειρήσεών μας αρκεί για τη ζωή του παιδιού μας.

Αν ο άνθρωπος που γεννιέται, δεν εισαχθεί σε ένα σύστημα αξιών (για παράδειγμα στο σύστημα αξιών με τις οποίες εμφορούνται οι γεννήτορές του), με ποιόν τρόπο αυτός θα μάθει να σέβεται, να υπηρετεί, να δημιουργεί, να συμβάλει; 'Η μήπως θα γεννηθεί και θα είναι Θεός;

Ο άνθρωπος που γεννιέται θα πρέπει να διδαχθεί και τον έλεγχο και τα όρια, θα πρέπει να δεχθεί την αγάπη και τη μέριμνά μας, για να αναπτύξει τις ελευθερίες και τις δυνάμεις του, τις ικανότητες και τις φιλοδοξίες του. Εμείς, απλώς πρέπει να βρούμε εκείνο τον τρόπο που θα ταιριάζει στην τρυφερή ψυχούλα, για να του προσφέρουμε αυτή τη γνώση. Και θα διδάξουμε με το παράδειγμά μας. Το πρώτο μάθημα ας είναι ο δικός μας σεβασμός για τις ανάγκες του, κι ο δικός μας κόπος, η δική μας παρουσία και αγάπη.

                            * * * * * * *

Για τις σημερινές μου σκέψεις με ενθάρρυνε ένας «Λαμπριάτικος Ψάλτης». Που δεν ήτανε, παρά μέσα σε ένα διήγημα του Παπαδιαμάντη.

Ο μεγάλος Λογοτέχνης μας, στον πρόλογο του διηγήματός του αυτού, αναφέρεται σε μερικές πολύ σημαντικές -ακόμη και σήμερα- όψεις, για τις συγγραφικές επιλογές. Απολαύστε το απόσπασμα του διηγήματος:

ΛΑΜΠΡΙΑΤΙΚΟΣ ΨΑΛΤΗΣ

Ἐὰν ὁ ἥρως τοῦ παρόντος διηγήματος ἦτο αὐτούσιος ὁ γράφων, τότε ὁ ἐπὶ κεφαλῆς τίτλος θὰ εἶχε μᾶλλον τροπικὴν καὶ ἀλληγορικὴν σημασίαν. Διότι, ναὶ μέν, εὐδοκίᾳ τῆς θείας Προνοίας, εἶναι ἀληθὲς ὅτι καὶ χάρις εἰς τὴν φιλάδελφον προθυμίαν τοῦ χωρικοῦ καὶ ἀρχοντικοῦ φίλου μου κὺρ Γιάννη Πεντελιώτου, ἀξιοῦμαι σχεδὸν κατ᾽ ἔτος ἀνελλιπῶς, κατὰ τὰς περιδόξους ταύτας ἡμέρας, νὰ συμψάλλω ἐναμίλλως μετ᾽ αὐτοῦ, ὑποβαστάζοντος διὰ τῆς χειρὸς τὰ γυαλιά του, ἀγαπῶντος τὸ πολίτικον ὕφος, παρατείνοντος ἐπ᾽ ἄπειρον τὰ μουσικὰ κῶλα καὶ τὰς καταλήξεις του, εἰς τὸν μικρὸν ἀγροτικὸν ναΐσκον τοῦ χωρίου Θ. ὅπου μυροβολεῖ ἑλισσόμενον εἰς κυανοῦς στεφάνους τὸ μοσχολίβανον, περιβάλλον ὡς διὰ φεύγοντος πλαισίου τοὺς ἀκτινωτοὺς στεφάνους καὶ τὰς σεμνὰς ὄψεις τῶν ἁγίων, καὶ ὅπου μὲ τὰς κεντητὰς ποδιάς των καὶ τὰ λευκὰ κολόβια αἱ νεαραὶ χωρικαὶ προσέρχονται φέρουσαι ἀγκαλίδας ρόδων καὶ ἴων καὶ θημωνίας ὅλας δενδρολιβάνου, καταφορτώνουσαι μὲ λόφους ἀνθέων τὸν πενιχρὸν ἐπιτάφιον, μὴ ἔχοντα ἀνάγκην ἄλλης πολυτελείας. Ἐκεῖ εἰσβάλλει οὐλαμὸς ὅλος αὐτοσχεδίων ψαλτῶν, κρατούντων ἀνὰ ἓν φυλλάδιον τοῦ ἐπιταφίου εἰς τὴν χεῖρα, οἵτινες φιλοτιμοῦνται νὰ ψάλλωσιν ἐν σπαρακτικῇ παραφωνίᾳ τὰ ἐγκώμια, καταστρέφοντες διὰ κωμικῶν σφαλμάτων καὶ τὰς ὀλίγας λέξεις, ὅσαι εἶναι ὀρθῶς τυπωμέναι εἰς τὰ φυλλάδια ἐκεῖνα.

Χωρὶς νὰ εἶμαι κύριον μέρος τοῦ αὐτοσχεδίου τούτου χοροῦ, ὀφείλω νὰ ὁμολογήσω ὅτι, καίτοι προσπαθῶν νὰ συμψάλλω ὑποφερτὰ κάπως μὲ τὸν ἀρχοντικὸν καὶ πρόθυμον φίλον μου, οὐχ ἧττον ὑστερῶ αὐτοῦ κατὰ πολλά, καὶ διὰ τοῦτο ἐπεκαλέσθην ἐν ἀρχῇ, ὡς ἐπιείκειαν ἐκ μέρους τοῦ ἀναγνώστου, τὴν τροπικὴν τοῦ τίτλου ἐκδοχήν, καθ᾽ ὃν δηλ. τρόπον εἰς ὅλους τοὺς ναούς, παρουσιάζονται κατὰ τὰς ἡμέρας ταύτας πολλοὶ τέως ἄγνωστοι, μουσόληπτοι ἐκ τοῦ παραχρῆμα, λαμπριάτικοι ψάλται, οὕτω καὶ ὁ γράφων, ἐνῷ καθ᾽ ὅλον τὸν ἄλλον χρόνον σιωπᾷ, παρουσιάζεται, δὶς τοῦ ἔτους οὗτος, τὰ Χριστούγεννα καὶ τὸ Πάσχα, κατ᾽ ἀποκοπὴν διηγηματογράφος. Τὸ πρᾶγμα ἤρχισε νὰ γίνεται κάπως φορτικόν, καὶ πολλοὶ μὲν ἐσκανδαλίσθησαν, τινὲς δὲ καὶ τὸ ἀπεδοκίμασαν. Ἀρκοῦσι τόσαι ἄλλαι μανίαι, τόσοι ξενισμοί. Ἡμεῖς δὲν εἴμεθα Ἄγγλοι οὔτε Ἀμερικάνοι. Μὴ μᾶς σκοτίζῃς καὶ σύ. Πόθεν ἔλαβες ἀφορμὴν νὰ ὑποθέσῃς ὅτι τὸ κοινὸν θέλγεται ἀπὸ τὰς ἀναμνήσεις σου ἢ συγκινεῖται ἀπὸ τὰ αἰσθήματά σου; Τὸ ἔκαμες μίαν φορὰν ἢ δύο. Ἀρκεῖ. Παῦσε πλέον. Δὲν βλέπεις ὅτι τὸ αἰώνιον θέμα σου ἐξηντλήθη, καὶ ὅτι εὑρίσκεσαι εἰς τὴν ἀνάγκην νὰ προσπαθῇς βίᾳ νὰ παρουσιάσῃς ἁπλῆν παραλλαγὴν κατ᾽ ἔτος;

Ἐν πρώτοις, καλὸν θὰ ἦτο νὰ διακρίνωμεν ὅ,τι εἶναι πράγματι ξενισμὸς ἀπὸ ὅ,τι δύναται νὰ εἶναι, ἐκ τῆς φύσεως τῶν πραγμάτων, κοινὸν εἰς πάντα τὰ ἔθνη. Λόγου χάριν, τὸ νὰ ἐκδίδωνται τὰ περιοδικὰ κατὰ Σάββατον ἢ Κυριακὴν εἶναι ξενισμός; Τὸ νὰ δημοσιεύουν αἱ πολιτικαὶ ἐφημερίδες φιλολογικωτέραν ὕλην κατὰ Κυριακήν, εἶναι ξενισμός; Ἑνὶ λόγῳ, τὸ νὰ σχολάζῃ τις κατὰ τὰς ἑορτὰς ἀπὸ τῆς τύρβης τοῦ κόσμου, ὡς καὶ ἀπὸ τῆς ἀναγνώσεως ἄρθρων πολιτικῶν, καὶ νὰ αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκην ἁβροτέρας, τερπνοτέρας, ἀκοπωτέρας ἀναγνώσεως εἶναι ξενισμός; Ἔστω, ἀλλὰ δύνασαι νὰ δημοσιεύῃς ἐν ἡμέραις ἑορτῶν διηγήματα ἢ περιγραφάς, χωρὶς νὰ κάμνῃς ποσῶς λόγον περὶ τῶν Χριστουγέννων καὶ τοῦ Πάσχα.

Ἰδοὺ λοιπὸν ποῖον τὸ αἴτιον τῆς δυσφορίας των ― καὶ πόσον ἀφελῶς τὸ ὁμολογοῦσι… τὸ ἐξωτερικεύουσι. Νὰ φιλοξενηθῇς ἡγεμονικῶς εἰς τὰ μέγαρα μεγάλου ἄρχοντος, καὶ νὰ μὴ προπίῃς εἰς τιμὴν τοῦ οἰκοδεσπότου! Νὰ ἀπολαύσῃς (ξενίας δεσποτικῆς καὶ ἀθανάτου τραπέζης) καὶ νὰ μὴ ἀποδώσῃς εὐχαριστίαν εἰς τὸν ἑστιάτορα! Ἀλλ᾽ εἰς τὰ διηγημάτια, ὅσα ἐδημοσίευσα κατὰ καιροὺς ὁ ὑποφαινόμενος τὰ Χριστούγεννα ἢ τὸ Πάσχα ἐνεπνεύσθην, ἀληθῶς, ἀπὸ τὰς ἀναμνήσεις μου καὶ τὰ αἰσθήματά μου, τὰ ὁποῖα θέλγουσι καὶ συγκινοῦσιν ἐμὲ αὐτόν ― ἴσως καὶ ὀλίγους ἐκλεκτοὺς φιλαναγνώστας. Ὅτι δὲ τοιοῦτοι ὑπάρχουσιν, ἀποδεικνύεται ἐκ τούτου, ὅτι δύο τῶν ἐφημερίδων, αἱ κορυφαῖαι τῆς πρωτευούσης, ὡς καὶ τὸ μονάκριβον περιοδικόν, δεξιοῦνται τὰ ἑορτάσιμα διηγημάτια τῶν ἡμερῶν τούτων. Ἔπειτα οὐδαμοῦ σχεδὸν θὰ εὕρητε ὅτι ἐπεζήτησα βεβιασμένην θέσιν ἢ πλοκήν, ὅπως γαλβανίσω τὴν περιέργειαν τοῦ ἀναγνώστου. Ὅπου γίνεται λόγος περὶ ξενιτευμένων, οἵτινες ἐπιστρέφουσι μετὰ μακρὰν ἀπουσίαν ἢ στέλλουσι γράμματα μετὰ ὑλικῆς παρηγορίας εἰς τοὺς οἰκείους, ταῦτα ὅλα βασίζονται ἐπὶ τῆς πραγματικότητος, καθόσον ὅλοι οἱ ζήσαντες εἰς παραθαλασσίους καὶ ναυτικοὺς τόπους τῆς Ἑλλάδος κάλλιστα γνωρίζουσιν ὅτι, κατὰ τὰς παραμονὰς ἰδίως τῶν ἑορτῶν, πολλοὶ ξενιτευμένοι, ἐνῷ συνήθως φαίνονται ψυχροὶ καὶ ἀπεσκληρυμμένοι τὸν φλοιόν, αἴφνης ἐνθυμοῦνται τοὺς οἰκείους των, καὶ ἢ ἐπιστρέφουσιν εἰς τὰς πατρίδας, ἢ ἂν αὐτοὶ κωλύωνται ὑπὸ φιλοτιμίας νὰ κατέλθωσιν εὐπροσώπως, ὄχι σπανίως ἀποστέλλουσι παραμυθίαν εἰς τὰς γηραιὰς μητέρας καὶ τὰς ἀδελφάς των. Ἐν ἄλλοις γίνεται λόγος περὶ τῶν κοινωνικῶν καὶ οἰκογενειακῶν ἐθίμων τῶν σχετιζομένων μὲ τὰς ἑορτάς, καὶ ἀλλαχοῦ πάλιν ἡ ἀσθενὴς πλοκὴ στρέφεται περὶ νεωτεριστικόν τι καὶ φθοροποιὸν ἔθιμον. Τί τὸ ἀπίθανον εἰς ὅλα ταῦτα;

Ἀλλὰ τὰ πλεῖστα τῶν ὑπ᾽ ἐμοῦ γραφέντων ἑορτασίμων διηγημάτων ἔχουσιν, ἂς μοῦ ἐπιτραπῇ ὁ λατινικὸς ὅρος, a priori* τὴν ὑπόθεσιν, εἶναι δηλαδὴ μᾶλλον θρησκευτικά. ― Ποίαν χάριν, σᾶς παρακαλῶ, ποίαν δύναμιν ἢ πρωτοτυπίαν θὰ εἶχε τὸ νὰ λάβῃ τις τὸν κόπον νὰ περιγράψῃ λεπτομερῶς πῶς χωρικὸς ἱερεὺς ἀπῆλθε νὰ λειτουργήσῃ εἰς ἐξωκκλήσιον, χάριν μικρᾶς κοινότητος ἀγροίκων ἢ βοσκῶν, ποῖοι καὶ πόσοι μετέσχον τῆς πανηγύρεως, καὶ ποῖά τινα ἦσαν τὰ ἤθη τῶν πανηγυριστῶν; Τοῦτο θὰ ἦτο ὅλως εὐτελὲς καὶ ταπεινόν, κατὰ τὴν γνώμην τῶν κριτικῶν. Τὸ νὰ γράψῃ τις, ὅτι γηραιὸς ἀνὴρ ἐφόνευσε τὴν συμβίαν του, κατ᾽ αὐτὴν τὴν ἡμέραν τῶν Χριστουγέννων ―χωρὶς μήτε ὁ ἀναγνώστης μήτε ὁ συγγραφεὺς νὰ ὑποπτεύωσι κἂν διατί τὴν ἐφόνευσε―, τοῦτο εἶναι ὑψηλὸν καὶ πολυτελές, κατὰ τὴν ἐκτίμησιν μερικῶν. Μετὰ τοιοῦτον ἔγκλημα κατ᾽ αὐτὴν τὴν ἁγίαν ἡμέραν, τὸ θέμα ἐξηντλήθη, καὶ ὅλα τὰ Χριστουγεννιάτικα καὶ τὰ πασχαλινὰ διηγήματα δὲν πρέπει πλέον νὰ βλέπωσι τὸ φῶς.

Μὴ θρησκευτικά, πρὸς Θεοῦ! Τὸ Ἑλληνικὸν Ἔθνος δὲν εἶναι Βυζαντινοί, ἐνοήσατε; Οἱ σημερινοὶ Ἕλληνες εἶναι κατ᾽ εὐθεῖαν διάδοχοι τῶν ἀρχαίων. Ἔπειτα ἐπολιτίσθησαν, ἐπροώδευσαν καὶ αὐτοί. Συμβαδίζουν μὲ τἆλλα ἔθνη. Ποίαν ποίησιν ἔχει τὸ νὰ γράψῃς ὅτι ὁ Χριστὸς «δέχεται τὴν λατρείαν τοῦ πτωχοῦ λαοῦ», καὶ ὅτι ὁ πτωχὸς ἱερεὺς «προσέφερε τῷ Θεῷ θυσίαν αἰνέσεως»; Καὶ νὰ περιγράφῃς τὸ ἐσωτερικὸν τοῦ ναΐσκου, μὲ τὰς νυσταλέας κανδήλας καὶ τὰς ἀμαυρὰς μορφὰς τῶν Ἁγίων ὁλόγυρα! Δὲν τὰ ἐννοοῦμεν ἡμεῖς αὐτά. Ἡμεῖς θέλομεν διήγημα, τὸ ὁποῖον νὰ εἶναι ὅλον ποίησις, ὄχι πεζὴ πραγματικότης. Σὺ δὲ πῶς τολμᾷς νὰ γράφῃς, ὁμιλῶν περὶ Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου, καρφωμένου εἰς τὸν τοῖχον ἀπὸ τὴν λόγχην τοῦ Ἁγ. Μερκουρίου, τοιαύτην βλάσφημον φράσιν: «Πελιδνὸς ὁ παράφρων τύραννος…»; Ὅταν συγγραφεὺς ἄλλος, καὶ ἄλλης περιωπῆς δημοσιεύσας πρὸ ἐτῶν ἱστορικοφανταστικὸν δρᾶμα, προέτασσε χυδαῖα ἀληθῶς προλεγόμενα, δι᾽ ὧν ὕβριζε βαναύσως τὴν θρησκείαν τῶν πατέρων του ― τότε οὐδεὶς λόγος ἦτο ὅπως σκανδαλισθῇ τις, διότι τὸ πρᾶγμα ἦτο τῆς μόδας. Ἀλλὰ σύ, νὰ τολμᾷς νὰ ἐκφράζεσαι μὲ τοιαύτην ἀσεβῆ γλῶσσαν περὶ τοῦ Ἰουλιανοῦ ἐκείνου, τοῦ Παραβάτου ἢ Ἀποστάτου καλουμένου ― ἡ θρασύτης ὑπερβαίνει πᾶν ὅριον. Καὶ ὅμως ὁ σοφὸς ἐπικριτὴς δὲν ἐνόησεν ὅτι ἡ φράσις ἦτο ἐξ ἀντικειμένου, ὅπως λέγουσιν αὐτοί· ἀπέδιδε δηλ. διὰ λέξεων τὰ χρώματα τοῦ ζωγράφου· καὶ ὅτι πᾶν ζήτημα περὶ τῶν δοξασιῶν τοῦ γράφοντος (ὅστις ἐν τούτοις δὲν ἀρνεῖται ὅτι συμμερίζεται τὴν γνώμην τοῦ Βυζαντινοῦ τοιχογράφου) παρέλκει ὅλως.

Διὰ νὰ δώσωμεν πέρας εἰς τὸ προοίμιον αὐτό, θὰ εἴπωμεν μὲ δύο λέξεις ὅτι: Τὸ σημερινὸν ἔθνος δὲν ἐπῆγε, δυστυχῶς, τόσον ἐμπρός, ὅσον λέγουν αὐτοί. Τὸ ἔθνος τὸ ἑλληνικόν, τὸ δοῦλον τοὐλάχιστον, εἶναι ἀκόμη πολὺ ὀπίσω, καὶ τὸ ἐλεύθερον δὲν δύναται νὰ τρέξῃ ἀρκετὰ ἐμπρός, χωρὶς τὸ ὅλον νὰ διασπαραχθῇ, ὡς διασπαράσσεται, φεῦ! ἤδη. Ὁ τρέχων πρέπει νὰ περιμένῃ καὶ τὸν ἑπόμενον, ἐὰν θέλῃ ἀσφαλῶς νὰ τρέχῃ· ὁ ἐλεύθερος πρέπει νὰ βοηθῇ τὸν δεσμώτην ἢ πρέπει νὰ τὸν ἀνακουφίζῃ. Ὅσον παρέρχεται ὁ χρόνος, τόσον τὸ ἐλεύθερον ἔθνος καθίσταται οἴμοι! ἀνικανώτερον ὅπως δώσῃ χεῖρα βοηθείας εἰς τὸ δοῦλον ἔθνος. Ἄγγλος ἢ Γερμανὸς ἢ Γάλλος δύναται νὰ εἶναι κοσμοπολίτης ἢ ἀναρχικὸς ἢ ἄθεος ἢ ὅ,τιδήποτε. Ἔκαμε τὸ πατριωτικὸν χρέος του, ἔκτισε μεγάλην πατρίδα. Τώρα εἶναι ἐλεύθερος νὰ ἐπαγγέλλεται, χάριν πολυτελείας, τὴν ἀπιστίαν καὶ τὴν ἀπαισιοδοξίαν. Ἀλλὰ Γραικύλος τῆς σήμερον, ὅστις θέλει νὰ κάμῃ δημοσίᾳ τὸν ἄθεον ἢ τὸν κοσμοπολίτην, ὁμοιάζει μὲ νᾶνον ἀνορθούμενον ἐπ᾽ ἄκρων ὀνύχων καὶ τανυόμενον νὰ φθάσῃ εἰς ὕψος καὶ φανῇ καὶ αὐτὸς γίγας. Τὸ ἑλληνικὸν ἔθνος, τὸ δοῦλον, ἀλλ᾽ οὐδὲν ἧττον καὶ τὸ ἐλεύθερον, ἔχει καὶ θὰ ἔχῃ διὰ παντὸς ἀνάγκην τῆς θρησκείας του.

Τὸ ἐπ᾽ ἐμοί, ἐνόσῳ ζῶ καὶ ἀναπνέω καὶ σωφρονῶ, δὲν θὰ παύσω πάντοτε, ἰδίως δὲ κατὰ τὰς πανεκλάμπρους ταύτας ἡμέρας, νὰ ὑμνῶ μετὰ λατρείας τὸν Χριστόν μου, νὰ περιγράφω μετ᾽ ἔρωτος τὴν φύσιν καὶ νὰ ζωγραφῶ μετὰ στοργῆς τὰ γνήσια ἑλληνικὰ ἤθη. Ἐὰν ἐπιλάθωμαί σου, Ἱερουσαλήμ, ἐπιλησθείη ἡ δεξιά μου, κολληθείη ἡ γλῶσσά μου τῷ λάρυγγί μου, ἐὰν οὐ μή σου μνησθῶ.


Μπορείτε να Διαβάστε όλο το διήγημα από εδώ