Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λιαντίνης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λιαντίνης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2017

Από τον έρωτα πηγάζει η ζωή.


Image result for εικόνες έρωτας γλυπτά 


Έρωτας! Από πού νά 'ρχεται;
Με «ρίζα» από το «ερώ» και το «ερωτώ» [αγαπώ και ψάχνω]!

Ο έρωτας, όσο είναι συνάρτηση του θανάτου, άλλο τόσο είναι συνάρτηση της ζωής. Ερωτεύεται αυτός που θέλει να ζήσει. Ο έρωτας κατακτά, κατακρατάει μέχρι θανάτου, και για να ξεφύγει από το θάνατο. Δεν λογαριάζει κανένα τίμημα. Δεν είναι τυφλός, αλλά άπληστος. Είναι ά-πατος, απύθμενος, χαοτικός, αντιφατικός, ορμητικός και παρορμητικός.

Η φυσική διάσταση της ερωτικής κατάστασης είναι η μετουσίωση των δυο σε έναν. Θέλουν το ίδιο, αρκούνται στο ίδιο, δέχονται ανεπιφύλακτα, προσφέρουν αγόγγυστα και χωρίς τσιγγουνιές, είναι μαζί πάντα και για τα πάντα.

Όταν οι ερωτευμένοι αρχίσουν να ζητούν περισσότερα, όταν θέλουν κι άλλα, δυο πράγματα συμβαίνουν: αν μεν συμφωνούν και σε τούτο, τότε, ο έρωτας, τους έδωσε τη χαρά της πληρότητας και της πίστης ανάμεσά τους, κι έχουν ωριμάσει. Τότε, στ' αλήθεια, ο έρωτας, τους ξαναγέννησε σε μια νέα μορφή, σε ένα νέο ήθος, το ήθος της κοινωνίας μεταξύ τους. Γιατί ο έρωτας γονιμοποιεί. Μόνο έτσι ζεί ένας έρωτας, μετά την πρώτη εφόρμησή του. Μέσα στη γονιμότητα της εκατέρωθεν εν ελευθερία προσφοράς και αναζήτησης.

Αν όμως διαφωνούν και θέλουν διαφορετικά πράγματα, τότε ο έρωτάς τους τελείωσε, έδωσε ό,τι ήταν δυνατόν να δώσει. Ήταν μια πρόκληση. Αλλά δεν είχε τη σπορά για να χαρίσει γονιμότητα. Τους άφησε άτομα, γιατί δεν κατάφεραν να πετύχουν (να προκαλέσουν και να νιώσουν) την ενότητα του είναι τους. Και σαν ανολοκλήρωτα άτομα, φυσικό είναι να έχουν κτητικές διαθέσεις και τάσεις, και να θέλουν να βιώνουν εξουσιαστικά ανά πάσα στιγμή την διαθεσιμότητα του άλλου για χάρη τους.

Χωρίς γονιμοποιό έρωτα έρχεται ο θάνατος. Γιατί ο έρωτας είναι κατάφαση της ζωής. Κι όταν η ζωή και η χαρά στραγγαλίζονται, όταν δεν εξακολουθούν να αναπτύσσονται, τότε επέρχεται ο θάνατος.

Στον μεγάλο έρωτα, εκχωρείς τα πάντα. Τα «σκοτώνεις» μέσα σου. Τους στερείς την ύπαρξη, για χάρη του έρωτά σου. Μπορεί να βλάψεις, να πληγώσεις, να περιφρονήσεις, να αδιαφορήσεις. Θα το πληρώσεις, μα σαν τα εκχωρείς, δεν το λογαριάζεις. Ψυχικά γονιμοποιημένος πια, αποκαθιστάς την ενότητα που διερράγη. Κι αποκαλύπτεσαι ώριμος, ικανός.

Στο μεγάλο έρωτα οι εκφράσεις κι οι εκδηλώσεις των ερωτευμένων είναι ποιητικές, μουσικές, είναι μνημειώδεις, μεγαλειώδεις. Σε όλα τα μεγέθη και σε κάθε ύφος. Σε κάλλος, σε τραγικότητα, σε μελωδία, σε χρώματα. Λαμπερές, αλλά και κατάμαυρα σκοτεινές.

Ο έρωτας μπορεί να σε αναγεννήσει ή μπορεί να σε εξαφανίσει. Κι αν ο έρωτας δεν έδωσε αυτογνωστικούς καρπούς, έδωσε μονάχα ατυχήματα. Γιατί ο έρωτας δεν είναι (μονάχα) εργοστάσιο παραγωγής, είναι κυρίως σχολείο. Αυτογνωσίας και ανθρωπιάς. Αν τύχει, μάλιστα, κι ο άνθρωπος είναι ευλογημένος με αρετές και αγαθή φύση, ο έρωτας θα του χαρίσει τον παράδεισο. Μα αν τύχει κι είναι ο άνθρωπος «ψαράς και κυνηγός», κάθε μέρα θα ρίχνει δίχτυα ή θα κυνηγάει, και καμμιά σημασία δεν θά 'χουν τα «ψάρια» που έπιασε ή τα «πουλιά που σκότωσε», την προηγουμένη. Ένας τέτοιος άνθρωπος δεν θα ζει τον έρωτα, αλλά θα ζει την σαγήνη, και την άγρα, το παζάρι. Μια φύση, μίζερη, μόνη, αλήτισσα, εγωτική, φοβισμένη κι ανίκανη να χαρίσει και να δεχθεί. Να είναι και να δημιουργεί έναν κόσμο.

Μα είναι κάτι φορές, που στέκεται ο έρωτας σ' ενα παραθύρι και σου γελάει, κι εσύ τρέχεις, με τον ίμερο να σπάει τα σπλάγχνα σου, για να πέσεις στα πόδια του, υποταγμένος στα θέλγητρά του.

Ετούτο, θα γίνει για μόνη-μία-φορά- στη ζωή σου ολάκερη. Μία και μόνη φορά. Για ζωή και για θάνατο. Όπως μία μόνο φορά γεννιέσαι από τη μήτρα της μάνας σου, και μιά μόνο φορά πεθαίνεις και σε καταπίνει η φύση.

Τέτοιο πράγμα, τέτοιος σεισμός δεν μπορεί να γίνεται κάθε μέρα. Γιατί ετούτο είναι το προσκλητήριο της ζωής. Κι η άρνησή του είναι η καταχώρηση του θανάτου. Μα η καθημερινή επίκληση ενός «καινούργιου προσκλητηρίου», είναι συνήθεια των σκυλιών και των ορνίθων. Ας μην μπερδεύουμε τις εμπαθείς σεξουαλικές εξάρσεις, τις ορμονικές επιθέσεις, τις δαιμονικές επιθυμίες, με τον έρωτα. Άλλο πράγμα οι πόθοι και οι διεγέρσεις, κι άλλο το αρχέγονο αίτιο της ζωής. Κι ας μην ξεχνάμε πως το γέλιο από το γελοίο, διαφέρει μονάχα κατά ένα «κουλουράκι»! Με τους «καθημερινούς μας μεγάλους έρωτες», δεν γινόμαστε απλά αστείοι, προκαλούντες ευθυμία, αλλά γελοίοι, προκαλούντες τον οίκτο!

Ναί, «η ερωτική μας ένταση, όταν της αφαιρέσεις το στοιχείο του κινδύνου, της απειλής, της καταστροφής, με ακραία μορφή το θάνατο, είναι μισή, είναι (πράγμα) αφύσικο». Ναι, γιατί αλλιώς,«είναι ένα φαινόμενο που κάπου καταντάει πια πλαδαρό», που λέει κι ο Λιαντίνης.

Θέλουμε να προστατέψουμε το «αντικείμενο» του έρωτά μας, με κάθε τρόπο. Συχνά σκεφτόμαστε: «ας κρατήσει για πάντα!» κι ασφαλώς εννοούμε «ο παράδεισός μας» και δεν ξέρουμε (ακόμη κι αν το εικάζουμε) ότι το ίδιο θέλει κι ο άλλος. Το θέλουμε εγωϊστικά. Μα αν κι ο άλλος το θέλει, θέλουμε και κάνουμε το ίδιο. Κι αν ο έρωτάς μας, μας οδηγήσει σε ένα δρόμο αδιέξοδο, θα είμαστε μαζί, ακόμη και εκεί. Για να βρούμε την άκρη και να ολοκληρωθούμε. Αλλιώς, ζητάμε κάτι πολύ λίγο από τον έρωτα, και συνεπώς, από τη ζωή μας ολόκληρη.

Η «προστασία (και η αυτοπροστασία) στον έρωτα» έρχεται από τη σωφροσύνη, τον υπολογισμό, την εξάντληση, την επιφύλαξη ή την «εναλλακτική» ευχέρεια που δίνουμε στον εαυτό μας.

Δεν χωρεί προστασία απέναντι στον έρωτα (για να μην πληγωθείς κλπ), γιατί τότε δεν σου μιλάει η ζωή (που σε καλεί για να δημιουργήσεις εσύ), αλλά σου μιλάει το συμφέρον. Ο ισολογισμός. Κι αυτό δεν είναι έρωτας, είναι επιχείρηση.

Τρίτη 10 Μαΐου 2016

Λιαντίνης. Μια αμφιλεγόμενη ή μια μαγνητίζουσα και αρχετυπική προσωπικότητα;


Image result for εικόνες λιαντίνης 
Με την ευκαιρία της γιορτής της μητέρας, των προτύπων, των Δασκάλων, που πρότυπα είναι κι αυτοί. Ο Λιαντίνης.
 
Ένα πνεύμα ανήσυχο. Ένας δάσκαλος, που οι παραδόσεις του ήταν διδακτικές αγορεύσεις, παραστάσεις. Έπασχε, ας μου επιτραπεί, επί καθέδρας. Του αποδόθηκε ματαιοδοξία και αλαζονεία. Κανείς δεν μπορούσε να ξέρει τί γινόταν στην ψυχή του. Μα αυτό που γινόταν στην αίθουσα, όλοι ξέρανε τί ακριβώς ήταν.

Γι' αυτό κι οι μαθητές του σιγούσαν. Για να σταλάξει στην ψυχή τους κάθε ρουφηξιά από κείνο το νέκταρ της μετουσίωσης. Του μαθητή σε κοινωνό και γνώστη, σε φιλόσοφο, σε δάσκαλο. Καθένας τους σιγούσε, για να νιώσει βαθειά μέσα του, το φορτίο που πρόκειται να επωμιστεί. Γιατί ο δάσκαλος, δεν (πρέπει να) σου λέει μονάχα την αλφαβήτα, αλλά από παιδί σε κάνει άνθρωπο που σκέφτεται, που λογαριάζει τον κόσμο, και τη δική του τη θέση και την ευθύνη μέσα κι απέναντι στον κόσμο. Γιατί ένας σπουδαίος δάσκαλος σαρκώνει αρχέτυπο ήθους και ύφους.

Και πώς, ο νεαρός δασκαλάκος θα μάθει να σηκώνει τούτο το φορτίο; πρέπει να το διδαχθεί, πρέπει να τό 'χει ιδεί σαρκωμένο. Για τούτο σιωπά, σαν σε ναό, σαν σε θέατρο, σαν σε νουθεσία μυσταγωγική. Κι όχι από ντροπή, ή από φόβο. Ούτε μονάχα ο σεβασμός κρατά το κλίμα. Χρειάζεται μυσταγωγία, για να νοιώσουν πολλοί μαζί, το ίδιο. Χρειάζεται κλίμακες ν' ανεβαίνουν οι καρδιές, και δρόμοι καινούργιοι να ανοίγουνται στις πνευματικές ανησυχίες των «επί το αυτό συνηγμένων»....

Ο Λιαντίνης, ήταν ένας Δάσκαλος ερωτευμένος με τους μαθητές του, κι ό,τι αυτοί αντιπροσώπευαν. Όπως οι περισσότεροι Δάσκαλοι. Γιατί, το να κάνεις τα πάντα για την ευτυχή έκβαση του παιδαγωγικού σου έργου, δεν μπορεί παρά να το κάνεις από έρωτα προς τους ανθρώπους (παρόντες και μελλοντικούς) που είναι αποδέκτες του. Ασφαλώς, όχι τόσο προς τα πρόσωπα καθεαυτά, όσο γιατί αυτά είναι φορείς του μέλλοντος. Αλλιώς, η νουθεσία και η διαπαιδαγώγηση δεν υπερβαίνει την απλή προσωπική αλληλεπίδραση. Όταν όμως η διδαχή υπερβαίνει την στιγμιαία προσωπική αλληλεπίδραση, η μέθεξη σε μια τέτοια διαδικασία καθιστά τη διδαχή οικουμενική.

Ο έρωτας του Δασκάλου προς τους μαθητές του δεν είναι το ίδιο πράγμα με την ερωτική έλξη που νιώθουμε προς ένα πρόσωπο. Η σχέση του Δασκάλου προς τον διδασκόμενο, έχει εντελώς ιδιαίτερα και διαφορετικά χαρακτηριστικά από την ερωτική σαρκική σχέση. Γιατί εδώ η «μέθη» στην αλληλεπίδραση, έγκειται στη μετάδοση και στην πρόσληψη, στην πνευματική πρόοδο και την γονιμοποίηση της φιλομάθειας, κι όχι στην κατάκτηση του προσώπου.

Η «ερωτική» αφοσίωση του Δασκάλου στην ανάπτυξη του ανθρώπου, στην συναισθηματική και πνευματική ανάπτυξη όλων των δυνάμεων του ανθρώπου, προκειμένου να γίνει ικανός να εμπνεύσει κι άλλους, και, κυρίως, να διαπαιδαγωγήσει νέους, είναι ένας έρωτας, που δεν αποβλέπει προς ένα πρόσωπο, όσο, προς όλες τις ψυχές που ακούνε και καθοδηγούνται. Πολύ περισσότερο, βέβαια, όταν πρόκειται με την καλλιέπεια της ψυχής τους, να επηρεάσουν κι άλλους, κι άλλους…

Έργο Δασκάλου είναι να μιλάει στις ψυχές όλων των μαθητών του και μακάρι να είχαμε τέτοιους δασκάλους σε κάθε τάξη, και σε κάθε μάθημα. Ένας ευαίσθητος άνθρωπος πάντα μπορεί να διαβάζει τις ψυχές των ανθρώπων που έχει απέναντί του. Κι απ' τη σκοπιά, των μαθητών, οι χορδές της ψυχής τους, είναι πολύ ευαίσθητες, και συλλαμβάνουν κάθε ψίθυρο και κάθε ισχυροποιό, όπως και κάθε καταστροφικό, άγγιγμα. Και συμβαίνει, πολλές φορές, από τα θρανία μας ακόμη, να διαμορφώσουμε το χαρακτήρα που αργότερα, ως ενεργά μέλη της κοινωνίας, θα έχουμε. Διεφθαρμένοι, ωχαδερφιστές, καπάτσοι, λουφαδόροι, χωμένοι, κλπ. Ή φιλόσοφοι, ευαίσθητοι, αλληλέγγυοι, ρεαλιστές, σώφρονες, υπεύθυνοι, συνεπείς, φιλόπονοι, ακέραιοι, χαρίεντες και όχι χαριεντιζόμενοι, κλπ.

Η ευαισθησία του προσώπου και η λεπτότης αισθημάτων και τρόπου, είναι φυσικό να δημιουργήσει αρχετυπική εικόνα. Κι αυτό είναι από εκείνα που περιλαμβάνονται στο ρόλο του Δασκάλου, του παιδαγωγού, του γονέως.

Ο Δάσκαλος Λιαντίνης, μπορούσε να ξεχωρίζει την ευαισθησία, και το ευάλωτο του ψυχισμού της νέας γυναίκας, γνώριζε καλά και την σημασία καθώς και το ρόλο της αρρενωπότητας, για τούτο κι επεδίωκε να εμπνέει στους μαθητές του το μέτρο, το ωραίο, την τέχνη, τις ρίζες, το μέλλον και, κυρίως, την ευθύνη τους σ’ αυτό. Γιατί η ευθύνη του δασκάλου αφορά και τους μαθητές του. Κι από συναίσθηση της ευθύνης του, ο Λιαντίνης, έπασχε καθώς μιλούσε. Έπασχε, για το τώρα και για το μέλλον. Για όλους τους δασκάλους και για όλους τους μαθητές. Αγωνιζόταν για να δημιουργήσει ωραίες, κι αρχοντικές, ελληνικές ψυχές, με αρμονία σκέψης και πράξης.

Ο Λιαντίνης, υποστήριζε το μέτρο και το όριο σε κάθε ανθρώπινη δράση, γιατί πίστευε πως ο άνθρωπος ήτανε μέρος της φύσης, που ζει με βάση τους κανόνες και τους νόμους της. Ο Λιαντίνης διαπαιδαγώγησε κι αφοσιώθηκε. Αυτό το δίδαξε μετ' εμφάσεως.

Είναι μεγάλη της ποιήσεως η σκάλα...κι αναμφισβήτητα, λάμπουν σαν αστέρια, όσοι την ανεβαίνουν...

Πέμπτη 7 Απριλίου 2016

Λιαντίνης: Μελέτη θανάτου. Και συναφείς έριδες και διάλογοι.

liantinis2 

Για τούτο το σημείωμα αφορμή υπήρξε ένα άρθρο του Κ. Παπαχρήστου, που δημοσιεύτηκε εδώ. Με γεμάτη τη φαρέτρα του, ο Παπαχρήστου, στοχεύει τα Λιαντίνεια «ρήματα».

Αλλά, ο εκλιπών φιλόσοφος, που αδιαφορεί γι' αυτήν την αμφισβήτηση, αφήνει - με τη διδασκαλία του- σε άλλους, τη σχετική συζήτηση.

Οι δυο άνδρες, είναι προφανές, ότι δεν ανήκουν στην ιδια φιλοσοφική «σχολή».

Μη αποζητώντας δάφνες φιλοσόφου, ποιητή, ή διανοούμενου, αλλά απλώς ανήσυχου και προβληματιζόμενου -για τα βασικά εσωτερικά ζητήματα- ανθρώπου, βρίσκω πολύ ενδιαφέρουσες τις θέσεις του Κ. Παπαχρήστου, και καταπιάνομαι να συ-σκεφθώ και να ελέγξω τις περιπλανήσεις μου, προσμένοντας δημιουργικές πνευματικές αντιπαρα-θέσεις.

Στα παρακάτω (1-6) σημεία της διάλεξης, που στέκεται ο Κ. Παπαχρήστου, αντιστοίχως παραθέτω, με κάθε καλή πρόθεση, τα σχόλιά μου:

1. Την Αττική Τραγωδία γέννησε η διαλεκτική σχέση των Ελλήνων με τον θάνατο. Είναι ένα γέννημα από αυτό το «πνευματικό αντιμέτρημα» που είχαν οι Έλληνες με το φαινόμενο του θανάτου. ... οι τραγικοί ήρωες πεθαίνουν στο τέλος του δράματος.

Σχολιάζω: Ελευθερία ή θάνατος, μολών λαβέ, μαρτύριο, πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών....κ.ο.κ., έτσι ήταν σε όλη μας την ιστορία. Οι τραγικοί ήρωες πεθαίνουν, οι δραματικοί ήρωες δρούν πολλαπλώς...έτσι είναι. Αυτή είναι η διαφορά της τραγωδίας από το δράμα, πως έχει νεκρούς στο «τέλος» (τέρμα ή/και σκοπό), είτε από ύβρη είτε από αφοσίωση! Το δράμα έχει ταξίδι και περιπέτεια, έχει πολύ «παρόν»!


2. Ο θάνατος είναι ο κυρίαρχος νόμος που κρατεί στο Σύμπαν. Από την Αστροφυσική και την Κοσμολογία είναι γνωστό ότι ακόμα και οι αστέρες πεθαίνουν (π.χ., οι μελανές οπές είναι «αστρικά πτώματα»). Και, κάθε στιγμή, ολόκληρος ο πλανήτης μας είναι «ένα σφαγείο» όπου άνθρωποι, ζώα, φυτά, πεθαίνουν, συχνά με φριχτό τρόπο. Η ζωή είναι ένας απέραντος στίβος πιθανοτήτων και δυνατοτήτων. Ένα μόνο είναι βέβαιο, ασφαλές κι απόλυτο (όχι απλά πιθανό ή δυνατό): ο θάνατος!

Σχολιάζω: Θα συμφωνήσω, πως, ναί, (αν και όχι) το μόνο, βέβαιο, ασφαλές κι απόλυτο στο Σύμπαν είναι ο θάνατος, και πως,  ο «εαυτού» θάνατος απασχολεί τον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά, γιατί είναι αναπότρεπτη η μετά από αυτόν πλήρης υλική αδυναμία και ανυπαρξία του ανθρώπου. Και  -επί πλέον- γιατί είναι αναπότρεπτος για όλους. Όμως, ενώ ως «αθανασία» μας, ως προς τους άλλους νοείται μόνο η υστεροφημία μας, η «αθανασία» ενός εκάστου δι' εαυτόν δεν είναι παρά η εσωτερική γαλήνη ή/και η «βασιλεία των ουρανών». Και η ζωή του καθενός μας (=συνειδητότητα, ευθύνη, αρετή, ή η αδιαφορία προς όλα αυτά) είναι προσωπική του υπόθεση, αφού ο ίδιος αγωνίζεται να την κάνει σύμφωνη με τα όνειρά του, και ασφαλώς, κάποια στιγμή θα πάψει να έχει αυτήν την ευκαιρία/δυνατότητα, είτε εκουσίως, είτε ακουσίως.

Γι' αυτό και όλη η αγωνία του ανθρώπου, να προσεγγίσει αυτόν τον «παράδεισο». Εξάλλου, τα  πάντα έναν (ψευτο)παράδεισο, μας υπόσχονται! Με χιλιάδες μορφές -επί αδρώ τιμήματι- ο σύγχρονος διαχειριστής του μυαλού, των αναγκών και του χρήματός μας, αγωνίζεται να γίνει ο αποκλειστικός κι αδιαμφισβήτητος καθολικός κι ολοκληρωτικός κύριος, εξουσιαστής και δεσπότης μας (βλ. για παράδειγμα διαφημίσεις με σλόγκαν «γιά πάντα», «όπως μας αρέσει», «τα έχει όλα», «σας πάει παντού» κλπ).


3. Ο θάνατος είναι το σημαντικότερο πρόβλημα της Φιλοσοφίας. Για την ακρίβεια, η ίδια η Φιλοσοφία δεν είναι παρά ο στοχασμός του ανθρώπου πάνω στο φαινόμενο του θανάτου: «Φιλοσοφία εστί μελέτη θανάτου» (Πλάτωνος «Φαίδων»). .........

Σχολιάζω: Ας μην ξεχνάμε ότι ο φιλόσοφος, όλες του τις αναζητήσεις, τις κάνει επειδή θέλει να απαντήσει, ή να διατυπώσει το ερώτημα, πρίν από «την στιγμή που δεν θα δύναται πλέον»!

Μαζί με το «Γνώθι σαυτόν», λοιπόν, «Γνώθι και τον κόσμο γύρω σου». Λογικό είναι ο καθένας να ξεκινάει από τις παραδοχές του, να μελετά την δική του θέση, άρνηση κ.ο.κ. επί του θέματος του θανάτου και κυρίως του δικού του θανάτου. Να προσπαθεί να γνωρίσει τον εαυτό του, και να (καταφέρει να) έχει καλλιεργηθεί και αναπτυχθεί πνευματικά και ψυχικά, μέχρι το τέλος της ζωής του, όπως θα ήθελε. Ο πνευματικός άνθρωπος, λογικό είναι να θέλει να βλέπει τη ζωή του από το τέρμα της. Εκεί όπου θα ήθελε πνευματικά να έχει εγκαίρως φτάσει πριν να πληρωθεί ο χρόνος ζωής, ώστε να νοηματοδοτείται (=να έχει ο ίδιος διαπιστώσει ότι πράγματι είχε νόημα) ό,τι και όσα εβίωσε, έπραξε, επέλεξε, άφησε.

Κοι οι πνευματικοί γέροντες που απευθύνονται στους εραστές της βασιλείας του Χριστού, το ίδιο λένε: «έχε μνήμη θανάτου  στην πορεία προς τη θέωση, για να μην αποκλίνεις από αυτήν,.. κλπ»].

Κι ας μην ξεχνάμε,  η «σκέψη», και η πνευματικότητα, δεν έχει ... ισότητα! Ο καθένας σκέφτεται ανάλογα με το «εργαλείο» που έχει, και ανάλογα με το χρόνο που έχει. Κι όχι όσον χρόνο προώρισται να ζήσει, αλλά όσον ο ίδιος εν συνειδήσει αφιέρωσε προς τούτο.


4. Η λέξη «τέλος» έχει διττή σημασία. Σημαίνει το τέρμα αλλά και το σκοπό.  Όλα όσα κάνουμε στη ζωή μας αποβλέπουν σε ένα πράγμα: στο τέλος, στο θάνατό μας. Ο θάνατός μας είναι σκοπός της ζωής μας. Ό,τι κάνουμε είναι μια ανοιχτή δυνατότητα που θα προσδιοριστεί, θα αξιολογηθεί, θα δικαιωθεί ή θα αποκατασταθεί από τη στιγμή του θανάτου μας, από το πώς θα πεθάνουμε. Τίποτα δεν μπορούμε να πούμε για τη ζωή μας αν δεν δούμε το τέλος μας (αναφέρεται στο παράδειγμα Σόλωνος και Κροίσου).

[Μου δίνεται η εντύπωση ότι, σύμφωνα με αυτή την άποψη, δεν βιώνουμε ποτέ το παρόν για το ίδιο το παρόν αλλά για μια απροσδιόριστη, οριακή στιγμή του μέλλοντός μας. Με άλλα λόγια, είμαστε «νεκροί σε σειρά αναμονής»!]

Κι εγώ σχολιάζω: Τί άλλο θα μπορούσαμε να επιδιώκουμε; Όλα όσα κάνουμε στη ζωή μας αποβλέπουν  στο τέλος μας. Ο θάνατός μας είναι ο -απώτερος και ανεξάρτητος από εμάς τους ίδιους- σκοπός της ζωής μας, που θα πραγματοποιηθεί για όλους ανεξαιρέτως. Δεν μπορούμε να έχουμε για πάντα τον διαρκή παράδεισο, που ακριβά μας διαφημίζουν οι πάσης φύσεως υπηρεσίες του σύγχρονου ληστρικού κόσμου. Αν η οικοδομή του επιθυμητού εαυτού (κι εδώ χωράει πολύ νερό!) δεν συνιστά συστηματική επιδίωξη, μόνη η πάροδος του χρόνου, ακόμη και όταν θεωρείται «βίωση του παρόντος», δεν είναι παρά κενός χρόνος. Χρόνος που δεν τον έζησε κανείς. Νεκρός είναι ο χαμένος χρόνος, όχι ασφαλώς ο χρόνος αναψυχής, κι ο χρόνος ο προσωπικός.

Το να ζής κυρίως στην απόλαυση του τώρα, σημαίνει να ζής στην κατανάλωση και στην ακηδία. Ας μην ξεχνάμε και την εντροπία...

Οι γέροντες, λένε πως ο πνευματικός αγώνας είναι ασταμάτητος και είναι αναγκαία η ακοίμητος «φυλακή νοός».

Τέλος, είναι το τέρμα [που υπάρχει για όλους] και τέλος είναι κι ο σκοπός. Το τέλος είναι ένας σκοπός που για άλλους έχει (χειραγωγημένα) τεθεί, και άλλοι τον έχουν θέσει οι ίδιοι στον εαυτό τους.

Γνωρίζοντας ότι όλοι θα έχουμε ένα φυσικό τέλος, άλλοι επιλέγουν -πριν να φτάσουν ακουσίως εκεί- να έχουν ικανοποιήσει κάποιο τέλος/στόχο. Άλλοι επιλέγουν να περάσουν το χρόνο τους μέχρι τότε, χύμα, ανυποψίαστοι, αδιάφοροι κι όπως τύχει, χωρίς κάποιον σκοπό, χωρίς κάποιο στόχο. Και φτάνουν στο φυσικό τους «τέλος» χωρίς κανένα «τέλος». Κι αυτό είναι θέμα προσωπικής επιλογής. Ζήσανε χωρίς να επιδιώξουνε να καταλάβουνε γιατί ζούνε.

Αν η ζωή μας δεν είναι το μέσον για να γνωρίσουμε τον εαυτό μας, τις δυνάμεις και τις δυνατότητές μας, αν δεν επιθυμούμε την καλύτερη κατανόηση του κόσμου και του ανθρώπου, αν δεν επιθυμούμε την εξάλειψη των παθών μας και την ενάρετη βιοτή, δεν θα συναντήσουμε τον «χαριτωμένο άνθρωπο» που μπορεί να μας αναπαύσει και να μας χαρίσει ένα «τέλος/σκοπό» που να υπερβαίνει το φυσικό μας τέλος/τέρμα, το τέρμα του φυσικού μας βίου.

Καμμιά φορά ομόγλωσσοι και όμαιμοι, μιλάμε «ξένες μεταξύ μας γλώσσες», γιατί μεσολάβησε μεγάλη γωνία «απόκλισης της οδού εν η επορεύθημεν αφ' ης οδού εκκινήσαμεν..».!

Και γιατί στο δρόμο, άλλοι γευτήκαμε ξένα μυρωδικά, άφθονα μυρωδικά, ενώ άλλοι κοιτάζαμε τ' αστέρι που έδειχνε το τέλος/τέρμα και αχνοφέγγιζε ένα μυστήριο, κατ' αρχήν άγνωστο, αλλά (υπό πολλών εν επιγνώσει) επιδιωκόμενο, μοναδικό «τέλος», που ήταν σκοπός αιωνίου -ενδεχομένως- ζωής.

5. Το «φάρμακο» που θα μας απαλλάξει από το φόβο του θανάτου είναι η απαλλαγή από τον εγωισμό μας («ορμή προς διατήρηση του είδους» τον ονομάζει). Αγαπάμε τόσο πολύ τον εαυτό μας που δεν μπορούμε να τον σκεφτούμε αποκομμένο από τη Φύση. Θα πρέπει να λέμε: «Είμαι κι εγώ όπως όλα τα άλλα στοιχεία της Φύσης, όπως ένα κυπαρίσσι, όπως μια πέτρα, μια κρήνη, ένα όρος…» Να αποστασιοποιηθούμε, δηλαδή, από τον εαυτό μας και να τον δούμε σαν ένα κομμάτι της Φύσης. Έτσι θα απαλλαγούμε από το φόβο του θανάτου.

[Προβληματίζει η φαινομενική αντίφαση ανάμεσα στο «αποκομμένο από τη Φύση» και το «σαν ένα κομμάτι της Φύσης», με τον τρόπο που χρησιμοποιούνται πιο πάνω στις αντίστοιχες φράσεις.]

Κι εγώ σχολιάζω: Η ανθρώπινη ζωή και η πορεία δεν έχει αντιφάσεις. (Αντιφάσεις έχει μια ανόητη ζωή, γεμάτη παλιμπαιδισμούς κι «ετσιθελισμούς»). Η ζωή έχει, ασφαλώς, αναιρέσεις. Και αυτοαναιρέσεις. Γιατί χαρακτηρίζεται από διαρκείς επιλογές. Ο άνθρωπος με τον ψυχικό και διανοητικό του δυναμισμό, διαρκώς αναμετριέται με το τώρα και το αύριο, μ' ετούτο και μ' εκείνο, και διαρκώς τα ανασχεδιάζει. Γιατί η σκέψη δεν σταματάει, ούτε η γνώση. Ο στόχος του καθενός, τίθεται κι αλλάζει. Κι άλλοτε, τίθεται και δεν αλλάζει, μέχρι που να εγγίσει το τέλος. Ετούτο, ή εκείνο. Το τέρμα, μας περιμένει όλους. Άλλοι το επιδιώκουν, άλλοι το αποφεύγουν. Κι άλλοι δεν θέλουν να το λογαριάζουν καθόλου.

Είμαστε κομμάτια του κόσμου τούτου, κι όμως, μπορούμε συνειδητά να δράσουμε και να καταργήσουμε τούτη την συνειδητή ενότητά μας με τον κόσμο. Ξεχωρίζοντας τον εαυτό μας από τον κόσμο, ας μη θαρρούμε πως εξουσιάζουμε τον κόσμο ή τον εαυτό μας. Εξουσιάζομε μόνο την πρόθεσή μας για μια συγκεκριμένη απόφαση. Λίγο προσωπικό χρόνο εξουσιάζουμε, όσο χρειάζεται για να κάνουμε αυτό ή εκείνο...Η παγίδα του αναπότρεπτου λάθους, του άκρατου εγωϊσμού, της πλάνης ή της ύβρεως, δεν απέχουν πολύ.

Ζωντανοί και δημιουργικοί, καταστρεπτικοί και άπληστοι, ή άπνοοι και πεθαμένοι, πάλι ένα κομμάτι του κόσμου είμαστε, ακόμη κι οταν βρισκόμαστε μέσα στη λογική μας, στη μονομερή οπτική μας και στην λατρεία και την απαρασάλευτη δύναμη του προσωπικού μας σύμπαντος. Μόνο ο εγωϊσμός μας, παριστά ψευδώς και απατηλά ότι είμαστε ξεχωριστοί. Είμαστε απλώς, το συγκεκριμένο κομμάτι του κόσμου. Και τότε η άκρα λογική καθίσταται, άκρως, παραλογισμός. Κι ο υβριστής κι ο υβριζόμενος, πάντες, έν. Εντός του κόσμου. Κι ο ταπεινός, κι ο αλαζών. Αδιέξοδη η υπεροχή και η εξαίρεση.

6. Επικαλούμενος τον Freud, ο Λιαντίνης ισχυρίζεται πως, όταν βρισκόμαστε μπροστά στον θάνατο ενός συνανθρώπου, ακόμα κι αν νομίζουμε ότι λυπόμαστε, κατά βάθος βιώνουμε ένα αίσθημα χαράς που εμείς είμαστε ζωντανοί!

[Το πώς θα ηχούσε αυτό το επιχείρημα σε εκείνους που δεν καταφέρνουν να επιβιώσουν μετά την απώλεια αγαπημένου προσώπου, είναι ασφαλώς ζήτημα της Ψυχολογίας, όχι της Φιλοσοφίας…]

Κι εγώ σχολιάζω: Δυστυχώς, είναι ολωσδιόλου αλήθεια! Πόσες φορές έχω ιδεί ηλικιωμένους που δεν συνοδεύουν φίλους τους στην τελευταία τους κατοικία γιατί «αποφεύγουν συγκινήσεις», αλλά και για να μη σκέφτονται δυσάρεστα πράγματα! (Έξω από μας, μακριά από μας κλπ.!). Κι ακόμη χειρότερα, εκείνοι που συνοδεύουν μεν σωματικά, πνευματικά όμως είναι απόντες, ιδιαίτερα όταν χασκολογούν απροκάλυπτα! Το χειρότερο; μπορεί να είναι και πολιτικοί!  Το, ακόμη χειρότερο; νέοι, που  δεν θέλουν να συμμετάσχουν σε μια τέτοια στιγμή, και που στέκονται φοβισμένοι, αδέξιοι κι ανυποψίαστοι για το δικό τους το θάνατο, που μπορεί και νά 'χει φτάσει στην πόρτα της ψυχής τους. [Σε κάτι τέτοιες στιγμές αναθυμάμαι μια γυναίκα, που πήρε την διάγνωση για κάποιες συγκεκριμένες ευπάθειες, για όσες είναι μητέρες, που είπε -μεγαλόφωνα- προφανώς ανακουφισμένη: «ευτυχώς, εμένα το παιδί μου δεν έζησε!». Το άτομο αυτό ασφαλώς δεν θα το λογαριάσω για συνομιλητή, σε καμμιά μου «φιλοσοφική αναζήτηση ή σκέψη», αλλά θερμά θα προσευχηθώ γι' αυτό].

Κι όσο για το ερώτημα για το πώς θα εκληφθεί από τους άλλους μια σκληρή και άκαμπτη ή απόλυτη, αλλά αληθής και ρεαλιστική, άποψή μας, έχω να παρατηρήσω πως αυτό, (αν το τηρούμε), μαρτυρά υψηλό επίπεδο συναισθηματικής νοημοσύνης,  που λέει ο σύγχρονος κόσμος, και συμπλέει με την ηθική συμβουλή την κρυμμένη μέσα σ' εκείνο το -αποκηρυγμένο από τους «σύγχρονους και πολιτισμένους», που όμως (εξακολουθεί να) λέει ο παλαιός κόσμος- αγάπα τον πλησίον σου ως σεαυτόν, ή ό συ μισείς ετέρω μη ποιήσεις, κλπ.

Πάντως, το πώς οι άλλοι εκλαμβάνουν τα λεγόμενά μας, είναι ένα ζήτημα που όλοι μας πρέπει να το εξετάζουμε, ιδιαίτερα όταν θέλουμε να «κατατροπώσουμε» όσους έχουν αντίθετη από τη δική μας άποψη, και κυρίως όταν θέλουμε να εξουδετερώσουμε κυριολεκτικά και απολύτως, όσους έχουν αντίθετα προς τα δικά μας συμφέροντα. [Και τούτο, το τελευταίο γίνεται συστηματικά, ανενδοίαστα κι εγκληματικά από τους ισχυρούς του κόσμου, αλλά και αηδιαστικά αναντίρρητα, από τους υποταγμένους].

Η σπουδαιότητα του ανωτέρω θέματος, έγκειται στην προστασία των άλλων από τις ιδιοτέλειές μας κι όχι από τις αλήθειες που πρέπει να ειπωθούν και που όλοι μας πρέπει να μπορούμε να τις σκεφτούμε και να τις ξέρουμε...

Περαιτέρω, ας μην μας διαφεύγει, ότι οι προσωπικές ευαισθησίες του καθενός, υπόκεινται σε ειδική προστασία και ειδική αντιμετώπιση, κυρίως από εκείνους που βρίσκονται κοντά στα πρόσωπα με τις ειδικές αυτές ευαισθησίες και ανάγκες, γιατί οι ξένοι και οι άσχετοι με τα πρόσωπα αυτά, δεν μπορεί να γνωρίζουν.

Τέλος, το ότι ο Λιαντίνης, στη διάλεξη «Η Φιλοσοφική Θεώρηση του Θανάτου» δεν έδωσε ορισμό για τον θάνατο,  δεν σημαίνει πως το βασικό αντικείμενο της διάλεξης «δεν καθορίζεται απόλυτα». Γιατί αντικείμενο ήταν ο προβληματισμός γύρω από το θάνατο, κι όχι το γεγονός του θανάτου. Ενός θανάτου. Αλλά του δικού μας -εκάστου- θανάτου. Για τον οποίο. μιλάμε υποθετικά, μελλοντικά, εικάζοντες και φανταζόμενοι. Όλο το θέμα του, λοιπόν, μόνο το θάνατο αφορούσε, και δεν νομίζω, πως έχει ιδιαίτερη σημασία η μη ύπαρξη ορισμού. Γιατί κι ο ορισμός, είναι -ένα άλλο- επίσης, φιλοσοφικό, θέμα. Και τότε θα μπορούσαμε να λέγαμε πως ο ορισμός (του Λιαντίνη) δεν είναι εντάξει.


Εξ άλλου, ο θάνατος, μπορεί -ανάλογα με το forum της συζήτησης- να ορίζεται ιατρικά, βιολογικά, φιλοσοφικά, ποιητικά, φυσιο-λογικά, υλικά,  κ.ο.κ. Σαν μιλάει ένας φιλόσοφος για το θάνατο, ακόμη κι αν αφήσει ανοιχτό τον ορισμό του θανάτου, είναι λογικά παραδεκτό, να θεωρείται ότι εκείνος τοποθετείται στο θέμα του θανάτου «επαγγελματικά»: δηλαδή φιλοσοφικά. Πράγμα που θα ειπεί, πως όταν ένας φιλόσοφος, μιλάει για θάνατο, φυσικό είναι να μιλάει για πνευματική «ακινησία και απραξία», και για το πώς ο ζών άνθρωπος αντιλαμβάνεται και αντιμετωπίζει την μελλοντική του αυτή κατάσταση και στάση.

Στην φιλοσοφία και στην ποίηση τα πράγματα αλλάζουν. Η προσέγγιση έχει μια ευρύτητα, μια ανοχή, μια ελευθεριότητα. Ή μια «ποιητική» ελλειπτικότητα.


Τρίτη 19 Ιανουαρίου 2016

Η συνάντηση του ανθρώπου με την ουσία των πραγμάτων


Image result for εικόνες Κίρκη 

Χρόνια τώρα προσπαθούμε να καταλάβουμε πού πάμε, και γιατί η πολιτεία των ημερών μας είναι αλυσιτελής, αδιέξοδη, άκαρπη και ψεύτικη.

Είναι που βαδίζουμε μέσα στο πρόσχημα, την εθελοτυφλία και την επιφάνεια των πραγμάτων. Τούτη τη σκέψη έφερε στο μυαλό μου η ανάγνωση του παρακάτω κεφαλαίου, από τη Γκέμμα του Λιαντίνη. Ποτέ ίσαμε σήμερα δεν σκεφτήκαμε πολίτες και πολιτικοί,  ότι η επί μακρόν και επιμόνως προτεινόμενη πολιτική εκδοχή τους είναι απρόσφορη. Θέλουν ή "να μας σώσουν" ή να εξουδετερώσουν τον πολιτικό τους αντίπαλο. Κανείς τους δεν ασχολείται με την ουσία του προβλήματος: που είναι μάλλον να γνωρίζουν τί είναι ικανοί να κάνουν, και τί δεν είναι ικανοί να κάνουν.  Όπως φαίνεται, ασχολούνται με την πολιτική μόνο για το παιχνίδι, αποκαμωμένοι ίσως από τη ζωή τους, και χωρίς πρόθεση ή δυνατότητα επανάκαμψης σ' αυτήν. Γιατί δεν (θέλουν να) ξέρουν πως κάποτε το παιχνίδι τελειώνει. Να, κάπως έτσι:

ΤΑ ΚΑΤΑ ΚΙΡΚΗΝ 
(...)

Ο Όμηρος είναι ή για τα μικρά παιδιά ή για τους πολύ γέροντες. Θα τον ακούσεις να παραμυθολογεί και θα σε δέσουν τα λόγια του, όπως σε δένουν μαύρα μάτια ή γαλανά, όταν δεν ξέρεις σχεδόν τίποτα ή όταν τα ξέρεις σχεδόν όλα.

Έλα να ιδούμε, λοιπόν, κάτω απ' αυτή τη διπλή οπτική του μικροσκόπιου και του τηλεσκόπιου τι λέει στην ιστορία της Κίρκης.

Το καράβι του Οδυσσέα με τους συντρόφους πλέει στα νερά, και βιγλίζει μακρυά τους ορίζοντες. Ξαφνικά φαίνεται στο ραντάρ του, νησί. Πλησιάζουν γλαυκοπετώντας και λάμνοντας και το νησί μεγαλώνει. Μεγαλώνει, ωσόπου παίρνει το θώρι μιας ωραίας εξωτικής παραλίας.

- Τραβάτε και ιδέστε, τι είναι εκεί, λέει ο Οδυσσέας στους ναύτες. Γιομίστε τα τουλούμια με νερό. Πάρτε και στα φλασκιά κρασί, εάν βρείτε. Φέρτε και παξιμάδια, ανανάδες, καρύδες και ό,τι άλλο πετύχετε φαγώσιμο για το ταξίδι. Κι ελάτε να τραβήξουμε για τη μακρυνή Ιθάκη. Άειντε, και κάμετε σύντομα.

Οι σύντροφοι βαρκαρίζουνται στο νησί, κι ο βασιλιάς μένει επάνω στο καράβι φύλακας, συντηρητής, οικονόμος, και τεχνικός διαχειριστής.

Οι σύντροφοι προχωρούνε, ακροαστικά και ανιχνεύοντας, φτάνουν μπροστά σ' ένα παλάτι, και βλέπουν μια μάγισσα. Η Κίρκη είναι αυτή. Την πλησιάζουνε άφοβα, κι εκείνη τους ρωτάει το ποιος και το πώς, το πούθε, το γιατί και για πού. Ακούει και μαθαίνει.

Ύστερα τους κοιτάει γλαρωτικά, σηκώνει μια ξαφνική βεργούλα, αγγίζει απάλαφρα τους συντρόφους στον ώμο και στον τράχηλο, κι αμέσως οι σύντροφοι γίνουνται χοίροι. Ένα γραμμόφωνο πιο πέρα παίζει κάποιο σημαδιακό ρεμπέτικο:

Τα δύο σου χέρια πήρανε βεργούλες και με δείρανε.

Οι σύντροφοι σκορπίζουνται δυο δυο, τρεις τρεις στην πρασινάδα και στις βραγιές του κήπου, και αναματιάζουνται σαστισμένοι. Ύστερα, μ' ένα τρελό χοροπηδητό, αρχίζουνε να τρέχουν, να στέκουνται, να πηδάνε, και να γρυλλίζουν. Θέαμα ευτυχισμένο παραδείσου.

Λουτσάνε και στα νερά, κι όπου βρούνε λάσπη πάνε και χώνουν το μουσούδι τους, και κυλιούνται πανεύτυχα. Τα τρελαίνει η λάσπη τα γουρούνια, που λέει κι ο Δημόκριτος. Σύες ἐπι φορυτῷ μαργαίνουσι (i).

Ο Οδυσσέας περιμένει στο καράβι τους συντρόφους, αλλά οι σύντροφοι δεν έρχουνται. Μία, δύο, πέντε, δέκα ημέρες. Άδημονεί, συγχύζεται, κακοβάλνει. Κάποτε χάνει την υπομονή του. Ξεκινάει να πάει ο ίδιος στο νησί. Και πηγαίνει και βλέπει. Και βλέπει και θιαμάζεται. Και θιαμάζεται και δεν πιστεύει.

- Σε καλό μου, Ποσειδώνα! φωνάζει. Τι μού ‘στειλες πάλι!

Τότε αντικρύζει και τη μάγισσα. Τα μάτια της είναι σκοτεινά της αστραπής. Σε μαρμαρώνουν. Ένα ρίγος νιώθει να κυλάει στη ράχη του, και ξαφνικά καταλαβαίνει. Δια μιας συλλαβαίνει ολόκληρη την κατάσταση. Εποπτικά και ακαριαία, που λένε οι ψυχολόγοι της ενορατικής μάθησης. Ξιφουλκεί τότε, το μάτι του άγριο, και σκούζει στη μάγισσα.

-Πίσω, άτιμη, και σ' έφαγα. Τη Μπαναγία σου μέσα. Κάνε γρήγορα τους συντρόφους μου ανθρώπους! Γιατί σου παίρνω το κεφάλι με το σπαθί, όπως ο Περσέας τη Γοργόνα. Και δεν έχω και καθρέφτη.

Η Κίρκη πανικοβάλλεται, ξεφωνίζει αχ, ζαρώνει να αφανιστεί. Σηκώνει το μαγικό ραβδάκι, αγγίζει πάλι τους συντρόφους. Ένας-ένας αρχίζει να αναδύεται μέσα από το θαμπό βάθος του κόσμου των ζώων. Αγάλι-γάλι τα γουρούνια παίρνουν ν' αλλάζουν σουσούμια, μεταμορφώνουνται, ξαναγίνουνται άνθρωποι.

Ο βασιλιάς διατάζει τους ναύτες να στοιχηθούν τριάδες, πάντα με το σπαθί στο χέρι. Κοιτάει τη μάγισσα και η ματιά του έχει μεγάλη εξάντληση. Ψιθυριστά σχεδόν της λέει:

- Καημένη μου, σπολλάτη σου. Που δε σε κόβω λιανά λιανά με το γεντέκι, να σε ρίξω να σε φάνε τα ψάρια της πισίνας σου. Κι είσαι και γυναίκα.

Είπε, και γυρίζει στους συντρόφους, και τους δίνει το παράγγελμα: - Άντρες! εμπρός μαρς! ένα δύο, εν δυο! Παίρνει τους στρατιώτες του και ξεμακραίνει κατά το καράβι.

Αυτή είναι η ιστορία της Κίρκης. Και κάπως έτσι θα την διδάξουμε στους μαθητές μας οι δάσκαλοι. Στα παιδιά των δεκατριώ χρονών.

Θα καρυκέψουμε και λίγο το μάθημα με μια πρόχειρη γαρνιτούρα. Γραμματική, λίγη σύνταξη, λέξεις, εικόνες, στοιχεία εποχής, διαγραφή χαρακτήρων και τα συναφή. Πάει καλά.

Ένας μαθητής μικρός, μικρούτσικος, δοκιμάζει να ξηλώσει στην άκρη το στερεό ύφασμα που ύφανε ο αργαλειός της τάξης.

- Μα καλά, κυρ δάσκαλε, αυτός είν’ ο Όμηρος; Ένα τέτοιο παραμύθι θα μπορούσε κι η γιαγιά μου να το πλάσει. Για να μας νανουρίζει τις νύχτες με το φεγγάρι. Λίγο αλαφροΐσκιωτη νά ‘τανε, λίγο νεραϊδοπαρμένη, και φτάνει. Αυτός είν’ ο Όμηρος;

Αυτός είν’ ο Όμηρος; ερωτάμε κι εμείς με τη σειρά μας. Ο πατέρας των ποιητών; Όπως έλεγε κι ο ίδιος για το Δία, ο πατέρας των θεών. Ο Όμηρος, στους έλληνες ο πρώτος, η πύλη του πολιτισμού της Ευρώπης, η ακένωτη πηγή της σοφίας;

- Οι τραγωδίες μου είναι ψίχουλα από την πλούσια τράπεζα του Ομήρου, έλεγε ο Αισχύλος. Κι ένας ζωγράφος, ο Γαλάτων, εζωγράφισε ένα συμπόσιο σε πολυτελή αίθουσα. Έβαλε γύρω-τριγύρω όλους τους μεγάλους έλληνες συγγραφείς, και στη μέση ο Όμηρος. Ανοίγει το στόμα του καθώς τερρακόττα, και κάνει εμετούς. Και οι άλλοι τρώνε εν χορώ τα «ἐμημεσμένα».

Τριάντα αιώνες τώρα τον μελετάμε. Τον διδάσκουμε, τον σπουδάζουμε, τον εξηγάμε, τον σχολιάζουμε, και στην άκρη του δεν εφθάσαμε. Κι ούτε θέλει να φτάσουμε ποτές. Αυτός λοιπόν είν’ ο Όμηρος; Ένας ανοϊκός γεροντάκος; Σε καλό μας, δηλαδή,

Ο μαθητής με τα έξυπνα μάτια έχει δίκιο. Μας προκαλεί. Να αποβάλουμε τη σύνδρομη αφέλεια που, χωρίς οι ίδιοι να το νιώθουμε, κατεβάζει το δάσκαλο στην ηλικία του μαθητή. Ο μαθητής μας προκαλεί να ιστορήσουμε αλλοιώτικα την ιστορία. Όχι πια για τα παιδιά, αλλά για τους γερόντους. Κάπως έτσι.

                                                       * * *

Στον παλιό καιρό, στα χρόνια του Τρωικού πολέμου και του Όμηρου που λένε, ένα καράβι ταξιδεύει στις θάλασσες. Οι ναύτες του είναι σκαριά και ράτσες. Γεμιτζήδες, μούτσοι, λοστρόμοι, καμαρώτοι. Ανάμεσά τους βρίσκεται ίσως και κάποιος κοντραμπατζής.

Είναι όλοι τους άνθρωποι αγράμματοι, μεροκαματιάρηδες, αγροίκοι. Το ξεροβόρι και η αρμύρα έχει αργασμένο το πετσί τους. Είναι ξυπόλυτοι, χελωνόδερμοι, σκύλοι καραβίσιοι, θαλασσόλυκοι που λέει ο κόσμος. Η γλώσσα τους είναι φτενή, οι λέξεις το πιότερο χυδαίες. Οι βρισιές περισσεύουνε. - Μη βρίζεις σα ναύτης! που λέει η παροιμία.

Όλο ετούτο το τσούρμο ταξιδεύει στα πέλαγα μήνους, και κάποτε χρόνους. Δε βλέπουνε παρά θάλασσα και ουρανό. Και ζούνε με τους αέρηδες, τις τρικυμίες, τα κίντυνα, τους σκορβούτους, τη ναυτία. Και οι καρχαρίες να χάσκουν στου καραβιού τις πάντες. Ο καθένας στη δουλειά του. Στο κουπί, στο βίτζι, στον αργάτη, στη γέφυρα, στο δοιάκι.

Κάθουνται τα βράδυα, αστρονομίζουνται, κοιτάνε το Νότιο Ιχθύ, τον α του Κενταύρου, το Σταυρό του Νότου, και σκέφτουνται το σπίτι τους. Να γυρίσουνε στα παιδιά, στη γυναίκα, στους φίλους. Το λιμάνι, η ταβέρνα. Να πιούνε το κρασάκι τους, να καλοκαρδίσουν, να τραγουδήσουνε, να ξεδώκει ο νους. Να ξαναγίνουνε άνθρωποι, μωρέ.

Πολλά τους λείπουνε. Και η στέρηση κρατά την ψυχή τους φρυγμένη γη. Αλλά πάνω απ' όλα τους λείπει η γυναίκα. Αχ, το θηλυκό, η τρυφερή σάρκα, το νόστιμο φιλί, το «παίξε με».

Και είναι όλοι τους στο φόρτε της ηλικίας. Δυνατοί, νταβραντισμένοι, ακαταπόνητοι, να πλαντάξουν. Το βράδυ στυλώνουν το βλέμμα σε κάποια γυμνή καρφωμένη στον τοίχο της κουκέτας. Τότε το μάτι τους μαυρίζει. Για μια στιγμή σταματά η ανάσα τους. Ένας υδράργυρος νιώθουν να κυλάει στην πλάτη τους ως κάτου στη ραχοκοκαλιά. Οι ασκητάδες της λαγνείας, που έλεγε ο Μυριβήλης για κάποιους άλλους ναύτες σε χαρακώματα και σε αμπριά.

Τι πάει να πει γυναίκα για το ναυτικό, το ξέρει όλος ο κόσμος.

- Ο στόλος! έρχεται ο στόλος! Θυμηθείτε το σύρμα που έπεφτε σε παλιότερους καιρούς στον Πειραιά, όταν έφτανε ο 6ος Στόλος. Η προκυμαία, τα μαγαζιά, τα ντερσέκια, η Τρούμπα. Όλα τα σήκωνε και τα αρμένιζε ένας άνεμος πυρετός. Σε κορμιά και σε παντελόνια, σε σάρκες και σε τσέπες συναγερμός και πόλεμος.

Τέτοιοι είναι και οι σύντροφοι του Οδυσσέα. Οι ασκητάδες της λαγνείας. Και ξαφνικά βρίσκουνται σ’ ένα εξωτικό νησί. Ξανοίγουν μπροστά τους μια ωραία γυναίκα. Είναι τόσο έμορφη, που μοιάζει μάγισσα. Καθώς τους πλησιάζει, περπατάει και νομίζουνε πως γίνεται σεισμός.

- Παναγιά μου! θα βουλιάξει το νησί.

Μάγισσα λέμε και σήμερα μια ωραία γυναίκα. Όπως και γόη έναν αρρενωπό άντρα. Γητευτής που μαγεύει τα σουρούλια και τα φίδια. Πόσα τραγούδια δεν εσκαρώσανε ο Μάρκος και ο Μπάτης και ο Τσιτσάνης για μάγισσες και βότανα, και λαγγεμένη Ανατολή.

Αυτή λοιπόν είναι η Κίρκη. Μια γυναίκα θύελλα και καταποντισμός. Στέκεται αγνάντια, κουβεντιάζει τους ναύτες, και η ερωτική πενία αγκριφώνει άγρια τα κορμιά τους. Νιώθουν να τους χτυπάνε απανωτά ουρές από κίτρινους σκορπιούς.

Αλλά και η Κίρκη είναι μόνη. Βασίλισσα στην ερημιά σαν τη βασίλισσα του Σαβά στα ταξίδια του σοφού Σολομώντα. Απολησμονημένη σε μία εξωτική όαση.

Πόση εμορφιά, και πόσα καλέσματα του αίματος τριγύρω της. Κήποι, χουρμαδιές και ανανόδεντρα, λωτοί για λωτοφάγους, ίσκιοι, φυλλωσιές που τις τυφλώνει το κάθετο φως, πουλιά να κελαηδούν κρυμμένα στους φοίνικες. Και οι καθαρές αμμουδιές απλωμένες ανάσκελα. Στη μέση το ωραίο παλάτι, στην άκρη το ατλάζι του πέλαγου. Και κάπου κοντά οι σπηλιές της αμμουδιάς, κι οι ζωγραφιές της θάλασσας. Τόποι για εμπνοή και ποίηση.

Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές
υπάρχει μια δίψα υπάρχει μια αγάπη
υπάρχει μια έκσταση (ii).


Και η Κίρκη η σκοτεινή είναι φλεγόμενη σαν του ήλιου τις κηλίδες. Ο Όμηρος κάπου τη φωνάζει και ηλιογέννητη. Είναι δροσάτη και θαλερή. Και πάνου απ' όλα διψασμένη για άντρα.

Καθώς καίει το τζάκι κέδρα και λιβανωτούς· καθώς ανάβουν τα δαδιά και οι λαμπάδες στους λυχναστάτες· καθώς κορώνει ψηλά ο πολυέλαιος· εκείνος ο τολμηρός του Καβάφη που

μες στη φλόγα του την καθεμιά πυρόνει
μια λάγνη πάθησις, μια λάγνη ορμή·(iii)


καθώς στρώνεται το πλούσιο τραπέζι με κυνήγια, με «καθαρά» ψάρια, με δυνατά κρασιά· καθώς αρχίζουν τα λιανοτράγουδα...

Οι σύντροφοι, ένας ένας, γνωρίζουν τους κόλπους της Κίρκης.

Και η δαιμονική γυναίκα είναι αχόρταγη. Ορμάει και μπαίνει στο βαθύ της στοιχείο σαν την πανσέληνο.

Ποιος αρχαίος συγγραφέας αναφέρει για την Κλεοπάτρα Σελήνη, τη γνωστή μας, ότι σε μια νύχτα έκανε στοματικό έρωτα με δεκάδες ρωμαίους ιππείς; Και ο λατίνος ιστορικός μιλά για την ακαταπόνητη Μεσσαλίνα, τη γυναίκα του Κλαύδιου, ότι σε διαγωνισμό δύναμης, ταχύτητας και αντοχής κατατρόπωσε τις πιο διαβόητες εταίρες της Ρώμης. Η Κίρκη γίνεται στέρνα ακένωτη χυμών, και βροντείο ήχων.

Έρχεται, λοιπόν, η ερωτική παννυχίδα χωρίς όρια και μέτρα. Βόγγος άγριος του πελάγου, τρικυμία τρικούβερτη στους κήπους, αστραπές και τρέμουλο στα παράθυρα, στις κάμαρες, στα φωτανάμματα. Είναι αγριολατισμένο το τραγούδι του Καικία και του Σκίρωνα, του Εύρου και του Λίβα. Θα υπάρχει στη θέση του αύριο το νησί; Ή θα τό ‘χουν καταπιεί οι ροές του ωκεανού και η συνταραχή των άστρων;

Και τη μία νύχτα ακολούθησε άλλη. Και τη μία μέρα ακολούθησε άλλη, και άλλη. Και επέρασε καιρός πολύς σε ώρα λίγη. Και ο Οδυσσέας περιμένει στο καράβι με την παλάμη κεραμίδι στο μέτωπο.


Δεν ημπορούμε παρά να λογαριάσουμε την ψυχολογική μετάλλαξη που συντελέστηκε στα συνήθια των συντρόφων. Των άξεστων συντρόφων που βρεθήκανε καταμεσίς στη δίνη του αρσενικού ζώου. Πού ήσανε χθες, και πού βρίσκουνται τώρα; Όλο τον καιρό επαλεύανε με την κόλαση. Η βάρδια, το κουπί, η αϋπνία, η πείνα, ο κίνδυνος, η ναυτία, η ανία, το ως πότε;

Και ξαφνικά η μέρα εγύρισε φύλλο, και η σκυλίσια αίσθηση έγινε όνειρο. Παράδεισος, χορτασμός, μαγεία, όργος και τελεσμός. Ένα παραμύθι ανύποπτης φαντασίας εκατέβηκε, και ετύλιξε με μουσική βαθύηχη και όραση θολή ολάκερη την ύπαρξη των συντρόφων.

Μα το να ζήσεις έτσι είναι διάταξη και σύνταξη θαυμάτων. Και να πεθάνεις έτσι είναι μεταλλείο μετεώρων που, μέσα από τα ερείπια και την τέφρα των άστρων, χύνουνται καταχυτά στους καταρράχτες των γαλαξιών.

Ο πιο ωραίος θάνατος, λέει κάπου ο Γκαίτε (iv), είναι να στροβιλίζεσαι σ' ένα τρελό χορό με τη γυναίκα που αγαπάς, και να πέσεις απότομα ξερός.

Οι σύντροφοι σιγά σιγά βουλιάζουν σ' ένα ηδονικό αποκάρωμα. Ένας γελούμενος πυρετός, μια αίσθηση παντοδυναμίας μέσα στην τέλεια άφεση τους κυριεύει ως τις ίνες και τα κύτταρα. Σιγά σιγά τα ξεχνούν όλα.

Πάει και κυβερνήτης και καράβι. Πάει η θάλασσα, το ταξίδι, η αποστολή, ο νόστος και η Ιθάκη. Αυτά τώρα πια είναι για τους πεζούς και τους φρόνιμους. Ετούτοι το κρασί τους το πίνουνε άκρατο. Δε γίνεται να το νερώσουν. Ακριβώς σύμφωνα με την αίσθηση εκείνου του τρομαχτικού λυρικού, που πέθανε στα είκοσι εννέα του χρόνια:

Της που ορίζει Ποστούμιας ο νόμος τό ‘πε:
Όπου αρέσει σας δώθε πάρτε δρόμο
νερά εσείς, του κρασιού χαμός,
τραβάτε στους σεμνούς.
Εδώ μένει αγνός ο Βάκχος (v).


Εάν χρωματίσουμε με λίγο ηθικό λουλάκι ετούτη τη σύρριζη αλλαγή στη συμπεριφορά των συντρόφων, βλέπουμε τους εαυτούς μας αναγκασμένους να μιλήσουν για ανθρώπους που γινήκανε ζώα. Τα ξεχάσανε όλα. Και στο θόλο της ζωής τους ένας είναι ο ήλιος. Η Κίρκη με τα θέλγητρα και με τα παιχνίδια της. Ο πόλεμος του θέρου και του τρύγου.

Τη μεταμόρφωση ο Όμηρος την περιγράφει με μια απλότητα που κλονίζει. Η Κίρκη άγγιξε τους συντρόφους με τη μαγική βεργούλα. Νά 'τανε άραγε αυτό η αχνογελόχαρη κλειτορίδα της; Κι εκείνοι γενήκανε γουρούνια.

Ο Οδυσσέας αποκαρτέρησε κάπου. Και πήρε τα βουνά και τα όρη. Ξεκινά να πάει να κάμει ο ίδιος αυτοψία. Να αναγνωρίσει έδαφος και κατάσταση. Τραβάει στο νησί, διασχίζει τους κήπους, περνάει την αύλειο θύρα, μπαίνει στο παλάτι, και βλέπει. Βλέπει και δεν πιστεύει.

Εδώ οι θάλασσες περάσανε μέσα από την τρύπα της βελόνας. Πυγολαμπίδες κι ακανθυλίδες ζουν μεγάλες περιπέτειες.

Το πρώτο που τού ‘ρχεται είναι ν’ αρπάξει το καμουτσί, και να γίνει Αίας μαστιγοφόρος σε πρόβατα και μοσχάρια.

- Σκυλιά! να τους φωνάξει. Ξεβράσματα και βδέλλες. Σας έστειλα στο αμπέλι για σκάψιμο, και σεις μου ξεκόψατε στο δρόμο, και γουρουνίζετε στην ταβέρνα. Εμπρός! ούλοι μπροστά και γραμμή, στο καράβι.

Όμως δεν είναι αυτή η επιλογή. Γιατί ο Οδυσσέας είναι έξυπνος.

Ο Οδυσσέας είναι ο πιο έξυπνος έλληνας του καιρού του, και των άλλων καιρών. Δέκα χρόνους επολέμησαν το κάστρο αρίφνητα ασκέρια Δαναών, και δεν έφτασαν να το πάρουν. Και κείνος, ένας και μόνος, το πήρε σε μια νύχτα.

Και να ειπείς πως ήταν ο πολεμοχαρής, ή ο γεννημένος στρατηγός; Όχι. Όταν στη γενική επιστράτεψη των ελλήνων επήγαν να τον πάρουν από την Ιθάκη, ο Οδυσσέας, για ν' αποφύγει, επήρε το ζευγάρι του τα βόιδια κι επήγε να σπείρει τις αμμουδιές αλάτι. Για να τον πάρουνε για τρελό, και να τον προσπεράσουν.

Πολύτροπον, και πολύμητιν, και πολυμήχανον τον ονομάζει ο ποιητής. Και τον θέλει εκλεκτό της Αθηνάς, της θεάς της σοφίας.

Κάθε φορά, διηγιέται ο Όμηρος, που τα πράγματα τον έριχναν στα στενά· κάθε φορά που έβρισκε μπροστά του τοίχο συμπαγή, εκεί που χρειαζότανε πόρτα για να περάσει· κάθε φορά που σήκωνε πελιδνός τα χέρια και φώναζε: - Βοηθάτε θεοί! χάνομαι· κάθε τέτοια αμήχανη και άπορη ώρα, κατέβαινε αστραπή η Αθηνά από τον Όλυμπο, και τού ‘δινε τη λύση:

-Έτσι θα κάμεις τώρα. Τούτο θα κάμεις τώρα. Πρόσεχε! από ‘δώ. Αυτό θα κάμεις τώρα!

Μας έχει πρήξει ο Όμηρος να το λέει και να το ξαναλέει. Ο Οδυσσέας, τονίζει ο ποιητής συνέχεια, είχε άγιο και πολιούχο την Αθηνά, τη θεά της σοφίας.

Ποια Αθηνά, αναγνώστη μου; Ποια θεά, και σοφία και κουροφέξαλα; Το μυαλό του είχε προστάτη και πολιούχο. Η σκέψη του ήταν η Αθηνά. Η σκέψη του, η αστραφτερή, η θυελλώδης στην ηρεμία της, η πάντα έτοιμη, η πολύτροπη. Η σκέψη του η λυγερή σαν το φίδι, και η τρομερή σαν τον πάνθηρα. Είδες ποτέ σου στο σκοτάδι να αστράφτουν τα μαχαίρια;

Την κάθε δύσκολη κατάσταση ο Οδυσσέας την εκτιμούσε ακαριαία. Το μυαλό του ήταν ένας πολύπλοκος υπολογιστής που έφτανε από τη Γενεύη στο Παρίσι. Αυτό τού ‘δινε την αστραπιαία λύση, που την εδιάβαζε ως την τελική της φάση. Τη λύση τη μία, την αδιανόητη, την εξαιρετική. Η σύλληψη των ελλήνων, ότι ήταν ο πιο έξυπνος άνθρωπος και ο προστατευόμενος της Αθηνάς σοφίας, περιέκλεινε αυτό ακριβώς το νόημα.

Τώρα, μπροστά στο πρόβλημα της Κίρκης σκέφτεται απλά: Ποιος ημπορεί να αποσπάσει ετούτους τους παράφρονες από αυτό το γλέντι των θεών; Έτσι και δοκιμάσω να ασκήσω βία, θα με αρπάξουν όλοι τους, θα με σκορπίσουνε κομμάτια, και θα σπείρουν τα μέλη μου στη θάλασσα. Όχι αυτός. Άλλος πρέπει νά ‘ναι ο δρόμος.

Ο Οδυσσέας κοιτάει ήρεμα τους συντρόφους. Σε μια στιγμή, και χωρίς να το νιώσει κανείς, αναποδογυρίζει το μάτι του, που να φανεί το ασπράδι. Όπως ακριβώς λένε ότι γινότανε το βλέμμα του Βοναπάρτη πριν από τις μεγάλες μάχες. Το Λόντι, το Μαρέγκο, το Αούστερλιτς.

Οπότε ο βασιλιάς της Ιθάκης πραγαλιάζει απότομα, κοιτάει με νόημα τους συντρόφους, και το γυρίζει σε σκοπό αντάμικο.

- Ωχού, καρντάσηδες! τι κελεπούρι και θάμασμα είναι τούτο. Η καύλα της λειώνει τα χάλκινα κηροπήγια. Και το γέλιο της καταλάμπει τον Όλυμπο. Γελάει και χαίρεται, και το ιερό όρος αστραποβολάει ολάκερο. Από το Λιτόχωρο έως το Μύτικα. Ορμάτε, κι εγώ μαζί σας.

Και ρίχνεται με τους άλλους στο γλέντι.

- Έτσι σε θέλουμε, αρχηγέ, φωνάζει το χαυνωμένο κοπάδι. Να μας ζήσεις. Και δίνουνε άγριο κρότο με τα χέρια.

Ο Οδυσσέας γνωρίζει τώρα με τη σειρά του τους κόλπους της Κίρκης. Τελευταίος, αλλά τους εγνώρισε.

Και το γλέντι τραβάει γαϊτάνι. Ωστόσο στο κλειστό σύστημα τώρα μπαίνει μια καινούργια αιτία, που θα φέρει το χαλασμό.

Για την Κίρκη ήρθε η ώρα, τώρα να γνωρίσει τον άντρα. Ο Οδυσσέας δεν είναι λοστρόμος. Ο Οδυσσέας δεν είναι ο κυβερνήτης. Ο Οδυσσέας δεν είναι ο βασιλιάς. Ο Οδυσσέας είναι ο πιο έξυπνος άντρας. Κι αυτό δε σημαίνει απλώς πολλά. Αυτό τα σημαίνει όλα.

Η Κίρκη είναι έξυπνη. Γι' αυτό είναι τόσο έμορφη, ώστε να φαντάζει μάγισσα και μάγισσας παιδί. Γι' αυτό μαγεύει τ’ άστρι και δεν περπατεί.

Αν δεν ήτανε έξυπνη η Κίρκη, δε θά ‘τανε κι έμορφη. Η εμορφιά είναι δύναμη νόησης. Η εμορφιά δεν είναι απλά καμπύλες, και χρώτας, και λίκνισμα, και λαιμός και μαλλιά. Η εμορφιά είναι δαιμονική κυριαρχία στον περίγυρο από αιτίες απροσδιόριστες. Είναι το «ἀμήχανον κάλλος» που λέει ο Πλάτων.

Κοιτάς μια γυναίκα στο δρόμο, και γίνεσαι χάνος.

- Τι κινούμενο όραμα είναι ετούτο! φωνάζεις, και πέφτεις με το αμάξι στην κολόνα. Σταματάς, την κουβεντιάζεις λίγο, κι όπου φύγει φύγει. Πέντε λεφτά σου άρκεσαν, για να βγάλεις από μέσα της το μοσχάρι και την όρνιθα.

Το ίδιο συμβαίνει και μ’ έναν άντρα που έχει επιφάνεια, αλλά από μέσα του είναι στεκάμενο έλος.

- Τι Πατούχας μου βγήκε, μωρέ, ετούτος ο ολυμπιονίκης!

Η Κίρκη, λοιπόν, τώρα γνωρίζει τον άντρα. Το διαπεραστικό της βλέμμα βγάζει από μέσα του εκείνη τη δύναμη που περνά από το ωραίο στο υπέροχο, όπως λέει ο Κάντ.

Ωραίο είναι το ρόδο, το ζουμπούλι, ο έποπας, το κελάρυσμα της πηγής, ο κήπος, το δειλινό. Αλλά ο κεραυνός, όταν σκάει δίπλα σου και σε τυφλώνει η λάμψη του και η βροντή του σε αλαλιάζει, είναι υπέροχος.

Και όσο το ωραίο τρέπεται στο υπέροχο, τόσο γίνεται και πιο επικίνδυνο. Το υπέροχο είναι τρομερό, και στις πολύ ψηλές τιμές του σκοτώνει. Παράδειγμα η ωραία Ελένη του Μενελάου, που έσυρε ξοπίσω της χιλιάδες κουφάρια.

Η Κίρκη, λοιπόν, τώρα βρίσκει τον άντρα. Τώρα ερωτεύεται. Κυριαρχική και κυριαρχημένη, αφήνεται σε μια αίσθηση θρίαμβου και πανικού. Αφανίζεται όλη μέσα στους εξοντωτικούς σπασμούς της ύπαρξης, και στις καταλαμπές των οραμάτων της.

Γυναίκα δαιμονική, γιατί ‘ναι έξυπνη, ερωτεύεται και παραδίνεται στον Οδυσσέα, όπως η θεά Καλυψώ. Η Καλυψώ εκράτησε τον Οδυσσέα εφτά χρόνους στη σπηλιά της. Και έφτασε να του τάξει την αθανασία, αν αρνιότανε για το χατίρι της την Ιθάκη.

- Άσε με, θεά μου, να φύγω. Να ιδώ μια μέρα να καπνίζει το φουγάρο της καλύβας μου. Την παρακαλούσε ο Οδυσσέας, και δάκρυζε. Άσε με.

- Όχι, παλικαρά μου. Δε σ’ αφήνω, γιατί μ' αρέσεις. Το βλέμμα σου με τρελαίνει, τού ‘λεγε η Καλυψώ. Εκείνος της γύρευε καπνό, κι εκείνη τον ζήταγε τσιμπούκι, λέει ο Σεφέρης (vi).

Έτσι οι σύντροφοι, σκύλοι του χασαπιού μπροστά στο λιοντάρι της σαβάνας, ένας ένας χάνουν τους κόλπους της Κίρκης. Δεν έχει μάτια να τους δει. Με μια ψυχρολουσία ανάνηψης που σοκάρει, ξυπνούν από το ναρκωτικό τους αποκάρωμα. Από το βαθύ ύπνο της ηδονής και της ακηδίας ξανανεβαίνουν πάλι στη σφαίρα της εγρήγορσης. Τινάζουν το κεφάλι, τεντώνουν τα άκρα, ξανοίγουν τα μάτια, ξαναγίνουνται άνθρωποι.

Ο Όμηρος το σημείο αυτό το παρασταίνει με την ίδια απλότητα της υψηλής ποίησης. Ο Οδυσσέας υποχρεώνει την Κίρκη με το σπαθί να ξανακάμει τα γουρούνια συντρόφους. Οι σύντροφοι λοιπόν ξυπνούν. Κι ένα πρωί...

- Ε βασιλιά, σήκω να φύγουμε. Μας περιμένει το καράβι, η θάλασσα, το ταξίδι, τα σπίτια μας. Ο πηγαιμός για την Ιθάκη.

Αλλά ο Οδυσσέας αυτό ήθελε. Μόνο που για να το πετύχει σε τούτη τη στιγμή χρειάστηκε να αλλάξει τη ρότα του τρόπου του. Κάποτε, βλέπεις, για να φτάσεις στις Ινδίες, πρέπει να τραβήξεις κατά Αμερική.

- Εμπρός στρατιώτες μου. Πάμε!

Και γυρνώντας στην ωραία γυναίκα την εκοίταξε μ’ ένα τρυφερό βλέμμα που έσταζε μεγάλο πόνο.

Ο Οδυσσέας αποχωρεί από το νησί της Κίρκης περισσότερο ευλογώντας, και λιγότερο ερωτευμένος (vii).


Υπόμνημα:
i Δημόκριτου, Απόσπασμα 147 (Εκδ. Diels - Krunz).
ii Σεφέρη Γ., Ποιήματα, σ. 150 (Εκδ. Ίκαρος), 1979.
iii Καβάφη Κ.Π., Ποιήματα, Α’ 60 (Εκδ. Ίκαρος).
iv Γκαίτε, Φάουστ. Ι, 1575-76.
v Είναι το ελεγείο 27 του λατίνου λυρικού Κάτουλλου. Μετάφρ. Π. Κολακλίδη.
vi Σεφέρη Γ., Έξι νύχτες στην Ακρόπολη σ. 52-3 (Ερμής).
vii Nietzsche F. II, 629 (Εκδ. Schlechta). Η εικόνα του Νίτσε είναι για τον Οδυσσέα και τη Ναυσικά.


Σημείωση: Ο Δάσκαλος, μεγάλος τεχνίτης και παραμυθάς, έκανε την Οδύσσεια μια παραβολή, με τον απαράμιλλου κάλλους φιλοσοφικό του τρόπο. Δίδαξε πως το να βλέπουμε τα πράγματα, με τρόπο πέραν του προφανούς, μπορεί να μας δώσει την ευκαιρία να συναντήσουμε  λυτρωτικές αλήθειες και απροσδόκητα αποκαλυπτικές όψεις των πραγμάτων.

Πέμπτη 5 Μαρτίου 2015

Βιβλιοδρόμιο (Ι). Λιαντίνης, Δ. Αλικάκου

Image result for εικόνες λιαντίνης 


Τον Λιαντίνη τον συνάντησα τυχαία στο διαδίκτυο, και οι εντυπωσιακές του ομιλίες με τράβηξαν κοντά του σαν μαγνήτης. Πολύ καιρό μετά από την αποχώρησή του.

Δεν ήταν μία, αλλά πολλές, και για διάφορα θέματα. Είδα (πολλές φορές) ό,τι έχει αναρτηθεί στο διαδίκτυο. Διάβασα και κάποια βιβλία του.Δεν ήταν τυχαίες ομιλίες. Ήταν ευαγγέλια παιδαγωγικής, γνώμονες θέασης του Κόσμου, Μνημεία ήθους και ακεραιότητας, γνώσης και γνώμης, Πρότυπα ζωής και συνέπειας. Ήταν όλα Αλήθεια, ήταν όλα Ωραία. Ήταν Επικά. Γι’ αυτό δεν θα ξεχαστούν ποτέ, όλα όσα με τη γλωσσοπλαστική του δεινότητα είπε Αυτός ο Δάσκαλος.

Ακόμη και τα τυχόν λάθη του και οι τυχόν υπερβολές του.
Τίποτε δεν σκιάζει την εικόνα του.
Αραγής η δημόσια εικόνα του Δασκάλου.

Κύριε Αλικάκο,
ο Λιαντίνης “σας”, ήρθε να μας δείξει και την εικόνα του ανθρώπου στην ιδιωτική του ζωή. Στις προσωπικές του στιγμές, τις στιγμές με τους φίλους και την οικογένειά του.

Σας ευχαριστούμε γι’ αυτό σας το διάβημα. Αυτό είναι ένα δώρο προς όλο εκείνο τον κόσμο, που δεν γνώρισε προσωπικά και εκ του σύνεγγυς τον άνθρωπο. Γιατί με το έργο σας αυτό, αναδείξατε εκείνες τις όψεις του ανδρός που καταδεικνύουν πως ακόμη και στις πιο ιδιαίτερες στιγμές του ήταν ίδιος: ενάρετος, φιλόσοφος, διδακτικός, καθοδηγητής, οραματιστής, ακέραιος, με ήθος σταθερό και όχι στιγμιαίο, χωρίς διστακτικότητες και παζάρια στο στιγματισμό του λάθους οιουδήποτε βαθμού, έντιμα αναγνώριζε το λάθος του, κι έντιμα ζητούσε ανάληψη ευθυνών για τα ίδια εκάστου λάθη, πρόθυμος να πληρώσει το τίμημα όταν έσφαλλε, άνθρωπος που κράτησε τη φιλία και τη χόρτασε, ένιωσε σε όλη της τη μαγεία και τη χάρη τη μυστική φύση της γυναίκας, και πορεύτηκε μονάχος από επιλογή ευθύνης, κι όχι από έλλειψη συνοδοιπόρων, χωρίς να εκμεταλλευτεί τα αισθήματα κανενός, ούτε τη φιλοτιμία και την απλοχεριά.

Στην επαγγελματική του πορεία και την παρουσία του στο Πανεπιστήμιο, τόση σιγή είχε τηρηθεί, και προφανώς τόσο πόλεμο δέχθηκε ένας ξεχωριστός άνθρωπος, που η ύπαρξή του είχε θαφτεί στις ενστάσεις για ειδικότητες και αναρμοδιότητες, και για ψυχικές διαταραχές και ιδιορρυθμίες.

Μα όταν κανείς βλέπει το έγκλημα κι είναι μόνος, όταν βλέπει το μηδέν εκεί που χρειάζεται το άπαν, δεν αρκεί να κάνει καλά τη δουλειά του. Πρέπει και να πάρει θέση. Και αφού ο λόγος του ήταν αιρετικός, γιατί υπερέβαινε τα εσκαμμένα της πολιτικής ορθότητος, πήρε θέση με τη ζωή του. Γιατί ο λόγος του ο αιρετικός, δεν ήταν θόρυβος, ήταν το αίμα του που άχνιζε.

Με το πόνημά σας, μας οδηγείτε σε μια στάση ψυχικού και πνευματικού “αφοπλισμού”. Είναι αναντίρρητα γιατί είναι τόσα τα στοιχεία που παρατίθενται, που κι ο πιο κακόπιστος αναγκάζεται να μπεί και να πορεύεται μαζί με τον βιογραφούμενο Δάσκαλο, το δρόμο της φιλοσοφίας. Να μπαίνει στο ρόλο ζωής ενός σκεπτόμενου ανθρώπου που ως πνευματική αγκαλιά διαχειρίζεται την ανάπτυξη του ανθρώπου, και να ζει την αγωνία για τη δημιουργία του όντως όντος.

Κι όλα αυτά μας τα δείξατε βήμα-βήμα.

Σας ευχαριστώ.
Ελένη Αθανασούλη.



πηγή

Σημείωση:  μια ωραία φωνή για τον Δημήτρη Λιαντίνη εδώ 

Ωδή στο Δάσκαλο


Image result for εικονες δημητρης λιαντινης


Ο Ήλιος εβασίλεψε!

Τόσον καιρό μελετώ και πικρά μα θερμά σε διαβάζω, 
Και γι’ αυτό δυνατή και ακμαία θαρρούσα πως για πάντα θα ήμουνα
Καθώς τό 'νιωθα πως με κάθε γραμμή σου τη ζωή μου αλλάζεις.

Που με τρέφεις με φως, και νια κύτταρα κάθε τόσο μου βάζεις.

Μα ήρθε στιγμή, και καθώς την φριχτή απουσία σου ένιωσα,
το δάκρυ μου εστάθηκε στου ματιού μου την άκρη
και να πέσει δεν τ’ άφηνα μη χαθεί σαν το ώριμο στάχυ.

Τι ήταν πολύτιμο. Όχι πόνου, τιμής και αγάπης ήταν δάκρυ.

Την απώλεια δεν ένιωσα σαν χαμό του πατέρα,
Δεν την ένιωσα σαν χαμό αδελφού πολυφίλητου
Μα σαν ρήγμα την ένιωσα, στην καρδιά πέρα ως πέρα.

τί πικρή ‘ ναι η ορφάνια από λόγο Δασκάλου, θεμελιωτή, καλο-μίλητου!