Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2016

Μια τέτοια νύχτα σαν άλλοτε...Μια τέτοια νύχτα σήμερα...


Image result for εικόνες αγιος βασίλειος 

Πόσοι από εμάς τους μεγάλους δεν θυμόμαστε τις πρωτοχρονιάτικες προσδοκίες μας, πόσοι διαψευσθήκαμε και πόσες φορές χαρήκαμε αληθινά την ημέρα της πρωτοχρονιάς!

Τα παιδικά μας χρόνια αλησμόνητα μένουν, για τις προσδοκίες και για τις χαρές που είχαμε, αλλά και για τις λύπες, που σημαδέψανε την ζωή μας, και ωριμάσανε την σκέψη μας.

Μικρά, στο παραγώνι, ακούγαμε τις ιστορίες του μπαμπά, κι εκστασιαζόμασταν, αλλά έτσι ανακατεμένα που είμασταν, μικρά και μεγάλα μαζί, οι ιστορίες δεν μπορούσανε να είναι πάντα φανταστικές, με υποθέσεις ανύπαρκτες. Γιατί οι μεγαλύτεροι δεν άφηναν τα ψεύτικα τερτίπια να στεριώσουν. Οι μεγάλοι ρωτούσανε, κι οι μικροί μαθαίνανε πριν την ώρα τους. Κι έτσι, όλοι, μικροί μεγάλοι, μάθαμε την αλήθεια για τα πράγματα. Και μάθαμε πως Αγιοβασίλης για τον καθένανε είναι εκείνος που τον φροντίζει και τον αγαπά. Εκείνος που προφταίνει τον πόνο κι ανακουφίζει την μοναξιά και την φτώχεια. Εκείνος που αγαπάει όλους τους ανθρώπους που «ποιμαίνει», κι υπακούει μονάχα στη φωνή Θείου, του δικαίου και της ελεημοσύνης. Κι ότι «Αγιοβασίλης», μπορεί να γίνει ο καθένας -στα μέτρα του- άμα το θέλει η ψυχή του.

Εκεί μάθαμε πως ο Αγιοβασίλης ήτανε νέος και επίσκοπος σε μια μεγάλη πόλη της αυτοκρατορίας, την εποχή που βασίλευε ο Ιουλιανός. Αυτός, που ήθελε να ξαναστήσει στα πόδια της τη δωδεκάθεη αρχαία θρησκεία. Κάνοντας πόλεμο ζήτησε από τους κατά τόπους επισκόπους να του δώσουν τα χρυσάφια των Εκκλησιών για να αγοράσει όπλα. Ο Αγιοβασίλης, νέος επίσκοπος τότε, με την θέρμη της πίστης του, αρνήθηκε να συμμετέχει στην χρηματοδότηση του πολέμου, κι απάντησε πως δεν έχει να δώσει τέτοια βοήθεια. Μα ο βασιλιάς εθύμωσε πολύ, κι αντιμήνησε πως σαν επιστρέψει θα εξολοθρέψει τον θρασύ επίσκοπο και τον ανυπόταχτο λαό του.

Ο Αγιοβασίλης τότε, συλλογίστηκε πως μπορεί και να έκανε λάθος, και φοβούμενος μην πάρει στο λαιμό του τις ψυχές του κόσμου, τους είπε το πρόβλημα που είχε να αντιμετωπίσει. Και τους παρακάλεσε να δώσουν ο καθένας τους το κατι τί του, για να τα δώσει όλα μαζί στον βασιλιά, μπάς κι αποφύγουν το κακό που σχεδίαζε σε βάρος τους. Μα ο βασιλιάς, σε 'κείνη την μάχη σκοτώθηκε και δεν γύρισε για να πάρει το χρυσάφι. Κι ο Αγιοβασίλης, ο επίσκοπος-τότε-Βασίλειος, για να επιστρέψει τα χρυσάφια του κόσμου, διέταξε να φτιάξουν ψωμάκια και μέσα σ' αυτά να κρύψουν τα κοσμήματα που είχαν προσφέρει οι πιστοί, και τους τα μοίρασε. Έτσι, πήρε ο καθένας από κάτι, γιατί δεν ήταν πια μπορετό να βρεθεί ποιός είχε δώσει και τί. Γι' αυτό κι εμείς σήμερα, σε ανάμνηση της δίκαιης χαράς για την επιστροφή των θησαυρών, βάζουμε «φλουρί» στην αγιοβασιλιάτικη πίτα, για να κερδίσουμε πίσω, εκείνο που ήδη είχαμε δώσει.

Κι εκεί μάθαμε, πως ο Αγιοβασίλης ήτανε ο προνοητικός επίσκοπος, ο σοφός πατέρας που ήθελε να προστατέψει τα τέκνα του, κι ο δίκαιος οδηγητής ψυχών.

Ο Άγιος αυτός δεν ήτανε γέροντας με ρόδινα μάγουλα, πλούσιος και καταναλωτής. Νέος μοναχός, έγινε επίσκοπος, και νέος απεβίωσε. Ήτανε το πρότυπο της αρετής και της εγκράτειας, το παράδειγμα της φιλομάθειας και της μελέτης, της αγνείας, της αφοσίωσης και της πίστης στον λόγο του Ευαγγελίου. Η δράση του πολυσχιδής και η ευαισθησία του τεράστια. Είναι εκείνος που ίδρυσε τα πρώτα νοσοκομεία, τα γηροκομεία και τα φιλανθρωπικά ιδρύματα, σε μια εποχή που- ακόμη και- η ιδέα αυτή, ήταν ανύπαρκτη. Ο πρώτος που καλλιέργησε την μαθητεία σε πρακτικές τέχνες κι εργασίες, κι εκείνος που εκήρυξε την μεγάλη σημασία της αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας.

Απεβίωσε στα 50 του χρόνια, εξαντλημένος από την προσφορά στον ενδεή, και από την σωματική και πνευματική άσκηση, σύμφωνα με τις επιταγές της μοναστικής του πολιτείας.

Το όνομά του και το έργο του αποτελούν φάρο για όσους προτίθενται να διδάξουν, να επισκοπήσουν, να διοικήσουν, να προσφέρουν, να μονάσουν, να υποστηρίξουν ή να ασκηθούν και να παραδειγματίσουν με την ζωή τους.

Μπορεί ο μπαμπάς μου, να μην τά'ξερε όλα τούτα, τότε που ήμουνα μικρό παιδάκι. Μα η λειψή αφήγησή του με οδήγησε να βρώ τα απολειπόμενα, και με την σειρά μου να συμπληρώσω την ιστορία. Και, τελικά, να αξιολογήσω θετικά, το αληθινό του παραμύθι.

Μετά από χρόνια, ήρθε η ώρα να πλέξω το παραμύθι με την ιστορία και να διηγηθώ κι εγώ στα δικά μου τα παιδιά, την αληθινή ιστορία του Αγιοβασίλη, που φροντίζει κι αγαπάει, που προστατεύει και δεν αδικεί τον κόσμο που είχε να καθοδηγεί. Του Αγιοβασίλη, που η μέριμνα και η αγωνία του για τον άνθρωπο, και κυρίως για τα παιδιά, αποτυπώθηκε από πολύ παλιά, στα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα.

Σε τούτο το έργο μου, Μάνα πιά, βοήθησε κι η αείμνηστη Δασκάλα τους, η Σμαράγδα, που πάντα της αληθινή και παιδαγωγός, ήρθε αρωγός και συμπλήρωσε την νουθεσία των παιδιών στο μυστήριο της αλήθειας, της αγάπης και της ευθύνης. Μαζί και η γιαγιά τους, η Κασσιανή, η άλλη Δασκάλα.

Αξέχαστη μου έμεινε σαν παιδί, η απομυθοποίηση της χαρούμενης κινηματογραφικής μορφής που γελάει και παίζει χωρίς να λογαριάζει τους πολέμους που γίνονται δίπλα της, και που ενώ ο κόσμος χάνεται, αυτή η φιγούρα προσφέρει καραμέλλες και παιχνίδια αντί για οικογένεια, αγκαλιά και φροντίδα[, ή (σήμερα) κινητά τηλέφωνα και βιντεοπαιχνίδια!]. Κι έτσι έμαθα πως το ψέμμα είναι πολύ όμορφο, αλλά δεν έχει περιεχόμενο.

Αλλά γιατί τόσο ψέμμα; Μόνο για την διαφήμιση και τις πωλήσεις; Μπορεί να δεχθούμε να εξαφανίζονται οι ψυχές των ανθρώπων για χάρη των αγορών;

Αναρωτήθηκε κανείς, πώς θα ζήσουν αυτές οι ψυχές χωρίς το ψέμμα που φέρνει ευχαρίστηση, μονάχα προς στιγμήν; Πώς θα ζήσουν, όταν αυτό το ψέμμα αποκαλυφθεί, κι όταν πέσει η αυλαία της απελπισίας και της εγκατάλειψης, σαν η απάτη σβήσει τα φώτα της γιορτής;

Δεν είναι καλό να αφαιρούμε το μυστήριο από τον κόσμο των παιδιών, αλλά είναι πολύ κακό να τους κρύβουμε την αλήθεια και να τους γεμίζουμε το μυαλό με χρυσόσκονη και πλάνες.

Το μεγαλύτερο Μυστήριο είναι η αγάπη και η αφοσίωση. Αν μπορέσουμε να κάνουμε τα παιδιά μας να αγαπούν, τότε ίσως να αγαπήσουν και τον εαυτό τους, και να μην τον καταστρέφουν με συμπεριφορές αλλοπρόσαλλες, αλλόκοτες, ανεύθυνες κι ακατανόητες. Τότε ίσως να προσπαθούν φιλότιμα και να αποκαλύπτουν τις δυνάμεις που κρύβουνε μέσα τους όλες οι αγνές, οι σπουδαίες κι αφοσιωμένες σε αξίες και αγάπη, ψυχές.

Ένα σημείωμα αλλιώτικο από τ' άλλα

Image result for εικονες άνοιξη

Ένα Ευχαριστώ
σε όσους μοιράζονται μαζί μου τις σκέψεις
που στεγάζει η «Φιλαρέτη»,
    και τις έγραψα, 
  • σαν κόρη, 
  • σαν μάνα, με τα παιδιά μου στην ξενητειά, 
  • σαν αδελφή, μακριά από τ' αδέλφια μου, 
  • σαν θεία, με πολλά αγαπημένα ανήψια, μακριά μου
  • σαν γιαγιά αγαπημένων και φιλομαθών νεαρών βλαστών, προσδοκώντας και τους επόμενους, δικούς μου και άλλους...να 'ρθούν στην παρέα μας... για να μαθαίνουμε, και να δενόμαστε, λέγοντας τις ιστορίες και τα παραμύθια μας.
  • σε ώρες αναλογισμού ευθυνών και υποχρεώσεων
  • σε ώρες μνήμης ευεργεσιών και αγάπης
  • σε ρομαντικές ώρες
  • σε ώρες θλίψης
  • σε ώρες αποχαιρετισμού αγαπημένων
  • σαν καλή και καρδιακή φίλη, 
  • για πολλούς κι αγαπημένους ζωής παραστάτες... και, τέλος
  • σαν χαμόγελο
  • και σαν καλωσόρισμα, σε όσους καλοπροαίρετα επισκέπτονται το στέκι αυτό
  • μαζί με μια ευχή για την ημέρα: Καλή κι Ευλογημένη Χρονιά το 2017!

Αύριο όλα θα τελειώσουν!


Image result for εικόνες ο παίκτης ντοστογιέφσκι 

Παίχτης; όχι, δεν ήτανε! Ποτέ του δεν έπαιξε, σαν κάποιους που κάθονται στο τραπέζι της τσόχας και ξημεροβραδιάζονται κερδίζοντας και χάνοντας το βιός τους. Ή μετρώντας την αντοχή τους στης τύχης τα καμώματα. Χάνοντας την λατρεμένη του γυναίκα, είχε ιδεί την τύχη του, αλλά δεν είχε ακόμη μετρήσει τις δημιουργικές του δυνάμεις. Είχε και δυο παιδιά.

Ήτανε οικογενειάρχης άνθρωπος! Ήτανε επιχειρηματίας! Ήτανε πια Πατέρας μιας μεγάλης οικογένειας που κρεμότανε ολόκληρη απ' το μυαλό και τις αποφάσεις του. Κι επιχειρηματίας με ανοιχτούς λογαριασμούς στην δημιουργία και στην παραγωγή. Δεν μπορούσε να παίξει στην τύχη ό,τι με περισσή φροντίδα και σκέψη έχτιζε. Στο στόμα του καθημερινή η προσευχή και η δοξολογία.

Τα χειμωνιάτικα βράδια στο παραγώνι, μας αφηγήθηκε τα μεγαλύτερα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Εκείνη η Γωνιά, ήτανε το Σχολείο μας! Ήτανε «το παιχνίδι του». Το κτίσιμο της ψυχής μας. Έτσι ένα βράδυ συναντήσαμε και τον Παίκτη!

Τον Παίκτη του Ντοστογιέφσκι, που έπεφτε από τον παράδεισο της νίκης, στην κόλαση της απελπισίας της ήττας. Κόκκινο-μαύρο. Σε μια στιγμή όλα χάνονταν ή όλα κερδίζονταν. Σε μια στιγμή. Σάλτο μορτάλε η κάθε ριξιά. Μαζί και τα ερωτήματα της ζωής, οι άνθρωποι και η άβυσσος της ψυχής τους.

Κι ο γλυκός μου ο μπαμπάς, που σε μια στιγμή είδε τη ζωή του να γκρεμίζεται καθώς έχανε την μάνα των παιδιών του, δεν ήθελε ποτέ του πια τέτοιες στιγμές. Ανθρώπινος ο θάνατος, μα δεν είναι στο χέρι μας τέτοια απώλεια. Ας μην την προκαλούμε. Και σαν βρέθηκε νοικοκύρης ξανά, με την μάνα μου στο πλευρό του, συχωρεμένοι κι οι δυό πια, φτιάξανε μια γλυκειά οικογένεια, και μάλιστα με «ιεραρχία»! Πότε μπήκε αυτή η ιεραρχία, δεν το κατάλαβα. Μόνο το έζησα. Όλα τα πράγματα είχανε τάξη, σειρά, πρόγραμμα, εργασία και προ πάντων χαρά. Γιατί τα μικρά παιδάκια πάντα είναι χαρούμενα και πάντα θέλουνε να παίζουνε και να κάνουνε σκανταλιές! Τα μεγάλα μου αδέρφια όμως ήταν εκεί! Κένταυροι στην διαπαιδαγώγηση και την παρακολούθησή μας. Τί όμορφα! Τώρα που μεγάλωσα ξέρω, και συμπεραίνω από αυτά που ξέρω, πως βρήκανε μια μάνα που τ' αγάπησε, κι εγώ, κι όλοι εμείς οι μικρότεροι, βρήκαμε στα πρόσωπά τους, διπλούς γονείς! Ακούραστους γονείς! Στα μέτρα μας και στις αντοχές μας!

[Πολύ αργότερα κατάλαβα ότι οι γονείς δεν έχουνε πάντα τις αντοχές που απαιτεί η ανατροφή κι η διαπαιδαγώγηση των παιδιών τους. Κι ακόμη κατάλαβα πως τα μεγαλύτερα παιδιά βρίσκουνε μεγάλο πράγμα να μεγαλώνουνε τους μικρότερους, γιατί αποκτάνε μεγαλύτερη δύναμη και υπευθυνότητα. Θυμάμαι πόσο απογοητεύτηκαν τα παιδιά μου σαν κάποτε ατύχησε μια πιθανή εγκυμοσύνη μου. Είχανε βάλει πρόγραμμα σε όλα, κάνανε διανομή ρόλων και καθηκόντων, γίνανε προσεκτικοί απέναντί μου, και τόσα άλλα! Χαθήκανε μεμιάς τα όνειρα που κάνανε για την νέα δομή της οικογένειας και για την διαπαιδαγώγηση του αναμενόμενου μέλους, σαν μάθανε πως δεν θα ρχόταν τελικά το μωρό που περιμέναμε!]

Μια παραμονή πρωτοχρονιάς, λοιπόν, που σ''όλα τα καφενεία του χωριού είχε στηθεί η τσόχα για το γούρι της πρωτοχρονιάς, πιέστηκε ο μπαμπάς από τους φίλους του ν' αλλάξει την συνήθεια και να παίξει. Ήταν απόβραδο, γιατί εκείνα τα χρόνια δεν ξενυχτούσαμε. Ο μπαμπάς δεν καθότανε άνετα μπροστά στο τραπέζι του παιγνίου, και το διαβολεμένο το παίγνιο τού'φερε νωρίς-νωρίς ένα πενηντάρικο κέρδος. Ένα πενηντάρικο, από εκείνα με όλες τις αποχρώσεις του μπλέ. Το πιο μικρό μας χαρτονόμισμα, τότε. Το κράτησε από την γωνία, σαν κάτι βρώμικο. Σε λίγο, προφασίστηκε -για να διακόψει- πως ήταν η ώρα δείπνου (με περιμένει η Αρετή και τα παιδιά) κι έφυγε. Σαν είδε το εμπορικό να είναι ακόμη ανοικτό, μπήκε μέσα και πήρε δυο ζευγάρια κάλτσες μπλέ, με το «βρώμικο» για να μην κρατάει πάνω του «τέτοια αποκτήματα». Κι ήρθε στο σπίτι κρατώντας το πακετάκι έξω και μακριά από τις τσέπες και τα ρούχα του! Τις ήθελε μπλέ για να ξεχωρίζουν από τις μαύρες που φορούσε συνήθως. Αυτές, τις μπλέ, δεν τις φόρεσε ποτέ!

Από τα μισόλογα, η μάνα μας κατάλαβε πως έπαιξε, μετάνοιωσε και λυπήθηκε πολύ επειδή κέρδισε στην τύχη τον κόπο κάποιου που είχε δουλέψει στα ξένα για μια ολόκληρη μέρα! Λυπήθηκε και δεν εύρισκε χαρά στην νίκη του, γιατί δεν έκανε τίποτε γι αυτήν.

Εκείνος, αποφάσισε, εκείνη, την μόνη φορά που έπαιξε, πως όχι αύριο, αλλά σήμερα όλα θα τελειώσουν. Και τέλειωσε τις δοσοληψίες με το παίγνιο, μια και καλή.

Δεν θεωρούσε την πρόκληση του παιγνίου δελεαστική και δεν της προσέδινε αφηρημένες ιδιότητες, εν όψει των ειδικών και συγκεκριμένων συνεπειών που είχε και τις οποίες ως αξίες και ως μεθοδολογία απέρριπτε.

Μετά από αυτά, εκείνο που μας εμφύσησε είναι να μην αφήνουμε στην τύχη την επιτυχία και την πρόοδό μας, αλλά να εργαζόμαστε γι' αυτήν με πίστη, με επιμονή και με συνέπεια στις αρχές και στις αξίες μας.

Κι αν για έναν τέτοιο λόγο θα είχαμε χάσει την ευκαιρία να ξέρουμε τον Παίκτη του Ντοστογιέφσκι, αυτό μπορεί να ήταν κακό για την λογοτεχνία, και για την εγκληματολογία (που ψάχνει να βρεί τα ελατήρια των ρίσκων και της επικινδυνότητας των ανθρωπίνων δράσεων), αλλά μπορεί να είχαμε λιγώτερες εγκληματικές πράξεις και να μην χρειαζόταν τόση ανθρώπινη πνευματική δύναμη και δράση για την έρευνά τους και την καταδίκη τους. Ποιός ξέρει;

Πόσο αλήθεια είναι πως «τίποτε δεν είναι ιερό κι όλοι έχουν το δικαίωμα να λένε ό,τι γουστάρουν»

Image result for εικόνες πάολα στον παπαδόπουλο

Ακούστηκε πως «τίποτε δεν είναι ιερό και πως όλοι έχουν το δικαίωμα να λένε ό,τι γουστάρουν». Η δήλωση αυτή μοιάζει με απόσπασμα από ιδιωτική συζήτηση, αλλά δεν είναι. Είναι μια δημοσιογραφική δήλωση, που κατατείνει σύμφωνα με την μόδα της εποχής, στην αποχαλάρωση της σκέψης και στην διανοητική παραλυσία.

Γιατί φαίνεται πως ο εμπνευστής αυτής της δήλωσης  δεν έλαβε υπ' όψιν του κανέναν άλλο εκτός από την δική του αίσθηση για τα πράγματα. Δεν είδε -ή αδιαφόρησε για- όλους εκείνους που δίνουνε την ζωή τους κάθε μέρα σήμερα, αλλά και από πάντα, ιστορικά, για κάτι που τους υπερβαίνει. Αν το είχε δεί, θα είχε ασφαλώς διαπιστώσει, ότι υπάρχουν «ιερά πράγματα». Τέτοια, που ο καθένας μας θα πρέπει να σκέφτεται αρκετά, πριν τα βεβηλώσει, πριν τα παρακάμψει, πριν τα καταργήσει δια του λόγου του. Ασφαλώς και δεν μπορεί ο καθένας να λέει «ό,τι του γουστάρει», ειδικά μάλιστα, όταν αυτό αφορά άλλους! 

Το ίδιο, κι όταν κάποιος μιλάει, εικάζοντας την βούληση άλλων. Στην περίπτωση αυτή, θα πρέπει να γνωρίζει καλώς, ή τουλάχιστον να προσεγγίζει όσο το δυνατόν περισσότερο, την αληθή βούληση του εικαζομένου ομιλητή.

Μπορεί ο καθένας να έχει την γνώμη του για τα καλλιτεχνικά κλπ. τεκταινόμενα, μπορεί να κάνει νόμιμη κριτική, μπορεί να έχει επιχειρήματα, αλλά καλό είναι να αποφεύγει το «κουτσομπολιό», την κατασυκοφάντηση, την διαλάληση της υποκειμενικής του αποδοκιμασίας στο πρόσωπο ή το επιτήδευμα κάποιου προσώπου, για να μην βλάψει -συγκεκριμένα- το πρόσωπο αυτό, που άλλοι μπορεί να το παραδέχονται για τον ίδιο ακριβώς λόγο. Γιατί τους αρέσει όπως είναι! Και αν μάλιστα, κάποιος,  επιθυμεί να έχει παιδευτική συμβολή στην κοινωνία λόγω θέσεως, ας δίνει το στίγμα του μέσω των δημιουργικών του προτάσεων κι όχι μέσω των ξεκατινιασματικών φληναφλημάτων του, γιατί η παιδευτική του ώθηση είναι δυσδιάκριτος... 

Ο καθένας μας θα πρέπει, όταν μιλάει -για άλλους, κυρίως- να λέει την αλήθεια γι' αυτούς, να μην τους συκοφαντεί και να μην τους προσβάλλει. Αυτό επιβάλλει ο πολιτισμός μας. Δεν μπορεί, επίσης, να δίνει οδηγίες στους άλλους που δεν θα έδινε ούτε στον εαυτό του, γιατί τους υποκινεί σε ασυδοσίες και ανοησίες. [Και καλά ο Σόϊμπλε και οι άλλοι. Αυτοί εξυπηρετούν το οικονομικό τους συμφέρον! Αυτοί μας βάζουν, μας υποκινούν, να κάνουμε του κόσμου τις εθνικο-πολιτικο-οικονομικές ανοησίες για να επωφελούνται οι ίδιοι. Εμείς, μεταξύ μας,] έχουμε καποιον λόγο να εξωθούμε αλλήλους σε ανοησίες;

Είναι γεγονός πως οι πραγματικά σπουδαίοι και μεγάλοι άνθρωποι δεν βάζουν «ταμπού και πρέπει» στους άλλους. Τα βάζουν όμως, στον εαυτό τους. Όχι ακριβώς με την έννοια της έξωθεν απαγόρευσης, αλλά της έσωθεν υπαγόρευσης περί του πρακτέου. Γιατί το έργο ενός πραγματικά μεγάλου ανθρώπου, επιδρά στις ζωές, και απηχεί τις ζωές, πολλών ανθρώπων που αγωνίζονται (ή θα έπρεπε να αγωνίζονται) για να “παιδευθούν” από την ζωή και από τα σημαντικά παραδείγματα ζωής, κι όχι το αντίθετο.

Ασφαλώς, οι πραγματικά μεγάλοι και σπουδαίοι δημιουργοί δεν στραβομουτσουνιάζουν με τις αδεξιότητες κάποιου, αλλά σέβονται την προσπάθεια του οποιουδήποτε. Εξάλλου, το ταλέντο διαφέρει από την προσπάθεια. Γιατί μια μεγάλη προσπάθεια ενδέχεται να έχει ένα καλό αποτέλεσμα, ενώ ένα μεγάλο ταλέντο χωρίς καμμία προσπάθεια, μπορεί απλώς, να χαθεί, ευτελιζόμενο από την ακηδία του.

Οι πραγματικά μεγάλοι και σπουδαίοι δημιουργοί διαρκώς αναζητούν και διαρκώς προσπαθούν να φτάσουν τα όριά τους. Και ασχολούνται με τους άλλους, μόνο όταν πρόκειται να συμπράξουν ή να προσφέρουν.

Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2016

Σκοτάδι στην πόλη, κι είναι Χριστούγεννα


Image result for εικόνες η ρόδα στο Σύνταγμα 


 

Εδώ και αρκετές μέρες (ή μήπως μπήκαμε στο δεύτερο μήνα;) το φώς του δρόμου μπροστά στο σπίτι μου είναι σβηστό, κι ο δήμος της Αθήνας, δέν έχει μάτια ούτε ευαισθησία γι' αυτό. Μια νύχτα μόνο τρεμόπαιξε, αλλά ξανάσβησε. Κι από τότε το βαθύ σκοτάδι, μέσα στο καταχείμωνο, δεν επιτρέπει την κυκλοφορία (με δεδομένες και τις άλλες συνθήκες της ζωής στην πόλη...) αργά το απόγευμα. Κι ο δρόμος νεκρώνεται. Ψυχή δεν αναπνέει στον δρόμο. Σαν να είναι πολεμικό κι αδιάγνωστο το νυχτερινό τοπίο. Φαντάζομαι πως το ίδιο θα συμβαίνει και σε άλλες γειτονιές της πόλης.

Όμως, ο δήμαρχος οργάνωσε, χριστουγεννιάτικα, ένα πανηγύρι στο Σύνταγμα. Μια ρόδα, που σκιάζει σε μέγεθος, ακόμη και το εθνικό μας Κοινοβούλιο. Ένα τσίρκο, ένα fun park, για ξεφάντωμα. Μια επιχείρηση, που λογάριασε τα Χριστούγεννα ως εξαιρετική περίοδο άγρας πελατών, πρωτίστως λόγω της εύκολης και πυκνότερης προσέλευσης του κόσμου στην περιοχή, με την ευκαιρία των Χριστουγεννιάτικων εορτών και... αγορών(;). Όλοι μας θα την βλέπαμε αυτήν την ρόδα. Όλα τα παιδιά θα θέλανε να ξεφαντώσουνε για λίγο, πάνω σε τούτο το προκλητικό και φανταχτερό πράγμα.

Το έργο, στήθηκε όπως-όπως, και φιγουράριζε μπροστά στα μάτια των υποψήφιων γι' αφαίμαξη θυμάτων, ή των υποψήφιων αληθών θυμάτων της αληθώς έωλης κατασκευής.

Τόση είναι η φαντασμαγορία της ρόδας, που επεσκίασε την έλλειψη της Χριστουγεννιάτικης διακόσμησης στην κεντρικώτερη πλατεία της πόλης,  και την αποσιώπηση του Χριστουγεννιάτικου μηνύματος, που συνήθως -μέχρι σήμερα- εκπέμπεται με τον Χριστουγεννιάτικο στολισμό της. Ο δήμαρχος, μας υπέβαλε στο υπερθέαμα, για να σκεπάσει, να αποσιωπήσει και να παρακάμψει παραπλανητικά την Χριστουγεννιάτικη εθιμική μας παράδοση.

Όμως αυτό θα μπορούσε να είναι ένα φρούτο εισαγωγής! Ήδη σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες, από ένα δήθεν -κακώς εννούμενο- σεβασμό στους αλλόθρησκους πληθυσμούς, εξαλείφουν τις δημόσιες εκφράσεις περί χριστιανικών εορτών, περί χριστουγεννιάτικων εθίμων, περί χριστουγεννιάτικων εδεσμάτων και γλυκισμάτων (τα είπανε χειμωνιάτικες λιχουδιές!), περί θρησκευτικών τελετών και τα τοιαύτα, εγκαταλείπουν τις πολιτισμικές μας καταβολές, την ιστορία και την ευρωπαϊκή μας θρησκευτικότητα, «για να μην κακοκαρδίσουμε τους αλλόθρησκους πληθυσμούς» που εισέβαλαν στην Ευρώπη, ή που οι οικονομικοί άρχοντες της Ευρώπης προσκάλεσαν για την εξυπηρέτηση των βιομηχανικών τους αναγκών, με την συνέργεια των ευρωπαίων πολιτικών ηγετών, που είναι και οι εντολοδόχοι τους. Κι έτσι δεν βάλαμε μια φάτνη για να ζεστάνουμε τον Χριστό που ξαναγεννήθηκε μες στην παγωνιά και την ερημία. Μια φάτνη στην καρδιά μας, στην ζωή μας.

Φρούτο εισαγωγής; όχι ακριβώς! Είναι, κυρίως, ο καρπός της αγωγής στην οποία υποβληθήκαμε βαθμιαία και παθητικά, σαν ναρκωμένοι, σαν απελπισμένοι για κάτι αλλιώτικο, κάτι λογικό, προφανές, επιθυμητό και καλώς γνωστό ή επιθυμητό αλλά άγνωστο, μετρητό ή μετρημένο, άμεσης ικανοποίησης, γιατί η ευωχία από την πολλή κατανάλωση μας έκανε άπληστους στην αλλαγή. Έτσι, όπως και η πολλή ελευθερία από κάθε δέσμευση και υποχρέωση, αποδέσμευσε και την λογική μας και την συνέπειά μας, και την αυτοκριτική μας και την παραγωγικότητά μας, και την πολιτική μας υπευθυνότητα. Και διαλέξαμε τον πολιτικό πλειοδότη στο ψέμμα και την ανεδαφικότητα των προφανώς απραγματοποίητων υποσχέσεων.

Κι η διαφορετικότητα (στην οποία μας καλούσανε αυτοί που ξέρανε τί θέλανε για τον εαυτό τους), μας έγινε τρόπος σκέψης και ζωής. Και δεν θέλουμε πια, την ιστορία και την παράδοσή μας. Τώρα θέλουμε ό,τι θέλανε οι άλλοι.

Σήμερα όμως το ξέρουμε καλά τί θέλανε οι άλλοι. Για εμάς: Αυτό που θέλανε ήτανε να ζούμε κατά πώς μας επιβάλλουν αυτοί. Δηλαδή: Να ζούμε έξω από τα νερά μας, χωρίς ελπίδα, φτωχοί, διαρκώς δανειζόμενοι -και σ' αυτούς χρεωμένοι-, άθρησκοι, εκβιαζόμενοι, αδύναμοι και καταληστευόμενοι, χωρίς αύριο και χωρίς προσωπική και εθνική προοπτική. Και με υποταγμένη την εξουσία που μας εκπροσωπεί. Κι έτσι, μόνοι, έωλοι, ευάλωτοι και χειραγωγήσιμοι, δεν έχουμε πια άλλον τρόπο από την υποταγή και την οπαδοποίησή μας σε ξένα προστάγματα και είδωλα. Τέτοια κατάντια.

Κι έτσι, εμείς εδώ, στήνουμε ρόδες που δεν κυλάνε.... για να σκοτώσουμε την ακινησία του μυαλού και των αισθημάτων μας. Ίσως, από μι' αταίριαστη -λόγω ανέχειας- γαλαντομία, ή από εθισμό στην ατασθαλία, για να βάλουνε στην τσέπη τους κάτι, κάποιοι  επιτήδειοι φίλοι μας...

Κι έτσι λυπημένη, θυμάμαι που διάβασα μια απελπισμένη ευχή, και την κάνω για τον εαυτό μου και για όσους  την χρειάζονται:

«Κάνε λοιπόν, Κύριε, νά 'χει κανείς ένα φίλο,
δώσ' του ένα σκυλί
ή ένα φανάρι του δρόμου,
γιατί χειμώνιασε, Κύριε, κι όσο πάει και σκοτεινιάζει...» *



* Σημείωση:  Από το «Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα» του Τ. Λειβαδίτη

Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2016

Ο Παπαδιαμάντης για τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς


Image result for εικόνες τα  κάλαντα  στην τέχνη 

Τα κάλαντα, που σήμερα γυρνάνε από σπίτι σε σπίτι τα παιδιά και τραγουδούνε, είναι πια, αρκετά ξεκομμένα από 'κείνα που ψάλλονταν παλαιότερα.

Οι απόψεις του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη γι' αυτά, τόσο από ιστορική σκοπιά, όσο και από λογοτεχνική και λαογραφική, είναι ιδιαίτερα μεγάλης σημασίας. Λέει λοιπόν ο Παπαδιαμάντης:

«... θέλων ἐνταῦθα νὰ ἐκφράσω τὴν λύπην ἐπὶ τῇ ἐκθρονίσει τῶν γνησίων ᾀσμάτων τοῦ λαοῦ, ἣν κατώρθωσαν τὰ κακόφωνα ταῦτα ῥαψωδήματα, πολὺ ἀπέχω ἄλλως τοῦ νὰ θαυμάσω τὰ ἐν Ἀθήναις ἀκουόμενα δημώδη ᾄσματα:» (που συμπλέκουν άσχετες έννοιες και αντιφατικές δηλώσεις)

Ἀρχιμηνιὰ κι ἀρχιχρονιά,
ψηλή μου δεντρολιβανιά, (;)
κι ἀρχι καλός σας χρόνος (;)
ἐκκλησιὰ μὲ τ᾿ ἅγιο θρόνος (!!)
Ἅης Βασίλης ἔρχεται
καὶ δὲν μᾶς καταδέχεται (;!!)


«... ὑπάρχουσιν, ἰδίως εἰς τὰς νήσους, ἄλλα κάλλιστα ᾄσματα τοῦ λαοῦ καὶ ἐπ᾿ αὐτῶν θέλω νὰ ἐνδιατρίψω ὀλίγον. Τινὰ τούτων ἔχουσιν ὑπόθεσιν ἀποκλειστικῶς τὴν ἑορτὴν τῆς ἡμέρας, ἄλλα, χωρὶς νὰ παρακολουθώσι τὰ ἱερὰ κείμενα, διεξέρχονται τὸ θέμα μὲ ποιητικὰ χρώματα, καὶ βοηθείᾳ τῆς δημώδους legende.

Ἐννοεῖται ὅτι τὰ κατωτέρω παρατιθέμενα εἶναι ἁπλὰ ἀποσπάσματα, διότι τὰ τοιαῦτα ἄλλως ἀλλαχοῦ ἄδονται καὶ πολλαχῶς ἀλλοιοῦται ἀπὸ στόματος εἰς στόμα ἡ ἔννοια καὶ ἡ λέξις (...)

... εἰς τὴν ἑορτὴν του Ἁγίου Βασιλείου (...), παραθέτομεν τὸ κύριον τῆς ἡμέρας ᾄσμα:


Ἅης Βασίλης ἔρχεται ἀπὸ τὴν Καισαρίτσα,
βαστάει κόλλα καὶ χαρτί, χαρτὶ καὶ καλαμάρι.
«Βασίλη μ᾿ ποῦθε ἔρχεσαι; καὶ ποῦθε κατεβαίνεις;»
Ἀπὸ τὴ μάννα μ᾿ ἔρχουμαι καὶ στὸ σκολειὸ πηγαίνω,
πάω νὰ μάθω γράμματα, νὰ πῶ τὴν ἀλφαβήτα».
Καὶ στὸ ραβδί, ποὺ ἦταν ξερό, χλωρὰ βλαστάρια πέτα
κι ἀπάνου στὰ ξεβλάσταρα περδίκια κελαϊδοῦσαν,
ὄχι περδίκια μοναχά, μόνε καὶ περιστέρια.

Τὸ ᾄσμα τοῦτο μᾶς φαίνεται θαυμάσιον ἐν τῇ ἀφελείᾳ αὐτοῦ. Ἡ ἔμφυτος φιλομάθεια τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, ἐν μέσῳ τοσούτων διωγμῶν καὶ θλίψεων ἐπιζήσασα, μετεχειρίσθη τὴν ἐπὶ παιδεία φήμην τοῦ ἑλληνικωτάτου Ἁγίου ὡς προτροπὴν πρὸς τοὺς νέους πρὸς τὴν σπουδὴν καὶ μάθησιν, οὕτω δὲ καὶ μετὰ πολλοὺς αἰῶνας ὁ μέγας της Καισαρείας φωστὴρ παρίσταται οἰονεὶ συγγράφων δευτέραν «Πρὸς τοὺς νέους Παραίνεσιν».

Τὰ ἄλλα ᾄσματα τῆς ἡμέρας, ἀποτελοῦντα ὁρμαθὸν εὐχῶν καὶ ἐγκωμίων διὰ τὰ μέλη ἑκάστης οἰκογενείας, εἶναι οἰονεῖ συνέχεια τοῦ πρώτου, ἐξαρτωμένη ἐκ τοῦ ἐν τῷ προτελευταίῳ στίχῳ, ὅτι τὰ «περδίκια κελαϊδοῦσαν» καὶ ἰδοὺ τί κελαϊδοῦσαν:


Γιὰ βάλε τὸ χεράκι σου
[τοῦτο ἀποτείνεται πρὸς τὸν οἰκογενειάρχην:]
στὴν ἀργυρή σου τσέπη
κι ἂν εὕρεις γρόσα δός μας τα, φλουριὰ μὴν τὰ λυπᾶσαι,
κι ἂν εὕρεις καὶ μισὸ φλουρί, κέρνα τὰ παλληκάρια,
κέρνα τ᾿ ἀφέντη μ᾿ κέρνα τα, νὰ πιοῦνε στὴν ὑγειά σου,
καὶ στὴν ὑγειά σου, ἀφέντη μου, καὶ στὴν καλὴ χρονιά σου.
Νὰ ζήσεις χρόνια ἑκατό, διακόσα, παραπάνου,
κι ἀπ᾿ τὰ διακόσα κι ὕστερα ν᾿ ἀσπρίσεις νὰ γεράσεις,
ν᾿ἀσπρίσεις σὰν τὸν Ὄλυμπο, σὰν τ᾿ ἄσπρο περιστέρι,
σὰν τ᾿ ἀηδονάκι ποὺ λαλεῖ, τὸ Μάη, τὸ καλοκαίρι.

[Καὶ τί λαλεῖ τὸ ἀηδονάκι τοῦτο; Ἰδοὺ ἀκούσατε:
Λαλεῖ εὐχὰς διὰ τὰ ἄλλα μέλη τῆς οἰκογενείας:]

Κυρά μου, τὸν γιόκα σου, κυρά μ᾿, τὸν ἀκριβό σου,
τὸν ἔλουζες, τὸν χτένιζες, στὸ δάσκαλο τὸν πάϊνες,
κι ὁ δάσκαλος τὸν ἔδερνε μὲ δυὸ κλωνάρια μόσκο,
μὲ τέσσαρα βασιλικό, μὲ πέντε μαντζουράνα, κτλ.

[Τοσαῦτα περὶ τοῦ υἱοῦ. Ἰδοὺ τώρα καὶ περὶ τῆς θυγατρός:]


Κυρά μ᾿, τὴ θυγατέρα σου, κυρά μ᾿, τὴν ἀκριβή σου,
γραμματικὸς τὴν ἀγαπᾶ, πραμματευτὴς τὴ θέλει,
κι ὁ δάσκαλος ἀπ᾿ τὸ σκολειὸ γυρεύοντας τὴν στέλνει.

Δημοσιευμένα στον ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΝ
(«Ἐφημερίς», 1 Ἰανουαρίου 1888, σελ. 6 β-γ.)


Σημειώσεις:
Για τον τελευταίο στίχο, ο Παπαδιαμάντης δεν θέλει να μιλήσει, και γι' αυτό -υπεκφεύγοντας- λέει: «Δὲν ἐνθυμοῦμαι δυστυχῶς τὴν συνέχειαν τοῦ ᾄσματος τούτου, τὸ ὁποῖον ἤρχισε νὰ γίνεται περίεργον, χάρις εἰς τὰ τολμηρὰ διαβήματα τοῦ δασκάλου, ἀλλ᾿ εἰς τὸ μέλλον ἴσως δυνηθῶ νὰ συλλέξω πλείονα. Ἐπὶ τοῦ παρόντος εὔχομαι εἰς τὸν ἀναγνώστην ἐν ὑγείᾳ καὶ εὐτυχίᾳ τὸ Νέον Ἔτος.

Στὸ «Σημαδιακό» («Οἱ Μάγισσες», ἔκδ. Φέξη, σελ. 151), ἐκτὸς ἀπ᾿ τὴν ἰδιαίτερη ἐξύμνηση κάθε προσώπου τοῦ σπιτιοῦ, μᾶς δίνει ὁ Παπαδιαμάντης κι᾿ ἕνα ὡραῖο σκιαθίτικο δημοτικὸ τῆς Πρωτοχρονιᾶς, ποὺ περιλαμβάνει ὅλα τὰ παιδιά, τ᾿ ἀγόρια τὰ ξενιτεμένα στὸ πέλαγος καὶ στὴ βιοπάλη:

Κυρά μου, τὰ παιδάκια σου, κυρά μου, τ᾿ ἀκριβά σου,
καράβι τριοκάταρτο στὸ πέλαγο ἀρμενίζουν
καὶ μὲ τ᾿ ἀφέντη τὴν εὐχὴ γρόσα πολλὰ θὰ φέρουν.
Κι ὁ κὺρ Βορηᾶς τὰ κύματα φυσάει καὶ τὰ σπρώχνει.
Σπρῶχνε, Βορηά,τὰ κύματα, νὰ μὤρθει τὸ παιδί μου,
Τ᾿ ἀγαπημένο μου πουλὶ καὶ τὸ ξεπεταρούδι,
ἀνάθρεμμα τῆς ἀγκαλιᾶς, τῆς ξενιτιᾶς λουλούδι...»



ΠΗΓΗ

Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2016

Ο φόβος του θανάτου και της παρακμής ή ο φόβος για την "απώλεια εξουσίας";


Image result for εικόνες χριστουγεννιάτικες καμπάνες


Ο θάνατος σαν μια αναπότρεπτη κατάληξη της ανθρώπινης ζωής, πάντα θα αντιμετωπίζεται με δέος, κι αδύναμος ο άνθρωπος θα στέκεται μπροστά του. Μονάχα η απελπισία και η παραίτηση από την ζωή καθιστά προτιμητέο τον θάνατο, ενώ η απόθεση της ζωής στα χέρια Άλλου, καθιστά αδιάφορον ή αυτονόητον τον -ούτως ή άλλως αναπότρεπτο- θάνατο. Από αυτό και μόνο, αποκτά ανυπέρβλητη αξία η ζωή.

Συχνά υπονοείται πως η φυσική παρακμή και η ασθένεια συνιστούν αναξιοπρέπεια. Η τοποθέτηση αυτή, παραβλέπει πως η αξιοπρέπεια είναι συνειδητή επιλογή συμπεριφοράς και δράσης, στάσης και πράξης του προσώπου, στα ερωτήματα που καλείται να απαντήσει, στις προκλήσεις που καλείται να αντιμετωπίσει και στις απαιτήσεις που καλείται να ικανοποιήσει.

Σε κατάσταση αδυναμίας και έλλειψης αυτοελέγχου, που συχνά συμβαίνουν σε ανθρώπους φυσικώς εξασθενημένους, σε υπερηλίκους και σε ανθρώπους βαρέως νοσούντες, δεν είναι δυνατόν να θεωρούμε πως συντρέχει αναξιοπρέπεια των προσώπων αυτών. Συντρέχει απλώς αδυναμία.

Αξιοπρέπεια και Αξιοκρατία. Ανατρέχοντας στην σημασία των όρων, διαπιστώνουμε -από την παραγωγή των λέξεων- ότι οι όροι αποτυπώνουν το δέον και το κράτος (=ανάγκη ή δέον και δύναμη, κυριαρχία, αντιστοίχως) της αξίας. Και την αξία στα πράγματα την δίνουμε εμείς, γιατί «τα πράγματα» (τα απλά πράγματα, τα πρόσωπα, οι συμβολισμοί αυτών και οι ειδικές περιστάσεις κλπ.), «δεν έχουν αφ’ εαυτών αξία» αν δεν παρατεθούν σε συσχετισμό με κάτι άλλο. Έχουν απλώς την θέση τους στον σύμπαν. Την αξία την δίνουμε όλοι εμείς. Με την προσπάθεια και την συμπεριφορά μας. Με την σημασία που αυτά έχουν για εμάς. Με τον κόπο που κάνουμε για να τα αποκτήσουμε, να τα διατηρήσουμε, να τα διαφυλάξουμε, να τα διασώσουμε από την φθορά, την καταστροφή, τον όλεθρο, την αφάνεια ή την λήθη.

Η ανάγκη, ή ο πόνος, δεν συνιστούν αναξιοπρέπεια. Είναι εντελώς διαφορετικό πράγμα η ηθελημένη περιαγωγή (ή η ηθελημένη παραμονή του προσώπου σε άγνοια και η εντεύθεν περιαγωγή του) σε κατάσταση αδυναμίας, ένδειας ή πόνου. Κι αυτό, πολύ καλά το γνωρίζουμε σήμερα, που η καταναλωτική κοινωνία μας παρέχει ανέσεις και απολαύσεις που η στέρησή τους -βλέπουμε γύρω μας να- δημιουργεί παρόμοιες ψυχικές, πνευματικές και πρακτικές καταστάσεις.

Αναξιοπρέπεια συνιστά το ψέμμα, το έγκλημα, η αντικοινωνικότητα, η ανηθικότητα και η νωθρότητα συνειδήσεως. Όμοια, και η επιτηδευμένη προκλητικότητα, η αναλγησία, η ανικανότητα από ολιγωρία, η επιτηδευμένη οκνηρότητα, η νοσηρή περιέργεια, αλλά και η συναφής παρεμβατικότητα στην ζωή των άλλων, και τόσα άλλα παρόμοια. Το ίδιο κι ο φόβος, που δημιουργεί πανικό και οδηγεί σε δειλία και αποφυγή των αναγκαίων κόπων ή της επιβαλλόμενης και υγιούς τόλμης και της προσφοράς για την προστασία υπέρτερων αγαθών.

Δεν είναι αναξιοπρέπεια η εγγενής ένδεια, η ασθένεια, το γήρας, η αναπηρία, ο πόνος. Αυτά συνιστούν «φυσικές», συνήθεις, εν πολλοίς, καταστάσεις και περιστασιακές συγκυρίες στην ζωή του ανθρώπου. Αυτά υπάρχουν και θα υπάρχουν στην ζωή μας, και αυτά θα μας δώσουν το μέτρο του πολιτισμού ή την ατομική μας -για τον καθένα- δυνατότητα, για να δείξουμε την αξιοπρέπεια του μη-πάσχοντος- ανθρώπου.

Ο τρόπος, κι ο τρόμος του θανάτου και της παρακμής μας, είναι ανάλογος με τον τρόπο που έχουμε ζήσει κι έχουμε αξιο-λογήσει την ζωή μας, δηλαδή τον προσωπικό μας αγώνα. Το προσωπικό μας χρέος. Γιατί, αν η αξιο-λόγησή μας ήταν «έπεα πτερόεντα», τέτοια θα είναι και η στάση μας μπροστά στις δύσκολες περιστάσεις, στις οποίες αναγκαστικά θα περιέλθουμε κάποια στιγμή στην ζωή μας. Ας μην ξεχνάμε την προσωπική ευθύνη εκάστου, κι ας μην θεωρούμε πως εδώ βρεθήκαμε "για να λέμε εξυπνάδες, δωρεάν". Βρεθήκαμε για να ζήσουμε όπως ο καθένας «μπορεί», κι αυτό είναι το ρίσκο μας. Δεν βρεθήκαμε για να είμαστε εξ ορισμού σπουδαίοι, αλλά για να γίνουμε το καλύτερο που μπορούμε.

Επομένως, το ερώτημα, που είναι αμείλικτο, αφορά τον τρόπο της αποχώρησης του καθενός μας. Που είναι -και αυτός- αυστηρά προσωπικός, αφού αφορά το πρόσωπό μας, αλλά δεν αποτελεί, συνήθως, και προσωπική επιλογή του καθενός μας. Και σ’ ετούτο δεν χωρεί δεοντολογία, ούτε αξιολόγηση. Δεν μπορούμε, δηλαδή, να πούμε «έτσι πρέπει να εγκαταλείπει την ζωή του ο άνθρωπος», ενώ μπορούμε να πούμε "έτσι αξίζει να ζεί ο άνθρωπος"!

Η τάξη στην ζωή μας, αν δεν μοιάζει με θάνατο (η απαίτηση απόλυτης τάξης είναι θάνατος), είναι διαπαιδαγώγηση στην δημιουργική έκφραση και στην πειθαρχία, αφού τίποτε δεν δημιουργείται χωρίς πειθαρχία, εργασία και πίστη. Ο θάνατος είναι, κι αυτός, μέσα στην φυσική τάξη όλων των πραγμάτων. Αλλά είναι έξω από τη φυσική τάξη της ζωής.

Δεν μπορούμε να προτείνουμε ή να υπαγορεύουμε τρόπους ή λόγους αποχώρησης και παραίτησης από την ζωή. Γιατί ο άνθρωπος, ακόμη και στην περίοδο της παρακμής των δυνάμεων και της νεότητάς του, έχει ενδεχομένως να μεριμνήσει και για άλλα, πολύ ενδιαφέροντα πράγματα, που δεν τά ‘χε προσέξει τον καιρό της ακμής και της δύναμής του. Κι αυτά μπορεί να έχουν -αστόχως, μέχρι την συγκεκριμένη στιγμή-παραμεληθεί. Ίσως μάλιστα, να διαγνωσθεί από τον ενδιαφερόμενο, ακόμη και σε τούτη την ώρα της αδυναμίας και της παρακμής, πως αυτά είναι πολυτιμώτερα από άλλα.

Όμως, ο προκαταβολικός φόβος μας για τον θάνατο και την παρακμή, μοιάζει με φόβο για την ζωή. [Ή, από άλλη σκοπιά, μοιάζει με φόβο γι' απώλεια εξουσίας! Αλήθεια, ποιάς εξουσίας;]

Ο φόβος του εγνωσμένως επερχόμενου θανάτου, μοιάζει με λύπη για τον αποχωρισμό μας από όλα τα αγαπημένα μας πράγματα και πρόσωπα. Πόσα και πόσα πρόσωπα, ίσαμε σήμερα, δεν είδα, μ’ εκείνη την θλίψη του αποχωρισμού στο μελαγχολικό χαμόγελο και τα υγρά μάτια, που προσπαθούσαν να χορτάσουν τον ήλιο και την αγάπη. Τις όψεις των αγαπημένων. Και πόσοι από αυτούς δεν περίμεναν να συναντήσουν -για ν’ αποχαιρετήσουν- τον ερχόμενο αγαπημένο, κι ύστερα, με μια μικρή πνοή, μας άφησαν κατάπληκτους, σαν είδαμε πως «δεν έφευγαν» πριν από αυτή την συνάντηση. Πως δεν αφήνονταν στην αποχώρηση, μέχρι που να γίνει η συνάντηση, που τόσο πολύ ήθελαν. Κι άλλοι, που έφυγαν, αιφνιδίως, σαν να ήξεραν πως η αποχώρησή τους δεν θα ήταν υποφερτή, για κανέναν.

Οι άνθρωποι, μας άφησαν παρακαταθήκες όχι μόνο με την ζωή τους, αλλά και με τον θάνατό τους. Ο Σωκράτης έφυγε από την ζωή, συμμορφούμενος προς (τιμώντας δηλ. και σεβόμενος) τους νόμους της Πολιτείας. Επέλεξε δηλαδή, να υπακούσει στους νόμους της πατρίδας του, αντί να αποδράσει από την φυλακή, καθ’ υπαγόρευση της (έξωθεν υποβαλλόμενης) παρόρμησης για μια ζωή, λάθρα.

Η ζωή μας, τιμάται από τα έργα μας, ενώ η στιγμή του θανάτου μας είναι σημάδι για εκείνα που επιλέξαμε και υπερασπιστήκαμε με συνέπεια.

Όμως, μέρες που είναι, παραμονές της Μεγάλης Γιορτής της Θείας Γέννησης, ας μην μελαγχολούμε με τα πεπερασμένα μας όρια, κι ας χαρούμε το δώρο της ζωής που ελάβαμε. Ας γεμίσουμε τις καρδιές μας ελπίδα, κι ας φωτιστούμε από το Χριστουγεννιάτικο αστέρι που λάμπει σε όλον εκείνον τον κόσμο, που θέλει κι αποζητάει το μήνυμα της αγάπης.

Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2016

Η "μαγεία" των Χριστουγέννων


Image result for εικόνες Η Θεία Γέννηση 
Σ

Σε κάποιες χώρες οι γιορτές των Χριστουγέννων καθιερωθήκανε μέσα από την λογοτεχνία, τον κινηματογράφο, την τέχνη, ακόμη και την μόδα, ως οι μέρες της ευτυχίας του ανθρώπου. Θα λέγαμε πως είναι προφανείς οι λόγοι. Εξ άλλου, υπάρχουν και … ιστορικές πηγές γι' αυτό.

Όμως, σ' ετούτη τη χώρα, τα Χριστούγεννα, δεν μας τα επέβαλε κανένας απ' έξω. Εδώ, εκατοντάδες, θα έλεγα χιλιάδες, χρόνια τώρα, Χριστούγεννα, είχε στην καρδιά του, καθένας που είχε ασπασθεί το Θείο Φώς και την Άγια Ταπείνωση. Mέχρι τότε οι άνθρωποι αποφασίζανε για το δέον, το αναγκαίο και το όριο και -άλλοτε υποδειγματικά οι πολλοί, άλλοτε- ο ισχυρός επέβαλε τους κανόνες του. Και τούτο οδηγούσε πάντα σε αδιέξοδο. Πότε οι φιλοδοξίες, πότε οι ματαιοδοξίες, πότε οι πλεονεξίες του καθενός, δημιουργούσαν συρράξεις και καταστροφές, στους τόπους και στη ζωή των ανθρώπων.

Από τούτον τον ταλανισμένο τόπο, περάσανε μυριάδες κατακτητικές ορδές, διαφόρων εθνοτήτων και φύλων. Κι η καθεμιά τους ποθούσε να εξουσιάσει τον κόσμο και την γή που τώρα είναι πατρίδα μας. Συχνά τον βρίσκανε τον τρόπο για να πετύχουνε τους σκοπούς τους οι επίζηλοι κατακτητές και επίδοξοι κοσμοκράτορες.

Έτσι γινόταν και στα χρόνια του Χριστού. Ο κόσμος στέναζε κάτω από τον δεσποτισμό της ανελέητης εξουσίας. Της συχνά εγκληματικής εξουσίας. Σήμερα πια, μετά από τόσους αιώνες επανάληψης του ίδιου μαθήματος της ανθρώπινης ιστορίας στην εξουσία, μας είναι καλά γνωστό, πως κάθε εξουσία, επιθυμεί αγέραστη κι ακμαία να μένει στο θρόνο της, πολλοί να την πολιορκούνε κι όλοι να υποτάσσονται στα θέλγητρά της. Όσοι δεν συντάσσονται με την εξουσία, διώκονται, τιμωρούνται ή γελοιoποιούνται, κι όσοι συντάσσονται, άγρυπνος φρουρός τους παραφυλάει, μην και στραβοκοιτάξουν ή αμφισβητήσουν τον καθήμενο στον θρόνο. Φοβερή απειλή επικρέμεται ο θάνατος (φυσικός ή άλλος, ποιός ξέρει) επί της κεφαλής του επιόρκου.

Σαν ακούστηκε το μήνυμα του Χριστού, όσοι ερίζανε για την κυριαρχία του κόσμου, ακούσανε πως είναι μάταιη η εξουσία επί του κόσμου, άδικη, δολερή, φθονερή, λίγη, μικρή κι ασήμαντη, μπροστά στην γαλήνη που χαρίζει η αγάπη κι η αποδοχή του άλλου. Γιατί όλοι οι άνθρωποι είμαστε το ίδιο, όλοι θα ζήσουμε εδώ, και κάποτε η ζωή του καθενός μας θα τελειώσει. Όλων η ζωή θα τελειώσει, και μάλιστα χωρίς να ξέρουμε το πότε και πώς.

Το μήνυμα του Χριστού, μας έκανε να καταλάβουμε τις δυνάμεις, την προοπτική μας, τα όριά μας, την αξία των πραγμάτων και την σημασία των επιθυμιών μας. Μας έδειξε την εναλλαγή στις περιστάσεις της ζωής του καθενός μας, και κατέδειξε την ποιότητα στην ζωή που μας φέρνει η αγάπη και η προσφορά. Στιγμάτισε την εγω-τική προσήλωση, και την φιλαργυρία, την ψυχική στεγνότητα και την ανάλγητη καρδιά. Μας έδειξε την κόλαση της κρυψίνοιας και της κατά μόνας πληρότητας. Μας έδειξε πως ο άνθρωπος ζει ως πρόσωπο, πάντα σε αναφορά με τον άλλο άνθρωπο. Και τι δεν μας έδειξε! Όμως ο άνθρωπος, εξόν από εκείνους τους λίγους, που η καρδιά τους στάθηκε εύπλαστη σαν το κερί, κι η αγριότητά τους έδωσε τη θέση τους στη σπλαχνικότητα προς τον αδύναμο, δεν ασπάστηκε τούτον τον λόγο. Κι αν τον ασπάστηκε προς ώρας, σύντομα τον παραποίησε. Και φρόντισε, από κάθε του λέξη να βγάζει κέρδος. Επονείδιστο κέρδος, αντίθετο προς την ουσία του Λόγου. Και διαδόθηκε σ’ όλον τον κόσμο μια επικερδής διδασκαλία, κατάλληλη για να κερδίσουν οι επιτήδειοι. Κι ο παράδεισος της αγάπης του Χριστού, άλλαξε. Ο κόσμος γέμισε καταστήματα.

Γιατί, σαν περάσαν τα χρόνια, η εξουσία των επικρατειών δεν ήταν πια τόσο μεγάλο θέλγητρο, όσο η εξουσία επί του πνεύματος των ανθρώπων, της σκέψης τους και των αισθημάτων τους. Εκεί πια γίνεται σήμερα ο πόλεμος. Κι ήρθαν τα καταστήματα να μας παράσχουν τα πράγματα και τις ευκολίες που θα μας χαρίσουν τον επίγειο παράδεισο. Αυτόν τον παράδεισο που θα μας κάνει να ξεχάσουμε τον παράδεισο της αγάπης του Χριστού.

Καταπιάστηκε, δηλαδή στα χρόνια μας, το εμπόριο κι οι επίδοξοι εξουσιαστές του κόσμου, να μας πείσουν πως αυτοί ξέρουν τι είναι και ποιος θα μας χαρίσει τον παράδεισο που όλοι αναζητάμε, κι όλοι επιθυμούμε. Το εμπόριο που ξεκίνησε να είναι κοινωνική λειτουργία με εύλογη πρόσοδο, κατέστη μηχανισμός απίθανου πλουτισμού, και διακίνησης απίστευτων, άχρηστων και συχνά επικίνδυνων αγαθών. Διεύρυνε μάλιστα τα αντικείμενά του σε τέτοιον βαθμό, που σήμερα διαπλάθει εικονικές κι ανύπαρκτες ανάγκες μέσω της διαφήμισης. Και μας πουλάνε τα πάντα. Αρώματα για να είμαστε θελκτικοί, ποτά για να ευφραινόμαστε, παιχνίδια για να παίζουμε συνέχεια, κινητά τηλέφωνα για να μιλάμε αδιάκοπα και παντού, σπίτια με υποθήκη την ζωή μας, αυτοκίνητα με ευκολίες πληρωμής δεκαετών δανείων, είδη και μέσα καλλωπισμού για αέναη νεότητα, και τόσα άλλα, που να μη μένει χρόνος να σκεφτούμε την ανάγκη του άλλου ή το νόημα της ζωής μας. Να μην μείνει χρόνος για περισυλλογή, για αυτοκριτική, για αλληλεγγύη, για μια δεύτερη σκέψη, για εξοικονόμηση, για προοπτική. Όλα εδώ και τώρα. Γιατί μας αξίζει. Για να χαιρόμαστε, για να ευχαριστόμαστε, για να απολαμβάνουμε, είδη για να έχουμε, είδη για να δείχνουμε την αγοραστική μας δύναμη, τόπους και στέκια για να βγαίνουμε, τρόπους και μέσα για να διασκεδάζουμε, ευκαιρίες για να εμφανιζόμαστε στα κοσμικά σαλόνια, τρόπους για να καταναλώνουμε, για να μας παίρνουν κάθε ικμάδα ζωής, σκέψης, κάθε μας στιγμή, αρκεί να μην μένουμε μόνοι, αδρανείς, ήσυχοι και μη ξοδεύοντες.

Κι εμείς οι φτωχοί, οι μετρημένοι, οι πιστεύοντες στον παράδεισο της αγάπης και αρνούμενοι την κόλαση της αυτοϊκανοποίησης μέσω των χρημάτων και της επίδειξης χαιρόμασταν τα Χριστούγεννα σαν την εστία της ελπίδας, και προσκαλούσαμε μέσα μας την ενθρόνιση αυτής της ελπίδας και του παραδείσου για όλον τον κόσμο.

Αυτό μας έκανε να θαρρούμε πως τα Χριστούγεννα ήταν η γέννηση του καινούργιου στον κόσμο. Η γέννηση της αγάπης. Η γέννηση της ένωσης του κόσμου στον ίδιο δρόμο ζωής, με τις ίδιες ανάγκες όλοι μας: να αγαπάμε και να μας αγαπούν. Να συντροφεύουμε ο ένας τον άλλο στις δυσκολίες της ζωής και να ευγνωμονούμε τον Πλάστη της ζωής για τούτο το φωτεινό κήρυγμα που έσκισε τα ερέβη του μίσους και της πλεονεξίας και στάλαξε ειρήνη στον κόσμο.

Αποτύπωμα αυτού κηρύγματος θυμάμαι στο Χριστουγεννιάτικο φτωχικό σπιτικό. Εκείνη τη μέρα, που μαζί με την Θεία Γέννηση, γιορτάζαμε στο σπίτι τον Πατέρα. Χωρίς στολίδια, χωρίς τρομπέτες χαράς, χωρίς παιχνίδια και δώρα, χωρίς πολυτελή εδέσματα. Η μάνα πάντα είχε έτοιμα τα τόσα και τόσα παραδοσιακά, και το τραπέζι γεμάτο μουτράκια, που περιμένανε την ολιγόλογη προσευχή (ευχαριστίας κι ευγνωμοσύνης) από τον πατέρα, για να αρχίσουμε το φαγητό μας. Η ονομαστική γιορτή του Πατέρα μαζί με τη Θεία Γέννηση ήτανε δείγμα στην παιδική μου ψυχή, της ευλογίας του Κυρίου μέσα σε τούτο το σπίτι. Κεράσματα, επισκέψεις συγγενών και φίλων, κι ευχές, αγκαλιές κι αγάπες ήτανε τα δώρα μας στον Πατέρα, κι εκείνου σ’ εμάς μια στον καθένα μας ματιά του γεμάτη αγάπη, μια αγκαλιά πάντα ήτανε ανοιχτή και μια καρδιά που χτυπούσε στη χαρά και την ευτυχία μας. Στα όνειρά του για εμάς, και στο καμάρι που ένιωθε με το μεγάλωμά μας. Μια παρουσία με τόση αγάπη, που ποτέ δεν μου λείψανε τα άψυχα δώρα. Και με την αγάπη του ετούτη οχυρό στη ζωή μου, καιμαζί «θεώρημα ύπαρξης» (που λένε και οι μαθηματικοί), έμαθα, πως ναι, μπορεί μια τόσο μεγάλη αγάπη να υπάρξει, να καρπίσει και ν΄αθανατίσει ψυχές. Ν’ αφήσει καρπούς κι αποτυπώματα στη ζωή πολλών ανθρώπων και να τους δώσει εφόδια και δύναμη ψυχής. Κι αφού γεννήθηκε στην καρδιά γονιών, τόσο ταπεινών στο φρόνημα, μπορεί να γεννηθεί και μεγαλύτερη στην καρδιά την δική μου, που μεγάλωσα από αυτούς τους γονιούς. Γιατί αυτοί ήτανε άνθρωποι με πολλές συμφορές και με πόνο πολύ, με θανάτους, πολέμους, καταστροφές κι ατυχίες. Κι όμως η ελπίδα κι η αγάπη τους, περίσσευε, και για τα παιδιά τους και γι’ άλλους ακόμη ανθρώπους. Κι εγώ ένας άνθρωπος κατάφορτος από την αγάπη τους, κάτοχος «ταλάντου» ανεκτίμητου, χρέος έχω να πολλαπλασιάσω αυτόν τον θησαυρό, το τάλαντον, κι όχι να το κρύψω στα σπλάχνα της γης μαζί με τ’ άψυχο σαρκίο μου. Γι’ αυτό φυλάσσω τούτη την αγάπη και θεωρώντας την θησαυρό ανεκτίμητο, και σκέφτομαι, πως κάθε τόσο πρέπει να ανοίγω το σεντούκι της ψυχής μου και να επενδύω στην ξόδεψή της.

Ετούτη η αγάπη, η αγάπη ανάμεσά μας, αγάπη ανυπόκριτη, άδολη, πλήρης χάριτος κι ευγνωμοσύνης, αγάπη της συνάντησης και άρση των διαστάσεων, των διαφορών, των αντεγκλήσεων και του μίσους, είναι όλη η χαρά του κόσμου. Και μόνη αυτή είναι αρκετή για να γεμίσει τις καρδιές ελπίδα, χαρά, συντροφικότητα, παρηγορία, και μόνη αυτή είναι ικανή για να μας βάλει στον ίδιο δρόμο συνοδοιπόρους, στο ίδιο έργο συνεργάτες, στον ίδιο σκοπό συντελεστές, για το καλό όλων μας.

Παρόλα αυτά, το μήνυμα της αγάπης φαίνεται πολύ ταπεινό σε πολλούς, κι ανεδαφικό. Φαίνεται «λίγο» και αφελές. Ενώ τα ιδανικά της εποχής, το χρήμα και η εξουσία, η φήμη και η αναγνώριση, θεωρούνται πολύ σπουδαιότερα. Τι κρίμα, η παναθρωπίνως ζωογόνα και ζωηφόρος αγάπη, που χαρίζει ευδαιμονία πνευματική και ψυχική, να είναι για πολλούς τόσο ασήμαντη, και το ακατάπαυστο κυνήγι του άπιαστου, φθαρτού, εφήμερου κι ατομικού ιδανικού -που χάνεται μαζί μας- να θεωρείται σπουδαιότερο, χωρίς μάλιστα οι υποστηρικτές του να φείδονται σε καθύβριση και καταγελοιοποίηση των υποστηρικτών της αγάπης του Χριστού!

Τώρα που η οικονομική κρίση μαστίζει τις τσέπες μας, κι αφού αφεθήκαμε ανεπαισθήτως να ξεγελαστούμε, επιτρέψαμε σ’ εκείνους που φρόντισαν να γεμίσουν την ζωή μας με οικονομικές απόψεις και στόχους, να μας αφαιρέσουν το μήνυμα της ελπίδας και της αγάπης και στη θέση του να βάλουν τα χρήματα και τα άλλα υλικά αγαθά, και τις διάφορες εφήμερες καταναλωτικές και ηδονιστικές υπηρεσίες. Κι εμείς εβγήκαμε στο κυνήγι τους.

Γιατί χωρίς λεφτά, Χριστούγεννα κάνεις, χωρίς ανθρώπους και αγάπη όμως, ακόμη κι αν έχεις λεφτά, Χριστούγεννα δεν μπορείς να κάνεις. Ίσως γι’ αυτό, κάποιοι, να νιώθουν άσχημα στις γιορτές. Γι’ αυτό θέλουν να τελειώνουνε γρήγορα οι μέρες αυτής της ανυπόφορης αγάπης, και ν΄αρχίσουνε οι μέρες του κυνηγιού και της δράσης.

Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2016

Μια ευχή. Για τις μέρες που έρχονται...


 

Τις Χριστουγεννιάτικες. Πόσοι δεν σκεφτήκαμε μια ευχή για τους φίλους και τους αγαπημένους μας!

Ο καθένας «χρειάζεται» να κάνει ή να λάβει μια ευχή για την περίπτωσή του. Αν ό,τι ζητάμε για την ευτυχία μας, δεν έχει μέσα τους άλλους, πρέπει να ξέρουμε ότι η πλήρωση μιας εσωστρεφούς επιθυμίας μας, θα είναι για μια ευτυχία μοναχική, λίγη, πρόσκαιρη, ατελή και φευγαλέα. Μετά κάτι άλλο θα θέλουμε για να ξανα-είμαστε ευτυχισμένοι.

Η αληθινή ευτυχία, πιστεύω ότι βρίσκεται στη χαρά και στην ευδαιμονία της αγάπης για όσα ήδη έχουμε, και της ευχαριστίας για όσα ήδη μπορούμε. Και για τούτο (για ό,τι έχουμε και για ό,τι μπορούμε) πρέπει να είμαστε ευγνώμονες.

Η συναίσθηση της ευγνωμοσύνης είναι «σημαντική» του γεγονότος πως έτσι αναγνωρίζεται ότι εκείνος που αισθάνεται ευγνώμων, είχε την καλή ευκαιρία να ζεί σε συνθήκες, και, κυρίως, με ανθρώπους, που τον κάνουν να αισθάνεται αγαπημένος και πλήρης. Σε αυτή την ψυχική κατάσταση ο άνθρωπος θέλει να ανταποδώσει στους δικούς του μια ευχαριστία, για την χαρά να μοιράζεται την ανθρώπινη αγκαλιά κι αγάπη. Για την συμπόρευση.

Η ευγνωμοσύνη είναι έκφραση του ενάρετου ανθρώπου για κάθε δωρεά που απολαμβάνει. Υλική ή ηθική. Λόγου ή έργου. Από τον καθένα. Αρχής γενομένης από τους δικούς του ανθρώπους. Γιατί, αν στους ξένους χρωστάμε μια ευχαριστία, έστω και τυπική, στους δικούς μας χρωστάμε την ύπαρξή μας ολόκληρη, την συντροφιά, την αγάπη και την συμπαράστασή τους. Όχι γιατί οι δικοί μας άνθρωποι καταγράφουν ό,τι μας δίνουν, και περιμένουν ανταπόδοση. Αλλά γιατί κάθε λήψη δωρεάς, μας καθιστά υποχρέους. Τουλάχιστον ευγνωμοσύνης.

Η ευγνωμοσύνη, είναι το κατώφλι της ανθρωπιάς. Και η αναγνώριση της δωρεάς, είναι το πρώτο βήμα στην πνευματικότητα και τον εξανθρωπισμό μας.

Διαβάζοντας εδώ για τις ευχές που γίνανε ηλεκτρονικά μηνύματα, αναβίωσα προς στιγμήν, δικές μου, παλιότερες μνήμες, που ήθελα να μοιραστώ την ομορφιά και το μεγαλείο τους, με πολλούς κι αγαπημένους. Κι άλλες, που θά 'θελα να θυμηθούν μαζί μ' εμένα, φίλοι και αγαπημένοι που βρίσκονταν μακριά μου.

Όσο κι αν πέρασε ο χρόνος, όσο κι αν άλλαξαν οι συνθήκες και τα μέσα, εκείνο που ποτέ δεν άλλαξε, είναι η αγάπη που μοιραστήκαμε με άλλους. Η αγάπη που επιβεβαιώθηκε χιλιάδες φορές, κι εκείνη η έκφραση της χαράς και της ευτυχίας, σαν ανταμώναμε, ύστερα από καιρό που τον ζήσαμε μακριά και γεωγραφικά χωρισμένοι.

Μα για να υπάρξει η χαρά κι η ευτυχία της αντάμωσης, και να μπορεί να αναβιωθεί, αυτό συμβαίνει επειδή κάποτε εκφράσθηκε, φανερώθηκε. Επειδή βιώθηκε, επειδή λύτρωσε κι ανάπαυσε. Θεράπευσε. Υπηρέτησε.

[«Είναι κακόν τον άνθρωπον μόνον» είπε ο Κύριος, κι έπλασε από το πλευρό του την γυναίκα. Λένε, πως γι' αυτό η γυναίκα κοιτάζει τον άνδρα, γιατί είναι από μια πλευρά του. Και πως γι' αυτό ο άνδρας κοιτάζει πέρα μακριά, γιατί ήτανε πάντα του, μέχρι τότε, μόνος.]

Οι ευχετήριες κάρτες σαρκώνουν τις στιγμές που ζήσαμε, τις ψυχικές και πνευματικές, κι όλες τις άλλες όμορφες διαδρομές που κάναμε με κάποιους μαζί, και κυρίως το βάθος των αισθημάτων που γεννηθήκανε από αυτές τις στιγμές. Οι κάρτες μου είναι συνήθως μακροσκελείς, κι ο παραλήπτης τους ζεί μαζί μου ξανά και ξανά, ωραία πράγματα που ζήσαμε κι αναζητήσαμε μαζί. Τις στιγμές ανακάλυψης κι αποκάλυψης. Αντανακλούν τα οράματα, τις αναζητήσεις, τις ενδιάθετες προτιμήσεις και αγαθές παραινέσεις ζωής. Αυτά, μπορεί κανείς να τα μοιραστεί μόνο με ακριβούς κι αγαπημένους. Κι αυτοί το νοιώθουν, κι ανταποδίδουν. Ευτυχισμένοι, σιωπηρά, ή εκφραζόμενοι. Αλλά, για τους (δυνάμει) παραλήπτες της απάντησης, είναι το ίδιο! Είτε ανταπέδωσαν, είτε σιώπησαν. Γιατί η απάντησή τους έχει ήδη καταχωρηθεί στην καρδιά μας, από κάποιες άλλες στιγμές, χρόνια ή και καιρούς, που η αγάπη τους, θρονιάστηκε στην καρδιά μας και μας έδωσε φτερά ζωής, ή γιατρειά, ή το κουράγιο να συνεχίσουμε, ή τον λόγο και το εφόδιο για να πορευτούμε, για να δημιουργήσουμε, για να χαρούμε, για να γίνουμε ικανοί στο να εκτιμούμε το κάθε λεπτό της παρηγορητικής ή της ζωηφόρας και δημιουργικής πνοής που φυσάει δίπλα μας!

Κάθε που έρχονται Χριστούγεννα, αναζωπυρώνεται η μνήμη του χαρμόσυνου μηνύματος στον κόσμο: πως δεν είμαστε μόνοι μας στην δυσκολία και την δυσχέρεια, γιατί ακόμη κι ο Θεός ήρθε κοντά κι ανάμεσά μας, συμμετέχοντας στα πάθη μας και στις δυσκολίες που αυτά δημιουργούν. Ήρθε, και με την πανάγαθη ζωή του, μας έδειξε πως δεν είναι αδύνατο να είσαι καλός και να αγαπάς. Και πως αν φωλιάσει στην καρδιά μας, μι' αγάπη όπως η δική του, αυτή είναι που θα δώσει την ειρήνη στον κόσμο ολόκληρο και σ' εμάς. Γιατί είναι μια αγάπη που τους χωράει όλους, που δεν κρίνει, δεν εκτιμά, δεν αποφαίνεται, δεν κατηγορεί, δεν αναζητεί ευθύνες! Αλλά, μι' αγάπη που συγχωρεί, σκεπάζει, δέχεται, παρηγορεί κι αποζημιώνει με την θέρμη της αγκαλιάς της και την δύναμη της λάμψης της.

Κι όσο η αγάπη Του που είναι πηγή ζωής, είναι η εκπλήρωση της Θεϊκής ουσίας, η αγάπη η δική μας, των ανθρώπων, προϋποθέτει μεγάλο κόστος για να φανερωθεί: το αντίτιμο -για να αγαπήσουμε- είναι η άδολη αυτο-προσφορά μας. Έτσι μονάχα, αγαπάει αληθινά ο άνθρωπος. Γιατί πρέπει να καταστείλει τον «παντοδύναμο» εγωϊσμό του, με τις προσχηματικές ανάγκες κι απαιτήσεις, προκειμένου να δεχτεί τις προ(σ)κλήσεις για να αγαπήσει τον άλλο. Δεν υπάρχει ανθρώπινη αγάπη, χωρίς «κόστος» του αγαπώντος. Και δεν υπάρχει αγάπη χωρίς ειλικρίνεια. Η ανθρώπινη -συνήθως ανταποδοτική- αγάπη στη ζωή μας, είναι σκέτη λογιστική, και καταλήγει να κάνει ισολογισμό και ταμείο.

Όποιος έχει νοιώσει -άπαξ τουλάχιστον, έστω και στιγμιαία, στην ζωή του- μι' αγάπη όπως είναι η αγάπη του ενανθρωπήσαντος Θεού, μι' αγάπη μεγαλύτερη απ' της μάνας, που συγχωρεί και αγκαλιάζει το παιδί της, ό,τι αυτό και νά 'ναι, αυτός μπορεί να στείλει και να δεχτεί μια προσωπική, μέσ' από την καρδιά του, ευχετήρια κάρτα. Δεν θα στείλει ένα επισκεπτήριο, σαν κι εκείνα που σαν μαζευτούν πολλά, τα πετάμε, για ν' αλαφρώσουμε από την χαρτούρα που γεμίζει το συρτάρι μας.

Ακόμη κι ο ολιγομίλητος, ο δωρικός, ο βαρύς, ο σύννους, που γεύτηκε το έλεος και το μεγαλείο της θεϊκής αγάπης, όσο λίγα και να ειπεί με την ευχή του, έχουνε πάντα το βάρος της ευεργεσίας της και την λάμψη της αποκαλύψεώς της. Δυο λέξεις, μπορεί και να είναι αρκετές. Γιατί η αγάπη εκπέμπεται, κι ο καλός αποδέκτης αυτής, είναι που εκπέμπει αγάπη κι αυτός. Η αγάπη είναι φορτίο που σε πιέζει να το βγάλεις από πάνω σου, είναι ιατήριο φάρμακο που το δίνεις και 'γιαίνει μια πάσχουσα καρδιά. Το δέχεται κάποιος και νοιώθει πόσο ευλογημένος είναι για να τύχει μιας τέτοιας ευεργεσίας. Αν η μουσική εξημερώνει τα ήθη, η αγάπη εξαγνίζει τις ψυχές.

Οι ευχετήριες κάρτες μας, ζεστές, κομμάτι από την πάλλουσα καρδιά μας, κομίζουνε για πάντα την εκφρασμένη αγάπη μας, ακόμη κι όταν ο χρόνος μαράνει ή εξαλείψει την όψη μας, ακόμη κι αν το χαρτί τελειώσει ή απαγορευτεί ή ξεραθεί το μελάνι. Όπου και να τις γράψουμε. Αρκεί το ότι έχουνε βιωθεί. Είναι η ανάμνηση αυτής της μνήμης!

Κι εκείνο το ευχετήριο εγκάρδιο e-mail που σήμερα βρήκαμε inbox, στης εποχής μας το ταχυδρομείο, εκεί που -χουζουρεύοντας- ονειροπολούσαμε όμορφες στιγμές, με αγαπημένους, κάποτε, καθώς μοιραζόμασταν όνειρα, επιθυμίες, ευχές. Ή που-ακόμα χουζουρεύοντας- εμείς πήγαμε να βρούμε, για τους ίδιους λόγους, ακριβούς κι αγαπημένους, που μακριά μας ονειρεύονται παρόμοιες στιγμές. Κι αυτό το μήνυμα αγάπης θα υπάρχει, και μετά. Ακόμη κι αν χαθούνε αποστολείς και παραλήπτες. Θα υπάρχει γιατί σάρκωσε μια σχέση.

Η αγάπη είναι εκείνη που «στέλνει » αξέχαστες -ή υπενθυμιστικές της ουσίας της- κάρτες. Και τις στέλνει με κάθε τρόπο, πραγματικό ή φανταστικό, ισχύοντα ή μελλοντικόν να ισχύσει.

Οι κάρτες, που «κρατάνε» την τυπικότητα στις σχέσεις και την πολιτική ορθότητα, έχουνε σημασία μόνο για το γεγονός ότι απεστάλησαν και ότι παρελήφθησαν. Χωρίς καμμιά άλλη σημασία. Άλλες, παρόμοιες κάρτες, χωρίς το υπόβαθρο της προσωπικής σχέσης, είναι οι κάρτες «υπολογισμού». (Ο υπολογισμός είναι εργασία λογιστική). Αλλά οι κάρτες αυτές, δεν αφήνουνε σημάδι. Μόλις τελειώσει η δοσοληψία, τελειώνουνε κι αυτές, και λιώνουνε, σαν να βραχήκανε από την βροχή.

Οι κατά περίσταση ευχές, σε εικονογραφημένες κάρτες με έτοιμο τον λόγο της ευχής: Να σας ζήσει, Ευτυχές το Νέον Έτος, Βίον ανθόσπαρτον, κλπ., αποτελούν εμπορευματοποίηση της ανάγκης μας για έκφραση και δημιουργούν -σε κάποιους, οικονομικό- τζίρο από τις περιστασιακές μας ανάγκες και συγκυρίες, κατά τρόπο που εξαφανίζει την προσωπική μας επαφή και έκφραση.

Τελικά το e-mail δεν είναι και τόσο κακό, γιατί δεν αλλάζει την ίδια την ευχή μας. Ενώ η έντυπη ευχετήρια κάρτα, μας υποκαθιστά ολοκληρωτικά. Υποκαθιστά τον λόγο μας και τα αισθήματά μας.

Τούτες τις μέρες λοιπόν, θυμάμαι ξανά και ξανά, την πολύ όμορφη ευχή, προσευχή και ανταπόδοση, που ο Υμνωδός της Εκκλησίας μας έγραψε για λογαριασμό όλων ημών, προς τον Χριστό, που τόσο ταπεινά ήρθε στον κόσμο, να ζήσει ανάμεσά μας και να μας αγκαλιάσει όλους, με την αγάπη Του.

Να η Προσευχή:

«Τί σοι προσενέγκωμεν, Χριστέ,
ότι ώφθης επί της γης ως άνθρωπος δι’ημάς;
Έκαστον γαρ των υπό σου γενομένων κτισμάτων,
την ευχαριστίαν σοι προσάγει:
οι Αγγελοι τον ύμνον,
οι Ουρανοί τον αστέρα,
οι Μάγοι τα δώρα,
οι Ποιμένες το θαύμα,
η γή το σπήλαιον,
η έρημος την φάτνην,
ημείς δε Μητέρα Παρθένον.
Ο προ αιώνων Θεός, ελέησον ημάς.»

Aυτήν την προσευχή, κάπως έτσι την ένιωσα:

«Τί να προσφέρουμε, Χριστέ, σε Σένα,
Που φανερώθηκες στη γή, σαν άνθρωπος για μάς;
Καθένα από τα κτίσματά Σου
Τη δική του Ευχαριστία προσκομίζει στη χάρη Σου:
οι Αγγελοι τον ύμνο,
ο Ουρανός τ’ολόλαμπρο αστέρι,
οι Μάγοι τα πολύτιμα δώρα τους,
οι Ποιμένες το θαύμα της ταπείνωσής Σου,
η γή τη φτωχική σπηλιά,
η έρημος τη φάτνη,
Κι εμείς την Πάναγνη Μητέρα
Εσύ, ο άναρχος Θεός, σπλαχνίσου μας!»

Η ιδέα του Υμνωδού, προσφέρεται (αναλόγως) για να σαρκώσει μ' ένα μοναδικό τρόπο και την μεταξύ μας ευχή, πρόσκληση, κι ευχαριστία όταν αυτές εκφράζονται γνησίως, δηλαδή από την αγάπη μας.

Σημείωση: Η εικόνα της Γέννησης είναι βυζαντινή (1428) αγιογραφία, από την «Παντάνασσα» του Μυστρά.