Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα εθνικά θέματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα εθνικά θέματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 8 Νοεμβρίου 2024

Προς αυτούς που θέλουνε να μας πούνε "ποιοί είμαστε"!


Η απάντηση του Βλάση Αγτζίδη, είναι αντικειμενική, πλήρης, και από τις πλέον κατατοπιστικές, και αναδημοσιεύεται  από την πηγή ως έχει:

"Τι ήταν το Βυζάντιο;"

Σε ένα φόρουμ ακαδημαϊκών που συμμετέχω -όπου αραιά και που γίνονται κάποιες σοβαρές συζητήσεις- ένα από τα θέματα που απασχολούν τους συμμετέχοντες και 



αποτελούν αντικείμενο αντιπαραθέσεων είναι ο χαρακτήρας της βυζαντινής αυτοκρατορίας και των Βυζαντινών. Συνήθως, το φαινόμενο προσεγγίζεται με ανιστορικό τρόπο με βάση τις σύγχρονες αντιλήψεις και τις σύγχρονες προσλήψεις περί ταυτοτήτων.

Στα ερωτήματα που τίθενται στις συζητήσεις έβαλα τρεις προϋποθέσεις: «θα έπρεπε να τεθούν και να προηγούνται των όποιων ερωτήσεων, οι απαντήσεις στα εξής:
-«Ποιοί είναι οι Έλληνες τον 3ο μ.Χ. αιώνα;»
-«Ποιός είναι ο επίσημος πολιτισμός στο Βυζάντιο και γιατί;»
-«Ποιές είναι οι ταυτότητες των πληθυσμών στο Βυζάντιο; α) των λαϊκών, β) της ελίτ»

Στην εξέλιξη της συζήτησης έγραψα:

«Κατ’ αρχάς το Βυζάντιο είναι η ίδια η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, που καταχρηστικά την αποκαλούμε ‘Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία’ και μόνο κατ’ οικονομίαν και για διευκόλυνση ‘Βυζάντιο».

Ακριβώς αυτή την αυτοκρατορική, οικουμενική διάσταση προσπάθησαν να αμφισβητήσουν οι Λατίνοι της Ρώμης μετά την επέλαση των Γότθων στην ιταλική χερσόνησο και την απόδοση του χαρακτηρισμού «Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία» στους Γερμανούς. Ήδη από το 772 μ.Χ. η εκκλησία της Ρώμης έπαψε να μνημονεύει τον αυτοκράτορα. Διεκδικώντας οικουμενικό πολιτικό ρόλο ο Πάπας της Ρώμης, εγκαινίασε τη σύγκρουση με την Κωνσταντινούπολη αποδίδοντας το 800 μ.Χ. τον τίτλο «Αυτοκράτορα των Ρωμαίων» (Imperator Romanorum) στον Καρλομάγνο, κάτι που έως τότε ήταν αναμφισβήτητο κληρονομικό δικαίωμα του βυζαντινού αυτοκράτορα.



Επειδή για ιστορικούς λόγους η Αυτοκρατορία περιορίστηκε στην περιοχή όπου επικρατούσαν οι ελληνικοί πληθυσμοί και καθοριστικός ήταν ο υψηλός ελληνικός πολιτισμός, που έτσι κι αλλιώς είχε επηρεάσει καταλυτικά και τους ίδιους τους Ρωμαίους, άρχισε μια διαδικασία βαθμιαίου εξελληνισμού του κράτους και του μηχανισμού.

Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει και ο Νίκος Σβορώνος: «…έντονη και διαρκής τάση του (Βυζαντίου) προς τον εξελληνισμό, έως τη μεταβολή του σε ένα ελληνικό εθνικό κράτος, είναι πλέον μια ιστορική διαπίστωση γενικά παραδεκτή. Ανάμεσα στους λαούς που απάρτισαν τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ο Ελληνισμός αποτελεί το δυναμικότερο, αν όχι το πολυπληθέστερο, στοιχείο της ήδη από την πρώτη της εμφάνιση.»

Η Αρβελέρ θεωρεί ότι διαμορφώθηκε ένα συλλογικό συναίσθημα ανωτερότητας, το οποίο βασίστηκε στην υπεροχή της ελληνικής παιδείας που ήταν η βάση του βυζαντινού πολιτισμού. Το συναίσθημα αυτό το χαρακτηρίζει «βυζαντινό σωβινισμό» και υποστηρίζει ότι: «η Αυτοκρατορία με την ποικιλία των λαών και των εθνών που περιλάμβανε προηγούμενα το Βυζάντιο, παραχώρησε τη θέση της σε μια ελληνορθόδοξη Αυτοκρατορία, με μια ενιαία παιδεία, ανεπιεική και αδιάλλακτη έναντι λαών και εθνών που είχαν διαφορετικά ιδεώδη.»

Η ταύτιση με την αρχαία Ελλάδα αρκετών Βυζαντινών διανοούμενων υπήρξε επακόλουθο της ελληνικής τους παιδείας που ήταν έτσι κι αλλιώς ουσιαστικό κομμάτι της ρωμαϊκής –ή ρωμαίικης- ταυτότητας. Αν στους διανοούμενους και λόγιους του Βυζαντίου τα πράγματα ήταν καθαρότερα, για τον απλό λαό υπήρξε μόνο η κοινή θρησκευτική πίστη ως συνδετική ουσία και όχι η αίσθηση της ενιαίας εθνοτικής ταυτότητας. Η ρωμαϊκή πολιτική ταυτότητα ήταν αυτή που μοιράζονταν οι κάτοικοι της Αυτοκρατορίας, χωρίς να έχουν άλλες εθνοτικές αναζήτησεις. Βέβαια η πολιτική ρωμαϊκή ταυτότητα υπήρξε επιλογή των αυτοκρατόρων και μέσο νομιμοποίησης της οικουμενικότητας και της μοναδικότητας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ως της μοναδικής συνέχειας και κληρονόμου της μεγάλης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.


(έργο του ζωγράφου Θανάση Μπακογιώργου)

Πάντως, χαρακτηριστικός είναι ο τρόπος με τον οποίο αναφέρονται στο πολυεθνικό αυτό κράτος οι βυζαντινολόγοι: 

  • O Arnold Toynbee αναφέρεται σε «βυζαντινούς Έλληνες» και σε «βυζαντινό ελληνικό πολιτισμό». Συμπεραίνει: «Τον 5ο αιώνα η αυτοκρατορία συνέχισε να είναι κατ’ όνομα ρωμαϊκή, αλλά στην πραγματικότητα είχε καταστεί ελληνική και παρέμεινε ελληνική». 
  • Ο Αndrew Wheatcroft στο βιβλίο του Οι Οθωμανοί γράφει ότι: «Η καινούργια πόλη (η Κωνσταντινούπολη) χρωστούσε λίγα στην παλιά Ρώμη και πολλά στην Ελλάδα» και υποστηρίζει ότι το Βυζάντιο ήταν μια ελληνική αυτοκρατορία και σαν τέτοια συσπείρωσε στους κόλπους της όλα τα κατάλοιπα του ελληνισμού». 
  • Ο Braudel στην Γραμματική των Πολιτισμών αναφέρει το Βυζάντιο ως «Ελληνική Αυτοκρατορία». 
  • Ο Sture Linner υποστηρίζει ότι οι Βυζαντινοί, οι οποίοι ήταν περήφανοι για το ρωμαϊκό παρελθόν τους, «διεκδικούσαν το δικαίωμα να είναι Έλληνες, άμεσοι κληρονόμοι των ποιητών και των φιλοσόφων, των ιστορικών και των επιστημόνων της Ελλάδας των περασμένων αιώνων… είχαν πάντοτε συνείδηση του ελληνικού τους παρελθόντος.» 
  • Ως «Έλληνες» αντιλαμβάνονταν τους Βυζαντινούς και οι Ρώσοι. Το Πατριαρχείο το αποκαλούσαν «Ελληνική Εκκλησία».

Ο Αρμένιος βυζαντινολόγος Χρ. Μ. Μπαρτικιάν αναφέρει ότι στις αρμενικές αναφορές από τον 5ο μ.Χ. αι. για την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία συναντιούνται οι εκφράσεις «βασίλειο των Ελλήνων», «χώρα των Ελλήνων», «μέρη των Ελλήνων» «ελληνικός στρατός», «αυτοκράτορας των Ελλήνων». Το ίδιο ακριβώς παρατηρείται και σε γεωργιανές αναφορές….



Συμφωνούμε κατ’ αρχάς σε δύο πράγματα:
α) ότι η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία από τον 4ο μ.Χ. αι. περιορίστηκε στον ελληνόφωνο κόσμο και
β) ότι οι ταυτότητες των πληθυσμών εκείνη την εποχή ορίζονταν με εντελώς διαφορετικό τρόπο από τα σύγχρονα στερεότυπα και βασίζονταν κυρίως στη θρησκευτική βάση.

Πώς διαμορφώθηκε η ταυτότητα των βυζαντινών πληθυσμών; 

 
Η ρωμαίικη ταυτότητα εδραιώθηκε στέρεα λόγω της μακράς περιόδου ύπαρξης του Βυζαντίου. Ισχυροποιήθηκε μέσα από τη θρησκευτική αυστηρότητα και προσήλωση σε πολύ συγκεκριμένους δογματικούς κανόνες, οι οποίοι επιβλήθηκαν από τους αυτοκράτορες για τη διατήρηση και ενίσχυση της κρατικής ενότητας. Η επιδίωξη της κρατικής ενότητας υπήρξε η βάση της σκληρής καταστολής των αιρέσεων, οι οποίες υπονόμευαν την ενιαία αντίληψη. Το κρατικό συμφέρον είχε διαμορφώσει μια



ανελαστική δογματική στάση (όπως λ.χ. τη ρήση του Μ. Κωνσταντίνου «όπερ εγώ βούλομαι, τούτο κανών νομιζέσθω»), η οποία καθόρισε τις σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας. Επιπλέον ο αυτοκράτορας είχε έναν ιερό ρόλο του «επί γης παντοκράτορος». Ήταν δηλαδή το επίγειο ισοδύναμο του επουράνιου βασιλέως. Σε πολιτικό επίπεδο επικρατούσε το βυζαντινό δόγμα της Translatio imperii, σύμφωνα με το οποίο ο μόνος πραγματικός Ρωμαίος αυτοκράτορας ήταν εκείνος της Κωνσταντινούπολης.

Παράλληλα, η μετάβαση από την παγανιστική πολυθεϊα στο μονοθεϊστικό χριστιανισμό είχε οδηγήσει στη μετατροπή του όρου «Έλληνας» σε θρησκευτικό, σημαίνοντας τον «ειδωλολάτρη». Η Ελ. Γλύκατζη Αρβελέρ αναφέρει ότι όπως οι έννοιες «Έλληνας» και «Ειδωλολάτρης» ταυτίστηκαν, έτσι και οι έννοιες «Ρωμαίος» και «Χριστιανός» έγιναν ταυτόσημες. Η επικράτηση των θρησκευτικών σημασιών ήταν τέτοια, ώστε ο αυτοκράτορας Λέων ΣΤ’ ο Σοφός αποκαλούσε τους Βυζαντινούς «Έθνος Χριστιανών».

Έτσι, από τις απαρχές της ανατολικής πορείας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας διαμορφώνεται μια νέα ταυτότητα που βασίζεται σε τρία στοιχεία:
α) στην υπαγωγή στην κωνσταντινουπολίτικη εξουσία,
β) στην ελληνική γλώσσα και
γ) στην ορθόδοξη πίστη.



Η υψηλή μόρφωση ήταν από την αρχή, με αυτοκρατορικό διάταγμα, προϋπόθεση για να εισέλθει κάποιος στο αυτοκρατορικό περιβάλλον και να καταλάβει κάποια καίρια διοικητική θέση. Το διάταγμα αυτό ενσωματώθηκε αργότερα στο Θεοδοσιανό Κώδικα (438 μ.Χ.) Από την εποχή του Ιουστινιανού (534 μ.Χ.), παρά την συναισθηματική άρνηση της λατινικής ηγεσίας, η ελληνική γλώσσα καθιερώνεται στη βυζαντινή διοίκηση.

Κατά τους μέσους βυζαντινούς αιώνες (9ος-12ος αι.) το σύστημα της ανώτατης εκπαίδευσης παρακολουθούσαν διακόσιοι έως τριακόσιοι προνομιούχοι, οι οποίοι προορίζονταν για να στελεχώσουν τα ανώτατα διοικητικά κλιμάκια της Αυτοκρατορίας. Η αρχαϊζουσα παιδεία ήταν βασική προϋπόθεση για την επιλογή των πρέσβεων σε ξένες χώρες. Αυτή η διοικητική ελίτ ήταν φορέας της πεποίθησης ότι οι Έλληνες είναι οι πρόγονοι των Βυζαντινών.

Παρότι οι εκχριστιανισμένοι ελληνικοί πληθυσμοί υιοθέτησαν το όνομα «Ρωμαίος» κράτησαν όμως το πολιτιστικό τους περιεχόμενο, δηλαδή τη συνείδηση της ξεχωριστής ύπαρξης από τις υπόλοιπες πληθυσμιακές ομάδες, τα κοινά πολιτισμικά στοιχεία, όπως τη θρησκεία και –σε μεγάλο βαθμό- τη γλώσσα. Σημαντικό μέρος της αρχαίας ελληνικής γραμματείας διασώθηκε και χρησιμοποιήθηκε για τη διδασκαλία των Βυζαντινών. Χαρακτηριστική και όχι μοναδική περίπτωση είναι ο Πατριάρχης Φώτιος, ο οποίος με τη Μυριόβιβλο ή Βιβλιοθήκη, διέσωσε τον 9ο αιώνα μ.χ. πολλά έργα Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας. Ο Φώτιος κάνει αναφορά σε 280 συγγραφείς Το έργο κάποιων από αυτούς (όπως Κτησίας, Κόνωνας, Μέμνονας, Διόδωρος) δεν σώθηκε μέχρι τις μέρες μας και μόνο χάρη στο Φώτιο γνωρίζουμε κάποια αποσπάσματα.

Το περιεχόμενο των εθνοτικών όρων φαίνεται να ήταν κατανοητό στους Βυζαντινούς λόγιους, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν στα κείμενά τους την αττική μορφή της ελληνικής γλώσσας. Χαρακτηριστική είναι η χρήση των όρων από τον Ιωάννη Τζέτζη, που έζησε τον 11ο αιώνα… Σε επιστολή που απέστειλε στον Ισαάκο Β’ Κομνηνό αυτοπροσδιορίζεται ως «Έλληνας»: «…πόσω μάλλον εμέ δει ταύτα φυλάττεσθαι, εκ των ευγενεστάτων Ιβήρων τω γε μητρώω γένει καθέλκοντα την σειράν, εκ δε του πατρός καθαρώς τυγχάνοντα ΄Ελληνα.» Τον ίδιο ακριβώς εθνοτικό όρο «Έλλην», χρησιμοποιεί και όταν αναφέρεται στους αρχαίους Έλληνες. Ο Τζέτζης έχει πλήρη επίγνωση των διαφόρων εθνοτικών ομάδων που δρουν εκείνη την περίοδο στα σύνορα της Αυτοκρατορίας και τις αναφέρει με το όνομά τους. Την ίδια επίγνωση έχει και για τους αρχαίους λαούς, όπως τους συναντά μέσα από την αρχαιοελληνική ιστοριογραφία την οποία φαίνεται να κατέχει άριστα.



Η πλήρης ανάδυση στο προσκήνιο της ελληνικής ταυτότητας από εθνοτικής πλευράς, θα συμβεί τις εποχές γύρω από την Άλωση του 1204. Η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Δυτικούς θα λειτουργήσει ως ο καταλύτης για την εδραίωση μιας εθνοτικής ελληνικής ταυτότητας. Η Gill Page υποστηρίζει: «Το φαινόμενο της φραγκικής κατάκτησης και εξουσίας υπήρξε η πιο κρίσιμη κινητήρια δύναμη για τις εξελίξεις που σημειώθηκαν στο πεδίο των ρωμαϊκών εθνοτικών ταυτοτήτων… Οι κατακτήσεις των δυτικών στη Βυζαντινορωμαϊκή αυτοκρατορία ισοδυναμούσαν με μια εθνοτική κρίση (σ.τ.σ. προσκόλλησης στον πυρήνα του εθνοτικού τους αυτοπροσδιορισμού). Επόμενο ήταν τα εθνοτικά κριτήρια να βγουν στο προσκήνιο». Η Page, που χρησιμοποιεί ταυτόσημα τους όρους «Έλληνες» και «Ρωμαίοι», μελετά τον τρόπο που αντιλαμβάνονται την εθνοτική ταυτότητα των Βυζαντινών οι συγγραφείς εκείνης της εποχής.

Θα εμφανιστούν από τότε οι θεωρίες περί της αδιάκοπης συνέχειας του ελληνισμού από τους μυθικούς χρόνους. O Nικήτας Χωνιάτης υπήρξε ένας μορφωμένος Βυζαντινός συγγραφέας που σταδιοδρόμησε στη δημόσια διοίκηση. Τη χρονιά της Άλωσης το 1204 ήταν 49 ετών. Ο Χωνιάτης ξεκάθαρα ταυτίζει τους Ρωμαίους με τους Έλληνες. Επίσης ο αγώνας των Ελλήνων εναντίον των Περσών παρουσιάζεται ως το αντίστοιχο του αγώνα των Βυζαντινών κατά των Φράγκων, οι οποίοι θεωρούνται «βάρβαροι», όπως όλα τα υπόλοιπα έθνη –των Λατίνων συμπεριλαμβανομένων- με τα οποία έρχονταν σε επαφή. Την ίδια περίπου περίοδο συγγράφεται το Χρονικόν του Μορέως στη λατινοκρατούμενη Αχαϊα, όπου η ελληνική καταγωγή των βυζαντινών Ρωμαίων διατυπώνεται με σαφήνεια (στ. 795): «Διαβόντα γαρ χρόνοι πολλοί αυτείνοι οι Ρωμαίοι / Έλληνες είχαν το όνομα, ούτως τους ωνομάζαν / -πολλά ήταν αλαζονικοί, ακόμη το κρατούσιν – / από την Ρώμη απήρασιν το όνομα των Ρωμαίων.» Στους ανατολικούς λαούς υπάρχει ταύτιση των όρων «Ρωμαίος» και «Έλληνας». Ο Χρ. Μπαρτικιάν αναφέρει ότι ο Αρμένιος συγγραφέας του 13ου αι, Στέφανος Ὀρμπελιάν (1250-1305) γράφει: «ὁ βασιλεύς τῶν Yoyn (των Ἑλλήνων), δηλαδή τῶν Horom (των Ρωμαίων)».

Πέμπτη 7 Μαρτίου 2019

Η αριστερά, με τα μάτια του Λεωνίδα Κύρκου



Τσίπρας: Λυπάμαι για τις δηλώσεις του Λεωνίδα Κύρκου | tovima.gr 
Αντιγράφω την συνέντευξη, όχι για να συμβάλλω στον σύγχρονο πολιτικό κυκεώνα, αλλά για να μη χάνεται η ιστορία. Γιατί η ιστορία, δεν είναι μόνο εκείνη στην οποία αντεπιτίθενται οι εύθυμοι και πρόθυμοι εθνοπωλητές, αλλά και εκείνη που έγραψαν οι τελευταίοι. Αυτοί που υπήρξαν, ως άνθρωποι.Με συναίσθηση, κι ας ήρθε, αυτή η συναίσθηση, πολύ αργά.

Κι είναι τούτη μια ματιά, από το εσωτερικό της αριστεράς. Δυστυχώς, δεν στάθηκε δυνατόν να  διαβάσουμε την συνέντευξη αυτήν, εν καιρώ τω δέοντι,  και να διαλεχθούμε με τον συγγραφέα,  προς γνώσιν και πολιτικό σωφρονισμό.

 Ίσως, να μπορέσουμε σήμερα, αναστοχαζόμενοι, με το χέρι στην καρδιά. Όχι πως συγκλίνουμε απολύτως, αλλά  βρίσκουμε σπάνιας σημασίας  ψήγματα ανθρωπιάς, εντιμότητας και  πολιτικής ευθυκρισίας, που σήμερα ελλείπουν. Δείτε κι εσείς:

[Γράφτηκε από τον    και Δημοσιεύθηκε στο συνεντεύξεις web only]

Έξι χρόνια μετά το θάνατό του, δημοσιεύουμε σήμερα μια άγνωστη συνέντευξη του Λεωνίδα Κύρκου στον συγγραφέα, και δρώντα πολίτη από την Κοζάνη, Μάκη Καραγιάννη. Η συνέντευξη καταχωρίστηκε στο περιοδικό Παρέμβαση, τχ. 54, Ιούνιος 1992 και, στην ουσία, παρέμεινε άγνωστη στο ευρύ κοινό. Σήμερα, υπό το βάρος της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, έχει νόημα να ξαναδιαβαστεί.

Με αφορμή τη συμπλήρωση έξι χρόνων από το θάνατο του Λεωνίδα Κύρκου δημοσιεύουμε μια άγνωστη και διαφορετική συνέντευξη του Λεωνίδα Κύρκου πριν από 25 χρόνια, στην οποία μιλάει  για τον Εμμανουήλ Ροΐδη, την ευθύνη των πολιτών και των κομμάτων, για το γεγονός ότι  δεν είχαμε σοσιαλδημοκρατία στην Ελλάδα αφού επικράτησε ο σταλινισμός και προπαντός για την υποκρισία και τις ευθύνες της αριστεράς, που υποστήριζε την αποθέωση του ανθρώπου και την ίδια στιγμή δόξαζε την καταβαράθρωση, την καταπίεση των ανθρώπων και τα εγκλήματα στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού. Υπογραμμίζει την  εθνικιστική δημαγωγία της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, τα πλέγματα του  αντιευρωπαϊσμού και του ανάδελφου έθνους που μας οδηγούν με ιλιγγιώδη ταχύτητα στο περιθώριο. Διακρίνει κανείς μια  καθαρή σκέψη μακριά από λαϊκισμό. Ήταν η εποχή που ο κόσμος, όπως φαίνεται και από τη συνέντευξη, υποδεχόταν τους πολιτικούς της αριστεράς όπως ο Λ. Κύρκος με τριαντάφυλλα. Αν μας λείπει είναι γιατί ήταν από τους λίγους πολιτικούς άνδρες που είχε τη δυνατότητα να συνδυάζει στον λόγο του συγκεκριμένες προτάσεις και  ταυτόχρονα να εμπνέει το λαό, να αγγίζει τις καρδιές των πολιτών. Μας λείπει, σ’ αυτή την εποχή της κρίσης που κυριαρχούν στη Βουλή τα πολιτικά κνώδαλα, το όραμα, η αισιοδοξία και η ελπίδα του.

Κύριε Κύρκο, ο Ροΐδης έλεγε πριν 100 χρόνια ότι τίτλος του διορθωτή του ρωμαίικου αμιλλάται κατά την γελοιότητα εκείνον του τετραγωνισμού του κύκλου. Όσα καταμαρτυρούσε από τότε Ροΐδης για την ελληνική κοινωνία, δηλαδή η συναλλαγή, ο μικροκομματισμός, το ατομικό συμφέρον διατηρούνται ακέραια μέχρι σήμερα. Εσείς που έχετε μία θητεία 50 χρόνων στην πολιτική βλέπετε ότι η ελληνική κοινωνία είναι ανεπίδεκτη αλλαγής;

Όχι βέβαια. Θα ήταν κακό να τα αποδώσουμε όλα στην μοίρα του Έλληνα, όπως θα έλεγαν μερικοί σχολιαστές. Αυτά που είπε ο Ροΐδης εγώ τα υπογράφω όχι γιατί ανήκουν στο χαρακτήρα του Έλληνα, αλλά γιατί αυτό το πολιτικό σύστημα επιβιώνει και έχει τις ρίζες του και σε εκείνα που ο Ροΐδης με τόση σκοπιμότητα καταμαρτυρούσε: συναλλαγή, διαφθορά πελατειακή σχέση, ιεραρχική δομή, έλλειψη κοινωνικού ελέγχου, τον αυθάδη κομματισμό, το κομματικό εκτραχηλισμό που με όλα τα μέσα προσπαθεί για την άνοδο στην εξουσία. Τα χαρακτηριστικά ενός συστήματος, που έχει χαρακτηριστικά μισοφεουδαρχικά, π.χ. τα αρχηγικά κόμματα μην πει κανένας ότι αποτελούν αντανάκλαση των σημερινών αναγκών ή μία αντίληψη σύγχρονη που θέλει τα κόμματα συντελεστές μιας δραστηριότητας μεγάλης, μιας δραστηριοποίησης των ανθρώπων κ.λπ.

Τα κόμματα είναι φορείς μιας σύγχρονης αντίληψης ή αποτελούν ένα από τα βασικά εμπόδια για τον εκσυγχρονισμό της ελληνικής κοινωνίας;

Αναμφισβήτητα το δεύτερο γιατί και αυτά είναι έκφραση αυτών των δομών που κυριαρχούν και που ως τώρα δεν βρέθηκαν δυνάμεις, παρά τα εύηχα οράματα που χρησιμοποιήθηκαν από την Νέα Δημοκρατία π.χ. που εκφράζοντας το πιο συντηρητικό τμήμα του κατεστημένου δεν είχε κανένα λόγο και τώρα προσεγγίζει στα αδιέξοδα και θα εκραγεί και αυτή. Το ΠΑΣΟΚ από την άλλη μεριά αξιοποίησε αυτά τα στοιχεία και αντί να φέρει μία ριζοσπαστικά καινούργια κουλτούρα και προσπάθεια ανασυγκρότησης αφομοιώθηκε, αφού χρησιμοποίησε μία υφιστάμενη κατάσταση και κατέπνιξε μέσα στο εσωτερικό της ριζοσπαστικές φωνές, χωρίς να αμφισβητήσει κανείς τα κάποια βήματα που έγιναν και προετοιμάζουν τις ουσιαστικότερες αλλαγές που θα γίνουν αύριο.

Ποια είναι, όμως, η ευθύνη των πολιτών, οι οποίοι συνήθως χαϊδεύονται από τα κόμματα; Μήπως υπάρχει μία συνενοχή ανάμεσα στα κόμματα και τον πολίτη, αφού τα πρώτα φρόντιζαν μόνο να αναπαράγονται με ένα πελατειακό σύστημα, ο δε πολίτης να βολεύεται; Μήπως υπάρχει ένα «ζωτικό ψεύδος» που τους συνδέει, αφού όλοι γνωρίζουν ότι δεν πρόκειται τίποτε να αλλάξει και όλοι συνεχίζουν στον ίδιο ρυθμό;

Η ευθύνη των πολιτών είναι ότι δεν ωρίμασαν σαν πολίτες κι αυτό μπορεί να φανεί πάρα πολύ βαρύ, αλλά η πολιτική ζωή δεν έδωσε την ευκαιρία λόγω των διαδοχικών περιπετειών στις οποίες έμπαινε από στρατιωτικό πραξικόπημα στο μεσοπόλεμο, από πολιτικά κινήματα σε άλλα πολιτικά κινήματα, από τις εντάσεις που οδήγησαν στην επάνοδο του βασιλιά, στη δικτατορία της 4ης  Αυγούστου. Από εκεί κι ύστερα ο εμφύλιος πόλεμος, το κλίμα της αντεπανάστασης που κυριάρχησε, το ελάχιστο διάλειμμα της Ένωσης Κέντρου, οι συμβιβασμοί της και η Χούντα, δεν έδωσε τη δυνατότητα σ’ αυτή την πορεία να διαμορφωθεί η περιλάλητη κοινωνία των πολιτών και οι άνθρωποι κάθε φορά που πήγαιναν να κινητοποιηθούν η να διαμορφώσουν κινήματα συνέχιζαν τη δραστηριότητά τους στα ξερονήσια, διότι η οποιαδήποτε δραστηριότητα κοινωνική ταυτιζόταν με το κομμουνιστικό κίνημα. Έτσι, λοιπόν, ας μην τους αποδώσουμε την πρώτη ή την κεντρική ευθύνη, ας αποδώσουμε την κεντρική ευθύνη στα κόμματα.

Τώρα θα μιλήσω και για την αριστερά. Υπάρχει μία ιστορική ιδιομορφία στην Ελλάδα την οποία κανείς δεν μπορεί να αγνοήσει και στην οποία πρέπει να μαθαίνουμε. Οι σοσιαλιστικές ιδέες όταν  πήραν μία μορφή οργανωμένη σφραγίστηκαν από την κυριαρχία των κομμουνιστικών απόψεων. Δεν υπήρξε στην Ελλάδα σοσιαλιστικό κίνημα, σοσιαλδημοκρατικό κίνημα με παράδοση. Οι ελάχιστες προσπάθειες που υπήρξαν συντρίφτηκαν μπροστά στον κομμουνιστικό όγκο. Το δυστύχημα είναι ότι στον όγκο αυτό κυριάρχησε η σταλινική κουλτούρα. Έτσι, λοιπόν, το εντύπωμα που έμεινε στο ελληνικό εργατικό και αριστερό κίνημα ήταν το σταλινικό εντύπωμα. Αυτό οδήγησε στο ξεστράτισμα και την καταστροφή. Βεβαίως και οι άλλες χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού δεν διέπραξαν μόνο λάθη, αλλά και τρομερά εγκλήματα σε βάρος των ανθρώπων και σε βάρος της κοινωνίας ευρύτερα.

Στην Ελλάδα οι κομμουνιστές πρωτοστάτησαν σε ό,τι πιο υψηλό υπήρχε από την άποψη της επιδίωξης των βαθιών δημοκρατικών αλλαγών και των απαλλαγών της χώρας από την ξένη εξάρτηση.  Μία παρατήρηση που έκανε Γερμανός σοσιαλδημοκράτης είναι ότι οι κομμουνιστές εκεί που κυριάρχησαν επέβαλαν τη δικτατορία τους και φέρθηκαν απάνθρωπα, οι κομμουνιστές εκεί που υφίσταντο την κυριαρχία της αστικής τάξης εκεί ήταν παράδειγμα προς μίμηση. Αυτά συνέβησαν και στην Ελλάδα, αλλά το γεγονός ότι αυτή η κουλτούρα κυριάρχησε είχε τον ευρύτερο αντίκτυπο της όχι μόνο στο αριστερό κίνημα αλλά και στην ευρύτερη κοινωνία. Αυτό αν το συνδυάσει κανείς με το βαθύ σεβασμό και την αγάπη που είχε αυτός ο λαός και προς το ξανθό γένος και προς την κομμουνιστική εξαλλαγή των πραγμάτων στη Σοβιετική Ένωση θα δείτε την Ελληνική αριστερά με το εντύπωμα του σταλινισμού και με τη συνέχιση της ρωσικής επιρροής και παράδοσης απέκτησε μία ιδιόμορφη σχέση με την Ελληνική κοινωνία.

Έτσι και από τη μεριά του το αριστερό κίνημα μολονότι έκανε πολλά για να ενθαρρυνθεί η διαμόρφωση κινημάτων, ιδιαίτερα του εργατοσυνδικαλιστικού, από την άλλη δημιούργησε φραγμούς στη δημοκρατική ανάπτυξη, στον εμπλουτισμό της ελληνικής κοινωνίας με βαθιά δημοκρατικές ιδέες, όπως επίσης την ανάληψη της ευθύνης του πολίτη. Υπήρξαν όμως και μεγάλες στιγμές στις οποίες ο πολίτης έδειξε το δικό του μεγαλείο και η αριστερά έδειξε μία ανάταση που έσπαγε, διότι αντάμωσε με τις ευρύτερες μάζες, έσπαγε την καθιερωμένη, την εξευτελιστική της αντίληψη.  Η στιγμή της Εθνικής Αντίστασης δείχνει ότι όταν τα πράγματα εμπνεύσουν αυτό το λαό και βρεθούν και οι ηγετικές του δυνάμεις, εκείνη την εποχή το ΕΑΜ και το ΚΚΕ ήταν μία τέτοια ηγετική δύναμη που ενέπνεε, που εμψύχωνε και έδινε πολύ υψηλά παραδείγματα και ήθος και δημοκρατικής καλλιέργειας, όταν λοιπόν τέτοιες δυνάμεις βρεθούν και τέτοιες ιστορικές συνθήκες διαμορφωθούν, τότε το άνοιγμα προς τα εμπρός γίνεται σε εκπληκτικό βάθος και με εκπληκτική ταχύτητα.

Μετά τις κοσμογονικές αλλαγές που έγιναν το 1989 και την κατάρρευση των καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης ο αριστερός πολίτης μήπως τα έχει σήμερα λίγο χαμένα; Δικαιούται δηλαδή να αναφωνήσει όπως ο ποιητής Μιχάλης Κατσαρός διατελώ εν πλήρει συγχύσει αθώος;

Όχι λίγο χαμένα, θα μπορούσε να πει κανείς τα έχει πολύ χαμένα. Επίσης του Μιχάλη Κατσαρού η κραυγή κι αυτή αποτελεί μία απάντηση. Διατελώ εν πλήρει συγχύσει και βεβαίως είμαι πλήρως αθώος. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία γιατί αυτά που συνέβησαν εκεί ήταν ιλιγγιώδη και οι πιο τολμηροί από όσους παρακολουθούσαν, το ανανεωτικό ρεύμα, δεν φαντάζονταν και δεν εύχονταν τέτοια ιλιγγιώδη κατάρρευση, ακριβώς γιατί ο κάθε στοιχειωδώς αριστερά σκεπτόμενος θα αντιλαμβανόταν ότι μία τέτοια κατάρρευση θα δημιουργούσε τρομακτικά κενά κυρίως στη διεθνή ισορροπία. Δε μιλάω για τις εσωτερικές εξελίξεις, τις οποίες θα επωφελούνταν ο άλλος πόλος για να διεκδικήσει την απόλυτη ηγεμονία, όπερ και πράττει.

Αλλά θα πρέπει να κάνει κανείς διάκριση ανάμεσα σε μία σχολή σκέψης, την προσπάθεια εφαρμογής των ιδεών και όχι πια μόνο στο σύστημα των ιδεών, αλλά στις αξίες. Ο αριστερός ξεκινώντας από τις αξίες που μένουν αναλλοίωτες, και που θα έλεγε κανένας ότι πιθανόν διεκδικούνται από άλλους και όχι μόνον στην αριστερά, αλλά σε κάθε περίπτωση υπηρετούνται με τον πιο αφοσιωμένο τρόπο, τις αξίες δηλαδή που γέννησε η Γαλλική Επανάσταση και πλούτισε ύστερα με την κοινωνική διάσταση η Οκτωβριανή επανάσταση, αυτές οι αξίες εμπνέουν και δείχνουν ότι υπάρχουν πολλοί δρόμοι για να υπηρετηθούν και αξίζει να υπηρετηθούν. Από κει κι ύστερα μένει ανοιχτό το πεδίο της κριτικής και του ελέγχου όλου του συστήματος των ιδεών που οδήγησε σε μία εκτρωματική εφαρμογή, για την οποία ας μου επιτραπεί η άποψη ότι η σταλινική ηγεσία θα έχει την πιο μεγάλη ευθύνη.
Τώρα αναφερόμενος και σ’ ένα στοιχείο που πρέπει να το θυμόμαστε, πρέπει να δει κανένας ότι οι αναλύσεις μας για το ρόλο των προσώπων θα πρέπει να πλουτιστούν πολύ περισσότερο. Ο Λένιν, τον οποίον μία σχολή αριστερής σκέψης θέλει να ταυτίσει με τα εγκλήματα του Στάλιν και την πολιτική κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, ο Λένιν προειδοποιούσε πριν πεθάνει στο συνέδριο του μπολσεβίκικου κόμματος να μην εκλέξει στη θέση του γενικού γραμματέα του κόμματος τους δύο τους πιο επιφανείς από τους ηγέτες του κόμματος εκείνης της εποχής.  Τον Τρότσκι που ήταν αναμφισβήτητα, κατά τον Λένιν, τη διαθήκη του και τα γραπτά του, ο πιο προικισμένος από τους ηγέτες, αλλά είχε μία ροπή στις διοικητικές μεθόδους και τον Στάλιν, ο οποίος φερόταν απάνθρωπα στους συνεργάτες του και κατ’ επέκταση στο κόμμα. Διότι αυτή η θανάσιμη διαπάλη των δύο ανθρώπων θα μπορούσε να οδηγήσει στην καταστροφή την Οκτωβριανή επανάσταση. Ήταν μία πρόβλεψη η οποία όμως φέρνει στο επίκεντρο όχι τον άνθρωπο σαν κοινωνικό προϊόν, γιατί θα ρωτούσε κανένας ποια είναι η ανάλυση η κοινωνική που ερμηνεύει τη συμπεριφορά του ενός ή του άλλου, φέρνει στην επιφάνεια τα χαρακτηριολογικά στοιχεία της μιας προσωπικότητας και της άλλης και σε αυτή την κατεύθυνση προειδοποιούσε ο Λένιν και δεν ακούστηκε γιατί είχε πεθάνει και ήδη η γραφειοκρατική δομή είχε κάνει την επιλογή της.

Στην αριστερά παρατηρούμε μία αντίφαση. Τις προηγούμενες δεκαετίες που της έλειπαν οι συγκεκριμένες προτάσεις αλλά της περίσσευε ο μύθος εκλογικά τουλάχιστον πήγαινε καλά.  Σήμερα έχει αναλύσεις και ρεαλιστικές προτάσεις. Μήπως όμως έχει αρκεστεί στην αναπτυξιολογία και την ελλειμματολογία; Τελικά μπορεί να υπάρξει αριστερά χωρίς όνειρα, χωρίς μύθο;

Δεν μπορεί να υπάρξει. Δεν μπορεί να υπάρξει μεγάλο αναγεννητικό κίνημα στη διαδρομή της ιστορίας χωρίς όνειρα, χωρίς μύθο, χωρίς στοιχεία που εμπνέουν μία πίστη. Η αριστερά σε μία ιδιόμορφη κατάσταση της ελληνικής κοινωνίας όπου η βία εμφανιζόταν με έναν ωμό τρόπο και όπου ο κάθε δημοκρατικός άνθρωπος ταυτιζόταν με τον αριστερό και τις αριστερές ιδέες έφτασε στην ακμή της. Είναι εκπληκτικό το γεγονός ότι δέκα χρόνια μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου η αριστερά με τη μορφή της ΕΔΑ έφτασε να καταλάβει τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Επρόκειτο για ένα θαυμαστό αποτέλεσμα των ιδιόμορφων συνθηκών, της απίστευτης εργατικότητας, της έμπνευσης που είχαν οι αριστεροί την εποχή εκείνη, καθώς στην προφυλακή της ελληνικής κοινωνίας αγωνίζονταν για να διευρύνουν τις δημοκρατικές κατακτήσεις και τους δημοκρατικούς ορίζοντες.
Από κει κι ύστερα η αριστερά πρώτον, δείχτηκε ανίκανη να αντιληφθεί τη δικτατορία που ερχόταν, να εργαστεί ενάντια στην άνοδό της στην εξουσία. Αυτό πρέπει να το ερμηνεύσει κανείς με πολιτικούς όρους κι όχι κατά ανάγκη με δυναμικούς και το δεύτερο, σημειώθηκε η ιστορική ήττα της ελληνικής κοινωνίας ευρύτερα κι αυτό ας μη φανεί πως είναι παράδοξο. Όταν στη διάσπαση του 1968, που έγινε γιατί στους κόλπους του ΚΚΕ είχαν αρχίσει να συγκρούονται τα δύο μεγάλα ρεύματα, το ένα που ένωνε το σοσιαλισμό με τη δημοκρατία και το άλλο που συνέχιζε την αντίληψη, την πιο ωμή και αφιλοσόφητη εκδοχή, της δικτατορίας του προλεταριάτου.  Όταν λοιπόν σε αυτή τη σύγκρουση ηττήθηκε το ανανεωτικό ρεύμα αυτό δεν είχε συνέπειες μόνο στο κομμουνιστικό αριστερό κίνημα, είχε συνέπειες στην ευρύτερη ελληνική κοινωνία. Γιατί όσο η αριστερά είναι γεμάτη ρώμη, γεμάτη οράματα και πίστη, τόσο εμπνέει και την ίδια την κοινωνία και δραστηριοποιεί αυτήν, κι όσο κι αν φανεί παράδοξο οδηγεί σε μία άμιλλα πολιτική ή σε έναν ανταγωνισμό και δραστηριοποιεί τις λοιπές δυνάμεις.  Αντίστροφα, όταν η αριστερά βρίσκεται διχασμένη, βρίσκεται σε μία ένταση στις σχέσεις ανάμεσα της, μία ένταση που μεταφέρεται και στο επίπεδο της κοινωνίας. Ολόκληρη η κοινωνία υφίσταται ένα αρνητικό αντίκτυπο και κάνοντας μία αναδρομή στα παλιά προτείνω σε όλους τους συντρόφους μας τους αριστερούς να κάνουν μία εκτίμηση με βάση αυτόν τον κανόνα που διατύπωσα για να δουν αν πράγματι είναι αλήθεια ότι το 1968 ολόκληρη η ελληνική κοινωνία υπέστη μία ήττα.
Διότι από κει και ύστερα η αριστερά δεν μπόρεσε να ανασυγκροτηθεί, δεν μπόρεσε να βρεθεί στις προφυλακές του αγώνα για μία διεύρυνση της δημοκρατίας. Το μεγάλο της τμήμα, χάρη και στην εξωτερική πολυποίκιλη βοήθεια, μπόρεσε να επιβληθεί βοήθησε τις πιο συντηρητικές απόψεις μέσα στον κύκλο της επαναστατικής αντικαπιταλιστικής αντίληψης. Αν αυτά τα πράγματα είναι δυνατόν να χωρέσουν. Οι συντηρητικές απόψεις απέναντι στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι λ.χ. Κάτω η ΕΟΚ των μονοπωλίων, των διαβόλων, κ.τ.λ., οι συντηρητικές απόψεις σε ότι αφορά τη συνάντηση των ευρύτερων δυνάμεων της ελληνικής κοινωνίας για την ανασυγκρότησή της, την καταπολέμηση της άλλης αντίληψης της κριτικής και ενωτικής πολιτικής του τότε ΚΚΕ εσωτ.,  η καλλιέργεια ενός τυφλού εργατισμού που δεν έβλεπε ότι η εργατική τάξη, οι εργαζόμενοι με την ευρύτερη σημερινή τους έννοια, έχουν μία ιστορική ευθύνη να τραβήξουν όλη την κοινωνία προς τα εμπρός κι όχι να πάρουν 10 δραχμές, 20 δραχμές περισσότερες μεροκάματο. Λειτουργική καθυστέρηση το γεγονός ότι έμεινε προσδεμένη σε αντιλήψεις έσχατα υποκριτικές, που υποστήριζαν την αποθέωση του ανθρώπου και την ίδια στιγμή εδόξαζαν την καταβαράθρωση και την καταπίεση των ανθρώπων στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού.  Έτσι η αριστερά στερήθηκε από εκείνα τα στοιχεία που θα της έδιναν τη δυνατότητα να συμβάλλει στην αναγέννηση της κοινωνίας και πήρε και η αριστερά την ευθύνη για την κατάπτωση και το κατάντημα.

Πρέπει να ξεχωρίσει κανείς το ανανεωτικό τμήμα αυτής της αριστεράς το οποίο όμως δεν μπόρεσε να αποκτήσει συνείδηση μαζικού κόμματος, κι έτσι ήταν σε μία απόσταση από την ελληνική κοινωνία. Ήταν ένας ηρωικός κύκλος ανθρώπων με μία μεγάλη εμβέλεια στο χώρο της σκέψης και της κουλτούρας. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι έδειξε μία απίστευτη αντοχή στην πίεση που υφίστατο από όλες τις πλευρές. Όμως επαναλαμβάνω δεν αρκούσε για να ζωογονήσει  και να δημιουργήσει το μεγάλο ρεύμα που θα μπορούσε να συμβάλει στην ελληνική αναγέννηση.

Η στιγμή της συνάντησης του Συνασπισμού ήταν μία μεγάλη ιστορική ευκαιρία κι αυτή την κατέστρεψε για άλλη μία φορά η δογματική ηγεσία του ΚΚΕ. Και πρέπει να πω ότι από το 74 κι ύστερα η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ διαβλέποντας στο ΚΚΕ εσωτ. την προφυλακή μιας αναγέννησης του αριστερού κινήματος που θα μπορούσε να φέρει τον κόσμο της εργασίας και του πολιτισμού στο κέντρο της πολιτικής ζωής, αλλά με μία έντονη τη σφραγίδα των αριστερών ιδεών, η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ προτίμησε να συμμαχήσει στην πράξη με τη δογματική πλευρά του κομμουνιστικού κινήματος, να κυνηγήσει κυριολεκτικά τις ανανεωτικές τάσεις και να σταθεί ένας πελώριος φραγμός στην ανάπτυξη της αριστεράς.

Η Ελλάδα αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε διεθνή απομόνωση σε όλα τα κρίσιμα θέματα. Πέρα από τις δημαγωγίες υπάρχει προοπτική διεξόδου σε αυτή την κατάσταση;

Όπως καταλάβατε ως τώρα η φωνή αυτή δεν είναι μία φωνή απαισιοδοξίας και συμβιβασμού με το τέλμα και την συντριβή, μπροστά στη συντριβή μιας αριστερής συνείδησης, μπροστά σε όσα συνέβησαν. Αντίθετα, είναι μία φωνή μάχης αισιοδοξίας. Αυτή η κοινωνία ή θα κάνει το άλμα προς το 2000, έχει μέσα τις εκπληκτικές δυνάμεις και ανθρώπινες και υλικές, ή θα ακολουθήσει την πεπατημένη και μέρα με τη μέρα θα ανακαλύπτει τις χαμένες ευκαιρίες, όπως επίσης και την απώθηση της στο περιθώριο μιας γιγάντιας παγκόσμιας εξέλιξης, που πραγματοποιείται χωρίς ακριβώς να την καταλαβαίνουμε, χωρίς να το συνειδητοποιούμε.

Έτσι, λοιπόν, αυτή η ανασυγκρότηση πρέπει να γίνει σε όλα τα επίπεδα.  Είναι τρομερή η ευθύνη της Νέας Δημοκρατίας, πρωτίστως της ΝΔ, και του ΠΑΣΟΚ για το γεγονός ότι τα αμιλλώμενα σε εθνική η εθνικιστική δημαγωγία και φοβούμενα το ένα ότι θα πλαγιοκοπηθεί από το άλλο επί εθνική μειοδοσία κάρφωσαν τη σκέψη και της εξωτερικής πολιτικής και του ελληνικού λαού σε ένα συγκεκριμένο σημείο, στα Σκόπια, και ανήγαγαν το θέμα αυτό στο πρώτιστο, ενώ στο σύνολο μιας εξέτασης και της εξωτερικής πολιτικής και της εθνικής μας προοπτικής είχε τη θέση του ανάμεσα σε άλλα.

Έτσι καλλιέργησαν στον ελληνικό λαό το μύθο ότι ο μέγιστος κίνδυνος για την Ελλάδα προέρχεται από τα Σκόπια και την ίδια στιγμή εμμένοντας σε αυτή την άποψη και αφιερώνοντας όλες τις διπλωματικές προσπάθειες σε αυτή την κατεύθυνση κατέστρεψαν, το λέω τώρα με πλήρη επίγνωση του ρήματος, κατέστρεψαν τις διεθνείς δυνατότητες της Ελλάδας για χρόνια και την ίδια στιγμή προσέφερε τη μεγαλύτερη υπηρεσία μπορούσε να φανταστεί η Άγκυρα. Η οποία καλύπτοντας το κενό που άφηνε αυτή η τελείως αφιλοσόφητη ελληνική στάση προχώρησε σε μία εκπληκτική διεύρυνση των δεσμών και των οριζόντων της αρχίζοντας από την Ουάσινγκτον, παίρνοντας στο τόξο που διαμόρφωσε από την Αλβανία, τη Βουλγαρία, την Τουρκία ως την Κύπρο, το τόξο που πιέζει τώρα την Ελλάδα, προχώρησε τις σχέσεις με τις μουσουλμανικές Δημοκρατίες της πρώτης της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και ανακύπτει τώρα και από την πελώρια βοήθεια που έχει από την δύση, κυρίως και τις ΗΠΑ, σε μία παγκόσμια δύναμη με παγκόσμιες βλέψεις. Διότι τα τουρκμανικά τα φύλα φτάνουν μέχρι και την ίδια την Κίνα, η οποία ας μην ξεχνούμε αποτελεί έναν από τους πάγιους στόχους προς τους οποίους η αμερικανική πολιτική της παγκόσμιας ηγεμονίας σκοπεύει.

Κατά συνέπεια θα έπρεπε να δει κανείς τη ραγδαία αναπροσαρμογή της ελληνικής πολιτικής και σε τούτο οι προτάσεις του Συνασπισμού έχουν μία δραματική επικαιρότητα και σημασία. Η πρόσφατη πρόταση της Μαρίας Δαμανάκη για μία φιλειρηνική πρωτοβουλία, ώστε μία διεθνής φιλειρηνική διάσκεψη υπό την αιγίδα του ΟΗΕ με πιθανή έδρα τη Θεσσαλονίκη, να αντιμετωπιστούν και να λυθούν με συμβιβασμούς αμοιβαίους τα προβλήματα που ανέκυψαν από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, είναι για τη στιγμή μία μεγάλη πρωτοβουλία της ελληνικής πλευράς, ώστε στη ριζική αναδιοργάνωση των βαλκανικών σχέσεων, εμπορικά, οικονομικά, πολιτικά, η Ελλάδα να διαδραματίσει έναν έξοχο ρόλο. Καταλαβαίνει κανένας ότι η διάσκεψη υπερφαλαγγίζει και το πρόβλημα που δημιουργήθηκε. Πράγματι από την πορεία προς την ανεξαρτησία της μικρής πρώην ομόσπονδης Δημοκρατίας των Σκοπίων, ως ομόσπονδη Μακεδονική Δημοκρατία, και την ίδια στιγμή δίνει μία διέξοδο στην άνθηση της Ελλάδας και στα πλαίσια των Βαλκανίων και στα πλαίσια της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Τίθενται έτσι οι στόχοι που συνδέουν το ένδοξο χθες με ένα μεγάλο αύριο, περνώντας από μία προσέγγιση που θα δίνει τη δυνατότητα στον ελληνικό λαό να δείξει όλο τον πλούτο τη σημερινής συνεισφοράς, χωρίς να αγκιστρώνεται απλώς στη σάρισα του Μέγα Αλέξανδρου ή στο μεγαλείο της δημοκρατίας των αρχαίων προγόνων μας.

Μία πολιτική που δεν θα επέτρεπε σε κανέναν να αμφισβητήσει την ελληνική ιστορική και πολιτιστική παράδοση, που θα κατοχυρώνει απόλυτα τα σύνορα, που θα απέκλειε την έγερση μειονοτικών θεμάτων σε βάρος της χώρας μας σε αυτήν την περιοχή και που την ίδια στιγμή θα προχωρούσε μέσω συμφωνιών φιλίας με όλες τις άλλες βαλκανικές χώρες στην έγερση ενός μετώπου απέναντι στον Τουρκικό επεκτατισμό, που ονειρευόμενος την ανασύσταση στα σημερινά δεδομένα της οθωμανικής αυτοκρατορίας θα προσέκρουε στο τείχος που συμμαχικές σχέσεις ανάμεσα σε παλιές ορθόδοξες χώρες που προήλθαν από την κατάρρευση της οθωμανικής αυτοκρατορίας θα μπορούσε να δημιουργήσει.
Να ένα φιλόδοξο σχέδιο το οποίο όμως δεν ακούστηκε από κανέναν και, αντίστροφα, αρχίζει να καλλιεργείται, και αυτό θα πληρωθεί πάρα πολύ ακριβά ένα ξέφρενο πνεύμα αντιευρωπαϊσμού, μία αντίληψη ότι όλοι φταίνε, ότι είμαστε ένας ανάδελφος λαός, ότι κανένας δεν μας θέλει, γιατί με αυτούς τους λαούς θα ζήσουμε σε μία προσπάθεια διαμόρφωσης μιας νέας ευρωπαϊκής και παγκόσμιας κοινότητας.  Αν από αυτά τα πλέγματα κατεχόμαστε είναι ολοφάνερο ότι βαδίζουμε με ιλιγγιώδη ταχύτητα στο περιθώριο.
Χθες μιλώντας στην Πτολεμαΐδα, απαντώντας στην αγωνία των ανθρώπων τι θα γίνει ύστερα από 40 χρόνια, διατύπωσα την πρόταση, μισό-αστειευόμενος αλλά μία πρόταση που είναι και σοβαρή, η Πτολεμαΐδα να διεκδικήσει να γίνει πεδίο έρευνας για τις ήπιες μορφές ενέργειας, ώστε όταν στις δεκαετίες που έρχονται πραγματοποιηθεί ένα από τα μεγαλύτερα επιστημονικά επιτεύγματα, που θα είναι η μετατροπή της ηλιακής ακτινοβολίας σε ηλεκτρική ενέργεια, η Πτολεμαΐδα να είναι το κατεξοχήν πεδίο δέσμευσης αυτής της ενέργειας και κατά συνέπεια η μετατροπή της σε άλλου τύπου πανελλαδικό ενεργειακό κέντρο.  Νομίζω ότι το δικαιούται, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα πρέπει να μεταθέσει κανένας για ύστερα από 40-50 χρόνια τις εύλογες διεκδικήσεις, να παρθούν άμεσα μέτρα για να αναβαθμιστεί το περιβάλλον αυτής της περιοχής.

Θα ήθελα επίσης να πω ότι ένας από τους πρωταρχικούς στόχους αυτής της νέας ελληνικής αναγέννησης είναι μία ελληνικού τύπου, θα έλεγα, ανάπτυξη η οποία θα συνενώσει ποσοτικούς στόχους που έχουν σχέση με την άνοδο του επιπέδου της υλικής ευημερίας, με ποιοτικούς στόχους, που σημαίνουν ανάπτυξη με κριτήρια περιβαλλοντικά, και την ίδια στιγμή μία αναγέννηση της κουλτούρας μας σε όλα τα επίπεδα της λαϊκής κουλτούρας και επίσης τις επίδοσής μας σε όλους τους τομείς της πολιτιστικής δραστηριότητας.
Χαίρομαι γιατί εδώ στην Κοζάνη, παρά τις περιορισμένες δυνατότητες, υπάρχει ένα έξοχο Λαογραφικό Μουσείο που συνδέει το χθες με το σήμερα, χαίρομαι γιατί τα ΤΕΙ που υπάρχουν και είναι από τα λαμπρότερα στην Ελλάδα και τον ενθουσιασμό με τον οποίο οι μαθητές και δάσκαλοι εργάζονται και συνεργάζονται για την κατάκτηση της προχωρημένης γνώσης και ελπίζω για τη σύνδεση αυτής της γνώσης με την παραγωγή. Χαίρομαι για τη δημιουργία σε όλους τους τομείς του πολιτισμού, όπως χαίρομαι και για την ίδια την εφημερίδα σας που είναι μία έπαλξη πάνω από την οποία όχι μόνο ιδέες πολιτικές, αλλά και οι ιδέες που έχουν σχέση με την καλλιτεχνική και πολιτιστική δημιουργία διακινούνται.
Και θα ήθελα να πω ότι είναι παράδοξο, εγώ δεν είχα άλλωστε σχέση με τον κόσμο της Δυτικής Μακεδονίας, ο πατέρας μου είναι από την Ανατολική Θράκη, η μάνα μου από την Κρήτη, εγώ είμαι ένας περιπλανώμενος βουλευτής, διότι εκλέχτηκα πρώτη φορά στο Ηράκλειο, ύστερα στην Αθήνα, ύστερα στη Θεσσαλονίκη. Σαν μοναδικός όμως βουλευτής σε μία φάση ενός κόμματος ήμουνα πράγματι αυτό που έλεγε ο Γεώργιος Παπανδρέου ότι οι βουλευτές ανήκουν στο έθνος και όχι στην περιφέρειά τους.  Έτσι κι εγώ με το δισάκι του οδοιπόρου τριγύρισα  παντού στην Ελλάδα, δέθηκα με ορισμένες γωνιές της και μία από αυτές ήταν και η Κοζάνη. Αισθάνομαι τόση νοσταλγία όταν λείπω μακριά και τόση συγκίνηση σαν να είμαι στο σπίτι μου όταν βρίσκομαι στην Κοζάνη, γιατί σε όλες μας τις συναντήσεις συνάντησα μία τέτοια ανθρώπινη κατανόηση και ζεστασιά που μου έδειξε ότι αυτός ο λαός έχει ποιότητες έξοχες, τις οποίες αν σωστά καλλιεργήσει, τότε οι ορίζοντες που ανοίγονται μπροστά του είναι πελώριοι.

Και το τελευταίο.  Επειδή είμαι μάλλον θρασύς στις κοινωνικές μου σχέσεις που συνδέονται και με την πολιτική, χθες ρώτησα τρία κορίτσια που έβγαιναν από το σχολείο αν ήξεραν για τη συγκέντρωση κι όταν μου είπαν όχι, τις προσκάλεσα να ’ρθουν. Ρώτησα τα ονόματά τους και είπα ότι θα προσέξω αν έρθουν. Πράγματι ήρθαν εκείνο το βράδυ, ετίμησαν και την υπόσχεσή τους και τη συγκέντρωση και στο τέλος μου έφεραν τρία τριαντάφυλλα, που είχαν μία μυρωδιά που πάρα πολύ καιρό είχα να οσφρανθώ.  Ήταν γνήσια τριαντάφυλλα. Αλλά η μεγαλύτερη έκπληξη ήταν όταν έφευγα από το ξενοδοχείο με τον Σάκη Καραλιώτα. Το βράδυ και έξω από το ξενοδοχείο μας περίμενε μία ομάδα από παιδιά 10 -12 χρόνων που ήρθαν και έπεσαν στην αγκαλιά μου. Με φίλησαν σαν να ’μασταν παλιοί γνώριμοι, παλιοί φίλοι και μου ζήτησαν ένα αυτόγραφο.  Δεν είχα δώσει ποτέ στη ζωή μου αυτόγραφο, αλλά δεν ήταν δυνατόν να τους το αρνηθώ. Αλλά σκεφτόμουνα αν μπορεί κανείς να επικοινωνεί με τα παιδιά και να γεννιούνται τέτοια αμοιβαία αισθήματα, ε, τότε κάτι καλό υπάρχει.

Πέμπτη 24 Ιανουαρίου 2019

Έωλη -από την αλλοδαπή- συστράτευση, για την υποστήριξη της συμφωνίας των Πρεσπών


Image result for εικόνες γκάρντιαν

Διαβάζω στις εφημερίδες, αναδημοσιεύσεις του ξένου Τύπου, με τις οποίες διάφορες κοινωνικές ομάδες με κύρος και άποψη, έρχονται να ενισχύσουν την υποστήριξη της συμφωνίας των Πρεσπών. Αν ήθελαν να συνδράμουν με την (φαινομενικά) οξυδερκή στάση τους, την υποστήριξη αυτής της συμφωνίας, θα έπρεπε η κρίση τους να είναι αντικειμενική ως προς τα ζητήματα που ετέθησαν προς διαπραγμάτευση, και τα ζητήματα που διακυβεύονται. Αλλά αυτό δεν συμβαίνει.

Διαβάζω, λοιπόν πως "Με κοινή επιστολή τους στη βρετανική εφημερίδα Guardian δεκάδες προσωπικότητες και πανεπιστημιακοί εκφράζουν την υποστήριξή τους στην "ιστορική και δίκαιη", όπως τονίζουν, συμφωνία της 17ης Ιουνίου που υπογράφηκε ανάμεσα στην Ελλάδα και την ΠΓΔΜ, η οποία -όπως σημειώνουν "τερματίζει μια διένεξη που κακοφόρμιζε τα τελευταία 25 χρόνια".

"Η κάθε πλευρά είχε να αντιμετωπίσει τις ανησυχίες της άλλης. Για την Ελλάδα ήταν ο γεωγραφικός προσδιορισμός στο σύνθετο νέο όνομα (Βόρεια Μακεδονία), η εφαρμογή του erga omnes για κάθε χρήση εσωτερικά και διεθνώς και η αξίωση ότι το σύνταγμα της ΠΓΔΜ θα τροποποιηθεί ανάλογα. Για την Βόρεια Μακεδονία, η αποδοχή της ύπαρξης της μακεδονικής γλώσσας ως μέρος της σλαβικής οικογένειας γλωσσών (γεγονός που αναγνωριζόταν εδώ και χρόνια από τον ΟΗΕ και την Ελλάδα), ο ορισμός της εθνικότητας ως Μακεδόνες/πολίτες της Βόρειας Μακεδονίας και κυρίως η έναρξη ενταξιακών συνομιλιών με το ΝΑΤΟ και την ΕΕ", προσθέτουν οι πανεπιστημιακοί που υπογράφουν την επιστολή.


"Όταν ολοκληρωθεί αυτή η νομικά δεσμευτική συμφωνία θα έχει λύσει ένα ζήτημα αμφισβητούμενης πολιτικής ταυτότητας, κάτι το οποίο είναι τόσο κοινό σε πολυπολιτισμικές κοινωνίες και θα προσφέρει ένα πρότυπο για την μελλοντική επίλυση άλλων παρατεταμένων διενέξεων", υπογραμμίζουν.

"Όμως η συμφωνία αντιμετωπίζει ακόμη μεγάλα εμπόδια και στις δύο χώρες, όπου οι σκληροπυρηνικοί και οι εξτρεμιστές κινητοποιούνται εναντίον της. Η κυβέρνηση της Βόρειας Μακεδονίας, συγκεκριμένα, χρειάζεται όλα τα κόμματα να εκπληρώσουν την δέσμευσή τους αν είναι να κερδίσει το δημοψήφισμα για την έγκριση της συμφωνίας το φθινόπωρο", τονίζουν επίσης.


"Αυτές τις κρίσιμες στιγμές που η Ευρώπη αντιμετωπίζει την άνοδο του ακροδεξιού εθνικισμού και ρατσισμού και επικίνδυνοι αναθεωρητισμοί ξαναέρχονται στην επιφάνεια στα Βαλκάνια και την Ευρώπη, διαιρώντας τους ανθρώπους σε "προδότες" και "πατριώτες", είναι σημαντικότερο από ποτέ να υποστηριχθούν αυτοί που αναλαμβάνουν το ρίσκο για την συμφιλίωση. Υποστηρίζουμε αυτήν την δίκαιη συμφωνία και καλούμε όλες τις πλευρές να εκπληρώσουν το δικό τους μέρος της συμφωνίας"" (και ακολουθούν οι υπογραφές). ΠΗΓΗ

Πόσο πολύ μας αγαπούν, τελικά όλοι αυτοί που μας ενθαρρύνουν να ενδώσουμε στην εκχώρηση του ιστορικού μας ονόματος;  Και γιατί, όλοι αυτοί οι υποστηρικτές της λύσης των προβλημάτων, δεν έχουν φροντίσει να διαμαρτυρηθούν ώστε να απομακρυνθούν οι τούρκοι από την κατοχή της Κύπρου, να καταπαύσει η τρομοκρατία των ισλαμιστών και η καταστροφή των χωρών από τους πολέμους των ισχυρών;
  • Δεν είναι σαφές πως όλα αυτά γίνονται χάριν εξάλειψης της φιλοπατρίας μας, που αυτοί την βαφτίζουν εθνικισμό;
  • Δεν είναι σαφές πως η χώρα μας ξανα-είναι το πειραματόζωο, αυτή την φορά για την ανάσχεση των εθνικώς αφυπνούμενων συνειδήσεων ανά την Ευρώπη;
  • Δεν υποστηρίζουν αυτούς που "αναλαμβάνουν το ρίσκο", με απώτερο σκοπό την χαλάρωση των εθνικών δεσμών στην πατρίδα μας και την χειραγώγηση του λαού και των συμφερόντων της χώρας κατά πώς βολεύονται οι προστάτες μας;
  •  Και πόσο άμοιροι προσδοκιών είναι όλοι αυτοί, οι πρόθυμοι, και όσοι, ακόμη, έλκουν εξ αυτών (των ...εμψυχωτών μας στην υποχώρηση) συμφέροντα;

Οι απολογητές της έωλης συμφωνίας των Πρεσπών


Image result for εικόνες κοτζια στις πρέσπες 

Αλιεύω στο διαδίκτυο τις δηλώσεις που έχουν διατυπωθεί από καλλιτέχνες και διανοούμενους, αλλά και από ακαδημαϊκούς, προς υποστήριξη της συμφωνίας των Πρεσπών. Στις επιστολές αυτές, επαναλαμβάνονται, αυτολεξεί οι κυβερνητικοί ισχυρισμοί, χωρίς ούτε μια  προσωπική τοποθέτηση, από την πλευρά -έστω και ενός εκ- των υπογραφόντων.

Είναι κακό πράγμα η παπαγαλία, όταν αυτοί που παπαγαλίζουν είναι μεγάλα "παιδιά".

Με ξενίζει, το ότι, η άποψη των διανοούμενων και των καλλιτεχνών που υποστηρίζουν την συμφωνία των Πρεσπών, ασχολείται περισσότερο με την καλή πίστη μας προς την γείτονα, παρά με την προστασία των εθνικών μας συμφερόντων.

Επί πλέον, μάλλον υβρίζουν κάθε διαφωνούντα, παρά διαφωνούνε με την άρνησή μας, αφού δεν επιχειρηματολογούν για να μας προσελκύσουν στην άποψή τους. Συνήθειο των νέων καιρών. Θα μπορούσαμε να πούμε πως έτσι είναι και τα νέα πολιτικά ήθη, που κομίζει, αποτελεσματικά πλέον, η κυβέρνηση.[Όποιος δεν συμφωνεί μαζί μου και δεν με ακολουθεί είναι εξοβελιστέος εχθρός!]

Και καλά, η κυβέρνηση μπορεί να αποφασίζει ό,τι θέλει, γιατί αυτή είναι η πολιτική της, και μας έχει πείσει ότι άλλα είναι τα ζητήματα που την απασχολούν (η αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού), κι όχι οι εθνικές μας ευαισθησίες. Οι διανοούμενοι, όμως και οι καλλιτέχνες, πώς καταδέχονται να επαναλαμβάνουν αυτούσιες τις κυβερνητικές θέσεις, και να μας απευθύνουν έωλες απόψεις και άσχετες δηλώσεις; Δεν αντιλαμβάνονται ότι όχι μόνο δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε μαζί τους και να ακολουθήσουμε την σκέψη τους, αλλά, ότι με τον τρόπο αυτόν μας προσβάλλουν στην προσωπικότητά μας, και στην ουσία της ανθρωπιάς μας;

Η επιστολή των καλλιτεχνών/διανοουμένων

«Είμαστε κι εμείς εδώ. Όχι στην Ελλάδα του μίσους και του σκοταδισμού», επισημαίνεται εισαγωγικά σε κείμενο υπέρ της Συμφωνίας των Πρεσπών.

Ειδικότερα, «στην κοινωνία μας σήμερα διεξάγεται μια σύγκρουση που υπερβαίνει το στενό πεδίο της πολιτικής αντιπαράθεσης, υπερβαίνει το τοπίο των πληγωμένων κοινωνικών σχέσεων και ακουμπάει το ουσιαστικό πεδίο των πολιτισμικών σχέσεων.

Παρατηρούμε ότι κάποιοι θέλουν λυσσασμένα να γυρίσει η Ελλάδα 100 χρόνια πίσω. Ένα φοβικό, βαθιά οπισθοδρομικό και αντιδραστικό αφήγημα έχει βγει από τα σκοτεινά ντουλάπια της ιστορίας, με αφορμή την ”Συμφωνία των Πρεσπών”.

Με αυτό το σκεπτικό εμείς που καθημερινά βρισκόμαστε σ′ έναν διάλογο με την κοινωνία, μέσα από τη τέχνη, απ′ τα τραγούδια, τη μουσική, τους στίχους, μέσα απ′ το θέατρο, τον χορό, το γράψιμο, την σκέψη, τον κινηματογράφο, μέσα από κάθε ανθρώπινη έκφραση κι ανησυχία, δεν μπορούμε να μην επικοινωνήσουμε και σήμερα με τον λαό που δοκιμάζεται από διχαστικές κραυγές, με την κοινωνία που πληγώνει και πληγώνεται.

Θα ήταν υποκριτικό κι ανάξιο του πολιτισμού μας αν παριστάναμε τους ανήξερους, τους ανέγγιχτους και τελικά τους αδιάφορους, πάνω σε ένα θέμα που απασχολεί ολόκληρη την Ελλάδα.

Ενώνουμε τη φωνή μας με τη φωνή των γειτόνων μας που απομονώνουν τους εθνικιστές και τη ρητορική μίσους και στέλνουν μηνύματα φιλίας και αλληλεγγύης στον Ελληνικό λαό γυρίζοντας την πλάτη στην πατριδοκαπηλία, το τσίρκο με τους Βουκεφάλες και την ακροδεξιά. Ενώνουμε τη φωνή μας με τα εκατομμύρια των πολιτών του κόσμου που είναι έτοιμοι και έτοιμες να υπερασπιστούν την ελευθερία, τη φιλία, τη δημοκρατία και τις ανθρωπιστικές άξιες από άκρη σε άκρη του πλανήτη.

Στηρίζουμε την συμφωνία των Πρεσπών, σεβόμενοι την ανεξαρτησία και τα δικαιώματα των λαών. Στηρίζουμε τη συμφωνία γιατί δεν μας αρκεί να αναφερόμαστε μόνο στον ελληνικό πολιτισμό, αλλά να τον προστατεύουμε, να τον προάγουμε και να εκφραζόμαστε μέσα από τις βασικές του αρχές.

Θέλουμε μια Ελλάδα δημοκρατίας και διαλόγου, αντιθέσεων και συνθέσεων.

Είμαστε πολλοί και πολλές αυτοί που θα αγωνιστούν, θα διεκδικήσουν, θα παλέψουν για να μην γυρίσουμε πίσω. Στο σκοτάδι, στην ξενοφοβία, στον εθνικισμό, στην καταστολή, στον ολοκληρωτισμό.

Η ”Συμφωνία των Πρεσπών” τερματίζει μια πολύχρονη διαμάχη μεταξύ δύο χωρών, προσφέροντας στην συνεργασία και στην αλληλεγγύη των λαών μας.
Έχουμε την ευκαιρία αντί να επικρατήσει ο σκοταδισμός να επικρατήσουν η δημιουργικότητα, η ανεκτικότητα, η αλληλεγγύη.

Δεν θέλουμε να παλεύουμε απλά για να διατηρήσουμε τις όποιες ελευθερίες μας, αλλά για να τις διευρύνουμε. Να χτίσουμε μια πιο ανοιχτή και δίκαιη κοινωνία για όλους μας.

Πρωτοβουλία ανθρώπων της Τέχνης & του Πολιτισμού

Η επιστολή των ακαδημαϊκών

«Η Συμφωνία των Πρεσπών κλείνει μια χαίνουσα πληγή που αφέθηκε να κακοφορμίσει για τρεις δεκαετίες. Είναι μια έντιμη Συμφωνία και ένας προωθητικός συμβιβασμός που προασπίζεται το μέλλον των λαών των δυο χωρών με ειρήνη, αλληλεγγύη και συνανάπτυξη», υπογραμμίζουν άνθρωποι των Γραμμάτων και των Τεχνών.
Και συνεχίζουν: «Η σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό (Βόρεια Μακεδονία), έναντι όλων και με συνταγματική αναθεώρηση, καλύπτει πλήρως τις πάγιες ελληνικές θέσεις, ενώ αποδεικνύει έμπρακτα τη βούληση της γειτονικής χώρας για ειρηνική συνύπαρξη των δυο λαών.
Ζούμε σε μια περίοδο όπου βιώνουμε επώδυνα στην Ευρώπη την άνοδο της ακροδεξιάς και του εθνικισμού.
Η Συμφωνία των Πρεσπών είναι από τα ελάχιστα παρήγορα γεγονότα αυτής της περιόδου σε όλη των Ευρώπη. Και χαιρετίστηκε ευρύτερα σαν τέτοια.
Γι’ αυτό ακριβώς και τη στηρίζουμε, ανεξαρτήτως των πολιτικών μας απόψεων».

 (ΠΗΓΗ)

Η αντίθεση της ελληνικής διανόησης στην συμφωνία των Πρεσπών

 Αντιγράφω το εξαιρετικό δημοσίευμα, και απλώς, με εμφατικά στοιχεία, επισημαίνω τα σημεία της απόλυτης σύμπλευσής μου:

  Image result for εικόνες κοτζια στις πρέσπες

«Ποιος αποφάσισε ότι ο «ακρωτηριασμός» ήταν η δέουσα λύση για την Ελλάδα;» αναφέρουν σε επιστολή τους 12 πανεπιστημιακοί, σχολιάζοντας τη Συμφωνία των Πρεσπών – Ποια είναι τα λάθη της ελληνικής διπλωματίας και οι αντιφάσεις της εξωτερικής πολιτικής.

Κόλαφος είναι η ανοιχτή επιστολή 12 καθηγητών πανεπιστημίου, που επικρίνουν τη Συμφωνία των Πρεσπών και αναλύουν τα λάθη και τις αντιφάσεις της ελληνικής διπλωματίας.

«Το αδιέξοδο της διπλωματίας δεν οφειλόταν στην έλλειψη τόλμης ή ευφυΐας», αλλά καμία κυβέρνηση δεν μπορούσε να παραβλέψει ότι η ιστορία «αποτελεί, πέρα από κάθε αμφιβολία, τη ραχοκοκαλιά του ελληνικού έθνους και θέμα εξαιρετικά μεγάλης ευαισθησίας στον ελληνικό Βορρά, στην ελληνική Μακεδονία», αναφέρουν οι 12 πανεπιστημιακοί στην επιστολή τους στο in.gr.

Όπως εξηγούν, «η συμφωνία των Πρεσπών δεν αποτελεί έναν έντιμο συμβιβασμό», καθώς υπονομεύει ανεπανόρθωτα τη μικτή ονομασία erga omnes. Επίσης, υποστηρίζουν ότι δεν επιλύεται η διαφωνία, καθώς το ίσο βάρος σε δύο αντιφατικές ιστορικές εκδοχές «παραβιάζει την κοινή λογική, αφού αναγνωρίζει ότι αμφότερες είναι κατ’ όνομα «μακεδονικές». Η συνωνυμία αυτή δεν αποτελεί επωφελή λύση, γι’ αυτό και την αντιμαχόμασταν ανέκαθεν».

Επίσης, οι πανεπιστημιακοί εξηγούν την αντίθεσή τους στη Συμφωνία, λέγοντας ότι «αδυνατεί να αποτρέψει με πειστικό τρόπο τον σφετερισμό ευαίσθητων ιστορικών δεδομένων, αλλά γιατί επιτρέπει ρητά αυτόν τον σφετερισμό».

Αναλυτικά η επιστολή έχει ως εξής:

Η δημόσια συζήτηση για την αποδοχή και την αναγκαιότητα της συμφωνίας των Πρεσπών μεταξύ Ελλάδας και ΠΓΔΜ περιλαμβάνει τρεις βασικές ανακρίβειες, οι οποίες πρέπει να αποκατασταθούν.

Το αδιέξοδο της διπλωματίας δεν οφειλόταν στην έλλειψη τόλμης ή ευφυΐας. Για 25 χρόνια το βάρος των διαπραγματεύσεων έπεσε στην εξεύρεση μιας μικτής ονομασίας, η οποία θα χαρακτήριζε και τη νέα χώρα και το έθνος που την κατοικεί και τη γλώσσα που ομιλείται, βάσει της αντίληψης ότι οι λαοί δίνουν την ονομασία τους στις χώρες και τις γλώσσες και όχι το αντίστροφο. Αυτή ήταν η κόκκινη γραμμή τής ελληνικής διπλωματίας και από πουθενά δεν προκύπτει ότι υπήρξε ποτέ διαφορετική προσέγγιση. Δεν μπορούσε να την παραβλέψει καμιά κυβέρνηση, διότι, ασχέτως των επιστημονικών προσεγγίσεων, η ιστορία αποτελεί, πέρα από κάθε αμφιβολία, τη ραχοκοκαλιά του ελληνικού έθνους και θέμα εξαιρετικά μεγάλης ευαισθησίας στον ελληνικό Βορρά, στην ελληνική Μακεδονία.

Η πραγματικότητα αυτή δεν ανατρέπεται ούτε αναθεωρείται με συνοπτικές διαδικασίες. Η Αθήνα δεν μπορούσε να αναγνωρίσει ένα μακεδονικό έθνος δίπλα στον δικό της μακεδονικό πληθυσμό, ασχέτως της ονομασίας του γειτονικού κράτους, για την οποία πάντοτε υπήρχαν προτάσεις και συζητήσιμες λύσεις.

Δεν είναι έντιμος συμβιβασμός


Η συμφωνία των Πρεσπών δεν αποτελεί έναν έντιμο συμβιβασμό. Στην προσπάθειά να προφυλαχθεί –και όχι να καταπολεμηθεί, όπως μερικοί πιστεύουν–, το εθνικό αφήγημα και των δύο κρατών, εντέλει υπονομεύθηκε ανεπανόρθωτα το προβεβλημένο αντίδωρο των Σκοπίων στην Αθήνα, δηλαδή η μικτή ονομασία erga omnes. Εφόσον, κατά το περίφημο 7ο άρθρο, με τον όρο «Μακεδονία» νοείται και η επικράτεια της ΠΓΔΜ, η διεθνής ονομασία «Βόρεια Μακεδονία» θα συνυπάρχει χωρίς αντιρρήσεις με τη σκέτη «Μακεδονία», την οποία ουδόλως θα επισκιάσει.

Εξάλλου, η ελληνική παραδοχή πως με το επίθετο «μακεδονικός –ή –ό» μπορούν να προσδιορίζονται «η γλώσσα, ο πληθυσμός και τα χαρακτηριστικά του, με τη δική τους ιστορία, πολιτισμό και κληρονομιά», συνιστά –για όσους πολιτικούς και εμπειρογνώμονες δεν το έχουν καταλάβει ακόμη– άμεση αναγνώριση από την Αθήνα μιας εθνότητας, που ονομάζεται «μακεδονική». Σε έναν κόσμο, όπου η άγνοια ιστορίας και γεωγραφίας είναι ο κανόνας, η ονομασία υπηκοότητας και εθνότητας συνάμα ως «μακεδονικών», δίνει στους γείτονες, εμμέσως πλην σαφώς, ασχέτως των όρων της συμφωνίας περί αρχαιότητας, απεριόριστη πρόσβαση στη μακεδονική κληρονομιά συνολικά και μάλιστα με την υπογραφή μας.

Είναι διάσπαση

Η συμφωνία των Πρεσπών δεν αποτελεί ουσιαστική συμβολή στην προσέγγιση των δύο γειτονικών λαών. Δεν επιλύει τη διαφωνία. Προσπαθώντας να δώσει ίσο βάρος σε δύο απολύτως αντιφατικές ιστορικές εκδοχές, παραβιάζει την κοινή λογική, αφού αναγνωρίζει ότι αμφότερες είναι κατ’ όνομα «μακεδονικές». Η συνωνυμία αυτή δεν αποτελεί επωφελή λύση, γι’ αυτό και την αντιμαχόμασταν ανέκαθεν. Εύκολα εκλαμβάνεται ως διάσπαση μιας και μοναδικής μακεδονικής ιστορικής ενότητας, ενώ ο εθνικός προσδιορισμός των «Βορείων» αναπόφευκτα υπερισχύει του τοπικού των «Νοτίων». Αφελής ήταν η αντίληψη των εμπνευστών της ότι οι δύο «αλήθειες» θα μπορούσαν να περιοριστούν και να ισχύουν μόνον μέσα στις αντίστοιχες επικράτειες.

Όπως προκύπτει από τις συνεχείς δηλώσεις των πολιτικών της ΠΓΔΜ, τα πρόσωπα αυτοπροσδιορίζονται εντός και εκτός της χώρας όπου διαμένουν με τον τρόπο που επιθυμούν. Επιπλέον, η ιστορία δείχνει ότι οι δύο εκδοχές δεν μπορούν να στεγανοποιηθούν μεταξύ τους. Η ελληνική εκδοχή της αρχαίας μακεδονικής ιστορίας αφορά και γεωγραφικό τμήμα της ΠΓΔΜ, ενώ, από την άλλη, οι λεγόμενοι «Αιγαιάτες» πολιτικοί πρόσφυγες και οι απόγονοί τους δεν πρόκειται να αποκηρύξουν τη δική τους ιστορική εκδοχή για τις «χαμένες πατρίδες» τους, όπως προκύπτει από τη διατύπωση του άρθρου 36 στο αναθεωρημένο Σύνταγμα της ΠΓΔΜ. Κοντολογίς η συζήτηση περί ιστορίας και ταυτοτήτων εντός του πλαισίου της συμφωνίας είναι ατελέσφορη και ασύμφορη.

Σφετερισμός

Όλα αυτά, ασχέτως των συναισθημάτων που προκαλούν, δεν είναι οι κύριοι λόγοι που είμαστε αντίθετοι στη συμφωνία των Πρεσπών. Είμαστε αντίθετοι όχι γιατί η υπογραφή του υπουργού των Εξωτερικών αδυνατεί να αποτρέψει με πειστικό τρόπο τον σφετερισμό ευαίσθητων ιστορικών δεδομένων, αλλά γιατί επιτρέπει ρητά αυτόν τον σφετερισμόˑ όχι γιατί αδυνατεί να συμβιβάσει τα ασυμβίβαστα, αλλά γιατί καταφεύγει σε λογικούς ακροβατισμούς, ώστε να μας πείσει πως το πέτυχε. Είμαστε αντίθετοι όχι γιατί η ελληνική κυβέρνηση διαπραγματεύθηκε, αλλά γιατί αδυνατεί να κατανοήσει ποια πράγματα είναι αδιαπραγμάτευτα. Αδυνατεί να κατανοήσει την ευαισθησία των πολιτών της για την ιστορική τους κληρονομιά, μιαν ευαισθησία που νοηματοδοτείται σε πολλές συνταγματικές διατάξεις και έρχεται ως συνέπεια δύο αιώνων δημόσιας εκπαίδευσης.

Είμαστε αντίθετοι, τέλος, λόγω της ασυνέπειας σε μια εθνική γραμμή, η οποία προσδιόρισε την εσωτερική πολιτική και τη διεθνή θέση τής χώρας για 25 χρόνια με τεράστιο κόστος, σε μια γραμμή η οποία συστράτευσε σχεδόν το σύνολο της κοινής γνώμης.

Κι αν το πρόβλημα είχε «κακοφορμίσει», όπως έγραψε πρόσφατα ο τ. υπουργός των Εξωτερικών, ποιος αποφάσισε ότι ο «ακρωτηριασμός» ήταν η δέουσα λύση για την Ελλάδα; Το κράτος μας αντιφάσκει με τον εαυτό του, χωρίς να προτείνει μια βιώσιμη εναλλακτική λύση, ενώ η κυβέρνηση έχει εναποθέσει τη δυναμική της συμφωνίας στις μελλοντικές επιλογές των Σκοπίων.

Αναδημοσίευση (ΠΗΓΗ)


Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2019

Τὰ ἐθνολογικὰ ὅρια τοῦ Ἑλληνισμοῦ

Αντιγράφω από το ιστολόγιο του πρώην Προέδρου της Δημοκρατίας κ. Χρ. Σαρτζετάκη,τις σκέψεις του, σχετικά με τα θέματα των ημερών, που μας ταλανίζουν:

                        Ο Ἐθνολογικὸς Χάρτης τοῦ Edward Stanford(1878)


Ὁ ἄνθρωπος γεννᾶται σὲ συγκεκριμένο περιβάλλον, φυσικὸ καὶ ἀνθρώπινο. Ἀνθρώπινο περιβάλλον εἶναι βεβαίως ὄχι μόνον ἡ οἰκογένειά του, οἱ γονεῖς του καὶ οἱ ἄμεσοι ἢ ἀπώτεροι προπάτορές του∙  ἀλλὰ καὶ ὁ εὐρύτερος κύκλος τῆς ἐθνικῆς κοινότητος, εἰς τὴν ὁποίαν ἐκ καταγωγῆς ἀνήκει. Αὐτὸ εἶναι αὐτονόητο, ἀφοῦ μέσα εἰς τὸν κύκλον αὐτὸν σύρει ὁ ἄνθρωπος τὰ πρῶτα του βήματα ζωῆς, μέσα εἰς αὐτὸν ἀναπτύσσεται καὶ μεγαλώνει, ἀπὸ τὴν ἀναστροφή του αὐτὴν ἀντλεῖ τὶς κάθε λογῆς ἐμπειρίες τῆς ζωῆς καὶ κυρίως ὁ πνευματικὸς καὶ ψυχικός του κόσμος διαμορφώνεται καὶ πλουτίζεται πρὸ παντὸς ἀπὸ τὰ ἀνεκτίμητα βιώματα, ζωντανὰ ἀληθινὰ κύτταρα ζωῆς, τῆς ἐθνικῆς του κοινότητος, ὄχι μόνον τοῦ ἐνεστῶτος χρόνου, - περιορισμός, ποὺ θὰ συνεπέφερε διανοητικὴ καὶ πνευματικὴ ἀναπηρία, - ἀλλὰ μέσα στὸ διάβα τῶν αἰώνων, ἀπὸ τὶς πρῶτες της καταβολὲς καὶ μέχρι σήμερα.
Ὼς συνειδητοὶ Ἕλληνες, καὶ διὰ νὰ διατηρήσουμε ἀκριβῶς τὴν ἀκεραιότητα τῆς ἐθνικῆς μας αὐθυπαρξίας, ἔχουμε ἔτσι ἀνάγκη καὶ χρέος νὰ ἀτενίζουμε τὴν πραγματικότητα αὐτοῦ τοῦ ἀνεσπέρου φωτὸς καὶ μεγαλείου, ποὺ λέγεται Ἑλληνισμός, συνειδητοποιοῦντες τὶς ἀληθινὲς διαστάσεις τῆς ἱστορικῆς του παρουσίας έδῶ εἰς τὴν νοτιοανατολικὴ γωνιὰ τῆς Εὐρώπης καὶ τὴν ἀνατολικὴ λεκάνη τῆς Μεσογείου.
Ἑλληνισμὸς μέχρις ἀκόμη καὶ τῶν πρώτων δεκαετιῶν τοῦ αἰῶνος, ποὺ μόλις συνεπληρώθη, ἀπετέλει τὴν ἀπὸ κάθε ἄποψι, κυρίως πνευματικὴ καὶ πολιτιστική, σὲ ἱκανὸ δὲ βαθμὸ καὶ πληθυσμιακή, κυριαρχοῦσα δύναμι εἰς τὴν γεωγραφική μας περιοχή : καὶ εἰς τὰ Βαλκάνια, νοτίως νοητῆς γραμμῆς διηκούσης διὰ τῆς ὁροσειρᾶς τοῦ Αἵμου, καὶ εἰς τὴν Μικρὰν Ἀσίαν, κυρίως τὰ δυτικὰ παράλιά της, μὲ ἀνθοῦσαν τὴν παρουσίαν του καὶ νοτιώτερον, ἰδίως μάλιστα εἰς τὴν Αἴγυπτον, ὥστε ὄχι ἀδικαιολογήτως νὰ γίνεται λόγος περὶ τῆς «καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολῆς».
Καὶ διὰ μὲν τὴν ἀλησμόνητη Μικρὰ Ἀσία, ὅπου ἐπὶ χιλιετηρίδες ἄνθισεν ὁ Ἑλληνισμὸς καὶ ἐξεπήγασεν ὁ ἐκπληκτικὸς φιλοσοφικός του λόγος, ἀρκεῖ ἡ ἀναφορὰ τῶν παρατιθεμένων στοιχείων εἰς τὸ ἐξαίρετον βιβλίον τοῦ Γεωργίου Κλεάνθους Σκαλιέρη, «Λαοὶ καὶ φυλαὶ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας», ἐκδοθὲν τὸ 1922 (ἐλάχιστον χρόνον πρὸ τῆς καταστροφῆς), τὸ ὁποῖον ἐπανεκυκλοφόρησε καὶ τὸ 1990 εἰς φωτοτυπικὴν ἐπανέκδοσιν ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις «Ρῆσος».  Τὸ βιβλίον αὐτό, μὲ λεπτομερεῖς πίνακες καὶ χάρτες, συνετέθη ἀντικειμενικώτατα, κατ’ αὐστηρῶς ἐπιστημονικὴν μέθοδον καὶ μὲ ἐπίκλησιν στοιχείων ἀντληθέντων καὶ ἀπὸ ἐπίσημες τουρκικὲς ἐκθέσεις καὶ στατιστικές, ὡς καὶ ἐκπαιδευτικὲς στατιστικὲς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Ἀπὸ τὴν ἐν τέλει τοῦ βιβλίου (σελ. 433 ἑπ.) «Ἀνακεφαλαίωσιν κατὰ φυλὰς καὶ κατ’ ἐθνότητας» προκύπτει, ὅτι, πρὸ τῆς καταστροφῆς, οἱ Ἕλληνες τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἀνήρχοντο σὲ 2.660.316, ἐνῷ οἱ Τοῦρκοι καῖ Ὀθωμανοὶ ἦσαν πολὺ ὀλιγώτεροι, μόλις 1.802.697.  Ὁ δὲ λοιπὸς πληθυσμὸς τῆς Μικρᾶς Ἀσίας κατενέμετο μεταξὺ «Μουσουλμάνων καὶ Μουσουλμανοφανῶν μὴ Τούρκων» [ ἐξ αὐτῶν «Ἕλληνες καὶ Φρυγοπελασγοὶ» 4.382.374, καὶ  «Ἄριοι Σλάβοι» 64.462 ], «Χριστιανῶν ἀκαθορίστων ἐθνικῶς» (10.019), «Ἀρμενίων» (637.268), «Ἀθιγγάνων καὶ Ἀτσιγκάνων» (78.221),  «Ἰουδαίων» (56.970),  «Σύρων» (67.744), καὶ λοιπῶν «ξένων» [ἐξ αὐτῶν «Χριστιανοὶ» 30.397, «Μουσουλμᾶνοι» 78.518 ].  Ὥστε οἱ ἐπικυρίαρχοι Τοῦρκοι ἀπετέλουν μειονοψηφίαν εἰς τὴν Μικρὰν Ἀσίαν, οἱ δὲ εἰς αὐτὴν Ἕλληνες, καὶ μὴ συνυπολογιζομένων τῶν ἐκμουσουλμανισθέντων, ἦσαν πολυαριθμότεροι, ἄνω τῶν δύο ἑκατομμυρίων ἑξακοσίων χιλιάδων. Ἀπὸ αὐτοὺς κατέφυγον εἰς τὴν Ἑλλάδα περὶ τὸ ἕνα ἑκατομμύριον μὲ τὴν, κατ’ ἐφαρμογὴν τῆς συνθήκης τῆς Λωζάννης (1923), ἀνταλλαγὴν τῶν πληθυσμῶν. Ἑπομένως, ἀπέμειναν τότε εἰς τὴν Μικρὰν Ἀσίαν ἄνω τοῦ ἑνάμισυ ἑκατομμυρίου Ἑλλήνων Χριστιανῶν, ἀφοῦ δὲν συνυπολογίζονται οἱ ἔχοντες προηγουμένως ἐξισλαμισθῆ.  Ἔτσι καὶ ἐξηγεῖται ἀνακοίνωσις εἰς πρόσφατον, τὸ 1998, συνέδριον τῆς Ἑλληνικῆς Ἑταιρείας Δημογραφικῶν Μελετῶν, κατὰ τὴν ὁποίαν πολυετεῖς ἔρευναι καὶ ἐπιστημονικῶς ἀποδεικνύουν, ὅτι τὰ 30 % τῶν σημερινῶν Τούρκων εἶναι ἑλληνογενεῖς.
Διὰ δὲ τὴν θέσιν τοῦ Ἑλληνισμοῦ εἰς τὰ Βαλκάνια πρέπει νὰ σημειωθῇ, ὅτι κατὰ τὸ ἴδιον συνέδριον ἀνεκοινώθη, ὅτι ἑλληνογενεῖς εἶναι καὶ  τὰ 65 % τῶν κατοίκων τοῦ σημερινοῦ κρατιδίου τῶν Σκοπίων. Ἡ ἀλήθεια αὐτὴ κανένα καλόπιστον δὲν πρέπει νὰ ξενίζῃ. Διότι συγκλίνει καὶ πρὸς ἕνα ἀδιαφιλονείκητον ἱστορικὸν στοιχεῖον, τὸ ὁποῖον καὶ παρατίθεται, ἐν συνεχείᾳ, αὐτούσιον πρὸς ἐνημέρωσιν τῶν ἐπισκεπτῶν τῆς παρούσης ἱστοσελίδος : Εἶναι ἕνας χάρτης ἐθνολογικὸς τῆς Εὐρωπαϊκῆς Τουρκίας καὶ τῆς Ἑλλάδος, προσηρτημένος εἰς τὸ τέλος βιβλίου τοῦ ἄγγλου EDWARD STANFORD  ἀπὸ τὴν γαλλικήν του ἔκδοσιν τοῦ 1877, ὑπὸ τὸν τίτλον Carte Ethnologique de la Turquie dEurope et de la Grèce et mémoire sur la répartition actuelle des races dans la péninsule Illyrique avec Tableaux statistiques. Publié à Londres par EDWARD STANFORD. Traduit de l’ anglais. Paris, E.Dentu, Libraire-Editeur, 1877 [δηλαδή, εἰςτὴν ἑλληνικήν : Χάρτηςἐθνολογικὸς τῆς Εὐρωπαϊκῆς Τουρκίας καὶ τῆς Ἑλλάδος καὶ μνημόνιον ἐπὶ τῆς ἐνεστώσης κατανομῆς τῶν φυλῶν εἰςτὴν Ἰλλυρικὴν (δηλ. Βαλκανικὴν) Χερσόνησον μετὰ στατιστικῶν πινάκων. Δημοσιευθεὶς εἰς τὸ Λονδῖνον ὑπὸ τοῦ EDWARD STANFORD, μεταφρασθεὶς ἐκ τῆς ἀγγλικῆς, Παρίσι, E.Dentu, Βιβλιοπώλης-ἐκδότης, 1877]. Ἡ ἐπισκόπησις τοῦ χάρτου αὐτοῦ ἐπισημαίνει ἀδιάσειστες, ὄχι φυσικὰ μόνον διὰ τὴν ἐποχὴν τῆς ἐκδόσεώς του, ἀλήθειες. Ἂς τὶς συνοψίσουμε :
α) ὅτι τὰ ἐθνολογικὰ ὅρια τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἀκόμη καὶ κατὰ τὰ τέλη τοῦ 19ου αἰῶνος, ἐμφανέστατα εὑρίσκοντο πολὺ πέραν τῶν τότε, ἀλλὰ καὶ τῶν σημερινῶν ἑλληνικῶν συνόρων. Περιελάμβανον ὁλόκληρον τὴν Βόρειον  Ἤπειρον, σχεδὸν ὁλόκληρον τὸ ἔδαφος τοῦ σημερινοῦ κρατιδίου τῶν Σκοπίων, ὁλόκληρον τὴν Ἀνατολικὴν Ρωμυλίαν, δηλαδὴ τὴν σημερινὴν νότιον Βουλγαρίαν, ὡς καὶ ὁλόκληρον τὴν Ἀνατολικὴν Θρáκην.  Ἔκτοτε ἡ μὲν Ἀνατολικὴ Ρωμυλία, ποὺ εἶχε γίνει, μὲ ἀπόφασιν τοῦ Συνεδρίου τοῦ Βερολίνου τοῦ 1878,  αὐτόνομη ἐπαρχία τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας μὲ πρωτεύουσαν τὴν Φιλιππούπολιν, κατεβροχθίσθη μὲ τὸ βουλγαρικὸν πραξικόπημα τοῦ 1885∙ ἡ δὲ Βόρειος  Ἤπειρος ἐπεδικάσθη εἰς τὸ νεοπαγὲς (1912-13) Ἀλβανικὸν κράτος∙ ἐνῷ ἡ βόρειος Μακεδονία ἐπεδικάσθη, μετὰ τοὺς βαλκανικοὺς πολέμους (1912-13), κατὰ τὸ μεγαλύτερον μέρος της εἰς τὴν Νοτιοσλαβίαν, κατὰ δὲ τὸ μικρότερον (περιοχὴ τοῦ Μελενίκου, Πιρίν) εἰς τὴν Βουλγαρίαν. Τέλος, ἡ Ἀνατολικὴ Θράκη μετὰ τὴν μικρασιατικὴν καταστροφὴν, μὲ τὴν συνθήκην τῆς Λωζάννης (1923) περιῆλθεν εἰς τὴν Τουρκίαν. Λεπτομερέστερον,  ὁ παρατιθέμενος ἐθνολογικὸς χάρτης πιστοποιεῖ :
β) ὅτι τὰ προκύψαντα μετὰ τὸν α΄ παγκόσμιον πόλεμον (1914-1918) σύνορα μεταξὺ τῶν βαλκανικῶν κρατῶν ἐχαράχθησαν ὄχι μὲ κριτήριον τὴν ἐθνολογικὴν σύστασιν καὶ βάσιν τὴν διασαλπιζομένην ἀρχὴν τῆς αὐτοδιαθέσεως τῶν λαῶν, ἀλλὰ πρὸς ἱκανοποίησιν συμφερόντων καὶ ἐπιδιώξεων ξένων πρὸς τὴν Βαλκανικὴν δυνάμεων. Ἔτσι μὲ τὴν δημιουργίαν τοῦ Ἀλβανικοῦ κράτους, εἰς τὴν ὁποίαν ἐπρωτοστάτησεν ἡ Ἰταλία, ἀφ’ ἑνὸς περιελήφθησαν εἰς αὐτὸ τὰ ἑλληνικώτατα ἐδάφη τῆς, ἀπὸ χιλιετηρίδων, ἑλληνικωτάτης Βορείου Ἠπείρου, καὶ ἀφ’ ἑτέρου ἐτέθη ἐκτὸς αὐτοῦ ἡ, κατοικουμένη ἀπὸ ἀλβανικῆς καταγωγῆς πληθυσμούς, περιοχὴ τοῦ Κοσσυφοπεδίου, ἡ ὁποία καὶ ἐδόθη εἰς τὴν τότε συγκροτηθεῖσαν Νοτιοσλαβίαν (Γιουγκοσλαβίαν = χώραν τῶν νοτίων σλάβων). Ἐγχείρημα δολιώτατον, διὰ νὰ εὑρίσκεται τὸ νεοσύστατον ἀλβανικὸν κράτος ἐξ αἰτίας τῆς ἐθνολογικῶς ἀδίκου αὐτῆς κατανομῆς ἐδαφῶν εἰς προστριβὰς καὶ μὲ τοὺς δύο γείτονάς του, τὴν Ἑλλάδα (διὰ τὴν Βόρειον Ἤπειρον) καὶ τὴν Νοτιοσλαβίαν (διὰ τὸ Κοσσυφοπέδιον), καὶ νὰ ἔχῃ ἔτσι ἀνάγκην ξένου προστάτου, ἐν προκειμένῳ κυρίως τῆς, εἰς τὴν ἀπέναντι ἀκτὴν τῆς Ἀδριατικῆς, Ἰταλίας, ἡ ὁποία καὶ πολυτρόπως διεισδύσασα καθυπέταξεν εἰς τὴν οὐσίαν τὴν Ἀλβανίαν ἤδη ἀπὸ τὸ 1925, δηλ. πολὺ πρὶν ἀπὸ τὴν στρατιωτικὴν εἰς αὐτὴν εἰσβολὴν τοῦ Ἀπριλίου 1939.
Αὐτὲς δὲ οἱ  ἄνομες κατὰ τὴν χάραξι τῶν συνόρων ρυθμίσεις ἀπετέλεσαν καὶ τὴν αἰτία τῶν ὅσων κακῶν ἔκτοτε ἐπηκολούθησαν. Ἐνῷ ἐὰν ἐτηροῦντο ἡ ἀρχὴ τῶν ἐθνοτήτων καὶ τὰ διδάγματα ἀδεκάστου Ἱστορίας, αὐτονοήτως πρόβλημα Κοσσυφοπεδίου δὲν θὰ ἐγεννᾶτο, ἡ τραγῳδία τῆς Σερβίας θὰ ἀπεφεύγετο. Καὶ «Μακεδονικὸν πρόβλημα» ἐπίσης δὲν θὰ ἀνέκυπτε τοῦ λοιποῦ, οἱ ἀδηφάγοι γείτονες δὲν θὰ ἠδύναντο νὰ δημιουργοῦν ζητήματα, ἀφοῦ ἀναγκαίως θὰ συνετίζοντο μὲ τὴν ἀποτυχίαν τῶν ἐπιδιώξεών των δεκαετιῶν νοσφίσεως ξένων ἐδαφῶν καὶ τὴν  πραγματικότητα τῆς ἑλληνικῆς πλέον κυριαρχίας ἐπὶ ὁλοκλήρου τῆς ἱστορικῆς Μακεδονίας, ἐξακολουθητικῶς ἀπὸ τὰ βάθη τῶν αἰώνων ἑλληνικῆς. Ἡ λόγῳ τοῦ βορειοηπειρωτικοῦ διαμάχη μὲ τὴν Ἀλβανίαν δὲν θὰ ἐγεννᾶτο.
γ) ὅτι ἡ Βόρειος Ἤπειρος μὲ τὸν ἑλληνικὸν κατὰ συντριπτικὴν πλειοψηφίαν πληθυσμόν της δικαιωματικῶς μόνον εἰς τὴν Ἑλλάδα ἀνῆκε. Ἐν τούτοις, μὲ τὴν ραδιοῦργον ἀπαίτησιν τῆς Ἰταλίας,  παρεχωρήθη εἰς τὴν Ἀλβανίαν καί, μολονότι ἀπηλευθερώθη τρεῖς φορὲς ἔκτοτε ὑπὸ τοῦ ἐνδόξου Ἑλληνικοῦ μας Στρατοῦ, παραμένει ἀκόμη ὑπὸ τὸν ἀλβανικὸν ζυγόν, σκλαβωμένη.  Ἔτσι, οὔτε κἂν σήμερα, ἐποχὴν θεοποιήσεως τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων, ἐφαρμόζεται γιὰ τοὺς δύσμοιρους βορειοηπειρῶτες ἀδελφούς μας ἔστω τὸ Πρωτόκολλον τῆς Κερκύρας τῆς 17ης Μαΐου 1914, μὲ τὸ ὁποῖον εἶχε παραχωρηθῆ πανηγυρικῶς εἰς τὴν Βόρειον Ἤπειρον αὐτονομία (διοικητική, ἐκκλησιαστική, ἐκπαιδευτική, ἀστυνομική) ἔναντι τοῦ ἔχοντος τότε νεοσυσταθῆ  Ἀλβανικοῦ κράτους, ἂν καὶ τὸ πρωτόκολλον αὐτὸ καὶ ἀπὸ τοὺς Ἀλβανοὺς ὑπεγράφη καὶ ἐπεκυρώθη ἐν συνεχείᾳ ἀπὸ τὰς ἕξ τότε Μεγάλας Δυνάμεις (Γαλλίαν, Ἀγγλίαν, Ρωσίαν, Ίταλίαν, Γερμανίαν καὶ Αὐστρίαν). Σκλαβωμένη ἡ βόρειος Ἤπειρος χάριν ἀνόμων συμφερόντων τρίτων, πρὸς αἰωνίαν καταισχύνην τῆς διεθνοῦς διπλωματίας, ὅταν καὶ ἡ Γερουσία τῶν Ἡνωμένων Πολιτειῶν τῆς Ἀμερικῆς δύο φορὲς ἐψήφισε, καὶ μάλιστα ὁμοφώνως, τὴν 17ην Μαΐου 1920, μετὰ τὸν α΄ παγκόσμιον πόλεμον, καὶ τὴν 29ην Ἰουλίου 1946, μετὰ τὸν β΄ παγκόσμιον πόλεμον (μὲ ἐπικύρωσιν ἐχούσης προηγηθῆ τὴν 26ην Μαρτίου 1946 ἀποφάσεως τῆς Ἐπιτροπῆς Ἐξωτερικῶν Ὑποθέσεων), ὅτι ἔπρεπεν ἡ Βόρειος  Ἤπειρος νὰ παραχωρηθῆ εἰς τὴν μητέρα Ἑλλάδα.
δ) ὅτι ἡ τότε ὑπὸ ὀθωμανικὴν κυριαρχίαν Μακεδονία,  δηλαδὴ ὁλόκληρος πρὶν ἀπὸ τὴν διανομή της μὲ τοὺς βαλκανικοὺς πολέμους μεταξὺ τῶν τριῶν βαλκανικῶν κρατῶν (Ἑλλάδος, Νοτιοσλαβίας καὶ Βουλγαρίας) ἦτο, μὲ τὴν συντριπτικὴν ὑπεροχὴν τοῦ ἑλληνικοῦ στοιχείου, καταφανῶς ἑλληνική. Αὐτὸ ἀφορᾷ καὶ εἰς τὰ τρία «Μακεδονικὰ βιλαέτια» (περιφερείας), κατὰ τὴν τουρκικὴν διοικητικὴν διαίρεσιν, δηλαδὴ καὶ εἰς  αὐτὴν τὴν ἐδαφικὴν περιοχὴν τοῦ σημερινοῦ κρατιδίου τῶν Σκοπίων, κατὰ τὸ εἰς τὴν ἱστορικὴν Μακεδονίαν ἀνῆκον τμῆμα του. Τὴν ἑλληνικότητα αὐτὴν καὶ ρητῶς διασαλπίζει ὁ συγγραφεὺς καὶ εἰς τὸ κείμενον τοῦ βιβλίου του, γράφων συμπερασματικῶς, πρὶν ἀπὸ τὴν παράθεσι εἰς τὸ τέλος του δύο στατιστικῶν πινάκων περὶ τῶν Ἑλληνικῶν Σχολείων εἰς τὴν Μακεδονίαν καὶ τὴν Θράκην, κατὰ λέξιν ὅτι : «πιστεύομεν, ὅτι οἱ ἀκολουθοῦντες δύο πίνακες ἀρκοῦν διὰ τὴν θέσιν μας : τὴν ἀπόδειξιν τῆς ἐντελοῦς ἑλληνικῆς ἐθνικότητος τῆς Θράκης καὶ τῆς Μακεδονίας»  nous croyons que les deux tableaux ci-après suffisent à notre thèse : la preuve de la parfaite nationalité hellénique de la Thrace et de la Macedoine»]. Οἱ εἰςτὴν ὅλην δὲ Μακεδονίαν κατοικοῦντεςἀλλόφυλοι μόνον μειοψηφίαν ἀποτελοῦσαν καὶ ἦσαν εἴτε Βούλγαροι εἴτε Τοῦρκοι (ὅπωςκαὶ εἰςτὸν χάρτην σημειοῦνται μὲ πράσινεςκαὶ κόκκινες, ἀντιστοίχως, διαγραμμίσεις),- τότε δὲν εἶχεν ἐφευρεθῆ ἀκόμη ἀπὸ τὴν πανσλαβιστικὴν καὶ σταλινικὴν προπαγάνδαν ψευτομακεδονικὴ ἐθνότης.
Καὶ εἶναι γνωστόν, ὅτι ἐκ τοῦ τελικῶς περιελθόντος εἰς τὴν Ἑλλάδα τμήματος τῆς Μακεδονίας ἀπεχώρησαν οἱ ξένοι μειονοτικοί, οἱ μὲν ἐλάχιστοι Βούλγαροι ( αὐτοὶ καὶ ἀπὸ τὴν Θράκην) μὲ τὴν συνθήκην τοῦ Νεϋγὺ (1919), οἱ δὲ πολυπληθέστεροι Τοῦρκοι μὲ τὴν συνθήκην τῆς Λωζάννης (1923), καὶ ὅτι τοὺς ἀπελθόντας ἀντικατέστησαν οἱ ἐκ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας κυρίως εἰσρεύσαντες πρόσφυγες.  Ὥστε περὶ τῆς ἐθνικῆς ὁμοιογενείας τῆς σημερινῆς ἑλληνικῆς Μακεδονίας ἀμφισβήτησις δὲν ἠμπορεῖ νὰ ὑπάρχῃ.
Διὰ δὲ τὰ ἀπομείναντα ἐκτὸς ἑλληνικῶν συνόρων τμήματα τῆς Μακεδονίας εἶναι  ἑπόμενον οἱ ἐκεῖ κατὰ πλειοψηφίαν κατοικοῦντες Ἕλληνες νὰ ἀποτελοῦν καὶ σήμερον τὴν ἀληθινὴ ἐθνοτικὴ πλειοψηφία τοῦ πληθυσμοῦ. Παρὰ τὸν μεσολαβήσαντα χρόνον, τὶς ἀδιάκοπες, ἤδη ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τοῦ μεσοπολέμου, διώξεις, τὴν συστηματικὴ πλύσι ἐγκεφάλου ἀπὸ εἰδεχθῆ καταπιεστικὰ καθεστῶτα. Αὐτὸ ἤδη καὶ ἐπιστημονικῶς πιστοποιεῖται, ὅπως καὶ ἀνωτέρω ἐσημειώθη μὲ ἀναφορὰ εἰς τὶς άνακοινώσεις τοῦ συνεδρίουτοῦ 1998 τῆς Ἑλληνικῆς Ἑταιρείας Δημογραφικῶν Μελετῶν. Καὶ ἀκόμη, μολονότι ἀπὸ τὶς στατιστικὲς τοῦ σκοπιανοῦ κρατιδίου συστηματικῶς ἀπουσιάζουν οἱ ἐκεῖ  κατοικοῦντες Ἕλληνες, καὶ αὐτὸς ὁ ἄλλοτε Πρόεδρός του Γκληγκόρωφ ἠναγκάσθη δημοσίως νὰ ὁμολογήσῃ, ὅτι οἱ Ἕλληνεςτοῦ κρατιδίου του ἀνέρχονται σὲ ἑκατὸν χιλιάδες (100.000), ἐνῷ ἐπίσημα (ὑπουργικὰ) ἑλληνικὰ χείλη κατὰ σχετικῶςπρόσφατον παρελθὸν τοὺς ἀναβιβάζουν σὲ διακόσιες πενῆντα χιλιάδες (250.000) τοὐλάχιστον.
ε) ὅτι ἀτυχὴς μοῖρα τῆς Ἀνατολικῆς Ρωμυλίας (βορείου Θράκης), δηλαδὴ περιέλευσίς της, παρὰ τὴν καταλυτικὴν εἰς αὐτὴν παρουσίαν τοῦ Ἑλληνισμοῦ, πνευματικήν, πολιτιστικὴν καὶ πληθυσμιακήν, εἰςτὴν Βουλγαρίαν μόνον μὲ τὸ βουλγαρικὸν πραξικόπημα τοῦ 1885 καὶ τὴν ἀδυναμίαν τῆς κειμένης τότε μακράν, ἐκτεινομένης μόνον μέχρι τῆςΘεσσαλίας, Ἑλλάδος νὰ ἐπέμβῃ καὶ φυσικὰ τὴν ἀδιαφορίαν τῶν ἰσχυρῶν, συνετελέσθη. 
Πρέπει νὰ σημειωθῇ, ὅτι οἱ  ἀνωτέρω ἐθνολογικὲς έξεικονίσεις τοῦ παρατιθεμένου χάρτου τοῦ Edward Stanford ἐπαληθεύονται σήμερα καὶ ἀπὸ τὰ πορίσματα τῆς συγχρόνου ἐπιστήμης τῆς Γενετικῆς, ὁποία μὲ τὴν ἐξέτασι τῶν συστημάτων πρωτεϊνικῶν καὶ ἐνζυμικῶν παραλλαγῶν ἐν συνδυασμῷ πρὸςτὰ συστήματα τῶν ὁμάδων αἵματος, ἀποφαίνεται αὐθεντικῶς, ὅτι καὶ οἱ σημερινοὶ κάτοικοι ὅλων τῶν νοτίως τῆς ὀροσειρᾶς τοῦ Αἵμου περιοχῶν τῆς Βαλκανικῆς καὶ τῶν νησιῶν μέχρι καὶ τῆς Κρήτης καὶ τῆς Κύπρου, ἀνήκουν εἰς τὸν ἴδιον, τὸν ἑλληνικὸν γενετικὸν τύπον, μὲ καθαρωτέρους μάλιστα, ἀπὸ τῆς ἀπόψεως αύτῆς, τοὺς Μακεδόνας.
Ἐπιβάλλεται λοιπὸν, ὅσοι Ἕλληνες, νὰ γνωρίζουμε τὰ ἀνωτέρω ἀληθινὰ ἐθνολογικὰ ὅρια τοῦ Ἑλληνισμοῦ, τόσον εἰς τὰ Βαλκάνια, ὅσον καὶ εἰς τὴν Μικρὰν Ἀσίαν, τόσον τῆς ἐποχῆς των πατέρων μας, ὅσον καὶ τῆς σημερινῆς. Ἔτσι νὰ μὴ λησμονοῦμε, ὅτι μιᾶς εὐρύτερης ἐθνικῆς κοινότητος ἀποτελοῦμε σημερινὰ μέλη, ὅτι μόνον ἱστορικὲς περιστάσεις καὶ ἀτυχήματα συνετέλεσαν ὥστε ὁμαίμονες ἀδελφοί μας νὰ εὑρίσκωνται πέραν τῶν συνόρων, ἐκτὸςτῶν ὁρίων τῆς σημερινῆς μας κρατικῆς ὑποστάσεως. συνειδητοποίησις τῆς ἀληθείας αὐτῆς δὲν συνθέτει  ἁπλῶς στοιχεῖον τῆς ἐθνικῆς  μας αὐτογνωσίαςἀλλὰ καὶ εἶναι ἀπαραίτητος ἰδίως κατὰ τοὺς σημερινοὺς σκοτεινοὺς καιροὺς παντοίων ἐπιβουλῶν, τῶν διαγραφομένων τόσων κινδύνων καὶ ἀπειλῶν εἰς βάρος αὐτῆς τῆς ἐθνικῆς μας αὐθυπαρξίας καὶ ἐδαφικῆς ἀκεραιότητος τῆς, τόσον συρρικνωμένης, Πατρίδος μας. Διότι πάντοτε, γνῶσις τῆς ἀληθείας θεμελιώνει τὴν πίστιν καὶ ἐνδυναμώνει τὴν θέλησιν πρὸς τὸν ἀγῶνα τὸν καλόν. Καὶ κάλλιστος ὅλων εἶναι ἀγὼν γιὰ τὴν προάσπισι τῶν δικαίων καὶ τὴν ἄμυνα τῆς Ἑλληνικῆς  μας Πατρίδος.