Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μέγας Κωνσταντίνος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μέγας Κωνσταντίνος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2015

3. Η Πρώτη Οικουμενική Σύνοδος και το Σύμβολο της Πίστεως


Image result for εικονες πρώτη οικουμενική σύνοδος

Η Πρώτη Οικουμενική Σύνοδος διήρκεσε 3 1/ 2 έτη, (και κατά τον Γελάσιο, όπως αναφέρει ο Φώτθος) 6 1/ 2 έτη, και απετελείτο από 256 Πατέρες.]

Επι είκοσι περίπου ημέρες η Α' εν Νικαία Ιερά Οικουμενική Σύνοδος ασχολήθηκε με τα σπουδαιότατα θρησκευτικά ζητήματα και έλυσεν μέσα σε αυτό το σύντομο διάστημα,  εκτός από άλλα δευτερεύοντα και το δυσχερέστατο ζήτημα, της αίρεσης του Αρείου,  που προπροσφάτως είχε διαταράξει την Εκκλησία. Η Σύνοδος, καθιέρωσε την αρχήν του ομοουσίου του Πατρός και του Υιού, την οποία παραδέχτηκε -από τότε και μετά- η Ορθόδοξη Πίστη,  με το  "γνωστόν τοις πάσι" θείον και ιερόν Σύμβολον, όπου ο Υιός του Θεού και Λόγος, Θεός αληθινός ανακηρύσσεται ομοούσιος τω Πατρί, ήτοι της αυτής, και ουχί ομοίας, φύσεως και ουσίας τω Πατρί, επομένως έχει την αυτήν δόξαν και εξουσίαν και κυριότητα και αϊδιότητα και πάντα τα λοιπά θεοπρεπή της θείας φύσεως ιδιώματα.Το Σύμβολο της Ορθόδοξης Πίστεως διατυπώθηκε, από την Α΄Οικουμενική Σύνοδο,  ως εξής:

«Πιστεύομεν εις ένα Θεόν Πατέρα Παντοκράτορα, πάντων ορατών και αοράτων Ποιητήν.
 Και εις ένα Κύριον Ιησούν Χριστόν τον Υιόν του Θεού τον γεννηθέντα εκ του Πατρός μονογενή, τουτέστιν εκ της ουσίας του Πατρός, Θεόν εκ Θεού, φως εκ φωτός, Θεόν αληθινόν εκ Θεού αληθινού, γεννηθέντα ου ποιηθέντα, ομοούσιον τω Πατρί, δι' ου τα πάντα εγένετο τα εν τω Ουρανώ και τα εν τη Γη, τον δι' ημάς τους ανθρώπους και δια την ημετέραν σωτηρίαν κατελθόντα, και σταυρωθέντα και ενανθρωπήσαντα, παθόντα, και αναστάντα τη τρίτη ημέρα και ανελθόντα εις τους Ουρανούς, και καθεζόμενον εν δεξιά του Πατρός και πάλιν ερχόμενον κρίναι ζώντας και νεκρούς
 και εις το Πνεύμα το Άγιον
Τους δε λέγοντας ότι ην ποτε, ότε ουκ ην, και πριν γεννηθήναι ουκ ην, και ότι εξ ουκ όντων εγένετο η εξ ετέρας υποστάσεως η ουσίας φάσκοντας είναι, η τρεπτόν η αλλοιωτόν τον Υιόν του Θεού, τούτους αναθεματίζει η Καθολική και Aποστολική Εκκλησία»

Αυτό το Σύμβολον ο μεν Ιεροσολύμων Θεόδωρος το ονόμασεν "πίστεως ορθήν ομολογίαν". Ο δε Ρώμης Δάμασος "τείχος υπεναντίον των όπλων του διαβόλου". Και για όλη την Εκκλησία αποτελεί τη χαρακτηριστική "σημαία των Ορθοδόξων", που τους ξεχωρίζει από τους ψευδαδέλφους και κακοδόξους.

H λέξη "Σύμβολον ελήφθη κατά μεταφοράν εκ των στρατιωτικών όρων διότι σύμβολον παρ' αυτοίς καλείται το μυστικόν σύνθημα το διακρίνον τους στρατιώτας των παρεμβολών των εχθρικών στρατευμάτων".

Σύνοδος αύτη επελήφθη και του ζητήματος περί του διορισμού της ημέρας και του χρόνου της εορτής του Πάσχα, τον οποίον σήμερον κρατεί απαράλλακτον η Ανατολική Εκκλησία (Αποστλ. Κν. Ζ', και τον Α' της εν' Αντιοχεία και Συντγμ. Ράλλη και Ποτλή Τόμ. 2ος Σελ, 10), συνέταξε δε και 20 Ιερούς Κανόνας".

Τα πρακτικά όμως της Ιεράς ταύτης Συνόδου δεν σώζονται ούτε Ελληνιστί ούτε Λατινιστί. "Τα σήμερον σωζόμενα είναι εκείνα, άτινα συνέγραψεν ο Παμφίλου Ευσέβιος, Σωκράτης ο Σωζόμενος, ο Θεοδώρητος, ο Ιερώνυμος, και οι άλλοι, ιδίως δε όσα ο Γελάσιος ο Κυζικηνός -ο ύστερον και Επίσκοπος Καισαρείας και Παλαιστίνης γενόμενος- συνέγραψεν επί Ζήνωνος τω 476".

"Την του Γελασίου συγγραφήν ο μεν Νικήτας ο Χωνιάτης ονομάζει πρακτικά, ο δε Φώτιος Ιστορικόν μάλλον ή πρακτικόν της Συγγραφής του Γελασίου μνημονεύει και ο Ιωάννης ο Kυπαρισσιώτης (Δοσιθέου δωδεκάβιβλ. Σελ. 108)".

Αποτέλεσμα της A' Οικουμενικής Συνόδου, ήταν η οριστική λύση του ακανθώδους θρησκευτικού προβλήματος, που διχοτόμησε την Εκκλησία σε δύο αντίπαλα στρατόπεδα και διατάραξε τη ζωή στην Πολιτεία.
Με την απόφαση της Συνόδου αυτής,  η Ορθοδοξία δέχθηκε το "Ιερόν Σύμβολον της Πίστεως", και  οι αντιδοξούντες εξουδετερώθηκαν θρησκευτικά και δογματικά. Και όλα αυτά χάρη στη στάση του Κωνσταντίνου. Ο  Βασιλιάς απέδειξε οτι έχει "αμετάθετον την απόφασιν να υποστηρίξη μέχρις εσχάτων τα υπό της Iεράς Συνόδου θεσπισθέντα και διά της βασιλικής αυτού χειρός επικυρωθέντα",  αφού εξέδωκε διατάγματα για την απαγόρευση παρόμοιων ενεργειών και θεωριών σε βάρος της Ορθόδοξης Πίστης.

[Σχόλιο: Αυτός ήταν τότε ο τρόπος για να ρυθμίζονται τα πράγματα . Σήμερα θα ήταν αλλιώς. Αλλά σήμερα δεν θα λύνονταν οι έριδες, απλώς θα ξεφτίζονταν οι αξίες μέσω της πολεμικής και της προπαγάνδας των εναντίων, και θα καταρρακώνονταν οι αλήθειες μέσω της ηθικής και φυσικής δίωξης των πιστών].

H πρώτη εν Nικαία Οικουμενική Σύνοδος με το να αποκηρύξει την διδακαλία του Αρείου έσωσε τον Χριστιανισμό από προφανέστατη διαστροφή. Αυτή είναι η μεγίστη ωφέλεια.  Αν δεν είχε αποκηρυχθεί  ως κακόδοξη και αιρετική, η διδασκαλία αυτή που φαινομενικά ήταν ορθολογιστική, γρήγορα θα μπορούσε να καταστεί η επίσημη  διδασκαλία της Eκκλησίας. Αυτό, παρά λίγο να συμβεί , επί της βασιλείας του Ουάλεντος (οπαδού του Αρείου). Αλλά, η Α' Οικουμενική  Σύνοδος στάθηκε με τις αποφάσεις της προπύργιο κατά των Αρειανικών προσβολών, και διαφύλαξε  τον χώρο της αληθείας της εν Χριστώ Πίστεως.

Στον Σωτήρα Χριστό οφείλουμε την αληθινή γνώση του Θεού, και στην Α' Οικουμενική Σύνοδο οφείλουμε την υποστήριξη της γνώσης αυτής.

H συγκρότησις της Α' Οικουμ. Συνόδου ήταν Θεόσταλτη απόφαση, για να διαφυλαχθεί τέλειο  το έργο της Σωτηρίας, και λειτούργησε ως ασφαλής θεματοφύλακας που θα το παραδώση στις επερχόμενες γενεές. Πάντως εκ θείου Πνεύματος εκινήθησαν οι θείοι Πατέρες που ανέλαβαν τον αγώνα κατά του Αρείου, κι ο Μέγας  Κωνσταντίνος -και Άγιος Αυτοκράτωρ- κατά θείαν έμπνευση συγκρότησε την Αγία Οικουμ. Σύνοδο. Το Πνεύμα το θείον ήταν εκείνο που έδωσε στους Άγιους Πατέρες στόμα και σοφία, στην οποία δεν μπόρεσαν ν' αντισταθούν ούτε να προβάλουν αντιρρήσεις οι αντιμαχόμενοι αιρετικοί. Αυτό εδίδαξε τους Πατέρες "αποφθέγγεσθαι περί του Ενανθρωπήσαντος Θεού και σέβειν Θεόν εν Τριάδι την αληθή και σωτήριον φιλοσοφίαν".


[Παρατίθενται αποσπάσματα, από το βιβλίο του Αγίου Νεκταρίου «Αι οικουμενικαί σύνοδοι της του Χριστού Εκκλησίας, εκδοθέν το πρώτον το 1892), αυτούσια για λόγους προσοχής στο δογματικό μέρος ή διασκευασμένα στην καθομιλουμένη για ευκολία και αμεσότητα].

2. Η Πρώτη Οικουμενική Σύνοδος. Οι θέσεις του Αρείου και οι θέσεις των Πατέρων της Εκκλησίας,



(συνεχίζοντας επί της Α' Οικουμενικής Συνόδου...)

Οι θέσεις του Αρείου

Ο κατά του Αρειανισμού αγώνας της Εκκλησίας ήταν λίαν σφοδρός,  διότι η περί Θεού έννoια αυτού δεν είχε απλώς Ιουδαϊκό χαρακτήρα, αλλά  ήταν στην ουσία ανάμιξη Ιουδαϊκών και Εθνικών στοιχείων, και κατά τούτο ο Αρειανισμός απέβαινε λίαν επικίνδυνος.

Ο Άρειος με τη διδασκαλία του "έθετο φαινομένην τινά ενότητα συνάπτουσαν το εν τω Ιουδαϊσμώ και Εθνισμώ ψευδές και αποκλείουσαν το εν αυταίς αληθές. Το μεν εν τω Ιουδαϊσμώ αληθές είναι η μεταξύ Θεού και κόσμου διαφoρά το δε εν τω Εθνισμώ αληθές είναι η εσωτερική ενότης μεταξύ θεότητος και ανθρωπότητος. Τας αληθείας ταύτας αμφοτέρας περιέχει η ορθόδοξος χριστιανική Πίστις".
  • Το εν τω Ιουδαϊσμώ ψευδές είναι ο χωρισμός μεταξύ θεού και κόσμου, 
  • το δε εν τω Εθνισμώ ψευδές είναι η ανάμιξις θεότητος και ανθρωπότητος.
"Ο Αρειανισμός [αποκλείσας το εν αμφοτέροις αληθές] απεδέξατο μόνον το εν αμφοτέροις ψευδές διότι
  • αποδεχόμενος παρά του Εθνισμού την ανάμιξιν θεότητος και ανθρωπότητος 
  • αποδίδει εις την κτίσιν, εις ην κατατάσσει και τον Υιόν, ον θεωρεί ως κτίσμα, θείαν ιδιότητα και καθιστά δημιουργόν του κόσμου και αντικείμενον θείας προσκυνήσεως, 
  • παρά δε του Ιουδαϊσμού αποδεχόμενος τον χωρισμόν μεταξύ Θεού και κόσμου, ήτοι τον Δυισμόν, 
  • θεωρεί την γέννησιν του κόσμου ως όλως τυχαίαν και ούτω η μεταξύ θεού και κόσμου σχέσις στηρίζεται επί αυθαιρέτου λόγου".
Η Διδασκαλία του Αθανασίου και των επισήμων Πατέρων της Εκκλησίας

 Η διδασκαλία των Πατέρων με σοφία συνδυάζει τις δύο αλήθειες, την περιεχόμενη στον Ιουδαϊσμό αλλά και την περιεχόμενη στον Εθνισμό. Στην ανάμιξη των στοιχείων που παρέλαβε ο Άρειος από τον Ιουδαϊσμό και από τον Εθνισμό, έπρεπε να αντιταχθή η γνησία περί Θεού χριστιανική έννοια, που συνίσταται στην ενότητα των στοιχείων της αληθείας που περιέχονται στον Ιουδαϊσμό και στον Εθνισμό. Την γνήσια αυτή περί Θεού έννοια της Χριστιανικής θρησκείας ανέπτυξε κατά του Αρειανισμού πρώτος ο Αθανάσιος, έπειτα δε και άλλοι μεγάλοι Πατέρες, ιδίως ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός .

"Ο Αθανάσιος ορμάται εκ της αρχής οτι ο Θεός, ως Θεός ζων, θέλει να αποκαλύπτη εαυτόν εν όλη τη δόξη αυτού. Ο δε άνθρωπος χρήζει του Θεού και είναι επιδεκτικός αυτού, ο ανθρώπινος λόγος έχει πόθον προς τον αρχέτυπον λόγον, προς κοινωνίαν μετά του Θεού και προς γνώσιν της ουσίας αυτού, δυνάμεθα δε να έχωμεν άμεσον κοινωνίαν προς αυτόν, εάν ο Θεός θέλη να έχη κοινωνίαν προς ημάς. Εν τω Χριστώ και Αγίω Πνεύματι περιέχεται η πλήρης αποκάλυψις της αληθείας και η πλήρης αυτομετάδοσις του Θεού, ίνα δε ο Χριστός ήνε πλήρης αποκαλύψεως της αληθείας, ανάγκη να ήνε ο εν τω Χριστώ ενανθρωπήσας Λόγος της αυτής ουσίας προς τον Θεόν, επίσης τέλειος ως ο Πατήρ, διότι άλλως δεν ήθελεν είναι αποκεκαλυμμένη η πλήρης αλήθεια, καθ' όσον ο αποκαλύπτων δεν ήθελε περιέχει όλην την αλήθειαν, το δε Άγιον Πνεύμα δεν ήθελε προσάγει ημάς προς τον Θεόν, αν δεν ήτο Θεός, διότι ουχί μετά τινος κτίσματος ή περιωρισμένου όντος πρέπει να συναφθώμεν, αλλ' αμέσως μετ' αυτού του Θεού.

"Ο Αθανάσιος και οι μετ' αυτόν επίσημοι Πατέρες της τετάρτης 100ρίδος αποδέχονται ότι ο Θεός πρέπει αναγκαίως να ήναι εν εαυτώ ζων, όπως δυνηθή να προέλθη εξ αυτού ό κόσμος".

"'Οθεν κατ' αυτούς ψευδής είναι εκείνη η περί Θεού έννοια, καθ' ην ούτος είναι υπερβατικόν μόνον όν, διότι κατ' αυτούς ο Θεός είναι αίδιος ζωή και κίνησις. Αλλ' ίνα ήναι ο Θεός αίδιος ζωή και κίνησις, πρέπει να έχη εσωτερικάς διακρίσεις εν εαυτώ άνευ δε εσωτερικών διακρίσεων ο Θεός, κατά τον Άγιον Αθανάσιον δεν ήθελε δύνασθαι ουδ έξ εαυτού έχει ύπαρξιν"

"Kατ' αυτόν η θεία πηγή ουδέποτε είναι ξηρά, εις δε το φως αυτού ουδέποτε ελλείπει η λάμψις αυτού ο δε Θεός δεν είναι άγονος και άνευ παραγωγής εν εαυτώ, διότι άλλως έπρεπεν εξ ανάγκης να ήναι και ανενέργητος, και ουδέν ήθελε δυνηθή να δημιουργήση".

"Eπειδή δε ο Θεός εν εαυτώ είναι παραγωγική ζωή, είναι και δημιουργικός εκτός εαυτού, κατά πρώτον δε παράγει αϊδίως εαυτόν, διότι ο Θεός είναι αίδιος αιτιότης εαυτού, καθ' όσον είναι αίτιον και αιτιατόν, συγχρόνως δε, καθ' όσον ο Θεός είναι εν εαυτώ η αίδιος κίνησις και ζωή, δύναται να παραγάγη τον κόσμον".

Τ(αύτην τ)ην εν τω Θεώ αιτιότητα εαυτού, ης ένεκα αυτός είναι αίτιον και αιτιατόν, εφαρμόζει ο Άγιος Αθανάσιος εις τας εν τω Θεώ υποστατικάς διακρίσεις.

"Το μεν εν τη Θεότητι αίτιον η Εκκλησία ονομάζει Πατέρα, το δε αιτιατόν εν αυτή η Εκκλησία ονομάζει Υιόν, αμφότερα δε είναι της αυτής Ουσίας".

"Και κατά τον Ναζιανζηνόν Γρηγόριον ο Θεός δεν είναι απλή μονάς διότι αύτη εν τη μονότητι εαυτής ήθελεν είναι εναντία εαυτής, έπρεπεν εξ ανάγκης να εκπέση εαυτής, ίνα ήναι κίνησις και ζωή. Εν τω Θεώ δεν υπάρχει ακάθεκτός τις φυσική πλησμονή η δε Μονάς κινηθείσα εξ αρχής εις Δυάδα έστη εν Τριάδι. Ούτω διά της χριστιανικής περί θεού εννοίας των Πατέρων της τετάρτης 100ρίδος ήρθη η αφηρημένη και άνευ κινήσεως απλότης της θείας ουσίας".

Κατά τον Άγιον Αθανάσιο και τον Ιλάριο"ο Θεός έχει την αυτοσυνείδησιν εαυτού, καθ' όσον αυτός ο Θεός ο γεννήσας, ή ως Πατήρ ως αίτιον, ορά εαυτόν εν τω αιτιατώ εν Εικόνι και χαίρει επί ταύτη τη Εικόνι. Όθεν αι διακρινόμεναι εν τω Θεώ υποστάσεις μετέχουσι και της θείας αυτογνωσίας κατά τον άγιον Αθανάσιον".

" Ένεκα της εν αυτώ διακρίσεως ο Θεός δεν συγχέεται προς τον κόσμον εν τη προς αυτόν κοινωνία και μεταδόσει, αλλά διατηρεί το ύψος και την υπερβατικότητα εαυτού, διότι πάσα αυτομετάδοσις του Θεού προϋποτίθησι την αυτοσυντήρησιν εαυτού, διά των εσωτερικών δε εν τω Θεώ διακρίσεων ο Θεός εν τη αυτομεταδόσει συντηρεί εαυτόν και εν τη αυτοσυντηρήσει μεταδίδει εαυτόν δια της αγάπης εις τον κόσμον".

"Αφού οι Πατέρες της Εκκλησίας ημών εις τον προς τους Αρειανούς αγώνα έδειξαν ότι η Μονάς ίνα νοηθή ως κίνησις και ζωή, δέον να θεωρηθή προβαίνουσα εις Δυάδα, διότι άλλως ο Θεός δεν ηδύνατο να νοηθή, ως ο Θεός ζων, ευκόλως ηδύνατο να δειχθή ότι, επειδή διά της δυάδος δεν πρέπει να αρθή η ενότης του Θεού, η νόησις αιτεί και τρίτον τι, όπερ την δυάδα ανάγει εις την ενότητα. Τούτο εδείχθη εν τω αγώνι των Πατέρων της Έκκλησίας περί του Αγίου Πνεύματος, όπερ ο Αρειανός Μακεδόνιος εθεώρει ως κτίσμα ανώτερον μετά τον Υιόν".


[Παρατίθενται αποσπάσματα, από το βιβλίο του Αγίου Νεκταρίου «Αι οικουμενικαί σύνοδοι της του Χριστού Εκκλησίας, εκδοθέν το πρώτον το 1892), αυτούσια για λόγους προσοχής στο δογματικό μέρος ή διασκευασμένα στην καθομιλουμένη για ευκολία και αμεσότητα].

Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2015

1. Η Πρώτη Οικουμενική Σύνοδος, στη Νίκαια της Βιθυνίας (325 μ.Χ.)

Image result for εικόνες πρώτη οικουμενική σύνοδος 

Με αφορμή τον Άγιο Σπυρίδωνα, που τιμήσαμε τη μνήμη του τούτες τις μέρες, ας αναφερθούμε και στην  Α' Οικουμενική Σύνοδο, που έλαβε χώρα στην Νίκαια της Βιθυνίας, της Μικράς Ασίας, στα χρόνια του Μεγάλου Κωνσταντίνου.

Με διαταγή του Μ. Κωνσταντίνου, συγκεντρώθηκαν στην Νίκαια της Βιθυνίας, 318 Πατέρες της Εκκλησίας περί τα μέσα Ιουνίου του 325 μ.Χ. και συγκρότησαν τήν Α' εκκλησιαστική Οικουμενική Σύνοδο. Προϊσταντo ο Αλέξανδρος  Κωνσταντινουπόλεως, και ο γηραιός Αλέξανδρος ο Αλεξανδρείας  που συνοδευόταν από τον νεαρό Σύμβουλο και Διάκονό του, τον Μ. Αθανάσιο.

Τον δε Πάπα Ρώμης Σίλβεστρο και τον διάδοχο αυτού Ιούλιο, αντιπροσώπευσαν οι παρ' αυτού αποσταλέντες πληρεξούσιοι, ο 'Οσιος Κορδούβης Επίσκοπος της Ισπανίας και δύο πρεσβύτεροι, οι Βικέντιος και Βίτων.

Παρέστησαν και οι Επίσκοποι Παφνούτιος, Σπυρίδων, Νικόλαος, Ιάκωβος, Μάξιμος και άλλοι,"κεκοσμημένοι πάντες δι' αποστολικών χαρισμάτων".

Πέρα από τους Επισκόπους, παρίστατο στην Οικουμενική αυτή Σύνοδο, και πλήθος Κληρικών, Πρεσβυτέρων και Διακόνων.

Κατά την πρώτη επίσημη συνεδρία, ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος εξεφώνησε τον εναρκτήριο λόγο στην λατινική γλώσσα, που αυτοστιγμεί ερμηνευόταν και στην ελληνική. Ανάμεσα σε όσα -ο Βασιλέας- είπε ήταν και ότι "ο της ιεράς ταύτης θρησκείας νόμος εκ των κόλπων της Ανατολής προέκυψεν", κι αποκαλούσε τους λειτουργούς αυτής "αρχηγούς της των εθνών σωτηρίας".

Στη συνέχεια, εξετέθησαν από τον Άρειο και τους οπαδούς του οι γνώμες και οι δοξασίες τους, και αντιπαρατέθηκαν σ' αυτές "γενναίως και λογικώς" οι Πατέρες της Εκκλησίας.

Η Σημασία της Α' Οικουμενικής Συνόδου.

Για να κατανοηθή η σημασία αυτής της Συνόδου, πρέπει να αναφερθεί "διά βραχέων ο φιλοσοφικός οργασμός των πνευμάτων της εποχής εκείνης, όστις έτεινε να καθυποτάξη το δόγμα εις την γνώσιν, ήτις εζήτει τρόπον τινά να άψηται τη χειρί και, ει δυνατόν ψηλαφήση παν ό, τι ο Χριστιανισμός παρέδιδεν ως μυστήριον και ως δόγμα πίστεως".

Ο Χριστιανισμός αναδείχτηκε σε "σκάνδαλον μεν τοις Ιουδαίοις, μωρίαν δε τοις Έλλησιν", και  -τόσο οι Ιουδαίοι, όσο και Έληνες- πάντες αποζητούσαν "διά των φιλοσοφικών χωνευτηρίων να αναδείξωσιν από θρησκείαν εξ' αποκαλύψεως, εις σύστημά τι φιλοσοφικόν" που περισσότερο ικανοποιεί τις απαιτήσεις μιας φιλοσοφικής τάσης του ανθρώπου που του χαρίζει αυτοπεποίθηση και υπερηφάνεια, παρά ανακουφίζει και υπηρετεί το θρησκευτικό αίσθημα του ανθρώπου.

Οι φιλόσoφοι περιφρoνήσανε τις απαιτήσεις της καρδιάς, που αναπαύεται στο μυστήριο της θρησκείας κι αναζητήσανε τρόπους μέσα από την απόλυτη λογική "να ικανοποιήσωσι τον νουν δι' απολύτου τρόπoυ, υποτάσσοντες αυτώ πάσαν αλήθειαν". Αδιαφορήσανε οι φιλόσοφοι για το ότι υπάρχουν κι αλήθειες, πάνω από την ικανότητά μας να καταλαβαίνουμε, που "δεν γίνονται καταληπταί υπό του πεπερασμένου νοός του ανθρώπου". Με την αντιληπτική μας ικανότητα προσλαμβάνουμε τις αλήθειες αυτές. Η πραγματικότητά τους μας καταπείθει "και μαρτυρεί περί της υπερφυσικής υπάρξεως αυτών".  Θεληματικά αφελείς μόνο, δεν αντιλαμβάνονται την παρουσία, την ύπαρξη και την ενέργεια της Θείας Οικονομίας στην ζωή τους.

Όλοι αυτοί αγνόησαν ότι ο άνθρωπος δεν γεννήθηκε για να γίνει -μονάχα ή κυρίως- φιλόσοφος, αλλά και ον θρησκευτικό.

Αν και φιλοσοφούν, αναδεικνύονται "αφιλοσόφως προς τον άνθρωπον έχοντες", διότι ο άνθρωπος "δεν είναι μόνον νους, αλλά και καρδία" κι οι  δυνάμεις αυτών των "δύο κέντρων αμοιβαίως βοηθούμεναι, αναδεικνύουσι τον άνθρωπον τέλειον και διδάσκουσιν αυτώ όσα ουδέποτε δια μέσου του νοός να διδαχθή ηδύνατο".

Εάν ο νους είναι ο διδάσκαλος του φυσικού κόσμου, η καρδία είναι διδάσκαλος του υπερφυσικού κόσμου, "του οποίου ίσως καθ' ομοίωσιν εγένετο ο αισθητός κόσμος, ούτινος τότε μανθάνομεν τα καθ' έκαστα ακριβώς, όταν δια της καρδίας διδαχθώμεν τα του υπερφυσικού κόσμου", φιλόσοφος άνευ καρδίας, ήτοι άνευ θρησκευτικού αισθήματος, είναι αφιλοσόφητος διότι δεν είδε το καθ' όλου, αλλά το κατά μέρος. (Πόσο όμορφα, κατανοητά, γλυκά και γαλήνια, ο Άγιος Νεκτάριος  μας το είπε: τότε καταλαβαίνουμε τον κόσμο γύρω μας, σαν η καρδιά μας ανοιχτεί και δεχτεί την εντολή του Κυρίου!)

Γιατί, αν ο φιλόσοφος δεν ασχοληθεί με "το καθ' όλου, ήτοι εις την καθ' όλου περί του κόσμου έννοιαν, εν η περιέχεται ό,τε αισθητός και ο υπέρ αίσθησιν κόσμος (διότι ο κατ' αίσθησιν κόσμος είναι το κατά μέρος), ουδέποτε θέλει φθάσει εις το καθ' όλου, άνευ θρησκευτικού αισθήματος διδάσκοντος την εν τω υπερφυσικώ κόσμω ύπαρξιν του καθ' όλου".

Υπό μία τέτοια  έποψη (δηλαδή υπό μερική έποψη), ανέκαθεν, εξήταζε τον χριστιανισμό, τόσο ο Ιουδαϊσμός όσο και η Ελληνική φιλοσοφία.

Ο Ιουδαϊσμός και η Ελληνική φιλοσοφία συναντήθηκαν σε κοινό στάδιο, στην Αίγυπτο και καθένα από αυτά τα κοσμοσυστήματα επωφελήθηκε από το άλλο. Διαμόρφωσαν και τα δυο, διάφορες θεωρίες και φιλοσοφικά συστήματα.

Η Αλεξάνδρεια στο μεταίχμιο τριών Ηπείρων, Ευρώπης, Ασίας και Αφρικής είχε ιδρυθεί στο κέντρο του αρχαίου κόσμου, και υπήρξε "η εστία ζώσης των ιδεών επικοινωνίας και το γόνιμον έδαφος νέων συστημάτων".

Η Πυθαγόρεια φιλοσοφία, που πριν από πολλά-πολλά  χρόνια είχε περιληφθεί ανάμεσα στα παρωχημένα φιλοσοφικά συστήματα, εμφανίστηκε μετά την έναρξη της τελευταίας προ Χριστού εκατονταετηρίδος υπό την μορφή της Νεοπυθαγόρειας φιλοσοφίας.

"Οι εν Αλεξανδρεία Ιουδαίοι φρονούντες ότι δια της μελέτης της Ελληνικής φιλοσοφίας ενεβάθυνον πλειότερον εις την μυστηριώδη του Μωυσέως σοφίαν, επεδόθησαν εις αυτήν, παρήγαγε δε η επίδοσις αύτη τοιαύτην τινά πνευματικήν κίνησιν, ην συνήθως Αλεξανδρινήν θεοσοφίαν καλούσι, και ης ο χαρακτήρ συνίστατο εις σύγκρασίν τινα Μωσαϊκής θεολογίας και Ελληνικής φιλοσοφίας, ιδία δε Πλατωνικών και Στωϊκών ιδεών τούτο δείκνυται, προδήλως εν τω ωριμωτάτω της Αλεξανδρινής θεοσοφίας προϊόντι, τω του Φίλωνος συγγράμματι, εις ου την μόρφωσιν συνετέλεσεν εξ ίσου η τε Μωσαϊκή θεολογία και η Ελληνική φιλοσοφία".

"Τα φιλοσοφικά συστήματα του Πλάτωνος, του Αριστοτέλους, και το της Στοάς, ευρόντα εν Αλεξανδρεία διαπύρους θιασώτας, εμβριθώς ηρευνώντο". 

Το φιλοσοφικό πνεύμα, βρισκόταν σε ζωηρό φιλοσοφικό οργασμό, "μη δυνάμενον να αναπαυθή εν τη αποδοχή της διδασκαλίας του Μονοθεϊσμού, του απολύτως υπερβατικώς προς τον κόσμον ευρισκομένου και εν ουδεμιά σχέσει προς τον κόσμον ερχομένου, μηδ' εν τη Πανθεϊστική θεωρία, καθ' ην το θείον απόλλυται εν τη φύσει", και γι' αυτό κατευθυνόταν προς την ανακάλυψη μιας κάποιας μεσαίας αρχής, που να συμβιβάζει εκατέρωθεν την αλήθεια.

Στα χρόνια αυτά εμφανίσθηκε  ο χριστιανισμός, που επαγγελλόταν την πλήρη ικανοποίηση πνευματικών απαιτήσεων. Οι οπαδοί των διαφόρων συστημάτων βρήκαν εδώ τον σύνδεσμο των μονομερών αληθειών του Ιουδαϊσμού και του Εθνισμού, και  εντάχτηκαν σ' αυτόν. Επειδή όμως "ο χριστιανισμός είναι σοφία εξ αποκαλύψεως, δεν αποβαίνει δε καταληπτή καθ' όλου, τοις μέτρω φιλοσοφικώ μετρούσιν αυτήν, διά τούτο δεν εγίνετο ασπαστός καθ' όλου, αλλά κατά μέρο".

Κι επειδή το μέρος δεν μπορεί να ικανοποιήση τις απαιτήσεις του φιλοσόφου, αυτός διαμόρφωνε ένα δικό του φιλοσοφικό σύστημα, στο οποίο πίστευε πως βρισκόταν η όλη αλήθεια.

Αυτό ασφαλώς η Εκκλησία το αποδοκίμαζε, ως αίρεση. Έτσι, σιγά-σιγά διαμoρφώθηκαν διάφορες αιρέσεις, που δεν ήσαν τίποτε άλλο, παρά  φιλοσοφικά συστήματα, που είχαν αντί για το φιλοσoφικό χιτώνα, "την χριστιανικήν αλουργίδα" (είχαν δηλαδή την εμφάνιση"χριστιανικής αυθεντίας". Σαν να λέμε παρουσιάζονταν με το κύρος -το ένδυμα, την πορφύρα- του ρυθμιστή-άρχοντα). Ο χριστιανικός τους χαρακτήρας ήταν απλώς η εξωτερική τους όψη, ουσιαστικά όμως ήταν γνήσια προϊόντα της Νεοπλατωνικής φιλοσοφίας. Η εκτεταμένη ανάπτυξη της διδασκαλίας του Αρείου απέδειξε τον φιλοσοφικόν χαρακτήρα της διδασκαλίας τους.

Συνεπώς, η χριστιανική διδασκαλία, που πρόβαλε  σε μια εποχή πλήρη "φιλοσοφικής ζωής και πνευματικού οργασμού και υφ' απάντων πολεμουμένη", είναι βέβαιο ότι θα διαστρεφόταν και θα αλλοιωνόταν "εάν μη ευθύς εξ αρχής θείαι και ιεραί συνεκροτούντο Σύνοδοι και τας ετεροδιδασκαλίας αποτελεσματικώς μη απέκλειον της ορθοδόξου διδασκαλίας της Εκκλησίας, και Σύμβολα, και Δόγματα, και Κανόνας, και Διατάξεις μη συνέταττον προς φρούρησιν και διατήρησιν της καθαρότητος και αγιότητος αυτής". Και αυτό έγινε.


[Παρατέθηκαν αποσπάσματα, από το βιβλίο του Αγίου Νεκταρίου «Αι οικουμενικαί σύνοδοι της του Χριστού Εκκλησίας, που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1892), αυτούσια, για λόγους προσοχής στο δογματικό μέρος ή διασκευασμένα στην καθομιλουμένη, για ευκολία και αμεσότητα].