Σάββατο 14 Φεβρουαρίου 2015

Σκέψεις: επί της επιστροφής του Ασώτου...


 

Ετούτη η Κυριακή, του ασώτου, είναι μήνυμα για όλους μας. Γιατί όλοι από κάπου φύγαμε, και κάπου αλλού στραφήκαμε, και μείναμε εκεί ή επιστρέψαμε, εις τα ίδια.

Κι αν ελεύθερα, ανεμπόδιστα φύγαμε, ας κάνουμε τον απολογισμό μας: Πώς ήταν/είναι η νέα μας πνευματική/κοινωνική πατρίδα; Σε τί είναι διαφορετικοί οι νέοι μας στόχοι; και τί αυτοί «ευαγγελίζονται»;

Πού βρισκόμαστε σήμερα και τί αναζητάμε από το παρελθόν; Πώς μεγαλώσαμε σαν παιδιά, και πώς μεγαλώνουμε τα παιδιά μας;

Κρατάμε το παιδί στην αγκαλιά μας, και με την στοργή μας, του δείχνουμε το δρόμο της αγάπης, της ζωής, της δημιουργίας. Της συνέχειας, μέσα από την παράδοση και την ιστορία. Της συνέχειας που ζωοδοτεί το μέλλον και ριζώνει το παρόν. Της τιμής να αξιώνεται ο νέος, την συμβολή του σε έργα ενάρετων και ηρώων.

Και το παιδί μας, σιγά-σιγά ανοίγει τα φτερά του στη ζωή, σπουδάζει, προβληματίζεται, αλλάζει. Ανιχνεύει σε καινούργιους ορίζοντες την πορεία της ζωής, και τα όνειρά του ξεπερνούν τις αντοχές, τις δυνάμεις, τη γνώση και την υπομονή μας. Καμμιά φορά, θέλουμε να το κρατήσουμε προσδεδεμένο στο σίγουρο λιμάνι της αγκαλιάς και της βεβαιότητάς μας, της ηρεμίας και της ακινησίας. Από αγάπη; ή από αδυναμία;

Ο άνθρωπος για να ζήσει χρειάζεται την ελευθερία του. Η γονική αγάπη, ετούτο πιο πολύ πρέπει να θρέψει. Την αγάπη προς την ελευθερία, και την αγάπη προς τον Ελεύθερο Άνθρωπο. Γιατί αυτός ελεύθερα επιλέγει και ελεύθερα καταργεί, κυρίως, το λάθος του.

Ο άσωτος της παραβολής, ζήτησε και πήρε από την πατρική εστία ό,τι προωριζόταν γι' αυτόν, κι έφυγε. Πήρε μαζί του και την αγάπη του γονιού του, δηλ. την αποδοχή της ελεύθερης απόφασης να φύγει. Κι έφυγε. Και ανάλωσε, σπάταλα, όλο το βιός που πήρε μαζί του. Και δυστύχησε. Κι εννόησε το λάθος του. Κι αποφάσισε να επιστρέψει, γιατί ήξερε πια, πως η ελευθερία και η αγάπη που απολάμβανε στην πατρική εστία ήταν πολύ προτιμότερη από την κατάσταση που είχε τώρα βρεθεί. Αποφάσισε να επιστρέψει.. Απερίφραστα ομολόγησε στον εαυτό του ότι η επιλογή του να φύγει ήταν λάθος, κι αυτό θα τό 'λεγε και στον πατέρα του, σαν έφτανε κοντά του. Θα του έλεγε πως δεν αξίζει την αγάπη του, αλλά τουλάχιστον ας τον κρατήσει για δούλο του...«πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου. οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου· ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου».

Ο άσωτος υιός ξαναγύρισε, γνωρίζοντας την απόλυτη κι άνευ όρων δύναμη της γονικής αγάπης. Δεν ένιωσε ντροπή να ομολογήσει το λάθος του, ένιωσε την ανάγκη να βρίσκεται κάτω από τις φτερούγες μιας τέτοιας δυνατής αγάπης. Ένιωσε πως έπρεπε να το εκφράσει: γι'αυτόν τούτη η αγάπη ήταν καταφύγιο κι εστία ζωής.

Ετούτη η ιστορία, έχει στο κέντρο της την αγάπη του Θεού για τα πλάσματά Του. Γιατί κανείς άλλος δεν μπορεί ν' αγαπήσει τόσο βαθειά κι απόλυτα. Λυτρωτικά, και συγχωρητικά.

Καμμιά κουβέντα δεν είναι άξια να περιβάλει την αγαπητική σχέση. Όλα γίνονται σε μυσταγωγική σιωπή... Στοργικά ο πατέρας αγκαλιάζει το γιό του και η φωτιά της αγάπης τους καταργεί τις λέξεις. Μονάχα οι δούλοι, να ετοιμάσουνε μεγάλη γιορτή και χαρά, γιατί νεκρός ήταν ο άσωτος υιός και ανέζησε!

Και μέσα στη μεγάλη χαρά, δεν του δίνεται η ευκαιρία ούτε να διατυπώσει το ταπεινό του αίτημα, να μείνει σαν δούλος κοντά στον πατέρα! Γιατί ο πατέρας, με την άμετρη αγάπη του, κατακαίει την ταπεινότητα, πυρπολεί με το φώς της χαράς τον μετανοημένο και τον κάνει πολίτη και άρχοντα της χαράς και της λύτρωσης!

Ο άσωτος εξουθενώνει τον εαυτό του με την μετάνοια, και από τον Θεό δοξάζεται. Δεν ζητάει τίποτε και του χαρίζονται όλα! Με την αληθινή μετάνοια, μπήκε στον Παράδεισο. Και πια, κανείς δεν μπορεί να του πάρει τούτη τη χαρά, γιατί πηγάζει από μέσα του. Είναι ο Χριστός που ζεί μέσα του, δεν ζεί αυτός!

Στον αντίποδα της στάσης του ασώτου υιού, στέκει ο μεγάλος αδελφός, που ποτέ δεν έφυγε από τον Πατέρα. Αυτός πληγώνεται σαν μαθαίνει πως γίνεται γιορτή για τον άσωτο που επέστρεψε. Καμμιά υπάρχει εγγύτης και παραμονή στην εστία που είναι -στην ουσία- μακρινή περιπλάνηση, κι επιστροφή που είναι μεγαλύτερη απομάκρυνση...

Κι ο Πατέρας, έχει από την μια πλευρά την γιορτή της επιστροφής του ασώτου, κι από την άλλη έχει την δυστροπία του μεγάλου του γιού. Πάντα, σε μια καλή μέρα και μεγάλη γιορτή, ο πειρασμός θα δημιουργεί προβλήματα και θα προκαλεί αφορμές θλίψεως. Για να μολύνει τη χαρά και να θολώνει την καθαρότητα της γιορτής. Να μην αφήσει καρδιά απλήγωτη. Αλλά η αγάπη του Κυρίου, είναι ωκεανός και η ανοχή του πέλαγος, για να τα χωρέσει όλα.

Ο υιός από οργή και μίσος αρνείται την αγάπη του Πατέρα και τη χαρά της επιστροφής του ασώτου αδελφού, και κατηγορεί τον Πατέρα, παρόλο που πάντα του ήταν κοντά στον Πατέρα.

Εδώ αναδεικνύονται οι χαρακτήρες των αδελφών. Ο άσωτος έφυγε, τα έχασε όλα, μετανόησε, επέστρεψε και τα έλαβε όλα, κατά το Αποκαλυπτικό «Όφελον, ψυχρός ής, ή ζεστός»(Αποκ. 3, 15). Η φιλαυτία μας είναι ξένη προς την αγάπη του Κυρίου. Αντίθετα, η εκστατική αγάπη και προσφορά, ακόμη και μακριά να είμαστε, θα μας φέρει στον παράδεισο. Χωρίς αυτήν, και μπροστά στην πόρτα του παραδείσου να είμαστε,  δεν θα μπορέσουμε να μπούμε μέσα, γιατί η έλλειψή της θα μας πετάει μακριά!

Ο μεγάλος αδελφός νοσεί, από εγωϊσμό και φιλαυτία. Έχει την κόλαση μέσα του. Η αγαθή κλήση του Πατέρα να 'ρθεί κι αυτός στον παράδεισο της αγάπης, τον βασανίζει. Σκληραίνει η καρδία του και ζητά και ελέγχει και αρνείται. Αυτοδικαιώνεται, κατηγορεί και καταδικάζει.

Δεν βρίσκεται τέλος σε συζητήσεις με ανθρώπους που βρίσκονται σε σύγχυση. Που μιλάνε για να πληγώσουν. Ακόμη κι ο Πατέρας εξηγεί, καλεί, προσφέρεται, φέρεται θετικά.

Πώς μπορεί κανείς ν' αγαπά ανθρώπους που δεν αγαπούν; Μεγάλος Σταυρός! Με την άρνησή τους βασανίζονται και βρίσκονται στην κόλασι. Αλλά, πάλι πώς μπορείς να βοηθήσεις αν δεν αγαπάς; Αυτοί πάλι, δεν ζητάνε σωτηρία, αλλά την εξόντωση όλων και την καταδίκη. Ούτε μια στιγμή ο μεγαλύτερος αδελφός δεν συνειδητοποιεί την κατάστασή του. Ψεύδεται, περιαυτολογεί και αλλοφρονεί. Θέλει να γίνει το δικό του και δεν υπακούει στον Πατέρα, που τον καλεί στη γιορτή της επιστροφής του ασώτου αδελφού του. Αυτοδικαιώνεται και αποξενώνεται. Αποδεικνύεται κενός οιηματίας και ξένος προς το ήθος του ουράνιου Πατέρα.

Ετούτη η παραβολή έχει ένα λόγο για τον καθένα μας:
  • Για εκείνον που έφυγε και γύρισε ταπεινός και εν επιγνώσει της αμαρτίας του,
  • για τον σκληρόκαρδο που παραμένει κοντά στον Πατέρα αλλά δεν διακατέχεται από φρόνημα και καρδία αγάπης για τον άλλο.
  • Έχει και για το παράδειγμα του Υπέροχου Πατέρα που με άφατη αγάπη μαζεύει κοντά του τα παιδιά του, που γνωρίζει σε βάθος την σκέψη και τα αισθήματά τους, και που δεν αγανακτεί ούτε στη φυγή τους, ούτε στην άρνησή τους.
Kι εμείς διαβάζοντας τα αναγνώσματα της ημέρας βλέπουμε ότι: τά πάντα είναι στη διάθεσή μας, αλλά δεν είναι όλα για το καλό μας. Τα πάντα είναι στη διάθεσή μας, αλλά πρέπει να διαλέξουμε εκείνα που θα χαρακτηρίζουν τη ζωή μας, κι όχι εκείνα που θα μας εξουσιάζουν...


Η σκέψη κι η καρδιά μας ας είναι προσκολλημένη στην αγάπη και στο καλό, γιατί τότε τέτοια θα είναι και τα έργα μας.

Ο αυτοέλεγχος και η αυτογνωσία μπορούν να μας σώσουν από τρομερά λάθη. Η δυστροπία και η άρνηση, ο εγωϊσμός και ο θυμός εναντίον των άλλων, όλα αυτά μας απομακρύνουν από τους άλλους. Και μπορεί να συμβεί, να είμαστε μόνοι γιατί με το χαρακτήρα μας και τις επιλογές μας αποδιώχνουμε ακόμη κι εκείνους που θα ήθελαν να είναι μαζί μας, σύντροφοι και συνοδοιπόροι.

Επιστολή Παύλου, Προς κορινθίους (κεφ. στ, εδ. 12-20)

12 Πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ᾿ οὐ πάντα συμφέρει· πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ᾿ οὐκ ἐγὼ ἐξουσιασθήσομαι ὑπό τινος. 13 τὰ βρώματα τῇ κοιλίᾳ καὶ ἡ κοιλία τοῖς βρώμασιν· ὁ δὲ Θεὸς καὶ ταύτην καὶ ταῦτα καταργήσει. τὸ δὲ σῶμα οὐ τῇ πορνείᾳ, ἀλλὰ τῷ Κυρίῳ, καὶ ὁ Κύριος τῷ σώματι· 14 ὁ δὲ Θεὸς καὶ τὸν Κύριον ἤγειρε καὶ ἡμᾶς ἐξεγερεῖ διὰ τῆς δυνάμεως αὐτοῦ. 15 οὐκ οἴδατε ὅτι τὰ σώματα ὑμῶν μέλη Χριστοῦ ἐστιν; ἄρας οὖν τὰ μέλη τοῦ Χριστοῦ ποιήσω πόρνης μέλη; μὴ γένοιτο. 16 ἢ οὐκ οἴδατε ὅτι ὁ κολλώμενος τῇ πόρνῃ ἓν σῶμά ἐστιν; ἔσονται γάρ, φησίν, οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν· 17 ὁ δὲ κολλώμενος τῷ Κυρίῳ ἓν πνεῦμά ἐστι. 18 φεύγετε τὴν πορνείαν. πᾶν ἁμάρτημα ὃ ἐὰν ποιήσῃ ἄνθρωπος ἐκτὸς τοῦ σώματός ἐστιν, ὁ δὲ πορνεύων εἰς τὸ ἴδιον σῶμα ἁμαρτάνει. 19 ἢ οὐκ οἴδατε ὅτι τὸ σῶμα ὑμῶν ναὸς τοῦ ἐν ὑμῖν ῾Αγίου Πνεύματός ἐστιν, οὗ ἔχετε ἀπὸ Θεοῦ, καὶ οὐκ ἐστὲ ἑαυτῶν; 20 ἠγοράσθητε γὰρ τιμῆς· δοξάσατε δὴ τὸν Θεὸν ἐν τῷ σώματι ὑμῶν καὶ ἐν τῷ πνεύματι ὑμῶν, ἅτινά ἐστι τοῦ Θεοῦ.
Κατά Λουκάν (κεφ. ιε, εδ. 11-32)

11 Εἶπε δέ· ἄνθρωπός τις εἶχε δύο υἱούς. 12 καὶ εἶπεν ὁ νεώτερος αὐτῶν τῷ πατρί· πάτερ, δός μοι τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας. καὶ διεῖλεν αὐτοῖς τὸν βίον. 13 καὶ μετ᾿ οὐ πολλὰς ἡμέρας συναγαγὼν ἅπαντα ὁ νεώτερος υἱὸς ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν, καὶ ἐκεῖ διεσκόρπισε τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως. 14 δαπανήσαντος δὲ αὐτοῦ πάντα ἐγένετο λιμὸς ἰσχυρὸς κατὰ τὴν χώραν ἐκείνην, καὶ αὐτὸς ἤρξατο ὑστερεῖσθαι. 15 καὶ πορευθεὶς ἐκολλήθη ἑνὶ τῶν πολιτῶν τῆς χώρας ἐκείνης, καὶ ἔπεμψεν αὐτὸν εἰς τοὺς ἀγροὺς αὐτοῦ βόσκειν χοίρους. 16 καὶ ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν κερατίων ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι, καὶ οὐδεὶς ἐδίδου αὐτῷ. 17 εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν εἶπε· πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγὼ δὲ λιμῷ ἀπόλλυμαι! 18 ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ ἐρῶ αὐτῷ· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου. 19 οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου· ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου. 20 καὶ ἀναστὰς ἦλθε πρὸς τὸν πατέρα αὐτοῦ. ἔτι δὲ αὐτοῦ μακρὰν ἀπέχοντος εἶδεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἐσπλαγχνίσθη, καὶ δραμὼν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν.
21 εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ υἱός· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου, καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου.
22 εἶπε δὲ ὁ πατὴρ πρὸς τοὺς δούλους αὐτοῦ· ἐξενέγκατε τὴν στολὴν τὴν πρώτην καὶ ἐνδύσατε αὐτόν, καὶ δότε δακτύλιον εἰς τὴν χεῖρα αὐτοῦ καὶ ὑποδήματα εἰς τοὺς πόδας, 23 καὶ ἐνέγκαντες τὸν μόσχον τὸν σιτευτὸν θύσατε, καὶ φαγόντες εὐφρανθῶμεν, 24 ὅτι οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη. καὶ ἤρξαντο εὐφραίνεσθαι. 25 ῏Ην δὲ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ὁ πρεσβύτερος ἐν ἀγρῷ· καὶ ὡς ἐρχόμενος ἤγγισε τῇ οἰκίᾳ ἤκουσε συμφωνίας καὶ χορῶν, 26 καὶ προσκαλεσάμενος ἕνα τῶν παίδων ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα. 27 ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἥκει καὶ ἔθυσεν ὁ πατήρ σου τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν, ὅτι ὑγιαίνοντα αὐτὸν ἀπέλαβεν. 28 ὠργίσθη δὲ καὶ οὐκ ἤθελεν εἰσελθεῖν. ὁ οὖν πατὴρ αὐτοῦ ἐξελθὼν παρεκάλει αὐτόν. 29 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε τῷ πατρί· ἰδοὺ τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοι καὶ οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον, καὶ ἐμοὶ οὐδέποτε ἔδωκας ἔριφον ἵνα μετὰ τῶν φίλων μου εὐφρανθῶ· 30 ὅτε δὲ ὁ υἱός σου οὗτος, ὁ καταφαγών σου τὸν βίον μετὰ πορνῶν, ἦλθεν, ἔθυσας αὐτῷ τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν. 31 ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· τέκνον, σὺ πάντοτε μετ᾿ ἐμοῦ εἶ, καὶ πάντα τὰ ἐμὰ σά ἐστιν· 32 εὐφρανθῆναι δὲ καὶ χαρῆναι ἔδει, ὅτι ὁ ἀδελφός σου οὗτος νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη.

Σημείωση: Τούτη την παραβολή, δεν θα μπορούσα να τη δώ όπως παραπάνω, αν δεν κρατούσα στα χέρια μου, ένα
μικρό βιβλιαράκι, γραμμένο για τούτη την παραβολή, του Ασώτου,  με τη σοφία του Καθηγουμένου της Μονής Ιβήρων, Αγίου Όρους, Αρχιμ. Βασιλείου. Δώρο που μια αγαπημένη ψυχή, κάποτε μου έκανε, και μού 'μεινε. Αλησμόνητο το δώρο κι ανεκτίμητη η δωρεά, να το μελετώ ξανά και ξανά. Σπύρο, σ' ευχαριστώ!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου