Παρασκευή 3 Μαΐου 2024

Μεγάλη Παρασκευή

Είναι μια Μεγάλη Παρασκευή, όπως όλες οι προηγούμενες. Στην  Εκκλησία μας  τέτοια μέρα επιτελείται και αναβιώνεται η δίκη, η καταδίκη και η σταύρωση του Χριστού μας. Κι εμείς βιώνουμε -ο καθένας στο μέτρο  του- τα πάθη τα σεπτά. 

Στεκόμαστε στο πραιτώριο της σημερινής ζωής, κριτές, δικαστές, αλλά και δικαζόμενοι. Καταδικαζόμενοι, βαρυποινίτες και θανατοποινίτες. 

Μα η πιο τραγική ώρα, είναι η ώρα της κήδευσης του νεκρού σταυρωθέντος Χριστού. Συγκλονιστικά, ο υμνωδός των Θείων Παθών, μας μεταφέρει σε τούτη την ώρα. Στον θρήνο των κρυφών μαθητών του Χριστού, Ιωσήφ και Νικοδήμου, που τώρα πια αποκαλύπτονται και  θρηνούν όπως όλοι μας, όταν χάνουμε κάποιον δικό μας, κάποιον που μας είναι πολύτιμος για τη ζωή μας, για την καθημερινότητά μας και για την ύπαρξή μας. 

Ετούτος ο θρήνος, είναι παρόμοιος με το θρήνο που μικρούλα άκουγα στον τόπο μου, σαν πού 'φευγε αγαπημένος από τη ζωή των ανθρώπων. 

Μα  ο θρήνος για το θάνατο του σταυρωθέντος Χριστού, είναι αδυσώπητος σπαραγμός όταν ο άνθρωπος συνειδητοποιήση  τί χάνει με την άρνησή του να δει "πρόσωπο Θεού" στη ζωή του. 

 Ετσι υμνογραφήθηκε ο θρήνος των κρυφών μαθητών για τον Διδάσκαλό τους:

Σε τον αναβαλλόμενον το φως, ώσπερ ιμάτιον, 

καθελών Ιωσήφ από του ξύλου συν Νικοδήμω, 

και θεωρήσας νεκρόν, γυμνόν, άταφον, 

ευσυμπάθητον θρήνον αναλαβών, 

οδυρόμενος έλεγεν 

οίμοι, γλυκύτατε Ιησού 

ον προ μικρού ο ήλιος εν Σταυρώ κρεμάμενον θεασάμενος, 

ζόφον περιεβάλλετο, 

και η γη τω φόβω εκυμαίνετo, 

και διερρήγνυτο ναού το καταπέτασμα 

αλλ’ ιδού νυν βλέπω σε, 

δι’ εμέ εκουσίως υπελθόντα θάνατον 

πώς σε κηδεύσω, Θεέ μου; 

ή πώς σινδόσιν ειλήσω; 

ποίαις χερσί δε προσψαύσω, το σον ακήρατον σώμα; 

ή ποία άσματα μέλψω, τη ση εξόδω, οικτίρμον; 

Μεγαλύνω τα πάθη σου 

υμνολογώ και την ταφήν σου, 

συν τη αναστάσει, 

κραυγάζων 

Κύριε, δόξα σοι.

 

Αυτόν τον θρήνο, τον νιώθω κάπως έτσι:

 

Χριστέ μου, εσύ που είσαι ο ίδιος το φως,

σαν σε κατέβασε ο Ιωσήφ από τον σταυρό, μαζί με τον Νικόδημο

και σ' είδε νεκρόν, γυμνόν, και άταφον, 

σπαρακτικό θρήνο άρχισε

και οδυρόμενος έλεγε:

Αλίμονο, γλυκύτατε Ιησού,

λίγο πιο πριν, ο ήλιος, σαν σ' είδε στον Σταυρό να κρέμεσαι

τυλίχτηκε σε σκοτεινά σύννεφα,

η γή ολόκληρη φοβισμένη άρχισε να τρέμει

σχίστηκε μάλιστα και του ναού το καταπέτασμα!

Αλλά, να!  άνοιξαν τα μάτια της ψυχής μου και βλέπω 

πως για μένα εκουσίως σταυρώθηκες!

Πώς να σε κηδεύσω, Θεέμου;

και πώς να σε σαβανώσω;

Με ποιά μιαρά χέρια ν' αγγίξω το πάναγνο σώμα σου;

Και ποιά μοιρολόγια να ειπώ καθώς φεύγεις, πολυεύσπλαγχνε;

 Βλέπω  στα πάθη σου τον απέραντο πόνο σου για μένα

και με αθάνατους ύμνους ψάλλω την ταφή

και την Ανάστασή σου,

και ακατάπαυστα δοξολογώ το ΄Αγιο όνομά Σου Κύριε και Θεέμου!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου