Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2015

1. Η Πρώτη Οικουμενική Σύνοδος, στη Νίκαια της Βιθυνίας (325 μ.Χ.)

Image result for εικόνες πρώτη οικουμενική σύνοδος 

Με αφορμή τον Άγιο Σπυρίδωνα, που τιμήσαμε τη μνήμη του τούτες τις μέρες, ας αναφερθούμε και στην  Α' Οικουμενική Σύνοδο, που έλαβε χώρα στην Νίκαια της Βιθυνίας, της Μικράς Ασίας, στα χρόνια του Μεγάλου Κωνσταντίνου.

Με διαταγή του Μ. Κωνσταντίνου, συγκεντρώθηκαν στην Νίκαια της Βιθυνίας, 318 Πατέρες της Εκκλησίας περί τα μέσα Ιουνίου του 325 μ.Χ. και συγκρότησαν τήν Α' εκκλησιαστική Οικουμενική Σύνοδο. Προϊσταντo ο Αλέξανδρος  Κωνσταντινουπόλεως, και ο γηραιός Αλέξανδρος ο Αλεξανδρείας  που συνοδευόταν από τον νεαρό Σύμβουλο και Διάκονό του, τον Μ. Αθανάσιο.

Τον δε Πάπα Ρώμης Σίλβεστρο και τον διάδοχο αυτού Ιούλιο, αντιπροσώπευσαν οι παρ' αυτού αποσταλέντες πληρεξούσιοι, ο 'Οσιος Κορδούβης Επίσκοπος της Ισπανίας και δύο πρεσβύτεροι, οι Βικέντιος και Βίτων.

Παρέστησαν και οι Επίσκοποι Παφνούτιος, Σπυρίδων, Νικόλαος, Ιάκωβος, Μάξιμος και άλλοι,"κεκοσμημένοι πάντες δι' αποστολικών χαρισμάτων".

Πέρα από τους Επισκόπους, παρίστατο στην Οικουμενική αυτή Σύνοδο, και πλήθος Κληρικών, Πρεσβυτέρων και Διακόνων.

Κατά την πρώτη επίσημη συνεδρία, ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος εξεφώνησε τον εναρκτήριο λόγο στην λατινική γλώσσα, που αυτοστιγμεί ερμηνευόταν και στην ελληνική. Ανάμεσα σε όσα -ο Βασιλέας- είπε ήταν και ότι "ο της ιεράς ταύτης θρησκείας νόμος εκ των κόλπων της Ανατολής προέκυψεν", κι αποκαλούσε τους λειτουργούς αυτής "αρχηγούς της των εθνών σωτηρίας".

Στη συνέχεια, εξετέθησαν από τον Άρειο και τους οπαδούς του οι γνώμες και οι δοξασίες τους, και αντιπαρατέθηκαν σ' αυτές "γενναίως και λογικώς" οι Πατέρες της Εκκλησίας.

Η Σημασία της Α' Οικουμενικής Συνόδου.

Για να κατανοηθή η σημασία αυτής της Συνόδου, πρέπει να αναφερθεί "διά βραχέων ο φιλοσοφικός οργασμός των πνευμάτων της εποχής εκείνης, όστις έτεινε να καθυποτάξη το δόγμα εις την γνώσιν, ήτις εζήτει τρόπον τινά να άψηται τη χειρί και, ει δυνατόν ψηλαφήση παν ό, τι ο Χριστιανισμός παρέδιδεν ως μυστήριον και ως δόγμα πίστεως".

Ο Χριστιανισμός αναδείχτηκε σε "σκάνδαλον μεν τοις Ιουδαίοις, μωρίαν δε τοις Έλλησιν", και  -τόσο οι Ιουδαίοι, όσο και Έληνες- πάντες αποζητούσαν "διά των φιλοσοφικών χωνευτηρίων να αναδείξωσιν από θρησκείαν εξ' αποκαλύψεως, εις σύστημά τι φιλοσοφικόν" που περισσότερο ικανοποιεί τις απαιτήσεις μιας φιλοσοφικής τάσης του ανθρώπου που του χαρίζει αυτοπεποίθηση και υπερηφάνεια, παρά ανακουφίζει και υπηρετεί το θρησκευτικό αίσθημα του ανθρώπου.

Οι φιλόσoφοι περιφρoνήσανε τις απαιτήσεις της καρδιάς, που αναπαύεται στο μυστήριο της θρησκείας κι αναζητήσανε τρόπους μέσα από την απόλυτη λογική "να ικανοποιήσωσι τον νουν δι' απολύτου τρόπoυ, υποτάσσοντες αυτώ πάσαν αλήθειαν". Αδιαφορήσανε οι φιλόσοφοι για το ότι υπάρχουν κι αλήθειες, πάνω από την ικανότητά μας να καταλαβαίνουμε, που "δεν γίνονται καταληπταί υπό του πεπερασμένου νοός του ανθρώπου". Με την αντιληπτική μας ικανότητα προσλαμβάνουμε τις αλήθειες αυτές. Η πραγματικότητά τους μας καταπείθει "και μαρτυρεί περί της υπερφυσικής υπάρξεως αυτών".  Θεληματικά αφελείς μόνο, δεν αντιλαμβάνονται την παρουσία, την ύπαρξη και την ενέργεια της Θείας Οικονομίας στην ζωή τους.

Όλοι αυτοί αγνόησαν ότι ο άνθρωπος δεν γεννήθηκε για να γίνει -μονάχα ή κυρίως- φιλόσοφος, αλλά και ον θρησκευτικό.

Αν και φιλοσοφούν, αναδεικνύονται "αφιλοσόφως προς τον άνθρωπον έχοντες", διότι ο άνθρωπος "δεν είναι μόνον νους, αλλά και καρδία" κι οι  δυνάμεις αυτών των "δύο κέντρων αμοιβαίως βοηθούμεναι, αναδεικνύουσι τον άνθρωπον τέλειον και διδάσκουσιν αυτώ όσα ουδέποτε δια μέσου του νοός να διδαχθή ηδύνατο".

Εάν ο νους είναι ο διδάσκαλος του φυσικού κόσμου, η καρδία είναι διδάσκαλος του υπερφυσικού κόσμου, "του οποίου ίσως καθ' ομοίωσιν εγένετο ο αισθητός κόσμος, ούτινος τότε μανθάνομεν τα καθ' έκαστα ακριβώς, όταν δια της καρδίας διδαχθώμεν τα του υπερφυσικού κόσμου", φιλόσοφος άνευ καρδίας, ήτοι άνευ θρησκευτικού αισθήματος, είναι αφιλοσόφητος διότι δεν είδε το καθ' όλου, αλλά το κατά μέρος. (Πόσο όμορφα, κατανοητά, γλυκά και γαλήνια, ο Άγιος Νεκτάριος  μας το είπε: τότε καταλαβαίνουμε τον κόσμο γύρω μας, σαν η καρδιά μας ανοιχτεί και δεχτεί την εντολή του Κυρίου!)

Γιατί, αν ο φιλόσοφος δεν ασχοληθεί με "το καθ' όλου, ήτοι εις την καθ' όλου περί του κόσμου έννοιαν, εν η περιέχεται ό,τε αισθητός και ο υπέρ αίσθησιν κόσμος (διότι ο κατ' αίσθησιν κόσμος είναι το κατά μέρος), ουδέποτε θέλει φθάσει εις το καθ' όλου, άνευ θρησκευτικού αισθήματος διδάσκοντος την εν τω υπερφυσικώ κόσμω ύπαρξιν του καθ' όλου".

Υπό μία τέτοια  έποψη (δηλαδή υπό μερική έποψη), ανέκαθεν, εξήταζε τον χριστιανισμό, τόσο ο Ιουδαϊσμός όσο και η Ελληνική φιλοσοφία.

Ο Ιουδαϊσμός και η Ελληνική φιλοσοφία συναντήθηκαν σε κοινό στάδιο, στην Αίγυπτο και καθένα από αυτά τα κοσμοσυστήματα επωφελήθηκε από το άλλο. Διαμόρφωσαν και τα δυο, διάφορες θεωρίες και φιλοσοφικά συστήματα.

Η Αλεξάνδρεια στο μεταίχμιο τριών Ηπείρων, Ευρώπης, Ασίας και Αφρικής είχε ιδρυθεί στο κέντρο του αρχαίου κόσμου, και υπήρξε "η εστία ζώσης των ιδεών επικοινωνίας και το γόνιμον έδαφος νέων συστημάτων".

Η Πυθαγόρεια φιλοσοφία, που πριν από πολλά-πολλά  χρόνια είχε περιληφθεί ανάμεσα στα παρωχημένα φιλοσοφικά συστήματα, εμφανίστηκε μετά την έναρξη της τελευταίας προ Χριστού εκατονταετηρίδος υπό την μορφή της Νεοπυθαγόρειας φιλοσοφίας.

"Οι εν Αλεξανδρεία Ιουδαίοι φρονούντες ότι δια της μελέτης της Ελληνικής φιλοσοφίας ενεβάθυνον πλειότερον εις την μυστηριώδη του Μωυσέως σοφίαν, επεδόθησαν εις αυτήν, παρήγαγε δε η επίδοσις αύτη τοιαύτην τινά πνευματικήν κίνησιν, ην συνήθως Αλεξανδρινήν θεοσοφίαν καλούσι, και ης ο χαρακτήρ συνίστατο εις σύγκρασίν τινα Μωσαϊκής θεολογίας και Ελληνικής φιλοσοφίας, ιδία δε Πλατωνικών και Στωϊκών ιδεών τούτο δείκνυται, προδήλως εν τω ωριμωτάτω της Αλεξανδρινής θεοσοφίας προϊόντι, τω του Φίλωνος συγγράμματι, εις ου την μόρφωσιν συνετέλεσεν εξ ίσου η τε Μωσαϊκή θεολογία και η Ελληνική φιλοσοφία".

"Τα φιλοσοφικά συστήματα του Πλάτωνος, του Αριστοτέλους, και το της Στοάς, ευρόντα εν Αλεξανδρεία διαπύρους θιασώτας, εμβριθώς ηρευνώντο". 

Το φιλοσοφικό πνεύμα, βρισκόταν σε ζωηρό φιλοσοφικό οργασμό, "μη δυνάμενον να αναπαυθή εν τη αποδοχή της διδασκαλίας του Μονοθεϊσμού, του απολύτως υπερβατικώς προς τον κόσμον ευρισκομένου και εν ουδεμιά σχέσει προς τον κόσμον ερχομένου, μηδ' εν τη Πανθεϊστική θεωρία, καθ' ην το θείον απόλλυται εν τη φύσει", και γι' αυτό κατευθυνόταν προς την ανακάλυψη μιας κάποιας μεσαίας αρχής, που να συμβιβάζει εκατέρωθεν την αλήθεια.

Στα χρόνια αυτά εμφανίσθηκε  ο χριστιανισμός, που επαγγελλόταν την πλήρη ικανοποίηση πνευματικών απαιτήσεων. Οι οπαδοί των διαφόρων συστημάτων βρήκαν εδώ τον σύνδεσμο των μονομερών αληθειών του Ιουδαϊσμού και του Εθνισμού, και  εντάχτηκαν σ' αυτόν. Επειδή όμως "ο χριστιανισμός είναι σοφία εξ αποκαλύψεως, δεν αποβαίνει δε καταληπτή καθ' όλου, τοις μέτρω φιλοσοφικώ μετρούσιν αυτήν, διά τούτο δεν εγίνετο ασπαστός καθ' όλου, αλλά κατά μέρο".

Κι επειδή το μέρος δεν μπορεί να ικανοποιήση τις απαιτήσεις του φιλοσόφου, αυτός διαμόρφωνε ένα δικό του φιλοσοφικό σύστημα, στο οποίο πίστευε πως βρισκόταν η όλη αλήθεια.

Αυτό ασφαλώς η Εκκλησία το αποδοκίμαζε, ως αίρεση. Έτσι, σιγά-σιγά διαμoρφώθηκαν διάφορες αιρέσεις, που δεν ήσαν τίποτε άλλο, παρά  φιλοσοφικά συστήματα, που είχαν αντί για το φιλοσoφικό χιτώνα, "την χριστιανικήν αλουργίδα" (είχαν δηλαδή την εμφάνιση"χριστιανικής αυθεντίας". Σαν να λέμε παρουσιάζονταν με το κύρος -το ένδυμα, την πορφύρα- του ρυθμιστή-άρχοντα). Ο χριστιανικός τους χαρακτήρας ήταν απλώς η εξωτερική τους όψη, ουσιαστικά όμως ήταν γνήσια προϊόντα της Νεοπλατωνικής φιλοσοφίας. Η εκτεταμένη ανάπτυξη της διδασκαλίας του Αρείου απέδειξε τον φιλοσοφικόν χαρακτήρα της διδασκαλίας τους.

Συνεπώς, η χριστιανική διδασκαλία, που πρόβαλε  σε μια εποχή πλήρη "φιλοσοφικής ζωής και πνευματικού οργασμού και υφ' απάντων πολεμουμένη", είναι βέβαιο ότι θα διαστρεφόταν και θα αλλοιωνόταν "εάν μη ευθύς εξ αρχής θείαι και ιεραί συνεκροτούντο Σύνοδοι και τας ετεροδιδασκαλίας αποτελεσματικώς μη απέκλειον της ορθοδόξου διδασκαλίας της Εκκλησίας, και Σύμβολα, και Δόγματα, και Κανόνας, και Διατάξεις μη συνέταττον προς φρούρησιν και διατήρησιν της καθαρότητος και αγιότητος αυτής". Και αυτό έγινε.


[Παρατέθηκαν αποσπάσματα, από το βιβλίο του Αγίου Νεκταρίου «Αι οικουμενικαί σύνοδοι της του Χριστού Εκκλησίας, που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1892), αυτούσια, για λόγους προσοχής στο δογματικό μέρος ή διασκευασμένα στην καθομιλουμένη, για ευκολία και αμεσότητα].

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου