Δευτέρα 7 Σεπτεμβρίου 2015

(ΧΙΙΙ) Μονοτονικό εναντίον Πολυτονικού. Πολυτονική πολυ-επιχειρηματολογία. Συνελόντι ειπείν...


Image result for εικόνες τονοι και πνεύματα 

Ὅπως εἶναι φυσικό, ὑπάρχουν καὶ διαφωνοῦντες μὲ ὅσα ὑποστηρίζουμε οἱ ὑπέρμαχοι τοῦ πολυτονικοῦ. Χάριν συντομίας, ἂς ἀποκαλέσουμε τὰ ἐπιχειρήματα ὑπὲρ τοῦ μονοτονικοῦ ἢ μᾶλλον τὰ ἀντεπιχειρήματα ἐναντίον τῶν ἐπιχειρημάτων ὑπὲρ τοῦ πολυτονικοῦ ὡς τὰ ἐπιχειρήματα τοῦ μονοτονιστῆ μας.

Ἀντεπιχείρημα πρῶτο: «ἐπιλέγεις λίγες λέξεις ὁμόηχες (ἢ τὴν ἴδια λέξη μὲ ἄλλη σημαςία) καὶ ὅπου ὁριακὰ μπορεῖ νὰ ὑπάρξει σύγχυση, καὶ πάνω σ’ αὐτὸ χτίζεις ὅλο τὸ οἰκοδόμημά σου περὶ ἀναγκαιότητας τοῦ πολυτονικοῦ!»

Ἀπάντηση: τὸ πραγματικὸ ζήτημα εἶναι: σὲ ποιόν βαθμὸ μπορεῖ καθένας τρόπος γραφῆς νὰ κάνει πιὸ κατανοητὸ τί θέλει νὰ πεῖ ὁ γράφων; Στὰ θέματα στὰ ὁποῖα ὑπάρχει δυνατότητα σύγκρισης, σὲ αὐτὰ ὑπερνικᾶ τὸ πολυτονικό. Τὸ ὅτι δὲν ὑπάρχουν περισσότερα θέματα σύγκρισης δὲ συνεπάγεται πὼς τὰ ὑπαρκτὰ θέματα δὲν ἐπαρκοῦν γιὰ τὴν ἀπόδειξη τῆς ὀρθότητας τοῦ πολυτονικοῦ. Καὶ τὸ πολυτονικὸ κερδίζει, τουλάχιστον στὶς λίγες περιπτώσεις ποὺ ἀναφέρθηκαν. Δηλαδή, ἀκόμα κι ἂν τὸ μονοτονικὸ εἶχε πλεονεκτήματα (ποὺ δὲν ἔχει) ἀλλὰ ὄχι τόσα πολλὰ ὅσα τὸ πολυτονικό, πάλι τὸ πολυτονικὸ θὰ ἦταν καλύτερο καὶ χρησιμότερο ἀπὸ τὸ μονοτονικό, ἀκόμη κι ἂν ὑπῆρχαν ἄλλες 600 περιπτώσεις ὅπου οὔτε τὸ πολυτονικὸ οὔτε τὸ μονοτονικὸ ἐπαρκοῦν.

Ἀντεπιχείρημα δεύτερο: «α) ὑπάρχουν ἄλλες τόσες καὶ περισσότερες περιπτώσεις ἀμφισημίας ὅπου τὸ πολυτονικὸ δὲν βοηθάει, καὶ ὅτι β) ἡ ἄρση τῆς ἀμφισημίας δὲν εἶναι ἐγγενὴς ἰδιότητα τοῦ πολυτονικοῦ ἀλλὰ σύμπτωματική».

Ἀπάντηση: ποῦ βρίσκεται τὸ συμπτωματικό; Ἀπὸ πότε συνιστᾶ σύμπτωση ἡ ἐπιλογὴ τῆς χρήσης τῆς βαρείας; Ὅταν ἐξαιτίας – καὶ μόνο ἐξαιτίας αὐτῆς – τῆς περισπωμένης (δηλαδὴ χαρακτηριστικοῦ ἀποκλειστικᾶ τοῦ πολυτονικοῦ) αἴρεται μιὰ ἀμφισημία, τότε ἡ ἄρση τῆς ἀμφισημίας ὀφείλεται ἀποκλειστικᾶ στὸ πολυτονικὸ καὶ εἶναι ἐγγενὴς ἰδιότητα τοῦ πολυτονικοῦ - ὄχι συμπτωματική. Τὸ μονοτονικὸ εἶναι «δομημένο» νὰ εἶναι ἐκφραστικὰ πολὺ πιὸ ἀνεπαρκὲς ἀπὸ τὸ πολυτονικό. Εἶναι σὰ νὰ λέγαμε, ποιὸ ἑλληνικὸ ἀλφάβητο εἶναι ἐπαρκές, αὐτὸ μὲ 20 ἢ κάποιο μὲ 24 γράμματα. Σίγουρα ὑπάρχουν φθόγγοι γιὰ τοὺς ὁποίους δὲν ὑπάρχει ἀντιστοιχία στὸ ἑλληνικὸ ἀλφάβητο. Ὡστόσο, παρ’ ὅλο ποὺ τὸ ἀλφάβητο τῶν 24 γραμμάτων εἶναι ἀνεπαρκές, ἐξακολουθοῦμε νὰ τὸ προτιμᾶμε ἀπὸ τὸ ἀλφάβητο τῶν 30 ἢ 27 γραμμάτων. Τὸ ἀντίστοιχο συμβαίνει καὶ μὲ τὸ πολυτονικό: ὅσο κι ἂν δὲν λύνει ὅλα τὰ προβλήματα, λύνει περισςότερα προβλήματα ἀπὸ τὸ μονοτονικό (ποὺ δὲν λύνει κανένα). Ἂν τὸ πολυτονικὸ ἐκφράζει καλύτερα ὸ τὸ μονοτονικὸ τὸν γραπτὸ λόγο λ.χ. σὲ 5 ἀπὸ τὶς 100 περιπτώσεις, αὐτὸς δὲν εἶναι λόγος νὰ πεῖ κανεὶς «τὸ πολυτονικὸ εἶναι χειρότερο ἀπὸ τὸ μονοτονικό»! Ἴσα-ἴσα, θὰ πεῖ: «ἀφοῦ πρὸς τὸ παρὸν ἔχω αὐτὰ τὰ δύο συστήματα, ἐπιλέγω ὅποιο ἐπιλύνει τὰ περισςότερα προβλήματα». Τὸ ἂν αὐτὰ τὰ προβλήματα ἀφοροῦν λέξεις ὁμόηχες ἢ εἶναι τὰ ἔσχατα προβλήματα ἢ λέξεις ποὺ βλέπει κανεὶς μιὰ στὶς 1 ἑκ., δὲν ἔχει καμμία σημαςία. Σημαςία ἔχει πιὸ εἶναι τὸ τονικὸ σύστημα μὲ τὸ ὁποῖο λύνονται συγκριτικὰ τὰ περισςότερα προβλήματα.

Ἀντεπιχείρημα τρίτο, ἐναντίον τῆς βαρείας: «Πολὺ πρὶν τὴν ἀποφράδα νύχτα τοῦ 1982 ὅταν μιὰ δράκα ἐπίορκων ἐθνοπατέρων ἀποψίλωσαν τὴ γλώσσα μας, ἡ βαρεία εἶχε σταματήσει νὰ διδάσκεται στὴν ἐκπαίδευση. Ἔβγαλα τὸ μιςὸ δημοτικὸ καὶ τὸ μιςὸ (ἑξατάξιο) γυμνάσιο ἐπὶ δικτατορίας καὶ θυμᾶμαι πολὺ καθαρᾶ ὅτι τὴ βαρεία τὴν ἀναφέραμε μόνο ἐν παρόδῳ στὸ μάθημα τῆς γλώσσας. Δὲν διόρθωνε ὁ δάσκαλος ὅταν δὲν βάζαμε τὴ βαρεία».

Ἀπάντηση: αὐτὸ δὲν εἶναι ἐπιχείρημα, ὅπως δὲν εἶναι ἐπιχείρημα ὅτι τὰ ἰδιωτικὰ κανάλια γράφουν τοὺς τίτλους στὸ ἀτονικό, δίχως κανένα ΕΡΣ νὰ τοὺς τραβήξει τ’ αὐτί. Δὲν εἴδαμε κανέναν μονοτονιστή, ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἐπιτίθενται στὸ πολυτονικό, νὰ οὐρλιάζει ἔξαλλος ἢ νὰ εἰρωνεύεται τὸ ἀτονικὸ κι αὐτοὺς ποὺ τὸ χρησιμοποιοῦν στὰ κανάλια. Ἂν αὐτὸ δὲν εἶναι ὑποκρισία, τότε τί εἶναι ὑποκρισία; Ἡ ἀναφορὰ στὸ 1982 καὶ τοὺς «ἐπίορκους ἐθνοπατέρες» εἶναι σκόπιμη, ὥστε ὁ μονοτονιστής μας ν’ ἀποδείξει εἴτε ὅτι ὅσοι κατακρίνουν τὸ μονοτονικὸ εἶναι δεξιοὶ ἢ ἀντικοινοβουλευτικοὶ ἀκροδεξιοὶ ποὺ δὲν κατακρίνουν τὴ χούντα ἢ τὶς μεταδικτατορικὲς δεξιὲς κυβερνήσεις γιὰ τὰ λάθη τους στὸ ζήτημα αὐτό, εἴτε - προφανῶς πιστεύοντας ὅτι οἱ ὑπέρμαχοι τοῦ πολυτονικοῦ εἶναι (ἀκρο)δεξιοί - ἀπευθυνόμενος πρὸς τοὺς ὑπέρμαχους τοῦ πολυτονικοῦ, νὰ τοὺς πεῖ: «ἀφοῦ καὶ ἡ χούντα (σας) εἶχε καταργήσει τὴ βαρεία, ἐσεῖς γιατί διαμαρτύρεστε;» Στ’ ἀλήθεια, πολὺ ἔξυπνο τὸ ἐπιχείρημα τοῦ μονοτονιστῆ μας. Ὡστόσο ἡ ἀναφορά στὸ 1982 δὲ σημαίνει ὅτι πιστεύουμε πὼς πρὶν τὸ 1982 ὅλα ἦταν ρόδινα ἢ ὅτι δὲν εἶχε ἀρχίσει ἡ καταστροφὴ τοῦ γραπτοῦ λόγου πρὶν τὸ 1982. Αὐτὰ τὰ περὶ «ἐπίορκων» (=προδοτῶν) εἶναι οἱ γνωστὲς προσπάθειες τῶν «δημοκρατῶν» μονοτονιστῶν, νὰ μαντρώσουν στὸ ἀκροδεξιὸ μαντρὶ τῆς φαντασίας τους ὅποιον ὑπερασπίζεται τὸ πολυτονικό, μὲ τὸ ἀφελὲς ἐπιχείρημα «δὲν μιλᾶτε γιὰ τὰ πρὶν τὸ 1982», ὥστε νὰ φιμώσουν ὡς «φασίστες» ὅσους διαφωνοῦν μαζί τους. Φυσικᾶ καὶ μιλᾶμε γιὰ ὅλες τὶς καταστροφικὲς ἐπεμβάσεις, εἴτε αὐτὲς ἔλαβαν χώρα πρὶν εἴτε μετὰ τὸ 1982. Μὲ τὴν ἴδια πανἐξυπνη μονότονη λογικὴ θὰ μποροῦσαμε κι ἐμεῖς νὰ κατηγορήσουμε τοὺς μονοτονιστὲς ὅτι εἶναι ὑπέρμαχοι τοῦ ἀτονικοῦ, γιατὶ τὸ ἀνέχονται καὶ δὲν τὸ στηλιτεύουν τόσο λυσσασμένα, ὅσο τὸ πολυτονικό. Ὅταν κανεὶς δὲν ἔχει ἐπιχειρήματα, κρύβεται στὶς παράλογες πολιτικές του ταξινομήσεις. Ἐμεῖς ὅμως λέμε ὅτι τὸ μεγαλύτερο λάθος ἔγινε τὸ 1982, ὄχι ὅτι πρὶν δὲν ἔγιναν τραγικὰ λάθη.

Ἀντεπιχείρημα τέταρτο, πάλι ἐναντίον τῆς τρισκατάρατης βαρείας: «πολλὰ βιβλία, ἰδίως ἐκεῖνα ποὺ τυπώνονται μὲ πολυτονικὸ μὲν ἀλλὰ στὶς μέρες μας, δὲν χρησιμοποιοῦν βαρεία».

Ἀπάντηση: ὑπάρχει τὸ καλό, ὑπάρχει καὶ τὸ καλύτερο. Ἐξάλλου ὑπάρχει καὶ τὸ κίνητρο τοῦ κέρδους. Ἀλλὰ αὐτὸ δὲν εἶναι ἐπιχείρημα κατὰ τοῦ πολυτονικοῦ ἐν γένει. Διαφωνίες ὑπάρχουν καὶ μεταξὺ μονοτονιστῶν, μερικοὶ ἐκ τῶν ὁποίων ἀναγνωρίζουν ὅτι εἶναι λάθος νὰ μὴ τονίζονται οἱ μονοςύλλαβες λέξεις. Αὐτοὶ εἶναι ἁπλῶς διαφοροποιημένοι μονοτονιστές, ὅπως καὶ ὅσοι πολυτονιστὲς ἐνῶ δὲν βάζουν τὴ βαρεία γιὰ λόγους κέρδους, τεμπελιᾶς ἢ ἄγνοιας τῆς σημαςίας τῆς βαρείας, παραμένουν ὑπέρμαχοι τοῦ πολυτονικοῦ.

Ἀντεπιχείρημα πέμπτο: ὁ μονοτονιστής μας παραθέτει διάφορα παραδείγματα, ὥστε νὰ δείξει ὅτι ἡ βαρεία στὸ «γιατί» ἢ σὲ ἄλλες λέξεις δὲν ἀρκεῖ, γιατὶ ἡ ὠφέλεια ἀπὸ αὐτὴν δὲν καλύπτει τὰ ἑξῆς παραδείγματα ποὺ παραθέτει, λ.χ. δὲν καθιστᾶ πάντα σαφὲς ἂν ἡ πρόταση εἶναι ἐρωτηματική:
-- Δεν σου είπα να κλείνεις την τηλεόραση όταν μιλάει ο Πολύδωρας;
-- Δεν σου είπα να κλείσεις την τηλεόραση, σου είπα να μη βάλεις τον Πολύδωρα. ή
-- Έφυγε η Μαρία και δεν άφησε τίποτα για φαγητό.
-- Έφυγε η Μαρία να φωνάξω τα παιδιά για κανένα χαρτάκι; ή
-- Πάντα ανοιχτά, πάντα άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου!
-- Πάντα ανοιχτά θ' αφήνεις τα φώτα στο μπάνιο βρε παιδάκι μου;

Ἀπάντηση: ἐδῶ ὁ μονοτονιστής μας παίζει μὲ τὶς ἔννοιες τοῦ χειρότερου καὶ τοῦ κακοῦ. Προσπαθεῖ ν’ ἀποδείξει ὅτι καὶ τὰ δυὸ εἶναι τὸ ἴδιο. Κανεὶς δὲν εἶπε ὅτι τὸ πολυτονικὸ ἐπιλύνει ὅλα τὰ προβλήματα καὶ ὅτι ἐκφράζει τέλεια τὸν προφορικὸ λόγο στὸ χαρτί. Ἀλλὰ ὁ μονοτονιστής μας κάνει ὡς ἂν ὑπῆρχε κάποιος τρόπος νὰ εἴχαμε τέλεια ἀπόδοση τοῦ προφορικοῦ λόγου (τῆς χροιᾶς, τοῦ ἂν ἡ πρόταση εἶναι ἐρωτηματικὴ ἢ ὄχι κ.λπ.). Ἑπομένως ἰσχύει τὸ «μὴ χεῖρον βέλτιστον». Μάλιστα, ἂν σκεφτοῦμε ὅτι ἐπιπρόσθετα σύμβολα μποροῦν νὰ προστεθοῦν στὸ πολυτονικὸ καὶ ὄχι στὸ μονοτονικό, ὅπως ὁ μονοτονιστής μας θέλει, δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ κάνουμε πὼς δὲν βλέπουμε τὶς διαφορές. Ἐδὼ νὰ ποῦμε ὅτι τὸ μονοτονικό, ἐπειδὴ εἶναι παράλογα δομημένο, καθιστᾶ ἀδύνατη τὴν ἄμεση κατανόηση τῆς φράση «Ο Νίκος στο γιαπί του είπε» καὶ ἀναγκάζεται νὰ παραβεῖ τὸν κανόνα του «οἱ μονοσύλλαβες λέξεις δὲν τονίζονται» καὶ νὰ τονίσει τὸ «του» (ἂν τὸ γιαπὶ δὲν ἀνήκει στὸ Νίκο), ὥστε νὰ καταλάβουμε ὅτι δὲν εἶναι τὸ γιαπὶ ἰδιοκτηςία τοῦ Νίκου. Ἀντίθετα, στὸ πολυτονικὸ (ἂν ἰσχύῃ ἡ ὑπόθεσή μας ὅτι εἶναι ἰδιοκτησία του), βάζουμε ὀξεία στὸ «ι» τοῦ «γιαπί» καὶ (ἂν μιλᾶ σὲ ἄλλον) περισπωμένη στὸ «υ» τοῦ «του», ἐνῶ ἂν βάλουμε βαρεία στὸ «ι» τοῦ «γιαπί» (καὶ περισπωμένη στὸ «τοῦ»), τότε καταλαβαίνουμε ἀμέσως τὸ ἰδιοκτησιακό καθεστὼς τοῦ κτιρίου, ὅτι δηλαδὴ δὲν ἀνήκει στὸ Νίκο.

Ἀντεπιχείρημα ἕκτο: «νὰ ἐπισημάνω ὅτι στὰ λίγο παλιότερα χρόνια, τότε ποὺ ἔμπαινε ἡ βαρεία (ἂν ἔμπαινε), θὰ ἦταν πολὺ δύσκολο ὁ πολυτονιστής μας νὰ δεῖ "γιατί" μὲ βαρεία, διότι ἁπλούστατα τὸ "γιατί" σὲ ἀπάντηση (δηλαδὴ μὲ τὴ σημασία "ἐπειδὴ») ἐθεωρεῖτο σχεδὸν σολοικισμός – μιλᾶμε βέβαια γιὰ τὸν γραπτὸ λόγο. Προκειμένου νὰ βροῦν μιὰ τόση δὰ ἀδυναμία τοῦ μονοτονικοῦ, οἱ ὁπαδοὶ τοῦ πολυτονικοῦ δὲν διστάζουν νὰ ἀγκαλιάσουν μιὰ χρήση ποὺ παλιότερα θὰ τὴν ἐξοβέλιζαν μὲ βδελυγμία. Ἀλλὰ ὁ πνιγμένος πρέπει ἀπὸ κάπου νὰ πιαστεῖ».

Ἀπάντηση: πάλι τὸ γνωστὸ ἁπλοϊκὸ ἐπιχείρημα. Οἱ μονοτονιστὲς προσπαθοῦν νὰ μαντρώσουν τοὺς ὑπέρμαχους τοῦ πολυτονικοῦ στὸ μαντρὶ τῆς Καθαρεύουσας, ὥστε νὰ τοὺς σταμπάρουν ὡς «κακοὺς συντηρητικοὺς» ἢ καὶ ἀστείους (ἀφοῦ συχνὰ ἡ Καθαρεύουσα χρησιμοποιεῖται εἰρωνικῶς), γραφικοὺς - καὶ ποιός ἀσχολεῖται μὲ γραφικούς; - παλιομοδίτες. Βλέπουμε ἐδῶ πόσο ἀντιδημοκρατικὴ - γιὰ νὰ μὴ πεῖ κανεὶς τίποτε ἄλλο – νοοτροπία ἔχουν οἱ μονοτονιστές, ἀφοῦ ἀντὶ νὰ κοιτᾶνε τὰ ἀντίθετα ἐπιχειρήματα, συνεχῶς προσπαθοῦν μὲ ἀνακριβῆ πολιτικὰ ἐπιχειρήματα νὰ μειώσουν τοὺς ἰδεολογικούς τους ἀντιπάλους. Ἔτσι σκέφτονται οἱ μονοτονιστές. Πάντως, πρέπει νὰ ποῦμε γιὰ μιὰ ἀκόμη φορὰ ὅτι ἄλλο πρᾶγμα ἡ Καθαρεύουσα καὶ ἄλλο τὸ πολυτονικὸ σύστημα. Ἡ Καθαρεύουσα εἶναι μορφὴ τὴς γλώσσας (τὸ ἀντίθετό της εἶναι ἡ Δημοτικὴ καὶ ὄχι τὸ μονοτονικό). Τὸ πολυτονικὸ εἶναι τονικὸ σύστημα (τὸ ἀντίθετό του εἶναι τὸ μονοτονικὸ καὶ ὄχι ἡ Δημοτική). Τὸ πολυτονικὸ ἐφαρμόζεται καὶ στὴ δημοτική, ὄχι μόνο στὴν καθαρεύουσα. Ἂν δὲν τὸ ξέρουν ὥς τώρα οἱ μονοτονιστές, ἂς τὸ μάθουν. Ἑπομένως τὸ αἰτιολογικὸ «γιατὶ» δὲν ἀνήκει μόνο στοὺς μονοτονιστές: ἀνήκει στοὺς δημοτικιστές, καὶ σ’ αὐτοὺς συγκαταλέγονται πάμπολοι ὑπέρμαχοι τοῦ πολυτονικοῦ. Τέτοιο βάθος ἐπιχειρημάτων ὑπὲρ τοῦ μονοτονικοῦ, πάντως, εἶναι λογικὸ νὰ μᾶς κάνῃ νὰ πνιγόμαστε, καὶ νὰ πιανόμαστε ἀπ’ τὰ μαλλιά μας. Μᾶλλον τραβᾶμε τὰ μαλλιά μας.

Ἀντεπιχείρημα ἕβδομο, πάλι ἐναντίον τῆς τρισκατάρατης βαρείας, ἀναφορικᾶ μὲ τὰ παραδείγματα «γλυκὸ κρασί.» καὶ «γλυκὸ κρασὶ πεθύμησα»: «ἔχω μιὰ ἀπορία ὅταν διαβάζω τέτοια δῆθεν ἐπιστημονικά: τώρα ἐσεῖς ποῦ βλέπετε τὴν παραπάνω φράση "γλυκό κρασί πεθύμησα" γραμμένη μονοτονικᾶ, χωρὶς βαρείες, τὴ διαβάζετε ἀλλιώτικα ἀπὸ τὸν κ. Ράμφο; Προφανῶς ὄχι».

Ἀπάντηση: καὶ gliko krasi pethimisa νὰ γράφαμε – γιὰ νὰ χρησιμοποιήσουμε τὴ λογικὴ τοῦ μονοτονιστῆ μας – πάλι τὸ ἴδιο θὰ τὴν καταλαβαίναμε ὅλοι· εἶναι τῶρα αὐτὸ λόγος νὰ ἀρχίσουμε, «γιὰ περισςότερη εὐκολία καὶ ταχύτητα», νὰ γράφουμε μὲ λατινικὸ ἀλφάβητο; Προφανῶς ὄχι. Στὸ πολυτονικὸ ἀκόμη καὶ ἡ ἀνάσα ἢ ἡ διακοπή της φαίνονται τουλάχιστον περισςότερες φορὲς ἀπὸ ὅ,τι στὸ μονοτονικό. Στὸ μονοτονικὸ ἁπλῶς δείχνεται ποιὰ συλλαβὴ τονίζεται περισςότερο (ἀνακριβῶς, ὅπως δείξαμε, ἀφοῦ καὶ οἱ μονοςύλλαβες λέξεις τονίζονται, ἀντίθετα μὲ τὸν κανόνα «οἱ μονοςύλλαβες λέξεις δὲν παίρνουν τόνο», ποὺ κάποιο πανέξυπνο μονοτονικὸ «προοδευτικὸ» think tank σκέφτηκε καὶ ἐπέβαλε), δίχως ἡ ἀπόχρωση νὰ δείχνεται σαφῶς, νὰ γίνεται κατανοητή ἡ ὕπαρξή της. Κι αὐτὸ ἀποτελεῖ συρρίκνωση ἢ μᾶλλον στραγγαλισμὸ τοῦ λόγου. Καὶ τὸ νὰ ξαναρχίζουν τὰ γνωστὰ «μὰ δὲν τὰ καταφέρνει σὲ ὅλες τὶς περιπτώσεις τὸ πολυτονικό», δὲν ὠφελεῖ. Καμμιὰ γραπτὴ γλώσσα δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι τόσο «ζωντανὴ» ὅσο ὁ προφορικός της λόγος. Νὰ τὶς καταργήσουμε; Νὰ φτιάξουμε ἄλλα 400-500 σύμβολα, γιὰ νὰ δείχνουν τὴν ἀκριβῆ χροιά; Δὲν γίνεται, ἀλλὰ ἂς μὴ πᾶμε γι’ αὐτὸ σὲ χειρότερο στάδιο (τοῦ μονοτονικοῦ). Καὶ ναί, ἀκούγεται διαφορετικὰ ὁ τονισμὸς τῆς λέξης «κρασί», ὅταν ὑπάρχῃ μετὰ ἀπὸ αὐτὴν τελεία, ἀπ’, ὅ,τι ὅταν ὑπάρχει ἄλλη λέξη καὶ ὄχι τελεία, γιατὶ ὅταν ὑπάρχει τελεία, τότε ἡ ἔνταση στὸ «ί» δυναμώνει καὶ κόβεται ἀπότομα ἡ φωνή. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ στὸ παραπάνω παράδειγμα «Ο Νίκος στο γιαπί του είπε». Ἂν βάλουμε βαρεία στὸ «ι» τοῦ «γιαπί» (καὶ περισπωμένη στὸ «του»), τότε σημαίνει, ὅπως εἴπαμε, ὅτι τὸ γιαπί δὲν ἀνήκει στὸν Νίκο. Ὅταν διαβάσουμε φωναχτὰ τὴ φράση «Ὁ Νίκος στὸ γιαπὶ τοῦ εἶπε», δὲν προφέρουμε κολλητὰ τὶς λέξεις «γιαπὶ» καὶ «τοῦ» (μὴ τυχὸν παρανοήσει ὁ ἀκροατής μας ὅτι πρόκειται γιὰ τὴν ἑπόμενη περίπτωση, τὸ γιαπὶ νὰ εἶναι τοῦ Νίκου) καί, κατὰ κάποιο τρόπο σὰ νὰ σταματᾶμε λίγο στὸ «γιαπί». Ἀντίθετα, ἂν βάλουμε ὀξεία στὸ «ι» τοῦ «γιαπί» (δίχως νὰ παίζῃ ρόλο ἂν θὰ βάλουμε περισπωμένη στὸ «του» ἢ ὄχι), τότε ἀμέσως καταλαβαίνουμε ὅτι τὸ γιαπὶ ἀνήκει στὸ Νίκο καί, ταυτόχρονα, ὅταν διαβάσουμε φωναχτὰ τὴν φράση «Ὁ Νίκος στὸ γιαπί του εἶπε», τότε προφέρουμε (ἀσυναίσθητα) κολλητά, μαζὶ σχεδόν, τὶς λέξεις «γιαπί» καὶ «του», δείχνοντας ἔτσι μὲ τὴ φωνή μας ὅτι τὸ γιαπὶ ἀνήκει στὸ Νίκο. Ὅλη αὐτὴ ἡ σημαντικὴ λεπτομέρεια φαίνεται καὶ ἀποτυπώνεται μόνο στὸ πολυτονικό. Ἀντίθετα, ὅταν διαβάζουμε «Ο Νίκος στο γιαπί του είπε», δὲν γνωρίζουμε ἂν ὁ Νίκος μιλᾶ στὸν ἑαυτό του ἢ ὄχι. Στὸ πολυτονικὸ «Ὁ Νίκος στὸ γιαπί του εἶπε» ὅμως ἀμέσως καταλαβαίνουμε 1) ὅτι τὸ γιαπὶ εἶναι τοῦ Νίκου καὶ ταυτόχρονα 2) ὅτι ὁ Νίκος μιλᾶ στὸν ἑαυτό του (ἂν γράφαμε «... στὸ γιαπὶ τοῦ εἶπε», θὰ ξέραμε ὅτι ὁ Νίκος μιλᾶ σὲ ἄλλον). Τὸ μονοτονικὸ πρέπει ὑποχρεωτικᾶ νὰ παραβῇ τοὺς κανόνες του (σχετικᾶ μὲ τὸν μὴ τονισμὸ μονοσύλλαβων), ἂν θέλει νὰ δείξει σὲ ποιὸν μιλᾶ ὁ Νίκος. Ἐδῶ νὰ σχολιάσουμε ὅτι ὅλες αὐτὲς οἱ, ἀναγκαστικὲς γιὰ τὸ μονοτονικό, παραβάσεις τῶν μονοτονικῶν κανόνων του θυμίζουν λίγο τοῦς νόμους ποὺ ψηφίζονται: «ἀπαγορεύεται αὐτό, ἀλλὰ στὴν περίπτωση ἐκείνη εἰσάγουμε τροπολογία, "ρύθμιση", καὶ ἐπιτρέπεται». Τὰ γνωστὰ χάλια τῶν τσαπατσούληδων. Ἂν οἱ μονοτονιστές μας ἀδυνατοῦν νὰ δοῦν τὶς διαφορὲς αὐτές, δὲν τοὺς φταίει κανείς, οὔτε... ἡ ἀκοή τους.

Ἀντεπιχείρημα ὄγδοο, αὐτὴ τὴ φορὰ κατὰ τῆς περισπωμένης, ἀναφορικὰ μὲ τὸ παράδειγμα «ακριβή εικόνα». Ἐδῶ ὁ μονοτονιστής μας παραδέχεται ὅτι ἴσως ἡ περισπωμένη λύνει τὴν ἀμφισημία. Τί λέει ὅμως μετά; «ὅπως δὲν αἴρει τὴν ἀμφισημία ἡ περισπωμένη σὲ χίλιες δυὸ ἄλλες περιπτώσεις, ὅπως ἂς ποῦμε στὰ ὁμόηχα τόνος (τὸ τονικὸ σημάδι) καὶ τόνος (τὰ χίλια κιλά), ποὺ ἂν κάτσω λίγο νὰ σπαζοκεφαλιάσω θὰ βρῶ ἕνα φτιαχτὸ ἀμφίσημο παράδειγμα σὰν τὴν ἀκριβὴ εἰκόνα. Καὶ μὴ μοῦ πεῖτε ὅτι θὰ μὲ γλιτώσουν τὰ δύο νῦ, διότι μὲ δύο νῦ γράφεται ἄλλος τόνος, τὸ ψάρι. Μήπως νὰ βάλουμε περισπωμένη καὶ στὸ ὄμικρον τῆς λέξης τόνος γιὰ νὰ ξεχωρίζουμε τὸν μὲν ἀπὸ τὸν δέ; Καὶ τὰ κόμματα τὰ πολιτικὰ πῶς θὰ τὰ ξεχωρίσουμε στὸ πολυτονικὸ ἀπὸ τὰ κόμματα τῆς στίξης

Ἀπάντηση: τὸ ξαναλέμε, τὸ πολυτονικὸ σύστημα «ἁπλῶς» ἐπιλύνει πολὺ καλύτερα κάποια προβλήματα ποὺ τὸ μονοτονικὸ δὲν μπορεῖ νὰ τὰ ἐπιλύσῃ· καὶ ἀποτυπώνει καλύτερα τὸν προφορικὸ λόγο. Τί κάνει ὅμως ἐδὼ ὁ μονοτονιστής μας, φέρνοντας ὡς παράδειγμα τὸν τόνο-ψάρι καὶ τὸν τόνο-σημάδι ἢ τὸ κόμμα-σημάδι καὶ τὸ πολιτικὸ κόμμα, προκειμένου νὰ πείσει ὅτι τὸ πολυτονικὸ δὲν ἐπαρκεῖ; Πάει νὰ μᾶς πείσει ὅτι αὐτὰ τὰ προβλήματα εἶναι προβλήματα ποὺ ὀφείλονται στὶς περισπωμένες καὶ τὰ πνεύματα, στὸ τονικὸ σύστημα, ἐνῶ σαφέστατα εἶναι προβλήματα ποὺ ὀφείλονται στὴν ὀρθογραφία. Νὰ τὸ ξαναποῦμε: ἄλλο πρᾶγμα τὸ τονικὸ σύστημα, ἄλλο πρᾶγμα ἡ ὀρθογραφία. Διότι, γιὰ παράδειγμα, εἴτε μὲ πολυτονικὸ γράψουμε τὴ λέξη τόνος εἴτε μὲ μονοτονικό, πάλι τὸ ἴδιο γράφεται αὐτή, πάλι ὑπάρχε πρόβλημα κατανόηςής της: ἄρα δὲν φταίει ἐδῶ τὸ τὸνικὸ σύστημα γραφῆς (πολυτονικὸ ἢ μονοτονικό), ἀλλὰ ἡ ὀρθογραφία. Ὁ μονοτονιστὴς μᾶς ἀποπροσανατολίζει, ὥστε νὰ νομίσουμε ὅτι φταίει τὸ πολυτονικό. Ὅμως ἀφοῦ ἡ λέξη τόνος γράφεται τὸ ἴδιο καὶ στὸ μονοτονικό, θὰ μποροῦσε, ἐξίσου ἀφελῶς, κάποιος νὰ πεῖ ὅτι εὐθύνεται τὸ μονοτονικὸ γιὰ τὴ σύγχυση τόνου-σημαδιοῦ καὶ τόνου-ψαριοῦ. Ὡστόσο μιὰ ἀπάντηση θὰ ἦταν ἠ ἑξῆς: τὸ πολυτονικὸ εἶναι τόσο καλό, ὥστε νὰ ἐπιλύει τὴν ἀμφισημία ἐνίοτε ἀκόμη καὶ σὲ ζητήματα ὀρθογραφίας, ἐνῶ τὸ μονοτονικὸ ποτὲ δὲ θὰ μπορέσει κάτι τέτοιο (δὲν πιστεύουμε ὅτι κάποτε νὰ βρεῖ κάποιο «φτιαχτὸ ἀμφίσημο παράδειγμα, σὰν τὴν ἀκριβῆ/ή εἰκόνα» ὁ μονοτονιστής μας, τὸ ὁποῖο θὰ δείχνει ἢ ὅτι καὶ τὸ μονοτονικὸ τὰ καταφέρνει καλᾶ ἢ ὅτι τὸ πολυτονικὸ δὲν τὰ καταφέρνει καλά).

Ἀντεπιχείρημα ἕνατο, πάλι γιὰ τὸ ἴδιο ζήτημα: «ἢ μήπως νὰ ἀπαγορέψουμε τὴ φράση "ἔχεις πέντε λεπτά;" ἐπειδὴ μπορεὶ νὰ μὴν εἶναι ἀμέσως φανερὸ ἂν πρόκειται γιὰ λεπτὰ τῆς ὥρας ἢ λεπτὰ τοῦ εὑρώ

Ἀπάντηση: ὁ μονοτονιστής μας προσπαθεῖ νὰ ἀντικρούσει τὰ παραδείγματα ἀμφισημίας ὅπου σαφέστατα ἀποδεικνύεται καλύτερο τὸ πολυτονικὸ μὲ παραδείγματα ἀμφισημίας τὰ ὁποῖα ὄχι μόνο δὲν ἀποδεικνύουν πιὸ καλὸ τὸ μονοτονικὸ ἀλλὰ καὶ ἀναφέρονται σὲ ἀμφισημία καθαρᾶ ὀρθογραφικῆς φύσης (δηλαδὴ ἂν γράφαμε «λεππτά» γιὰ τὰ χρήματα, ὁ μονοτονιστής μας δὲν θὰ ἀνέφερε κἂν τὸ παράδειγμα). Μὲ ἄλλα λόγια προσπαθοῦν νὰ δείξουν τὴν ἀνεπάρκεια τοῦ πολυτονικοῦ σὲ παραδείγματα ποὺ δὲν ἔχουν ἄμεση σχέση μὲ τὸ τί τονικὸ σύστημα ἐπιλέγουμε, ἀφοῦ ἄλλο πράγμα ἡ ὀρθογραφία καὶ ἄλλο οἱ τόνοι. Δηλαδὴ λένε: «δὲν διακρίνουμε τὰ λεφτὰ ἀπὸ τὰ λεπτὰ τῆς ὥρας; Φταίει τὸ πολυτονικό!» Φυσικὰ οὔτε τὸ πολυτονικὸ οὔτε τὸ μονοτονικὸ φταῖνε ἐδῶ, διότι ἁπλούστατα εἶναι διαφορετικὸ ζήτημα αὐτοῦ τοῦ εἶδους ἡ ὁμοηχία ἀπὸ τὴν ὁμοηχία «ακριβή». Εἶναι πρόβλημα ὀρθογραφικό, ὄχι τονικοῦ συστήματος. Κανονικὰ οἱ μονοτονιστὲς θὰ ἔπρεπε νὰ ποῦν «καὶ πάλι, τὸ ὅτι διὰ τοῦ πολυτονικοῦ ἀποσαφηνίζεται μιὰ ἔστω ἀμφισημία, εἶναι θετικό». Θὰ συγκρίνουμε λοιπὸν τὸ πολυτονικὸ μὲ τὸ μονοτονικὸ σὲ ζητήματα σχετικὰ μὲ τὴν βοήθεια ποὺ προσφέρει ὁ τονισμὸς στὴν ἀποσαφήνιση ἀμφισημιῶν, καὶ ὄχι σὲ ζητήματα σχετικὰ μὲ τὴν ὀρθογραφία τῆς λέξης, ἡ ὁποία προϋπάρχει τοῦ χρησιμοποιούμενου τονικοῦ συστήματος. Ἂν τέτοια εἶναι τὰ ἀρνητικὰ (ἀρνητικά, γιατὶ δὲν ἔχουν νὰ ποῦν τίποτε ὑπὲρ τοῦ μονοτονικοῦ, ἁπλῶς ἐπιχειροῦν ν’ ἀποδείξουν τὴν ἀνεπάρκεια τοῦ πολυτονικοῦ ὡς πρὸς τὸ σύμπαν τῶν γλωσσικῶν προβλημάτων «ξεχνῶντας» ὅτι ἐξίσου ἀνεπαρκὲς εἶναι τὸ μονοτονικὸ ὡς πρὸς τὰ λοιπὰ γλωσσικὰ προβλήματα) ἐπιχειρήματα, ἔχουμε κάθε δίκαιο νὰ θεωροῦμε τὰ ἐπιχειρήματά τους ἀβάσιμα. Ἐκτὸς κι ἂν ἰσχυριστοῦν ὅτι... τυχαῖα τὸ πολυτονικὸ ξεκαθαρίζει τὴ σημασία τῆς λέξης «ακριβή», ἐπειδὴ... «τυχαῖα» χρησιμοποιεῖ περισπωμένες! Τόσες πολλὲς συμπτώσεις μαζεμένες!

Ἀντεπιχείρημα δέκατο, ὅπου ὁ μονοτονιστής μας συμπεραίνει εὐχαριστημένος ποὺ κατατρόπωσε μὲ τέτοια παραδείγματα τοὺς ὑπέρμαχους τοῦ πολυτονικοῦ: «Ὁμόηχα δόξα τῷ Θεῷ ἡ γλώσσα μας ἔχει πολλά, ἀμφισημία ὑπάρχει σὲ ἐλάχιστες περιπτώσεις καὶ ὅταν ὑπάρχῃ τὰ συμφραζόμενα σχεδὸν πάντοτε βοηθοῦν στὴν ἄρση της»· κι ὅσες περιπτώσεις μένουν, τὶς διηγούμαστε γιὰ νὰ γελᾶμε, δὲν βαςίζουμε πάνω τους γλωσσικὴ πολιτικὴ» καὶ ἀναρωτιέται ἂν οἱ ὑπέρμαχοι τοῦ πολυτονικοῦ «ὅταν ἀκοῦν τὴ Χαρούλα Ἀλεξίου νὰ τραγουδάει "χείλια ἔχεις μέλι κι ἄπιστη καρδιὰ» σκέφτονται ὅτι μπορεῖ νὰ ἀπευθύνεται σὲ κάποια μετρίου μεγέθους πολιτικὴ ὀργάνωση (χίλια ἔχεις μέλη) ἀφοῦ δὲν τὸ ἔχουν δεῖ γραμμένο νὰ τοὺς διαλυθεῖ ἡ σύγχυση».

Ἀπάντηση: ἐκτὸς κι ἂν ὁ μονοτονιστής μας γελᾶ μὲ τὴν παραδοχή του ὅτι τὸ πολυτονικὸ ἀποσαφηνίζει τὸ «ακριβη», τὴν γλωσσικὴ πολιτική μας τὴ βαςίζουμε πάνω σὲ συγκρίσεις ἐπὶ συγκεκριμένων προβλημάτων καὶ ὄχι σὲ ἁπλουστεύσεις. Ποιὸ σύστημα βοηθᾶ καλύτερα τὴν ἀπόδοση τοῦ προφορικοῦ λόγου, δηλαδή. Ἡ ἐνδεχόμενη ἄρση τῆς ἀμφισημίας ἀπὸ τὰ συμφραζόμενα εἶναι, τὸ ἔχουμε πεῖ, λάθος «λογική», διότι πρέπει ἀμέσως νὰ καταλαβαίνουμε τί διαβάζουμε τὴν ἴδια στιγμή, δίχως νὰ κοιτᾶμε ταυτόχρονα σὲ ἄλλα σημεῖα τοῦ γραπτοῦ (ἡ «λογικὴ» τοῦ μονοτονιστῆ μας καταρρίπτεται ἀπὸ τὸ παράδειγμα τοῦ «γιατὶ», ἐκτὸς κι ἂν ὁ μονοτονιστής μας εἴτε γελᾶ μ’ αὐτὴν τὴν ἀμφισημία εἴτε κάνει διαγωνισμὸ ταχύτητας μὲ τοὺς λοιποὺς μονοτονιστές, ποιὸς θὰ φτάσει, τὴ στιγμὴ ποὺ διαβάζουν τὸ «γιατί», στὸ τέλος τῆς φράσης, θὰ δεῖ ἂν ἔχει ἐρωτηματικὸ καὶ ἀμέσως θὰ ἐπιστρέψει οὔτε ἔχοντας χάσει τὸν εἰρμό του οὔτε ἔχοντας διαταράξει τὴν φωναχτὴ ἀνάγνωση). Ὅσο γιὰ τὸν στίχο τῆς Ἀλεξίου, ὁ μονοτονιστής μας καὶ πάλι μπερδεύει καὶ περιπλέκει τὰ ζητήματα. Ἡ διαμάχη μεταξὺ μονοτονιστῶν καὶ ὑπέρμαχων τοῦ πολυτονικοῦ δὲν εἶναι στὸ πῶς θὰ γραφτοῦν τὰ «Χείλια» (χείλια ἢ χίλια ἢ hilia ἢ chelia), ἀλλὰ στοὺς τόνους. Δὲν ἐτέθη ποτὲ ζήτημα σύγχυσης, ὅταν ἀκοῦμε μιὰ προφορικὴ φράση, σὰν κι αὐτὴν ποὺ ἀνέφερε, οὔτε καὶ ζήτημα ὀρθογραφίας τῆς λέξης (θὰ ὑπῆρχε πρόβλημα, μόνο ἂν χρησιμοποιούσαμε τὸ λατινικὸ ἀλφάβητο), ἀλλὰ (ἡ διαμάχη ἀφορᾶ) μόνο στὸν γραπτὸ λόγο: ὄχι στὸ τί καταλαβαίνουμε (ἢ παρανοοῦμε), ὅταν ἀκοῦμε μιὰ φράση ποὺ λέει κάποιος, ἀλλὰ πόσο ἄμεσα καὶ καλὰ καταλαβαίνουμε μιὰ φράση ποὺ διαβάζουμε. Οἱ ὁμοηχίες στὸν προφορικὸ λόγο εἶναι ἀθεράπευτο κακό, ἐνῶ στὸν γραπτὸ λόγο ὑπάρχει περίπτωση θεραπείας (ὅταν ἡ ὀρθογραφία τους εἶναι διαφορετική). Καμμία σχέση δὲν ἔχει τὸ παράδειγμα τῆς Ἀλεξίου (ἄσε ποὺ θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ κατηγορήσει ἐπίσης τὸ μονοτονικό· ἂν τὸ ἔκανε, ὁ μονοτονιστής μας θὰ ἀντιδροῦσε λέγοντας ὅτι δὲν φταίει τὸ μονοτονικό, ἀλλὰ ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα, ποὺ χρησιμοποιεῖ ἐκτὸς τοῦ τύπου «χείλη» καὶ τόν, ὁμόηχο τοῦ «χίλια», τύπο «χείλια»). Στὸν προφορικὸ λόγο δὲν ὑπάρχει θέμα τί τονικὸ σύστημα θὰ διαλέξουμε, ΑΠΛΩΣ ΔΙΟΤΙ στὸν προφορικὸ λόγο δὲν... γράφουμε ἐντελῶς τίποτε – αὐτὸ προφανῶς δὲν τὸ ἔχει ἀντιληφθεῖ ὁ μονοτονιστής μας, ποὺ συνεχῶς φέρνει ἄσχετα παραδείγματα. Τὸ πολυτονικὸ καὶ τὸ μονοτονικὸ δὲν ἔχουν νὰ κάνουν μὲ τὸν προφορικὸ λόγο καθεαυτὸ (ἀφοῦ εἶναι συστήματα ποὺ χρησιμοποιοῦμε ὅταν γράφουμε, ὄχι ὅταν μιλᾶμε), ἀλλὰ μὲ τὸ ποιὸ ἀπ’ τὰ δύο εἶναι ἀκριβέστερο, ὅταν ὁ προφορικὸς λόγος γίνεται γραπτός. Ὁπότε προκύπτει τὸ ἐρώτημα: τί φταίει ἢ γιατί εἶναι ἀνεπαρκὲς ἕνα τονικὸ σύστημα, τὴ στιγμὴ ποὺ ἡ ἀμφισημία ὀφείλεται στὴν ἴδια τὴ γλώσσα;

Ἀντεπιχείρημα ἑνδέκατο, γιὰ τὸ «μοιραία» (ἐπίρρημα ἢ ἐπίθετο): «αὐτὰ ἀρκοῦν καὶ γιὰ τὸ «μοιραία» (τάχα ἐπίθετο ἢ ἐπίρρημα;) ἂν καὶ νὰ παρατηρήσω ὅτι ἡ πολὺ πιὸ συχνὴ καὶ ὑπαρκτὴ σύγχυση τοῦ «τὰ παράνομα σταθμευμένα ὀχήματα» δὲν θεραπεύεται μὲ τὸ πολυτονικό».

Ἀπάντηση: εἶναι ἐκπληκτικὴ ἡ ἐθελοτυφλία τῶν μονοτονιστῶν: κατηγοροῦν τὸ πολυτονικὸ γιὰ κάτι ποὺ δὲν μπορεῖ να θεραπεύσει οὔτε τὸ μονοτονικό, ἐνῶ ταυτόχρονα κάνουν πὼς δὲν καταλαβαίνουν γιὰ ὅ,τι θεραπεύει τὸ πολυτονικὸ ἀλλὰ ὄχι καὶ τὸ μονοτονικό. «Τὰ δικά μας δικά μας καὶ τὰ δικά σας δικά μας», σκέφτονται. Καταλαβαίνει κανεὶς ἀμέσως τὴ διαφορὰ στὸ «μοιραία», ὅταν χρησιμοποιεῖ πολυτονικό, ναὶ ἢ ὄχι; Ὅσο γιὰ τὸ «παράνομα» ἀνήκει ἐκτὸς τῆς ἀρμοδιότητας τῶν τονικῶν συστημάτων, ὁπότε δὲν λέει κάτι ἐναντίον τοῦ πολυτονικοῦ συστήματος. Θὰ μποροῦσε νὰ γίνει ἀντιληπτὴ ἡ διαφορά, μόνο ἂν λέγαμε «παρανόμως». Διαφορετικὰ ὁ μονοτονιστής μας μπορεῖ νὰ σκιαμαχεῖ μὲ τὸ ἀζημίωτο καὶ νὰ φτιάχνει τοὺς πολυτονικοὺς ἀχυράνθρωπούς του, ὥστε νὰ κατηγορεῖ τὸ πολυτονικὸ γιὰ πράγματα γιὰ τὰ ὁποῖα θὰ μποροῦσε κι αὐτὸς ὁ ἴδιος νὰ κατηγορήσει καὶ τὸ μονοτονικό.

Ἀντεπιχείρημα δωδέκατο, κατὰ τῆς δασείας, γιὰ τὴ διάκριση τοῦ ὄρους-βουνοῦ καὶ τοῦ ὅρου-ρήτρας: «θὰ χρησιμοποιήσουμε ἕνα ὁλόκληρο σύμβολο (τὴ δαςεία) μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ ξεδιαλύνουμε τὴν ὑποθετικὴ σύγχυση ἀνάμεσα στὸ ὄρος καὶ τὸν ὅρο; Ἂν εἶναι ἔτσι, νὰ ἐπινοήσουμε κάποιο ἄλλο σύμβολο, σὲ σχῆμα βουνοῦ ἴσως, ποὺ νὰ τὸ βάζουμε δίπλα στὸ ὄρος τὸ βουνό, ἀντί νὰ ἀναγκάσουμε τὰ παιδιὰ νὰ ἀποστηθίσουν «ἅγιος, ἁγνός...» μόνο καὶ μόνο γιὰ μιὰ περίπτωση ὁμοηχίας».

Ἀπάντηση: Ὑπάρχει καὶ ἡ διάκριση «ἅρμα» (τανκ) καὶ «ἄρμα» (τὰ ὅπλα γενικὰ). Γιὰ τὰ ἐπιχειρήματα τῆς τεμπελιᾶς καὶ τῆς ἀχρηστίας, ἔχουμε μιλήσει στὶς παραγράφους 2 iii) και 3). Ὁ Κριαρᾶς εἶπε ὅτι μὲ τὸ ἁπλούστερο σύστημα μαθαίνει κανεὶς εὐκολότερα/γρηγορότερα: λάθος. Μὲ τὸ πιο πολύπλοκο σύστημα ὁ ἐγκέφαλος «γίνεται» πιὸ ἔξυπνος, ἀκριβῶς ὅπως οἱ δύσκολες ξένες γλώσσες (π.χ. κινέζικη, γερμανική) ἀπαιτοῦν περισςότερη ἐξυπνάδα. Τὸ ἁπλὸ ἀποβλακώνει. Μποροῦμε βέβαια νὰ χρησιμοποιήσουμε καὶ τὰ ἱερογλυφικά, ἀφοῦ δὲν μᾶς κάνει τὸ τωρινὸ ἀλφάβητο. Ἀντὶ «παράνομα σταθμευμένα αὐτοκίνητα» νὰ ζωγραφίζουμε ἕνα ἁμάξι δίπλα σ’ ἕνα δρόμο, σταθμευμένο κάθετα στὸ πεζοδρόμιο, ἀντὶ παράλληλα. Ἀλλὰ φοβᾶμαι ὅτι ἔτσι ὁδεύουμε στὸ μονοτονικὸ τῶν σπηλαίων.

Ἐπιπλέον ἂν ἀπορρίψουμε τὶς δασεῖες/ψιλές, θὰ πρέπει νὰ λέμε «κατημερινή», πεντήμερη», «κατόλου», «κατιστός», «κατώς» κ.ο.κ. Μπορεῖ ἡ γενιὰ τῶν παλιότερων μονοτονιστῶν νὰ προσπαθοῦσε νὰ βρεῖ ἂν δαςύνεται ἡ ὁρμὴ ἀπὸ τὸ ἐφόρμηση (πολὺ σημαντικό: δείχνει ὅτι μία ἄλλη λειτουργία τοῦ πολυτονικοῦ εἶναι ὁ ἐμπλουτισμὸς τοῦ λεξιλογίου καὶ ἡ ἐπίγνωση τῆς σχέσης μεταξὺ τῶν λέξεων. Ἀκόμη καὶ οἱ μονοτονιστὲς ἄθελά τους παραδέχονται πόσο ὠφελεῖ τὸ πολυτονικό), δὲν εἶναι τόσο τραγικὰ δύσκολη ἡ ἐκμάθηση τοῦ καταλόγου τῶν λέξεων που δασύνονται (χαρὰ στὸ πρᾶγμα, ἐπὶ τέλους!). Χωρὶς γνώση ἄρα καὶ χωρὶς χρήση τῆς δασείας, ἡ λέξη «καθόλου» εἶναι οὐρανοκατέβατη, δὲν ἀναλύεται. Καὶ στὸ κάτω-κάτω, ἂν τὸἄμοιρο τὸ παιδὶ ρωτήσει στὰ 12 «γιατί λέμε καθόλου ἀντὶ κατόλου;», τί θὰ τοῦ ποῦν οἱ μονοτονιστές, «ἄλλα λόγια ν’ ἀγαπιώμαστε»; Θὰ τοῦ φανεῖ παράλογο, ἀκόμη κι ἂν οἱ δάσκαλοι θὰ τοῦ τὸ ἐξηγήσουν (τί νὰ ἐξηγήσουν, δηλαδή, τὴ στιγμὴ ποὺ δὲ θὰ ξέρει τί εἶναι ἡ δασεία). Καὶ ἂν τοῦ φανεῖ παράλογο, μὴν παραξενευτοῦν οἱ μονοτονιστές, ἂν ἀρχίσει νὰ βλέπει τὰ ἑλληνικὰ ὡς κινέζικα καὶ νὰ πειραματίζεται μὲ τὰ «κατόλου», «κατημερινή» κ.ο.κ. Τὸ ἐπιχείρημα ὅτι τὸ παιδάκι θὰ μάθει ἀπὸ μικρὸς τὴ λέξη «καθόλου», ὡς ἑνιαία (προτοῦ ἀναρωτηθεῖ γιὰ τὸν τρόπο σχηματισμοῦ της), ἄρα δὲ θὰ προχωρήςει στὰ παραπάνω «πειράματα», εἶναι ἀφελές, διότι ὑπάρχουν ἕνα σωρὸ λέξεις λ.χ. πρωθυπουργός, πρωθιέρεια, πρωθύστερο (εἶναι ἑκατοντάδες), ὄχι τόσο κοινές ὥστε νὰ μαθαίνονται στὴν παιδικὴ ἠλικία, τὶς ὁποῖες τὸ παιδὶ θὰ συναντᾶ ὅταν μεγαλώσει καὶ δὲν θὰ μπορεῖ νὰ ἀποδεχτεῖ ἢ νὰ καταλάβει τὸ λόγο ποὺ λέμε π.χ. «πρωθύστερο» ἀντὶ «πρωτύστερο». Εἶναι μάλιστα περίεργη ἡ ἄποψη τῶν μονοτονιστῶν ὅτι «ἡ ἀπουςία τῆς δασείας δὲν πρόκειται νὰ βλάψει τὴν ἱκανότητα τοῦ μαθητῆ νὰ ἀντιληφθεῖ τὸ σχηματισμὸ λέξεων ὅπως ὁ ἔφιππος καὶ τὸ καθαγιάζω. Οἱ δάσκαλοί του θὰ τοῦ ἐξηγήσουν τὸ φαινόμενο καὶ θὰ τὸ καταλάβει μιὰ χαρά, ὅπως τὸ καταλαβαίνουν τὰ ἐγγλεζάκια καὶ τὰ γαλλάκια ὅταν γράφουν hegemony, rhythm, prophecy παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι γιὰ ἐκεῖνα ἡ ἑλληνικὴ λέξη εἶναι, ἂς ποῦμε, κινέζικα». Ἂν ἀρχίσουμε νὰ βλέπουμε τὰ ἀρχαῖα ὡς ξένη γλώσσα, κλάφ’ τα μονότονε τότε. Ἐπιπλέον, τὰ ἐγγλεζάκια ἔχουν πρόβλημα μὲ τὴ γραφὴ τῶν ἑλληνικῶν λέξεων. Κατὰ τρίτον, σὲ ἐμᾶς ἡ λέξη «ἡγεμονία» δὲν εἶναι ἀνόητη, δηλαδὴ ἕνας ἁπλὸς ἧχος ποὺ συμβατικᾶ σημαίνει τὴν ἐξουςία, ὅπως στοὺς Ἄγγλους. Γιατί, ἂν πρόκειται ἁπλῶς γιὰ λέξεις-ἀνόητους ἤχους ποὺ συμβατικὰ σημαίνουν κάτι, τότε δὲν ἔχει νόημα νὰ τὰ διατηρήσει. Οὔτε, στὰ καθημᾶς («κατημάς», κατὰ μονοτονιστές, ίσως και «κατινάς» ή «στα κατιμας είπες» ἀντὶ τοῦ «στὰ καθημᾶς, εἶπες»), ἔχει νόημα νὰ ποῦμε «στὸ ἑξῆς δὲ θὰ βάζουμε θ, φ, χ», ἐκτὸς κι ἂν ἔχουμε τὴν κωμικὴ κατάσταση ὅπου οἱ μιςὲς λέξεις θὰ γράφονται μὲ τὸν παλιὸ κανόνα ἢ οἱ μισοὶ θὰ προφέρουν τὶς ἴδιες λέξεις μὲ ἄλλον τρόπο. Οἱ ἀκροβατισμοὶ τύπου «ναί, λέμε "μέθοδος", ἀλλὰ ἐγὼ τὸ εἶδα καὶ "μέτοδος" σὲ κάποια ἀρχαῖα κείμενα» ἀγνοοῦν ὅτι παρ’ ὅλη τὴν ὕπαρξη κάθε εἴδους διαφορετικῶν γλωσσικῶν τύπων, ἡ σημερινὴ ἑνιαία δημοτικὴ γλώσσα μας ἀποδέχεται τὸν κυριότερο κανόνα, ὄχι τὶς ἐξαιρέσεις.

Ἀντεπιχείρημα δέκατο τρίτο:
«λέμε ἀντιαρματικά καὶ ὄχι ἀνθαρματικά, ἄρα ἔχει καταργηθεῖ ἡ δασεία ἀκόμη καὶ στὴν πράξη γιὰ νέες λέξεις, ἄρα τί τὴν θέλετε στὸ γραπτὸ λόγο;»

Ἀπάντηση: εἶναι ζήτημα γλωσσικοῦ κριτηρίου, ὄχι τέλους τῆς δασείας. Ἀλλιῶς πῶς ἐξηγεῖται τὸ «πρωθυπουργός» ἢ τὸ «αὐθύπαρκτο» ἀντὶ τοῦ «αὐτοΰπαρκτο»; Μᾶς δημιουργεῖ κόμπο στὸ λαιμὸ καὶ μόνο ἡ προφορὰ τοῦ «πρωτυπουργός» (σὰ νὰ τὸ λέει ξένος) καὶ «αὐτοΰπαρκτο», ἂν δὲ γελᾶμε κιόλας. Ὡστόσο, τί κάνουν ἐδῶ κατουςίαν οἱ μονοτονιστές μας; ἀναφέρουν ἕνα-δυὸ παραδείγματα λέξεων πού, ὅταν ἑνώνονται, δὲν μετατρέπεται τὸ ταῦ σὲ θῆτα, ὥστε ν’ ἀποδείξουν ὅτι πέθανε ἡ δασεία. Προηγουμένως ὅμως εἶχαν ἀπορρίψει τὴν ἄποψη ὅτι «ἂν ὑπάρχει ἔστω καὶ ἕνα παράδειγμα ὅπου χρειάζεται τὸ πολυτονικό, αὐτὸ δὲν λέει τίποτε ὑπὲρ τοῦ πολυτονικοῦ».

Ἀντεπιχείρημα δέκατο τέταρτο: ὁ μονοτονιστής μας, ἀπελπισμένος ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ βρεῖ ἔστω καὶ μιὰ περίπτωση ὅπου τὸ μονοτονικὸ ν’ ἀποδίδει καλύτερα ἀπὸ τὸ πολυτονικὸ τὸν προφορικὸ λόγο ἢ ἔστω καὶ μιὰ περίπτωση ὅπου τὸ μονοτονικὸ ὑπερτερεῖ τοῦ πολυτονικοῦ στὴν ταχύτητα κατανόησης τοῦ γραπτοῦ λόγου, ὅλο καταφεύγει στὴν ἀγκαλιὰ τῶν ὁμόηχων λέξεων, ὥστε νὰ καταγγείλει «Τὸ πολυτονικό, που δὲν μπορεῖ νὰ τὶς ἀποδώσει σωστά». Έτσι, παίζει μὲ ἕνα παράδειγμα ποὺ ὁ Ράμφος φέρνει, ἀπὸ τὰ χωριάτικα «θέλου μιαν ουρίτσα», ὅπου ἂν τὸ «υ» τῆς «ουρίτσας» παίρνῃ δασεία, σημαίνει τὴν ὥρα, ἂν παίρνῃ ψιλή, τότε σημαίνει τὴν οὐρά. Τὸ «ἀστεῖο» ἔγκειται, ἀσφαλῶς, στὸ ὅτι τὰ ἑλλαδίτικα χωριάτικα δὲν γράφονται. Ὡστόσο θὰ ἦταν «πολὺ ἀστεῖο» ἂν ὁ μονοτονιστής μας μᾶς ἔλεγε ἂν τὸ μονοτονισμένο κυπριακὸ «εν το είπα» (τὰ κυπριακὰ δυστυχῶς γράφονται!) ἢ τὸ "εν εν ἔτσι;" σημαίνει «ἔν τὸ εἶπα», δηλαδὴ «δὲν τὸ εἶπα» ἢ ἂν σημαίνῃ «ἕν τὸ εἶπα», δηλαδὴ «τὸ εἶπα (ὅτι εἶναι) ένα».

Ἔτσι, οἱ μονοτονιστὲς συγχέουν τὰ ἑξῆς: α) τὴν περίπτωση ὅπου κατὰ τὸν προφορικὸ λόγο (πρβλ. τὸ παράδειγμα μὲ τὶς «ουρίτσες», σὲ προφορικὸ λόγο) ἀδυνατοῦμε νὰ ἀντιληφθοῦμε τὸ ἀκριβὲς νόημα μιᾶς λέξης, λόγῳ ὁμοηχίας (ἂν καὶ δὲν γράφωνται τὸ ἴδιο), ἡ ὁποία δὲν ἔχει σχέση μὲ τὴν ἀναγκαιότητα ἢ μὴ τοῦ πολυτονικοῦ (ἀφοῦ ἐδῶ φταίει εἴτε ἡ ὀρθογραφία εἴτε ἡ ὁμοηχία) μὲ β) τὴν περίπτωση ὅπου στὸν γραπτὸ λόγο δυὸ λέξεις (ὄχι μόνο προφέρονται τὸ ἴδιο προφορικῶς, ἀλλὰ καὶ) γράφονται ἀκριβῶς τὸ ἴδιο, καὶ ἡ διαφορὰ στὸ νόημα ἀποσαφηνίζεται χάρη στὸ τονικὸ σύστημα ποὺ θὰ χρησιμοποιήσουμε (δηλαδὴ ἂν γράψουμε τὴ λέξη ουρίτσα μὲ πολυτονικὸ ἢ μονοτονικό).


Τὸ συμπέρασμα τῶν ὑπέρμαχων τοῦ μονοτονικοῦ εἶναι ὅτι ἔχουν ἀπογοητευτεῖ πικρὰ μὲ τὶς ὁμόηχες λέξεις. Ἡ ἔσχατη λύση ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ δώσουμε, ἀφοῦ κάθε γραπτὴ άποτύπωση τοῦ προφορικοῦ λόγου ἔχει ἀτέλειες (ὅλα κι ὅλα, εἶναι τελειομανεῖς!), εἶναι νὰ παρατήσουμε τὴ γραπτὴ γλώσσα, καὶ τὴν προφορική, καὶ νὰ συνεννοούμαστε μὲ τὴ γλώσσα τῶν κωφάλαλων (μακάρι βέβαια νὰ μὴν ὑπάρχουν καὶ σ’ αὐτὴν «ὁμοσυμβολικὲς» χειρονομίες, γιατὶ ἀλλιῶς καήκαμε!). Ὅπου καταλήγουμε στὸ γνωστὸ συμπέρασμα ὅτι τὸ μονοτονικὸ προωθεῖ τὸ ψέλλισμα καὶ τὴ μουγκαμάρα (παρεπιμπτόντως, ὁ μονοτονιστής μας δὲν κατάφερε, μέχρι τώρα βεβαίως, νὰ ἀπαντήσει στὸ συμπέρασμα αὐτό, ἂν καὶ ὑποσχέθηκε ὅτι θὰ τὸ κάνει κάποτε, δηλαδὴ «ποτὲ τὼν ποτῶν» (ὄχι τῶν ποτῶν-πιοτῶν· ἄτιμη ὁμοηχία, τὸν ἔφαγες τὸν Γληνό!). Διότι ὅποιος πάει νὰ διαβάσει μονοτονικὸ κείμενο φωνάζοντας μόνο ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει τόνος, θὰ πάθει ἀσφυξία, ἐπειδὴ δὲν θὰ τονίζει λ.χ. τὴ λέξη «ποιος», «πω», «το» κ.ἄ. Μέχρι νὰ μᾶς ἀντικρούσουν ἴσως ἐπανέλθει τὸ πολυτονικό.

Πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου