Κυριακή 3 Ιουλίου 2016

Μια ηττημένη και εξουσιάζουσα αριστερά

Διαβάζοντας το παρακάτω άρθρο, προσυπογράφω γραμμή-γραμμή, τις εκτιμήσεις του αρθρογράφου (εκτός από μία μικρή φρασούλα)!

Εύγε σύντροφε!
(Στη δημοσίευση του protagon εικονίζονται) Aνυποψίαστοι απόφοιτοι αμερικανικού πανεπιστημίου που αγνοούν τις προθέσεις και τις απόψεις του Θανάση Καρτερού

Διαβάζοντας το «Σας γαμώ το Χάρβαρντ» σκέφτομαι ότι στην κλίμακα των αξιών της εκφυλισμένης Αριστεράς, η δύναμη της γνώσης, το πτυχίο, οι καλές σπουδές παρομοιάζονται με απειλή βιασμού της

Θανάσης Σκόκος 2 Ιουλιου 2016, 18:57

«Σας γαμώ το Χάρβαρντ» είναι ο τίτλος άρθρου του Θανάση Καρτερού στην Αυγή. Υποτίθεται ότι το έγραψε για να κατακεραυνώσει τον Κυριάκο Μητσοτάκη και τη ΝΔ για την άρνησή της να συμφωνήσει στο δικαίωμα ψήφου στους δεκαεφτάρηδες. Καμία σχέση.

Άλλωστε, το μοναδικό επιχείρημα που εμμέσως χρησιμοποιεί γι’ αυτό είναι παιδαριώδες. «Γιατί να αποκλείονται ως ανώριμοι να συμμετέχουν στη διαδικασία που εν πάση περιπτώσει κρίνει σε ένα βαθμό το μέλλον τους;» Το ίδιο «επιχείρημα» θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και για τους δεκαεξάρηδες, τους δεκαπεντάρηδες και τους όποιους …άρηδες;

Όποιος έχει το κουράγιο και την ψυχραιμία να διαβάσει αυτό το γραφτό εύκολα θα διαπιστώσει ότι ο πόνος του δεν είναι ο εκλογικός νόμος. Οι δεκαεφτάρηδες μπορεί να μην ψηφίζουν ΝΔ, αλλά σίγουρα δεν ψηφίζουν και τον ξεβρακωμένο ΣΥΡΙΖΑ. Το ομολογεί και ο ίδιος ο αρθρογράφος.

Κάτω από τον κουτσαβακισμό του άρθρου κρύβεται ο εκδικητικός κυνισμός της ηττημένης Αριστεράς που εξαπάτησε και τα δίνει όλα, για να απολαύσει αγκαλιά με τον Καμένο τη γλύκα της εξουσίας. Της Αριστεράς που αποτελειώνει μια ολόκληρη χώρα και κυρίως τις μάνες, τους πατεράδες, τις γιαγιάδες και τους παππούδες των «νεαρών λύκων της Γκράβας, της Καισαριανής και της Τούμπας».

Ποτέ δεν φανταζόμουν ότι θα ζούσα μια Αριστερά στην εξουσία χωρίς αρχές, ιδανικά, αξιοπρέπεια και ηθικούς φραγμούς

Εντυπωσιάζει το κόμπλεξ και η απέχθεια του αρθρογράφου στα «καλά σχολεία». Περίεργο, διότι αυτά προτιμούν και οι περισσότεροι σύντροφοί του για τα βλαστάρια τους. Στην κλίμακα των αξιών της εκφυλισμένης Αριστεράς, η δύναμη της γνώσης, το πτυχίο, οι καλές σπουδές παρομοιάζονται με απειλή βιασμού της. «Κάλιο να κυβερνούν αμόρφωτοι κουραδόμαγκες, παρά μορφωμένοι φλώροι». Αυτή είναι η μεγάλη ιδέα και ο ταξικός διαχωρισμός του άρθρου.

Εζησα την εφηβεία μου στου Ψυρρή. Εκεί, τη δεκαετία του ’60, η αλητεία ήταν σκληρή. Απόστρατοι της «λεγεώνας των ξένων», φυγόστρατοι, κλέφτες , χασικλήδες, μαστροποί, μαχαιροβγάλτες, μπούκηδες. Ποτέ δεν προσπάθησαν να μας προσηλυτίσουν, να μας βάλουν στα κόλπα τους, να εξιδανικεύσουν τον κόσμο τους. Το αντίθετο. Πολλοί από αυτούς μας έριχναν μια σφαλιάρα, όταν μπλεκόμασταν καμιά φορά από περιέργεια στα πόδια τους και μας έδιναν τη συμβουλή-απειλή. «Μη σε ξαναδώ εδώ! Κοίτα το σκολειό σου και μακρυά από δω!».

Ποτέ δεν φανταζόμουν ότι θα ζούσα μια Αριστερά στην εξουσία χωρίς αρχές, ιδανικά, αξιοπρέπεια και ηθικούς φραγμούς. Πείτε μου σας παρακαλώ, τι πρόβλημα θα είχε ένας χρυσαυγίτης να προσυπογράψει αυτό το γραφτό; Πιθανόν να αφαιρούσε τα «γαμώ», αλλά πέραν αυτού, τίποτε άλλο.

Οπως πολύ εύστοχα έγραψε και η καθηγήτρια ΒΚ στο FB, αυτό το σημείωμα αξίζει να διαδοθεί. Να το διαβάσουν όσο το δυνατόν περισσότεροι πολίτες, κυρίως αυτοί που πίστεψαν και ψήφισαν. Αυτοί που βλέπουν τα παιδιά τους να μεταναστεύουν για να βρουν δουλειά στο εξωτερικό, αυτούς που πασχίζουν να τα σπουδάσουν με θυσίες, τους δεκάδες χιλιάδες άνεργους επιστήμονες.

Θέλω να πιστεύω ότι αυτό το άρθρο δεν εκφράζει πολλά μέλη και στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ. Σίγουρα όμως εκφράζει ένα σημαντικό μέρος του σκληρού πυρήνα του. Δεν εκφράζουν μια άλλη αντίληψη για τη διακυβέρνηση της χώρας. Αυτό θα ήταν θεμιτό. Δεν πρόκειται για πολιτική. Πρόκειται για ένστικτα, για φθόνο στην προσπάθεια του ανθρώπου για πρόοδο.

Σημείωση: Αυτά  έγραψε ο Θανάσης Σκόκος στο protagon.gr και άλλα σχετικά έγραψα εγώ στο  logiosermis.net, συγκλίνοτας επί της ουσίας, αν και από διαφορετική σκοπιά μιλώντας.

Σάββατο 2 Ιουλίου 2016

Ο Απόστολος Παύλος στην Αθήνα (Αντιγραφή από την «Ενωμένη Ρωμιοσύνη»)


ΟΜΙΛΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΑΘΗΝΑΙΟΥΣ ΣΤΟΝ ΑΡΕΙΟ ΠΑΓΟ

1. Ὁ ἀπ. Παῦ­λος στὴν Ἀ­θή­να
Ἡ Ἀ­θή­να ἀ­να­φέ­ρε­ται στὴν Και­νὴ Δι­α­θή­κη μὲ ἀ­φορ­μὴ τὴν ἐ­πί­σκε­ψη τοῦ ἀπ. Παύ­λου. Ὁ ἀπ. Παῦ­λος φεύ­γει ἀ­πὸ τὴν Βέ­ροι­α, με­τὰ τὰ ἐ­πει­σό­δια ποὺ προ­ξέ­νη­σαν οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι ἀ­πὸ τὴν Θεσ­σα­λο­νί­κη, μὲ τὴ συ­νο­δεί­α Βε­ροια­ίων γιὰ τὴν Ἀ­θή­να. Ἀ­κο­λού­θη­σε τὴ θα­λάσ­σια ὁ­δὸ καὶ με­τὰ ἀ­πὸ ἕ­να τα­ξί­δι 45 ἡ­με­ρῶν φθά­νει στὴν Ἀ­θή­να. Δύ­ο ἦ­ταν τὰ λι­μά­νια στὰ ὁ­ποῖ­α ὁ ἀπ. Παῦ­λος θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ εἶ­χε κα­τα­πλεύ­σει. Τὸ ἕ­να ἦ­ταν τὸ λι­μά­νι τοῦ Πει­ραι­ᾶ καὶ τὸ ἄλ­λο τοῦ Φα­λή­ρου. Κα­τὰ πᾶ­σα πι­θα­νό­τη­τα ὁ ἀπ. Παῦ­λος ἀ­πο­βι­βά­στη­κε στὸ λι­μά­νι τοῦ Φα­λή­ρου, τὸ ὁ­ποῖ­ο ἦ­ταν τὸ πρῶ­το ποὺ συ­ναν­τοῦ­σε καὶ ἦ­ταν δύ­ο χι­λι­ό­με­τρα πιὸ κον­τὰ στὴν Ἀ­θή­να. Τὸ λι­μά­νι τοῦ Πει­ραι­ᾶ ἐ­κεί­νη τὴν ἐ­πο­χὴ ἦ­ταν πε­ρισ­σό­τε­ρο στρα­τι­ω­τι­κὸ λι­μά­νι, ἐ­νῶ στὸ λι­μά­νι τοῦ Φα­λή­ρου ἀγ­κυ­ρο­βο­λοῦ­σαν κυ­ρί­ως τὰ ἐ­πι­βα­τι­κὰ καὶ ἐμ­πο­ρι­κὰ πλοῖ­α. Ἡ ἀ­πο­βά­θρα τοῦ λι­μα­νιοῦ βρι­σκό­ταν στὸ ση­μεῖ­ο ποὺ εἶ­ναι σή­με­ρα τὸ ἐκ­κλη­σά­κι τοῦ Ἁ­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου, στὴ λε­ω­φό­ρο Πο­σει­δῶ­νος στὸ Πα­λαι­ὸ Φά­λη­ρο, κον­τὰ στὸ τέρ­μα τῆς λε­ω­φό­ρου Συγ­γροῦ.

Ἡ Ἀ­θή­να τὴν ἐ­πο­χὴ ποὺ τὴν ἐ­πι­σκέ­πτε­ται ὁ ἀπ. Παῦ­λος, δὲν εἶ­χε τὴν αἴ­γλη τοῦ 5ου καί 4ου αἰ­ῶνα. Πα­ρὰ ταῦ­τα, ἐ­ξα­κο­λου­θοῦ­σε νὰ ἀ­σκεῖ γο­η­τεί­α σὲ ὅ­λο τὸν κό­σμο καὶ νὰ χαί­ρει τοῦ σε­βα­σμοῦ τους. Ἡ πό­λη τῆς φι­λο­σο­φί­ας, τῆς τέ­χνης, τῆς δη­μο­κρα­τί­ας καί ἡ πό­λη τῶν θε­ῶν, ἔ­κα­νε ἰ­δι­αί­τε­ρη ἐν­τύ­πω­ση καὶ στὸν ἀπ. Παῦ­λο. Ἦ­ταν ἡ πό­λη ὅ­που ἔ­βλε­πες πε­ρισ­σό­τε­ρα ἀ­γάλ­μα­τα θε­ῶν πα­ρὰ ἀν­θρώ­πους. Σὲ ἕ­ναν Ἑ­βραῖ­ο μο­νο­θε­ϊ­στή, ὅ­πως ἦ­ταν ὁ ἀπ. Παῦ­λος, αὐ­τὸ δη­μι­ουρ­γοῦ­σε ἀ­να­στά­τω­ση καὶ ὅ­πως δι­α­βά­ζου­με στὶς Πρά­ξεις «πα­ρω­ξύ­νε­το τὸ πνεῦ­μα αὐ­τοῦ ἐν αὐ­τῷ θε­ω­ροῦν­τος κα­τεί­δω­λον οὖ­σαν τὴν πό­λιν»[1]. (Πρά­ξεις 17, 16).

Ἕ­νας βω­μὸς θὰ τρα­βή­ξει ἰ­δι­αί­τε­ρα τὴν προ­σο­χὴ τοῦ ἀπ. Παύ­λου. Εἶ­ναι ὁ βω­μὸς «ν ἐ­πε­γέ­γρα­πτο ἀ­γνώ­στῳ θε­ῷ»[2] καὶ τὸν ὁ­ποῖ­ο θὰ χρη­σι­μο­ποι­ή­σει ἀρ­γό­τε­ρα στὴν ὁ­μι­λί­α του στὸν Ἄ­ρει­ο Πά­γο, γιὰ νὰ τοὺς μι­λή­σει γιὰ τὸν ἀ­λη­θι­νὸ Θε­ό. Ἔ­χου­με πολ­λὲς μαρ­τυ­ρί­ες γιὰ τὴν ὕ­παρ­ξη βω­μοῦ ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νου σὲ ἄ­γνω­στους θε­οὺς σὲ δι­ά­φο­ρες πό­λεις, ἐ­κτός τῆς Ἀ­θή­νας, ὅ­πως στὴν Ὀλυμ­πί­α (Παυ­σα­νί­α Πε­ρι­ή­γη­ση 5, 14, 8) καὶ στὴν Πέρ­γα­μο.

Ὁ Φι­λό­στρα­τος ἀ­να­φέ­ρει ὅ­τι ὁ Ἀ­πολ­λώ­νιος ὁ Τυα­νεὺς ἐ­παι­νεῖ τοὺς Ἀ­θη­ναί­ους γιὰ τὴν τι­μὴ ποὺ ἀ­πο­δί­δουν στοὺς ἀ­γνώ­στους θε­οὺς: «σω­φρο­νέ­στε­ρον γὰρ τὸ πε­ρὶ πάν­των θε­ῶν λέ­γειν καὶ ταῦ­τα Ἀ­θή­νη­σιν, οὗ καὶ ἀ­γνώ­στων δαι­μό­νων βω­μοὶ ἵδρυν­ται». (Φι­λό­στρα­τος, Βί­ος Ἀπολ­λω­νί­ου, 6, 3).
Ὁ Ἱ­ε­ρώ­νυ­μος ἀ­να­φέ­ρει μί­α πε­ρι­γρα­φὴ ποὺ ὑ­πῆρ­χε στὸ δρό­μο πρὸς τὸ Φά­λη­ρο, δρό­μο ἀ­πὸ τὸν ὁ­ποῖ­ο πέ­ρα­σε ὁ ἀπ. Παῦ­λος. Ἡ ἐ­πι­γρα­φὴ ἦ­ταν ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νη «Στούς θε­οὺς τῆς Ἀ­σί­ας καὶ τῆς Εὐ­ρώ­πης καὶ τῆς Ἀ­φρι­κῆς, στοὺς ἀ­γνώ­στους καὶ ξέ­νους Θε­οὺς» (diis Asiae et Europae et Africae, diis ignotis et peregrines, In Tit. 1, 12). Ἐ­πί­σης ὁ Παυ­σα­νί­ας εἶ­δε με­τὰ τὸ Φά­λη­ρο βω­μοὺς «θε­ῶν τε ὀ­νο­μα­ζο­μέ­νων ἀ­γνώ­στων καί ἡ­ρώ­ων καί παί­δων τῶν Θη­σέ­ως καί Φα­λή­ρου». (Παυ­σα­νί­α Πε­ρι­ή­γη­ση  1, 1, 4).

Ἔ­χει ὑ­πο­στη­ρι­χτεῖ ἡ ἄ­πο­ψη (Γ. Α. Γα­λί­της) ὅ­τι τέ­τοι­ος βω­μὸς πρέ­πει νὰ ὑ­πῆρ­χε στὸ μέ­σον τῆς δι­α­δρο­μῆς ἀ­πὸ τὸ Φά­λη­ρο στὴν Ἀ­θή­να, στὴ ση­με­ρι­νὴ Ἐκ­κλη­σί­α τῶν Ἁ­γί­ων Θε­ο­δώ­ρων, ὅ­που ὑ­πῆρ­χε πη­γά­δι στὸ ὁ­ποῖ­ο στα­μα­τοῦ­σαν οἱ ὁ­δοι­πό­ροι γιὰ νὰ ξε­κου­ρα­στοῦν. Στὸν τό­πο ἐ­κεῖ­νο ὑ­πῆρ­χαν «σε­βά­σμα­τα», ἱ­ε­ρὸ καὶ βω­μοί, ἡ δὲ σημερινή Εκκλησία εἶ­ναι πι­θα­νὸν κτι­σμέ­νη στὴ θέ­ση ἀρ­χαί­ου να­οῦ. 

Ὁ ἀπ. Παῦ­λος κα­τὰ τὴ συ­νή­θειά του ἐ­πι­σκέ­φτη­κε τὴ συ­να­γω­γή, ὅ­που «δι­ε­λέ­γε­το» μὲ τοὺς Ἰ­ου­δαί­ους, ἀλ­λὰ καὶ μὲ τοὺς προ­σή­λυ­τους στὴν Ἰ­ου­δα­ϊ­κὴ πί­στη. Ἐ­πί­σης ὁ ἀπ. Παῦ­λος «δι­ε­λέ­γε­το», (δηλ. συ­ζη­τοῦ­σε), καὶ στὴν ἀγο­ρά ἡ ὁ­ποί­α βρι­σκό­ταν βό­ρεια τῆς Ἀ­κρό­πο­λης καὶ ἦ­ταν τὸ κέν­τρο τῆς ἀ­θη­να­ϊ­κῆς ζω­ῆς. Ἡ ἀ­γο­ρὰ ἦ­ταν τὸ μέ­ρος ὅ­που συ­ναν­τι­όν­του­σαν οἱ Ἀ­θη­ναῖ­οι κα­τὰ τὴν προ­σφι­λή τους συ­νή­θεια νὰ συ­ζη­τή­σουν πά­σης φύ­σε­ως θέ­μα­τα. Οἱ ἐπι­κού­ρει­οι καὶ οἱ στω­ϊ­κοί, τό φι­λο­σο­φι­κὸ κα­τε­στη­μέ­νο τῆς ἐ­πο­χῆς, ἔ­δει­ξαν ἰ­δι­αί­τε­ρη πε­ρι­έρ­γεια «καί τι­νές ἒ­λε­γον· τί ἂν θέ­λει ὁ σπερ­μο­λό­γος οὗ­τος λέ­γειν, οἱ δέ· ξέ­νων δαι­μο­νί­ων δο­κεῖ κα­ταγ­γε­λεύς εἶ­ναι, ὃ­τι τόν Ἰ­η­σοῦν καί τήν ἀ­νά­στα­σιν εὐ­ηγ­γε­λί­ζε­το»[3]. (Πρά­ξεις 17, 18). Τὸ θέ­μα χρει­α­ζό­ταν πε­ραι­τέ­ρω δι­ε­ρεύ­νη­ση, γι᾿ αὐ­τὸ καὶ κά­λε­σαν τὸν ἀπ. Παῦ­λο μπρο­στὰ στὸ συμ­βού­λιο τοῦ Ἀ­ρεί­ου Πά­γου γιὰ νὰ τοὺς ἐκ­θέ­σει λε­πτο­με­ρῶς ὅ­σα ἐδίδα­σκε.

2. Στω­ϊ­κοὶ καὶ Ἐ­πι­κού­ρει­οι

α. Στω­ϊ­κή Φι­λο­σο­φί­α

Ἱ­δρυ­τὴς τῆς Σχο­λῆς αὐ­τῆς ἦ­ταν ὁ Ζή­νων ὁ Κι­τι­εύς, πού ἔ­ζη­σε γύ­ρω στὸ 300 π.Χ. Οἱ Στω­ϊ­κοὶ ἀ­σχο­λή­θη­καν κυ­ρί­ως μὲ ζη­τή­μα­τα ἠ­θι­κὰ καὶ μὲ τὸ πρό­βλη­μα τῆς εὐ­τυ­χί­ας. Ὑ­πο­στή­ρι­ζαν ὅ­τι ἡ εὐ­τυ­χί­α ἐ­πι­τυγ­χά­νε­ται μὲ «τό κα­τά φύ­σιν ζῆν».

Οἱ Στω­ϊ­κοὶ ἦσαν «παν­θε­ϊ­στές», δηλ. ταύ­τι­ζαν τὴν φύ­ση μὲ τὸν Θε­ὸ, (συ­νέ­χε­αν τὰ κτι­στὰ ὄν­τα μὲ τὸν «ἄ­κτι­στο» Θε­ό), καί θε­ω­ροῦ­σαν τὸ Σύμ­παν ἔμ­ψυ­χο. Κα­τὰ τὴν δι­δα­σκα­λί­α τους ὅ­λον τὸν κό­σμο συ­νέ­χει καὶ ζω­ο­γο­νεῖ τὸ «ἀρ­χέ­γο­νο πῦρ», πού εἶ­ναι ὁ λό­γος τοῦ Παν­τὸς.  Ἑ­πο­μέ­νως στὴ φύ­ση καὶ στὰ φυ­σι­κὰ φαι­νό­με­να ὑ­πάρ­χει ὁ λό­γος, δηλ. ἡ νο­μο­τέ­λεια. Ὁ ἀν­θρώ­πι­νος νοῦς μπο­ρεῖ νὰ κα­τα­νο­ή­σει τὸν κό­σμο μὲ τὴν λο­γι­κή του, ἀ­φοῦ ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι «ζῶ­ον λό­γον ἒ­χων». Ὁ ἀν­θρώ­πι­νος λό­γος εἶ­ναι μοί­ρα, (δηλ. τμῆ­μα), τοῦ θεί­ου Λό­γου. Μὲ τὴν ἄ­σκη­ση τῆς ἀ­ρε­τῆς, ὁ ἄν­θρω­πος κα­θαί­ρε­ται ἀ­πὸ τὰ πά­θη, καὶ ἀ­παλ­λάσ­σε­ται ἀ­πὸ τὰ δε­σμὰ τοῦ σώ­μα­τος, ὅ­πως δί­δα­σκε ὁ Στω­ϊ­κὸς Πο­σει­δώ­νιος. Ἔ­τσι ἡ ψυ­χὴ κα­τορ­θώ­νει νὰ ἐ­πα­νέλ­θει στὴν αἰ­ώ­νια πα­τρί­δα της.

Σή­με­ρα δὲν μπο­ρεῖ νὰ ἐ­κτι­μή­σει τὴν ἐ­πί­δρα­ση τῆς Στω­ϊ­κῆς δι­δα­σκα­λί­ας, πά­νω σὲ ὅ­λο τὸν κό­σμο. Ἡ Στο­ὰ δὲν ἦ­ταν κά­τι τὸ ἑ­νια­ῖο. Ὑ­πῆρ­ξε ἡ πα­λαι­ό­τε­ρη, ἡ μέ­ση καί ἡ νε­ώ­τε­ρη Στο­ά, ἡ Ἑλ­λη­νι­κή καί ἡ Ρω­μα­ϊ­κή. Ἐ­κτὸς ἀ­πὸ τὸν Παν­θε­ϊ­σμό, ἡ Στο­ὰ κα­τη­γο­ρεῖ­ται καὶ γιὰ μοι­ρο­λα­ρεί­α, πού ἔ­φθα­νε ὡς τὴν ἀ­πελ­πι­σί­α. Δὲν πρέ­πει ὅ­μως νὰ εἴ­μα­στε ἄ­δι­κοι, κρί­νον­τας μὲ τὰ ση­με­ρι­νὰ δε­δο­μέ­να. Ὁ­πωσ­δή­πο­τε, ἡ Ἠ­θι­κή της ἦ­ταν ἀ­νώ­τε­ρη ἀ­πὸ τὴν φι­λο­σο­φί­α της. Οἱ Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοὶ Πα­τέ­ρες βρῆ­καν πολ­λὲς ὁ­μοι­ό­τη­τες μὲ τὸν Χρι­στι­α­νι­σμὸ, (βλ. Ἱ­ε­ρώ­νυ­μος, In Is.c.11). Πολ­λὲς ἰ­δέ­ες ποὺ ἀρ­γό­τε­ρα θε­ω­ρή­θη­καν ὡς Πλα­τω­νι­κὴ κλη­ρο­νο­μιά, ἦ­σαν δα­νει­σμέ­νες ἀ­πὸ τοὺς Στω­ϊ­κοὺς καὶ ὕ­στε­ρα τὶς πα­ρέ­λα­βαν οἱ Νε­ο­πλα­τω­νι­κοί. Ὡς ποὺ μπο­ροῦ­σε νὰ φθά­σει ἡ θρη­σκευ­τι­κὴ ἔ­ξαρ­ση τῆς Στο­ᾶς τὸ βλέ­που­με στὸν πε­ρί­φη­μο Ὕμνο ποὺ ἔ­γρα­ψε ὁ Κλε­άν­θης([4]) πρὸς τὸν Δί­α. Ὁ Κλε­άν­θης, ποὺ ἔ­ζη­σε γύ­ρω στὰ 300 π.Χ., ὑ­πῆρ­ξε ἀρ­χι­κὰ ἀ­θλη­τής, κα­τό­πιν πω­λη­τὴς καρ­που­ζι­ῶν καὶ τέ­λος ἱ­ε­ρεὺς σὲ μί­α Στω­ϊ­κὴ αἵ­ρε­ση. Τὸ ἐν λό­γῳ ποί­η­μά του, τη­ρου­μέ­νων τῶν ἀ­να­λο­γι­ῶν, θυ­μί­ζει Ψαλ­μοὺς τοῦ Δαυ­ΐδ ἢ Χρι­στι­α­νι­κὴ ὑ­μνο­λο­γί­α.

Τὴν με­τα­γε­νέ­στε­ρη Στω­ϊ­κὴ φι­λο­σο­φί­α, στὴν ἐ­πο­χὴ τοῦ Παύ­λου, μπο­ροῦ­με νὰ συ­νο­ψί­σου­με, (σύμ­φω­να μὲ τὸν Κα­τα­λα­νὸ κα­θη­γη­τὴ Eusebi Ayensa Prat), πε­ρί­που ὡς ἑ­ξῆς:

Ὁ Στω­ϊ­κὸς μι­λά­ει γιὰ τὸν Θε­ὸ, μ᾿ αὐ­τὸ ὅ­μως ἐν­νο­εῖ τὸ «παγ­κό­σμιο πνεῦ­μα» πού κυ­βερ­νᾶ τὰ πάν­τα, τὸν παγ­κό­σμιο νό­μο, ἢ μιὰ μυ­στη­ρι­ώ­δη κρυ­φὴ δύ­να­μη, ποὺ δί­νει σὲ κά­θε ὕ­παρ­ξη τὴν μορ­φή, τὴν ἑ­νό­τη­τα καὶ τὴν ἱ­κα­νό­τη­τα νὰ δρά­σει.

Ὁ Στω­ϊ­κὸς μι­λά­ει γιὰ τὴν Ψυ­χὴ, ἀλ­λὰ μ᾿ αὐ­τὸ ὅ­μως ἐν­νο­εῖ μιὰ πνευ­μα­τι­κὴ ἀ­πρὸ-σω­πη ρευ­στὴ ὕ­λη, ποὺ δι­α­λύ­ε­ται μα­ζὶ μὲ τὸ σῶ­μα καὶ χά­νε­ται μέ­σα στὸ Σύμ­παν καὶ ποὺ ἀ­πο­τε­λεῖ μέ­ρος του. Στὴν ψυ­χὴ ἀ­να­γνώ­ρι­ζαν κά­ποι­α βρα­χύ­τε­ρη ἢ μα­κρό­τε­ρη ἐ­πι­βί­ω­ση, ὄ­χι ὅ­μως ἀ­θα­να­σί­α.

Ὁ Στω­ϊ­κὸς μι­λά­ει γιὰ τὴν θεί­α Πρό­νοι­α, ἀλ­λὰ μ᾿ αὐ­τὸ ὅ­μως ἐν­νο­εῖ τὴν μοί­ρα, τήν ἀ­λύ­γι­στη εἱ­μαρ­μέ­νη.

Ὁ Στω­ϊ­κὸς μι­λά­ει γιὰ προ­σευ­χὴ, ἀλ­λὰ μ᾿ αὐ­τὸ τί ζη­τᾶ ἀ­πὸ τοὺς Θε­ούς; Ἐ­πέμ­βα­ση στοὺς φυ­σι­κοὺς νό­μους; Ἀλ­λὰ αὐ­τό, σύμ­φω­να μὲ τὴν δι­δα­σκα­λί­α τῆς Στο­ᾶς εἶ­ναι ἀ­δύ­να­το, χω­ρι­σμέ­νο ἀ­πὸ τὸν Θε­ό. Ἀ­ρε­τὴ καὶ ψυ­χι­κὴ εὐ­τυ­χί­α; Αὐ­τὸ ὅ­μως ἐ­ξαρ­τᾶ­ται ἀ­πὸ τὸν ἴ­διο»: «Ἄκου­ε τὴν φω­νὴ τῆς συ­νει­δήσε­ώς σου», ἔλε­γαν, «Ἴ­σως πί­σω ἀ­πὸ αὐ­τὴν ὑ­πάρ­χει μί­α ἀ­νώ­τε­ρη ὕ­παρ­ξις. Κα­νεὶς δὲν τὸ ξέ­ρει».

Ὁ Στω­ϊ­κός ἦ­ταν ὁ πρῶ­τος ποὺ ἔ­θε­σε στὴν ἠ­θι­κὴ γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ τὴν ἔν­νοι­α «συ­νεί­δη­σις». Εἶ­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸ τὸ ἀ­πό­φθεγ­μα τοῦ Με­νάν­δρου: «Γιὰ κά­θε θνη­τόν, ὁ Θε­ὸς του εἶ­ναι ἡ συ­νεί­δη­σίς του».

β. Φι­λο­σο­φί­α τῶν Ἐ­πι­κου­ρεί­ων

Ἱ­δρυ­τὴς τῆς Σχο­λῆς αὐ­τῆς ὑ­πῆρ­ξε ὁ Ἐ­πί­κου­ρος (341-270 π.Χ.), ὁ ὁ­ποῖ­ος δί­δα­σκε ὅ­τι ὁ σκο­πὸς τῆς ζω­ῆς εἶ­ναι ἡ ἡ­δο­νὴ. Βε­βαί­ως πί­στευ­ε ὅ­τι οἱ ὑ­λι­κὲς ἡ­δο­νὲς δί­δουν εὐ­χα­ρί­στη­ση, ἀλ­λὰ εἶ­ναι συν­δε­δε­μέ­νες καὶ μὲ πό­νο. Ἐν τού­τοις «μεί­ζο­νες» εἶ­ναι οἱ ἡ­δο­νὲς τῆς ψυ­χῆς, (βλ. Διογ. Λα­έρτ. Χ, 6 132).

Κα­τὰ τὸν Ἐ­πί­κου­ρο «ἡ ψυ­χὴ εἶ­ναι λε­πτὸς ἀ­έ­ρας» πού δι­α­λύ­ε­ται με­τὰ τὸν θά­να­το. Γι­᾿ ­αὐ­τὸ πρέ­πει νὰ φο­βό­μα­στε τὸν θά­να­το, ἀ­φοῦ μᾶς εἰ­σά­γει στὴν ἀ­νυ­παρ­ξί­α. Ἡ φι­λο­σο­φί­α τοῦ Ἐ­πι­κού­ρου, ἐμ­πνέ­ε­ται ἀ­πὸ τὴν θε­ω­ρί­α τοῦ Δη­μο­κρί­του πε­ρὶ ἀ­τό­μων, ἀλ­λὰ εἶ­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο ὑλι­στι­κή.

Ὁ Ἐ­πί­κου­ρος ἐ­πη­ρέ­α­σε τὸν Λα­τί­νο Λου­κρή­τιο καὶ ἔ­πει­τα τοὺς ὑ­λι­στὲς τῆς νε­ω­τέ­ρας καὶ τῆς συγ­χρό­νου ἐ­πο­χῆς. Ἡ φι­λο­σο­φί­α του ὅ­μως δὲν ἔ­χει πνευ­μα­τι­κὸ βά­θος. Οἱ μα­θη­τὲς τοῦ Ἐ­πι­κού­ρου κα­κο­με­τα­χει­ρί­στη­καν τὸ ὄ­νο­μά του, βά­ζον­τάς το σύμ­βο­λο­ γιά κά­θε κα­τώ­τε­ρη ἀ­πό­λαυ­ση.

Οἱ Ἐ­πι­κού­ρει­οι δὲν πί­στευ­αν τοὺς Θε­ούς, ποὺ πί­στευ­ε ὁ πο­λὺς κό­σμος, χω­ρὶς ὅ­μως νὰ ἀρ­νοῦν­ται ὅ­τι ὑ­πάρ­χουν πραγ­μα­τι­κοὶ Θε­οί. Ἀμ­φέ­βα­λαν ὅ­μως, ἂν οἱ Θε­οὶ μπο­ροῦ­σαν ἢ ἤ­θε­λαν νὰ βο­η­θή­σουν τοὺς ἀν­θρώ­πους, ἢ γε­νι­κώ­τε­ρα ἂν προ­νο­οῦ­σαν γι᾿ αὐ­τούς. Αὐ­τὸ, (δηλ. ἡ πε­ρὶ τῶν ἀν­θρώ­πων πρό­νοι­α), νό­μι­ζαν ὅ­τι ἐ­νο­χλοῦ­σε τοὺς Θε­οὺς στὴν αἰ­ώ­νια μα­κα­ρι­ό­τη­τά τους.

Σύμ­φω­να μὲ τὴν δι­δα­σκα­λί­α τῶν Ἐ­πι­κου­ρεί­ων, ὁ κό­σμος ἦ­ταν ἔρ­γο τῆς τύ­χης καὶ ὁ σκο­πὸς τῆς ζω­ῆς τοῦ ἀν­θρώ­που ἦ­ταν ἡ ευ­τυ­χί­α καὶ ἡ ἄ­με­τρη ἡ­δο­νὴ. Ἡ θε­ω­ρία­ τους βέ­βαι­α ἔ­λε­γε «προ­σπά­θει γιά; τὴν εὐ­τυ­χί­α τῶν συ­ναν­θρώ­πων σου». Στὴν πρα­κτι­κὴ ὅ­μως ζω­ή, ἡ ἀρ­χὴ τους ἦ­ταν, «ζή­τα μό­νο τὴν δι­κή σου εὐ­τυ­χί­α. Ἡ ζω­ὴ εἶ­ναι λί­γη καὶ ὁ και­ρὸς ποὺ θὰ μεί­νεις πε­θα­μέ­νος εἶ­ναι πο­λὺς»[5]. Δυ­στυ­χῶς οἱ καρ­δι­ὲς τῶν πε­ρισ­σο­τέ­ρων ἀν­θρώ­πων, πλὴν ἐ­λα­χί­στων ἐ­ξαι­ρέ­σε­ων, ἦ­σαν κλει­στὲς γιὰ ὁ­τι­δή­πο­τε με­τα­φυ­σι­κό.

3. Ὁ Ἄ­ρει­ος Πά­γος

Ὁ Ἄρει­ος Πά­γος τὴν ἐ­πο­χὴ τοῦ ἀπ. Παύ­λου ἦ­ταν κυ­ρί­ως ἁρ­μό­διο ὄρ­γα­νο γιὰ νὰ δι­κά­ζει καὶ νὰ ἀ­πο­φαί­νε­ται γιὰ ὑ­πο­θέ­σεις ποὺ εἶ­χαν σχέ­ση με τὴ θρη­σκεί­α, τὴν ἠ­θι­κή, τὴν ἐκ­παί­δευ­ση καὶ τὰ ἐγ­κλή­μα­τα αἵ­μα­τος. Γιὰ τὰ θέ­μα­τα τῶν ἀν­θρω­πο­κτο­νι­ῶν συ­νε­δρί­α­ζε στὸ λό­φο τοῦ Ἀ­ρεί­ου Πά­γου δυ­τι­κά τῆς Ἀ­κρό­πο­λης, γιὰ τὰ πε­ρισ­σό­τε­ρα θέ­μα­τα ὅ­μως συ­νε­δρί­α­ζε στὴν Βα­σί­λει­ο Στο­ά, στὴν ἀ­γο­ρά. Στὴ Βα­σί­λει­ο Στο­ὰ κα­τὰ πᾶσα πι­θα­νό­τη­τα καὶ ὄ­χι στὸ κα­τὰ τὴν πα­ρά­δο­ση, λό­φο τοῦ Ἀ­ρεί­ου Πά­γου, ὅ­που καὶ ὑ­πάρ­χει ἐ­πι­γρα­φὴ μὲ τὸ λό­γο του, πῆ­γε καὶ ὁ ἀπ. Παῦ­λος καὶ ἔ­δω­σε τὴν πο­λὺ ὄ­μορ­φη ὁ­μι­λί­α ποὺ βρί­σκου­με στὸ 17ο κε­φά­λαι­ο τῶν Πρά­ξε­ων τῶν Ἀ­πο­στό­λων. Δὲν πρέ­πει νὰ θε­ω­ρή­σου­με τὴν ἔκ­κλη­ση τοῦ ἀπ. Παύ­λου στὸν Ἄ­ρει­ο Πά­γο ὡς μί­α δί­κη, ἀλ­λὰ μᾶλ­λον ὡς μί­α δι­ε­ρεύ­νη­ση τῶν δο­ξα­σι­ῶν τοῦ ἀπ. Παύ­λου ἀ­πὸ ἁρ­μό­διο, γιὰ τὰ θέ­μα­τα αὐ­τά, ὄρ­γα­νο. Ἡ ἔκ­κλη­ση τοῦ ἀπ. Παύ­λου στὸν Ἄ­ρει­ο Πά­γο δὲν ἔ­γι­νε γιὰ νὰ δι­κα­στεῖ, ἀλ­λὰ γιὰ νὰ ἐκ­θέ­σει τὰ ὅ­σα ἔ­λε­γε μπρο­στὰ σὲ εἰ­δι­κούς. Ἄλ­λη ἄ­πο­ψη ὑ­πο­στη­ρί­ζει ὅ­τι ὁ ἀπ. Παῦ­λος ἔ­δω­σε τὴν ὁ­μι­λί­α του στὸ λό­φο τοῦ Ἀ­ρεί­ου Πά­γου. Δὲν εἶ­χε κά­ποι­α σχέ­ση ἡ ἐ­πι­λο­γὴ τοῦ τό­που, μὲ κά­ποι­α δι­α­δι­κα­σί­α δί­κης του, ἀλ­λὰ ἁ­πλῶς ἦ­ταν ἕ­να ἥ­συ­χο μέ­ρος μα­κριὰ ἀ­πὸ τὴν ὀ­χλα­γω­γί­α τῆς ἀ­γο­ρᾶς, γιὰ νὰ ἀ­κού­σουν ὅ­σα ἐ­κεῖ­νος εἶ­χε νὰ πεῖ.   

Ὅ­ταν ὅ­μως ἄ­κου­σαν τὸν ἀπ. Παῦ­λο νὰ μι­λά­ει γιὰ ἀ­νά­στα­ση τῶν νε­κρῶν, ἄλ­λοι μὲν κο­ρό­ϊδευ­αν, ἄλ­λοι δὲ ἔ­λε­γαν: «θὰ μᾶς τὰ πεῖς μί­αν ἄλ­λη φο­ρά». Ἔτσι ὁ ἀπ. Παῦ­λος ἔ­φυ­γε, χω­ρὶς φαι­νο­με­νι­κὰ νὰ ἔ­χει προ­κύ­ψει κά­ποι­ο θε­τι­κὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα. Ὑ­πῆρ­χαν ὅ­μως κά­ποι­α πρό­σω­πα, ποὺ πί­στε­ψαν στὸ Θεῖ­ο λό­γο καὶ σὲ αὐ­τὰ ποὺ ἔ­λε­γε ὁ ἀπ. Παῦ­λος, ὅ­πως ὁ Δι­ο­νύ­σιος ὁ Ἀ­ρε­ο­πα­γί­της καὶ μί­α γυ­ναί­κα ποὺ λε­γό­ταν Δά­μα­ρις[6].

Θὰ μπο­ρού­σα­με νὰ ποῦ­με ὅ­τι ὁ ἀπ. Παῦ­λος ἔ­φυ­γε ἀ­πο­γο­η­τευ­μέ­νος ἀ­πὸ τὴ με­γά­λη Ἀ­θή­να, τὴν πό­λη τοῦ πνεύ­μα­τος, στὴν ὁ­ποί­α εἶ­χε πά­ει μὲ τὴν ἐλ­πί­δα νὰ πεί­σει γιὰ τὴν ἀ­λή­θεια τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου τοὺς σο­φούς τοῦ τό­τε κό­σμου. Λί­γο ἀρ­γό­τε­ρα στοὺς Κο­ρίν­θιους θὰ πεῖ: «Ποῦ σο­φός; Ποῦ γραμ­μα­τεύς; Ποῦ συ­ζη­τη­τὴς τοῦ αἰ­ῶ­νος τού­του; Οὐ­χὶ ἐ­μώ­ρα­νεν ὁ θε­ὸς τὴν σο­φί­αν τοῦ κό­σμου; Ἐ­πει­δὴ γὰρ ἐν τῇ σο­φί­ᾳ τοῦ θε­οῦ οὐκ ἔ­γνω ὁ κό­σμος διὰ τῆς σο­φί­ας τὸν Θε­ό, εὐ­δώ­κη­σεν ὁ θε­ὸς διὰ τῆς μω­ρί­ας τοῦ κη­ρύγ­μα­τος σῶ­σαι τοὺς πι­στεύ­ον­τας»[7]. (Α′ Κορ. α′: 20-21).

4. Ὁ λό­γος τοῦ ἀπ. Παύ­λου στὸν Ἄ­ρει­ο Πά­γο

Ὁ λό­γος τοῦ ἀπ. Παύ­λου στὸν Ἄ­ρει­ο Πά­γο εἶ­ναι προ­σαρ­μο­σμέ­νος στὸ ἀ­κρο­α­τή­ριο, στὸ ὁ­ποῖ­ο ἀ­πευ­θύ­νε­ται. Δὲν προ­σπα­θεῖ νὰ ἀ­πο­δεί­ξει τὴν ὕ­παρ­ξη ἑ­νὸς μό­νο Θε­οῦ. Αὐ­τὸ τὸ θε­ω­ρεῖ δε­δο­μέ­νο, δι­ό­τι ἡ πο­λυ­θε­ΐ­α εἶ­χε ἤ­δη κα­ταρ­ρι­φθεῖ ἀ­πὸ τὴν Φι­λο­σο­φί­α. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸ γι᾿ αὐ­τὴν τὴν ἄ­νε­ση τοῦ ἀπ. Παύ­λου νὰ δι­α­φο­ρο­ποι­εῖ τὰ σχή­μα­τα καὶ τὶς μορ­φές, μέ­σα ἀ­πὸ τὶς ὁ­ποῖ­ες δί­νει τὸ μή­νυ­μα τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου εἶ­ναι, ὅ­τι δὲν ἔ­χει κα­μμί­α πα­ρα­πομ­πὴ ἀ­πὸ τὴν Πα­λαι­ὰ Δι­α­θή­κη, ἡ ὁ­ποί­α ἦ­ταν καὶ ἄ­γνω­στη, ἀλ­λὰ καὶ μὴ ἀ­πο­δε­κτή, ἀ­πὸ τὸ ἀ­κρο­α­τή­ριο τῆς Ἀ­θή­νας.

Παίρ­νον­τας ἀ­φορ­μὴ ἀ­πὸ τὸ βω­μὸ στὸν «Ἂ­γνω­στο Θε­ό» καὶ πα­ρα­πομ­πὲς ἀ­πὸ Ἕλ­λη­νες ποι­η­τές, προ­σπά­θη­σε νὰ με­τα­δώ­σει τὸ μή­νυ­μα τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου. Ἄλ­λος κό­σμος, ἄλ­λη κουλ­τού­ρα, ἀ­πὸ τὴν κουλ­τού­ρα μέ­σα στὴν ὁ­ποί­α ἀ­να­πτύ­χθη­κε ἡ Ἑ­βρα­ϊ­κὴ θρη­σκεί­α. Αὐ­τὸ ὅ­μως δὲν ἐμ­πο­δί­ζει κα­θό­λου τὸν ἀπ. Παῦ­λο στὴ με­τά­δο­ση τοῦ Εὐ­αγ­γε­λι­κοῦ μη­νύ­μα­τος. Δὲν μπο­ροῦ­με νὰ μὴ θαυ­μά­σου­με τὴν ἄ­νε­ση τοῦ ἀπ. Παύ­λου νὰ κι­νεῖ­ται μὲ εὐ­κο­λί­α σὲ δι­α­φο­ρε­τι­κὲς κουλ­τοῦ­ρες. Μί­α ἄ­νε­ση ποὺ εἶ­ναι ἀ­ναγ­καί­α σὲ ἕ­ναν ἄν­θρω­πο ποὺ θέ­λει νὰ φέ­ρει τὸ μή­νυ­μα τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου τοῦ Χρι­στοῦ, σὲ ὅ­λο τὸν τό­τε γνω­στὸ κό­σμο.
Ὁ ἀπ. Παῦ­λος στὴν ὁ­μι­λί­α του χρη­σι­μο­ποι­εῖ φρά­σεις ἀ­πὸ δύ­ο Ἕλ­λη­νες ποι­η­τὲς:

Ὁ πρῶ­τος ποι­η­τὴς εἶναι ὁ Ἐ­πι­με­νί­δης (6ος αἰ­ώ­νας π.Χ.). Ἡ φρά­ση ποὺ χρη­σι­μο­ποι­εῖ ὁ Παῦ­λος εἶ­ναι: «ἐν αὐ­τῷ γὰρ ζῶ­μεν καὶ κι­νού­με­θα καὶ ἐ­σμὲν»[8]. (Πράξ. ιζ´ 28), ἡ ὁ­ποί­α δι­α­σώ­ζε­ται σέ Συ­ρια­κή με­τά­φρα­ση Horae Semiticae x, ed. M. D. Gibson [Cambridge: Cambridge University, 1913], p. 40 (Syriac)).
Ὁ δεύ­τε­ρος ποι­η­τής εἶ­ναι ὁ Ἄ­ρα­τος (314-240 π.Χ.) καὶ ἡ φρά­ση «τοῦ γάρ καί γέ­νος ἐ­σμέν»[9]. (Φαι­νό­με­να 5, δὲς ἐ­πί­σης Κλε­άν­θης Ὕ­μνος στὸν Δί­α 4). Ἐ­κτὸς ἀ­πὸ τὶς ἄ­με­σες ἀ­να­φο­ρὲς ὁ ἀπ. Παῦ­λος κά­νει καὶ ἔμ­με­σες, ἀλ­λὰ σα­φεῖς ἀ­να­φο­ρὲς σὲ φι­λο­σό­φους ­καί ποι­η­τὲς ὅ­πως στὴ φρά­ση «τοὺς μὲν οὖν χρό­νους τῆς ἁγνοί­ας ὑ­πε­ρι­δὼν ὁ Θε­ός, τὰ νῦν πα­ραγ­γέλ­λει τοῖς ἀν­θρώ­ποις πάν­τας παν­τα­χοῦ με­τα­νο­εῖν»[10].  (Πράξ. ιζ′: 30).

5. Πε­ρι­ε­χό­με­νο τῆς ὁ­μι­λί­ας τοῦ ἀπ. Παύ­λου στὸν Ἄ­ρει­ο Πά­γο

Τὰ κύ­ρια θέ­μα­τα στὰ ὁ­ποῖ­α ἀ­να­φέ­ρε­ται ὁ ἀπ. Παῦ­λος στὴν ὁ­μι­λί­α του στὸν Ἄ­ρει­ο Πά­γο εἶ­ναι τὰ ἀ­κό­λου­θα:
  • α. Ὁ Θε­ός, ἐ­δη­μι­ούρ­γη­σε τὸν κό­σμο καὶ ὅ­λα ὅ­σα ὑ­πάρ­χουν μέ­σα σ᾿ αὐ­τόν. 
  • β. Ὁ Θε­ός, ὡς Κύ­ριος οὐ­ρα­νοῦ καὶ γῆς, δὲν κα­τοι­κεῖ σὲ να­οὺς ποὺ ἔ­χουν φτιά­ξει    ἀν­θρώ­πι­να χέ­ρια, ὅ­πως εἶ­ναι οἱ Να­οὶ ποὺ ἔ­χουν φτιά­ξει οἱ καλ­λι­τέ­χνες σας. 
  • γ. Ὁ Θε­ὸς δὲν ὑ­πη­ρε­τεῖ­ται ἀ­πὸ ἀν­θρώ­πι­να χέ­ρια, ὡς νὰ εἶ­χε ἀ­νάγ­κη ἀ­πὸ κά­τι, ἀ­φοῦ αὐ­τὸς δί­νει ζω­ὴ καὶ πνο­ὴ σὲ ὅ­λα. 
  • δ. Ὁ Θε­ὸς ἐ­δη­μι­ούρ­γη­σε ὅ­λα τὰ ἔ­θνη ἀ­πὸ ἕ­ναν ἄν­θρω­πο, (ἐν­νο­εῖ τὸν Ἀ­δάμ), γιὰ νὰ κα­τοι­κοῦν πά­νω σὲ ὅ­λη τὴν γῆ καὶ ὅ­ρι­σε πό­σο και­ρὸ θὰ ὑ­πάρ­χουν καὶ σὲ ποι­ὰ σύ­νο­ρα θὰ κα­τοι­κοῦν. 
  • ε. Ὁ Θε­ὸς θέ­λη­σε νὰ ἀ­να­ζη­τοῦν τὸν Κύ­ριο ὅ­λα τὰ Ἔ­θνη, (μέ­ τήν ἔμ­φυ­τη τά­ση, στὰ χα­ρί­σμα­τα τοῦ «κα­τ᾿ εἰ­κό­να» νὰ ἀ­να­ζη­τοῦν μέ­σα στὴν ψυ­χὴ τους τὸ θεῖ­ο) καὶ νὰ προ­σπα­θοῦν νὰ τὸν βροῦν ψη­λα­φών­τας στὸ σκο­τά­δι, ἂν καὶ δὲν εἶ­ναι μα­κριὰ ἀ­πὸ τὸν κα­θέ­να μας. Για­τί, ὅ­πως λέ­νε κά­ποι­οι Ἕλ­λη­νες ποι­η­τὲς «μέ­σα σ᾿ Αὐ­τὸν ζοῦ­με καὶ κι­νού­μα­στε καὶ ὑ­πάρ­χου­με», ὅ­πως ἐ­πί­σης καὶ «εἴ­μα­στε δι­κή του γε­νιὰ». 
  • στ. Ἀ­φοῦ λοι­πὸν εἴ­μα­στε δι­κή Του γε­νιά, δὲν θὰ πρέ­πει νὰ νο­μί­ζου­με ὅ­τι ἡ θε­ό­τη­τα εἶ­ναι κά­τι ὅ­μοι­ο μὲ χρυ­σὸ ἢ ἄρ­γυ­ρο ἢ πέ­τρα, δηλ. μὲ ἔρ­γο τῆς τέ­χνης ἢ τῆς φαν­τα­σί­ας τοῦ ἀν­θρώ­που. 
  • ζ. Ὁ Θε­ὸς πα­ρέ­βλε­ψε τὰ χρό­νια τῆς ἄ­γνοι­ας, τώ­ρα ὅ­μως ζη­τεῖ ἀ­πὸ ὅ­λους τούς     ἀν­θρώ­πους σὲ κά­θε τό­πο νὰ με­τα­νο­ή­σουν. Για­τί κα­θό­ρι­σε μί­α μέ­ρα, ποὺ θὰ κρί­νει τὴν οἰ­κου­μέ­νη μὲ δι­και­ο­σύ­νη, μέ­σῳ ἑ­νὸς ἀν­δρός, ποὺ ὅ­ρι­σε γι­᾿ αὐ­τό. Καὶ ἔ­δω­σε βέ­βαι­η ἀ­πό­δει­ξη σὲ ὅ­λους, ὅ­τι αὐ­τὸς θὰ εἶ­ναι ὁ κρι­τής, ἀ­να­σταί­νον­τάς Τον ἀ­πὸ τοὺς νε­κρούς.

6. Ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα τῆς ὁ­μι­λί­ας τοῦ ἀπ. Παύ­λου στὴν Ἀ­θή­να

Ὁ ἀπ. Παῦ­λος στὴν ὁ­μι­λί­α του ἀ­να­φέρ­θη­κε στὸν Θε­ό, ποὺ δη­μι­ούρ­γη­σε ἐκ τοῦ μη­δε­νὸς τὸν κό­σμο, ποὺ συν­τη­ρεῖ τὰ πάν­τα καὶ ἔ­χει κα­θο­ρί­σει τὰ χω­ρι­κὰ καὶ χρο­νι­κὰ ὅ­ρια τῶν Ἐ­θνῶν. Κα­τα­λή­γει δέ, νὰ μι­λή­σει γιὰ τὸν Θε­ὸ ποὺ θὰ κρί­νει τὰ πάν­τα, μέ­σῳ ἑ­νὸς ἀν­θρώ­που, τὸν ὁ­ποῖ­ο ἀ­νέ­στη­σε ἐκ νε­κρῶν, (ἐν­νο­ών­τας βέ­βαι­α τὸν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό, τὸ ὄ­νο­μα τοῦ ὁ­ποί­ου δὲν ἀ­νέ­φε­ρε). Τὸ στοι­χεῖ­ο ποὺ προ­κά­λε­σε ἔκ­πλη­ξη καί εἰρω­νι­κά σχό­λια ἀ­πὸ κά­ποι­ους Ἀ­θη­ναί­ους, καὶ ἐ­πὶ πλέ­ον τὴν εὐ­γε­νι­κή τους ἀ­πόρ­ρι­ψη, δηλ. τό «ἀ­κου­σό­με­θά σου πά­λιν», ἦ­ταν βε­βαί­ως ἡ Ἀ­νά­στα­ση. Ἦ­ταν κά­τι πρω­τά­κου­στο καὶ μέ­χρι τό­τε ἀ­δι­α­νό­η­το. Οὐ­δεὶς πο­τὲ προ­η­γου­μέ­νως εἶ­χε μι­λή­σει γιὰ Ἀ­νά­στα­ση ἐκ νε­κρῶν, πλὴν κά­ποι­ων ἀ­να­φο­ρῶν στὸ ἐ­πί­πε­δο τῆς Μυ­θο­λο­γί­ας, (π.χ.  Ἄ­δω­νις, Δι­ό­νυ­σος, Ἄλ­κη­στις κ.λπ.).

Ἀ­νά­στα­ση εἶ­ναι μιὰ νέ­α ἔν­νοι­α. Μιὰ δι­δα­σκα­λί­α ἄ­γνω­στη στὴν προ­χρι­στι­α­νι­κὴ ἀν­θρω­πό­τη­τα. Ἦ­ταν δύ­σκο­λο νὰ κα­τα­νο­η­θεῖ μὲ τὴν τό­τε εἰ­δω­λο­λα­τρι­κὴ κουλ­τού­ρα καὶ ἀ­κό­μα πιὸ δύ­σκο­λο νὰ ἀ­φο­μοι­ω­θεῖ. Ὁ προ­χρι­στι­α­νι­κὸς κό­σμος σχε­δὸν στὸ σύ­νο­λό του, πί­στευ­ε στὴν ἀ­θα­να­σί­α τῆς ψυ­χῆς, ἀλ­λὰ δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ φαν­τα­σθεῖ τὴν Ἀ­νά­στα­ση. Γι­᾿ αὐ­τὸ καὶ εἶ­χε ἐ­κτρα­πεῖ στὴν «Με­τεν­σάρ­κω­ση».

Πα­ρό­λον ὅ­τι φαι­νο­με­νι­κὰ ἡ ἀ­πο­στο­λὴ τοῦ Παύ­λου εἶ­χε ἀ­πο­τύ­χει, ἐν τούτοις αὐ­τοὶ ποὺ προ­σκο­λλή­θη­καν στὸν Παῦ­λο καὶ πί­στε­ψαν, ὀ­λι­γά­ριθ­μοι ἀλ­λὰ ἐ­κλε­κτοί, ἀ­πε­τέ­λε­σαν τόν πυ­ρή­να τῆς πρώ­της Ἐκ­κλη­σί­ας τῶν Ἀ­θη­νῶν. Ἀρ­γό­τε­ρα στὴν Β′ πρὸς Θεσ­σα­λο­νι­κεῖς ἐ­πι­στο­λή του, ὁ ἀπ. Παῦ­λος θὰ χρη­σι­μοι­ποι­ή­σει τὴν φρά­ση «οὐ πάν­των ἡ πί­στις», (Β′ Θεσ. γ′ 2), δηλ. ὅ­τι ἡ Χρι­στι­α­νι­κὴ πί­στη δὲν εἶ­ναι γιὰ κά­θε ἄν­θρω­πο. Χρει­ά­ζε­ται εἰ­δι­κὲς προ­ϋ­πο­θέ­σεις. Δὲν εἶ­ναι ἀρ­κε­τὴ ἡ καλ­λι­έρ­γεια τοῦ νοῦ, δι­ό­τι ἔ­χει στοι­χεῖ­α «ὑ­πέρ­λο­γα». Χρει­ά­ζε­ται, πρὸ πάν­των χρει­ά­ζε­ται καλ­λι­έρ­γεια τῆς καρ­διᾶς.

Κα­τὰ τὴν πα­ρά­δο­ση, ὁ Ἅ­γιος Δι­ο­νύ­σιος ὁ Ἀ­ρε­ο­πα­γί­της, τὴν ἡ­μέ­ρα τῆς Σταυ­ρώ­σε­ως τοῦ Χρι­στοῦ βρι­σκό­ταν σὲ τα­ξί­δι στὴν Αἴ­γυ­πτο. Τοῦ ἔ­κα­νε δὲ με­γά­λη ἐν­τύ­πω­ση­ τό τρί­ω­ρο σκο­τά­δι, ποὺ κά­λυ­ψε ὅ­λη τὴν γῆ, κα­τὰ τὴν δι­ή­γη­ση τοῦ ἀπ. Παύ­λου, με­τὰ τὸν θά­να­το τοῦ Χρι­στοῦ. Ση­μεί­ω­σε δέ, τὴν ἡ­μέ­ρα καὶ τὴν ὥ­ρα ποὺ συ­νέ­βη αὐ­τὸ καὶ ἔ­γρα­ψε χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ στὸ ση­μει­ω­μα­τά­ριό του: «Ἤ Θε­ὸς πά­σχει ἢ τὸ πᾶν ἀ­πώ­λε­το». Τὸ ἐ­ξαι­ρε­τι­κὸ αὐ­τὸ γε­γο­νός, ἐ­πε­βε­βαί­ω­σε ὅ­ταν ὁ Παῦ­λος, τοῦ ἀ­νέ­φε­ρε ἀ­κρι­βῶς τὴν ἡ­μέ­ρα καὶ τὴν ὥ­ρα, ποὺ συ­νέ­βη, ἡ ὁ­ποί­α συ­νέ­πι­πτε μὲ τὴν δι­κή του. Αὐ­τὸ ἦ­ταν ἕ­να ἰ­σχυ­ρὸ ἐ­πι­χεί­ρη­μα γιὰ τὴν ἀ­λή­θεια τῶν ὅ­σων δι­δά­σκει ὁ Παῦ­λος.

Με­τα­ξὺ τῶν ὅ­σων ἐ­πί­στε­ψαν τὴν ἡ­μέ­ρα ἐ­κεί­νη στὸ κή­ρυγ­μα τοῦ ἀπ. Παύ­λου, ἦ­ταν καὶ ὁ Ἅ­γιος Ἱε­ρό­θε­ος. Αὐ­τὸς ὑ­πῆρ­ξε πλα­τω­νι­κὸς φι­λό­σο­φος καὶ ἕ­νας ἀ­πὸ τὰ ἐν­νέ­α μέ­λη τοῦ Συμ­βου­λί­ου τῆς Γε­ρου­σί­ας τοῦ Ἀ­ρεί­ου Πά­γου. Καὶ αὐ­τὸς δέ­χθη­κε καὶ δι­δά­χθη­κε τὴν πί­στη τοῦ Χρι­στοῦ ἀ­πὸ τὸν ἀπό­στο­λο Παῦ­λο, καί στὴν συ­νέ­χεια χει­ρο­το­νή­θη­κε πρῶ­τος Ἐπί­σκο­πος Ἀ­θη­νῶν. Μα­θη­τής του ἢ συμ­μα­θη­τὴς του ὑ­πῆρ­ξε, ὁ Ἅ­γιος Δι­ο­νύ­σιος ὁ Ἀ­ρε­ο­πα­γί­της, ὁ ὁ­ποῖ­ος στὰ συγ­γράμ­μα­τά του πλέ­κει ἐγ­κώ­μια. Ἀμ­φό­τε­ροι οἱ ἅ­γιοι Ἱ­ε­ράρ­χες, Ἱε­ρό­θε­ος καὶ Δι­ο­νύ­σιος, κα­τὰ τὴν πα­ρά­δο­ση, πα­ρευ­ρέ­θη­σαν θαυ­μα­τουρ­γι­κῶς στὴν ἐ­ξό­διο ἀ­κο­λου­θί­α τῆς Ὑ­πε­ρα­γί­ας Θε­ο­τό­κου.

Ἴ­σως ὁ ἀπ. Παῦ­λος ἔ­φυ­γε ἀ­πο­γο­η­τευ­μέ­νος ἀ­πὸ τὴ με­γά­λη Ἀ­θή­να, τὴν πό­λη τοῦ πνεύ­μα­τος, στὴν ὁ­ποί­α εἶ­χε πά­ει μὲ τὴν ἐλ­πί­δα νὰ πεί­σει γιὰ τὴν ἀ­λή­θεια τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου, τοὺς σο­φούς τοῦ τό­τε κό­σμου. Ὅ­μως ἡ ἱ­στο­ρί­α τὸν δι­καί­ω­σε, δι­ό­τι ἡ Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ στέ­ρι­ω­σε στὴν Ἀ­θή­να καὶ ἀ­νέ­δει­ξε με­γά­λους Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοὺς ἄν­δρες. Δὲν δη­μι­ούρ­γη­σε δὲ πε­ραι­τέ­ρω προ­βλή­μα­τα, γι­᾿ αὐ­τὸ καὶ δὲν χρει­ά­στη­κε ὁ Παῦ­λος νὰ στεί­λει στοὺς Ἀ­θη­ναί­ους εἰ­δι­κὴ ἐ­πι­στο­λὴ.

Βρέ­θη­καν με­ρι­κοὶ νὰ ἀμ­φι­σβη­τή­σουν τὴν γνη­σι­ό­τη­τα τῆς ὁ­μι­λί­ας τοῦ ἀπ. Παύ­λου στὸν Ἄ­ρει­ο Πά­γο, για­τί οἱ Ἀρ­χαῖ­οι ἱ­στο­ρι­κοὶ συμ­πε­ραί­νον­τας συ­νή­θως ἀ­πὸ τὰ πε­ρι­στα­τι­κὰ, ἔ­γρα­φαν συ­νή­θως ἀ­πὸ τὸ μυα­λὸ τους τὶς ὁ­μι­λί­ες ποὺ ἔ­λε­γαν δῆ­θεν οἱ ἥ­ρω­ές τους. Ἡ ἀ­πο­τυ­χί­α ὅ­μως τῆς ὁ­μι­λί­ας, (ἀ­πὸ τὴν ἄ­πο­ψη τῶν ἀ­πο­τε­λε­σμά­των στὸ ἀ­κρο­α­τή­ριο), ἀ­πο­δει­κνύ­ει ἀ­κρι­βῶς τὸ ἀν­τί­θε­το. Δι­ό­τι, ἕ­νας πλα­στο­γρά­φος θὰ τὴν ἔ­γρα­φε γιὰ νὰ ἐ­ξά­ρει τὴν ἐ­πι­τυ­χί­α.

Στὰ χρο­νι­κά τῆς Χρι­στι­α­νι­κῆς ἱ­ε­ρα­πο­στο­λῆς, δὲν ὑ­πάρ­χει τολ­μη­ρό­τε­ρο ἐγ­χεί­ρη­μα ἀ­πὸ τὴν ὁ­μι­λί­α τοῦ ἀπ. Παύ­λου στὴν Ἀ­θή­να. Στὴν Ἀ­κρό­πο­λη τῆς εἰ­δω­λο­λα­τρεί­ας, στὴν πό­λη ποὺ ἐ­ξα­κο­λου­θοῦ­σε νὰ ἔ­χει τὴν αἴ­γλη τῆς Τέ­χνης καὶ τῶν Γραμ­μά­των. Στὴν πό­λη ὅ­μως, ποὺ εἶ­χε χά­σει κά­θε πί­στη. Τὴν θρη­σκεί­α τους εἶ­χαν κα­ταρ­γή­σει οἱ σο­φι­στές. Ποι­ὸς θὰ μπο­ροῦ­σε λοι­πὸν νὰ φαν­τα­σθεῖ ὅ­τι αὐ­τὴ ἀ­κρι­βῶς ἡ νέ­α Θρη­σκεί­α ἦ­ταν ἕ­να μο­να­δι­κό δῶρο στὸ ὁ­ποῖ­ο οἱ Ἕλ­λη­νες στὸ μέλ­λον, θὰ χρω­στοῦ­σαν τὴν σω­τη­ρί­α τοῦ Ἔ­θνους, τῆς φι­λο­λο­γί­ας καὶ τῆς γλώσ­σας των.


(1). Δηλ. ἀ­να­στα­τω­νό­ταν ἐ­σω­τε­ρι­κά, βλέ­πον­τας τὴν πό­λη νὰ εἶ­ναι γε­μά­τη εἴ­δω­λα.
(2). Δηλ. ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νος στὸν ἄ­γνω­στο Θε­ὸ.
(3). Σὰν τί θέ­λει νὰ πεῖ ἐ­τοῦ­τος ὁ «πα­ρα­μυ­θάς». Καὶ ἄλ­λοι ἔ­λε­γαν, «φαί­νε­ται πώς κη­ρύτ­τει ξέ­νους Θε­οὺς. Καὶ αὐ­τὸ τὸ ἔ­λε­γαν, δι­ό­τι ἐ­κή­ρυτ­τε σ᾿ ­αὐ­τοὺς τὸν Ἰ­η­σοῦ καὶ τὴν Ἀ­νά­στα­ση.
(4). Ὁ περίφημος ὕμνος τοῦ Κλεάνθη πρὸς τὸν Δία σὲ νεοελληνικὴ μετάφραση, (γιὰ τὸ πρωτότυπο βλ. «Ο ΠΑΥΛΟΣ ΤΟΥ HOLTZNER» σελ. 213 ), ἔχει ὡς ἑξῆς:

«Ἀπ᾿ ὅλους τούς Θεούς, πιὸ δοξασμένε, πολυώνυμε καὶ πολύμορφε, αἰώνιε παντοδύναμε Δία,
πού ἀπὸ Σένα πῆρε ἡ Πλάση ἀρχή, ποὺ κυβερνᾶς μὲ τοὺς νόμους σου τὰ πάντα, χαῖρε∙
γιατί καὶ σ᾿ ὅλους τούς θνητοὺς δίνεις τὸ δικαίωμα νὰ σοῦ μιλᾶν.
Γιατί ἀπ᾿ τὴν δική σου γενιά σου ἔχουμε βγεῖ σὰν ἀπομίμηση τοῦ κυβερνήτη
μοναδική, ἀπ᾿ ὅσα θνητὰ ζοῦν καὶ κινοῦνται πάνω στὴ γῆ∙
γι᾿ αὐτὸ θὰ σὲ πολυδοξολογήσω, καὶ τὴν δύναμή σου γιὰ πάντα θὰ τραγουδῶ.
Σὲ σένα ὅλη αὐτὴ ἡ πλάση ποὺ στριφογυρίζει γύρω ἀπὸ τὴν γῆ,
ὑπακούει ὅπου κι᾿ ἂν τὴν ὁδηγεῖς καί πειθαρχικὰ ὑποτάσσεται σὲ σένα.
Στὰ ἀνίκητα χέρια σου κρατᾶς γιὰ ὑπηρέτη, τὸ δίστομο, φλογισμένο, ἀθάνατο ἀστροπελέκι.
Μ᾿ αὐτό ὁδηγεῖς ἐσὺ τὸν καταδεκτικὸ λόγο, ποὺ μέσα σ᾿ ὅλα περνᾶ τὰ μικρὰ καὶ τὰ μεγάλα ἀστέρια.
Σὺ εἶσαι αὐτός, ποὺ τόσο μεγάλος ἔχεις γίνει, ὁ πιὸ ἀνώτερος αἰώνιος βασιλιὰς.
Οὔτε γίνεται κανένα ἔργο πάνω στὴ γῆ χωρὶς ἐσέ, Θεὲ,
οὔτε στὸ αἰθέριο στερέωμα, οὔτε στὴ θάλασσα ἐπάνω,
ἐκτὸς ἐκεῖνα ποὺ κάνουν οἱ κακοὶ μὲ τὴν δική τους ἀμυαλιὰ.
Σὺ ὅμως ξέρεις νὰ συμπληρώνεις τὶς ἐλλείψεις,
νὰ ὀμορφαίνεις τὶς ἀσχήμιες, καὶ νὰ ἀγαπᾶς κι᾿ ἐκείνους ποὺ δὲν σ᾿ ἀγαποῦν,
γιατί ἔχεις συνδυάσει τὰ πάντα καὶ συνενώσει τὰ καλὰ καὶ τὰ κακά,
ὥστε ἀπ᾿ ὅλα τὰ ὄντα, πάντα νὰ πραγματώνεται ἕνας λόγος, (ὁ δικός σου),
πού ὅσοι ἀπ᾿ τοὺς θνητοὺς εἶναι κακοὶ τὸν παρατοῦν καὶ τὸν ἀποφεύγουν.
Ἀλλά, πανάγαθε Δία, ἀόρατε, ποὺ ἐξουσιάζεις τοὺς κεραυνούς,
λύτρωνε τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴν ὀλέθρια ἀπειροσύνη,
καὶ διῶξε την, πατέρα μακρυὰ ἀπὸ τὴν ψυχή, κι᾿ ἀξίωσέ μας νὰ ἀποκτήσουμε
τὴν γνώμη, ὅτι σὺ θαρετὰ καὶ μὲ δικαιοσύνη, κυβερνᾶς τὰ πάντα,
γιὰ νὰ σοῦ ἀποδίδουμε τιμὴ στὴν τιμή, ὑμνώντας γιὰ πάντα τὰ ἔργα σου, ὅπως πρέπει
σ᾿ ἐκείνους ποὺ εἶναι θνητοί∙ γιατί στοὺς ἀνθρώπους δὲν ἔχει δοθεῖ προνόμιο πιὸ μεγάλο,
οὔτε στοὺς θεούς, παρὰ νὰ ὑμνοῦν πάντα μὲ δικαιοσύνη τὸν παγκόσμιο νόμο». [Σημείωση: Οἱ φράσεις ποὺ ἔχουμε ὑπογραμμίσει θυμίζουν τὴν Χριστιανικὴ διδασκαλία.]
(5). Αὐτὸ μοιάζει πολὺ μὲ τὸ σύνθημα ποὺ ἐπικρατεῖ στὶς μέρες μας, “To have a nice time” τὸ ὁποῖο μπορεῖ νὰ μεταγλωττισθεῖ, «νὰ περνᾶμε καλὰ».
(6). Σύμ­φω­να μὲ με­ρι­κοὺς ἐ­ρευ­νη­τές, τὸ ὄ­νο­μα Δά­μα­ρις εἶ­ναι πι­θα­νὸν τὸ «ἐ­ξελ­λη­νι­σμέ­νο» Ἑ­βρα­ϊ­κὸ «Θά­μαρ».

(7). Δηλ. «Ποῦ λοι­πὸν νὰ βρε­θεῖ σο­φός, ποῦ νὰ βρε­θεῖ γνώ­στης τῶν Γρα­φῶν, ποῦ νὰ βρε­θεῖ ἀ­πο­λο­γη­τής αὐ­τοῦ ἐ­δῶ τοῦ αἰ­ῶ­να; Δὲν ἀ­πέ­δει­ξε ὁ Θε­ὸς μω­ρί­α τὴν σο­φί­α τοῦ κό­σμου; Ἐ­πει­δὴ πράγ­μα­τι οἱ ἄν­θρω­ποι, δὲν μπό­ρε­σαν μὲ τὴν σο­φί­α τους ν᾿ ἀ­να­γνω­ρί­σουν τὸν ἀ­λη­θι­νὸ Θε­ὸ μέ­σα ἀ­πὸ τὰ δη­μι­ουρ­γή­μα­τά Του, ποὺ φα­νε­ρώ­νουν τὴν σο­φί­α Του, εὐ­δό­κη­σε ὁ Θε­ὸς νὰ σώ­σει, μὲ τὴν μω­ρί­α τοῦ κη­ρύγ­μα­τος ἀ­πὸ τὸν τε­λι­κὸ ὄ­λε­θρο, ἐ­κεί­νους ποὺ θὰ πι­στέ­ψουν».

(8). Δηλ. «μέ­σα σ᾿ Αὐ­τὸν ζοῦ­με καὶ κι­νού­μα­στε καὶ ὑ­πάρ­χου­με». Ἐ­δῶ ὁ Παῦ­λος ὑ­πο­νο­εῖ τὴν παν­τα­χοῦ πα­ρου­σί­α τοῦ Θε­οῦ (πρβλ.μὲ τὸ «παν­τα­χοῦ πα­ρών καί τά πάν­τα πλη­ρῶν»). Ὁ ἐν λό­γῳ στί­χος τοῦ Ἐ­πι­με­νί­δη, εἶ­χε γρα­φεῖ μὲ «παν­θε­ϊ­στι­κό» νό­η­μα. Στὸν «Παν­θε­ϊ­σμό», τὰ πάν­τα θε­ω­ροῦν­ται «ΘΕΟΣ», δι­ό­τι συγ­χέ­ον­ται τὰ «κτί­σμα­τα» μὲ τὸν «κτί­στη». Ὁ ἀπ. Παῦ­λος ἔ­δω­σε «ἐν­θε­ϊ­στι­κό» νό­η­μα στὸν στί­χο. Κά­θε κτι­στὸ δη­μι­ούρ­γη­μα εἶ­ναι «ἔν­θε­ον», ἀλ­λὰ ὄ­χι Θε­ός, δι­ό­τι ὁ Θε­ὸς ὡς «παν­τα­χοῦ πα­ρών καί τά πάν­τα πλη­ρῶν» πε­ρι­έ­χει καὶ ζω­ο­γο­νεῖ τὰ πάν­τα.

(9). Δηλ. εἴ­μα­στε δι­κή του γε­νιά.. Ἐ­δῶ ἴ­σως ὁ ἀπ. Παῦ­λος ὑ­πο­νο­εῖ ἀφ᾿ ἑ­νὸς τὴν «πνευ­μα­τι­κή συγ­γέ­νεια» τοῦ ἀν­θρώ­που μὲ τὸν Θε­ό, ἀ­φοῦ εἴ­μα­στε πλα­σμέ­νοι «κατ᾿ εἰ­κό­να Θε­οῦ», ἀφ᾿ ἑ­τέ­ρου ὅ­τι εἴ­μα­στε ὅ­λοι οἱ ἄν­θρω­ποι παι­διὰ τοῦ ἴ­διου «Πα­τέ­ρα», ἄ­ρα ἀ­δέλ­φια με­τα­ξύ μας. Ὁ Ἄ­ρα­τος πάν­τως, δὲν γνω­ρί­ζου­με, μὲ ποι­ὰ ἔν­νοι­α τὸ εἶ­πε.

(10). Δηλ. ὁ Θε­ὸς πα­ρα­βλέ­πον­τας τὰ χρό­νια τῆς ἄ­γνοι­ας, ζη­τᾶ ἀ­πὸ ὅ­λους το­ύς ἀν­θρώ­πους σὲ κά­θε τό­πο, νὰ με­τα­νο­ή­σουν. Βε­βαί­ως δὲν γνω­ρί­ζου­με ποι­ὰ ἔ­νοι­α στὴν λέ­ξη «με­τά­νοι­α» ἔ­δι­ναν οἱ Ἀ­θη­ναῖ­οι. Πάν­τως ὁ Παῦ­λος τὴν χρη­σι­μο­ποι­εῖ, ὡς νὰ ὁ­μι­λοῦ­σε ἤ­δη σὲ Χρι­στια­νοὺς.

Παρασκευή 1 Ιουλίου 2016

Ψήφος στα 17! Μια ανεγκέφαλη ιδέα





Στα 17 τους οι έλληνες εκλογείς θα αναδεικνύουν κάτι σαν «μαθητικά συμβούλια» για την διακυβέρνηση της χώρας!

Αυτό θα πεί (αριστερή) φαντασία στην εξουσία!

Αυτό θα πεί πρωτοπορεία στις μεταρρυθμίσεις και οπισθοπορεία στη λογική και στον ρεαλισμό!

Ψήφο στα 17! Κι όσο πιο άπειρος κι ανώριμος ο πολίτης, τόσο πιο ευμετάβολος, τόσο πιο χειραγωγήσιμος, τόσο πιο ευάλωτος στον εκμαυλισμό.

Προφανώς και αυτονοήτως, στα 17 θα κατέβει και η δικαιοπρακτική ικανότητα των Ελλήνων πολιτών, γιατί αλλιώς η ψήφος των 17άρηδων θα είναι άκυρη!

Για να είμαστε μέσα στο κλίμα της φαντασίας και της πρωτοπορειακής μεταρρύθμισης, η αδικοπρακτική ικανότητα των ελλήνων, ο καταλογισμός ευθύνης και η απόδοση κάθε ευθύνης τους, ματαιώνεται οριστικά. Πού να τα βάζεις με τον κόσμο, και να εχεις πολιτικό κόστος... Δεν γίνεται να τους καταστήσεις υπεύθυνους για εγκλήματα... Η τιμωρία είναι μια αστική εξουσία που βλάπτει την επαναστατικότητα των νέων...

Κάτω οι ευθύνες, πάνω οι ελευθερίες και οι εξουσίες!

Μπράβο, πρωθυπουργέ μου, έτσι σε θέλουμε όλοι!

Η επόμενη μεταρρύθμιση, ας είναι η πτώση του ορίου ηλικίας για την εκλογιμότητα των πολιτών. Ας μην περιμένουνε τα παιδιά μέχρι τα 25, ας εκλέγονται από τα 17 τους και για βουλευτές.Θα έχετε αθρόα προσέλευση... επίδοξων βουλευτών, κι άμα προκόψουμε ποτέ, με τα παιδάρια στην εξουσία, βλέπουμε!

Σάββατο 25 Ιουνίου 2016

Κυριακή, Πάντων των Αγίων!

Image result for εικόνες αγιοι πάντες

Τούτη την Κυριακή, 
(56 ημέρες, πάντοτε, μετά την Κυριακή της Ανάστασης του Χριστού μας) γιορτάζουμε, «όσους αγίασε το Άγιο Πνεύμα, τους Προπάτορες και Πατριάρχες, τους Προφήτες και ιερούς Αποστόλους, τους Μάρτυρες και τους Ιεράρχες, τους Ιερομάρτυρες και Οσιομάρτυρες, τους Όσιους και Δίκαιους και όλες τις άγιες Γυναίκες και τους ανώνυμους Αγίους», διαβάζω στον Συναξαριστή.

Το απολυτίκιο της ημέρας

Των εν όλω τω κόσμω Μαρτύρων σου,
ως πορφύραν και βύσσον
τα αίματα,
η Εκκλησία σου στολισαμένη,
δι' αυτών βοά σοι, Χριστέ ο Θεός.
Tω λαώ σου τους οικτιρμούς σου κατάπεμψον,
ειρήνην τη πολιτεία σου δώρησαι,
και ταις ψυχαίς ημών το μέγα έλεος (*).

Ιστορικά

Η εορτή αυτή άρχισε ως εορτή πάντων των Αγίων Μαρτύρων, αλλά καθιερώθηκε να εορτάζεται ως εορτή των Αγίων Πάντων επί Λέοντος του Σοφού, αφού -σύμφωνα με όσα γράφονται για το θέμα- Μάρτυρες δεν είναι μόνο αυτοί οι οποίοι υπέφεραν μαστιγώσεις, ή μόνο όσοι ρίφθηκαν στην πυρά ή υπέστησαν άλλα φρικτά βασανιστήρια, αλλά μάρτυρες είναι όλοι οι Άγιοι του Κυρίου, διότι κάθε Θεούμενος βιώνει το δικό του μαρτύριο, είτε αυτό είναι του αίματος, είτε της συνειδήσεως.

Όλοι ανεξαίρετα οι Άγιοι χαρακτηρίζονται από το θάρρος ομολογίας της πίστεως προς τον Ιησού Χριστό, την άρση του «σταυρού της πίστεως και της αγάπης» προς τον Κύριο, και την απαγκίστρωση από τα επίγεια και εφήμερα.

Τα σημερινά Εκκλησιαστικά Αναγνώσματα:
Από την προς Εβραίους Επιστολή Παύλου, κεφ. ια 33 -ιβ- 2

33 οἳ διὰ πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας, εἰργάσαντο δικαιοσύνην, ἐπέτυχον ἐπαγγελιῶν, ἔφραξαν στόματα λεόντων, 34 ἔσβεσαν δύναμιν πυρός, ἔφυγον στόματα μαχαίρας, ἐνεδυναμώθησαν ἀπὸ ἀσθενείας, ἐγενήθησαν ἰσχυροὶ ἐν πολέμῳ, παρεμβολὰς ἔκλιναν ἀλλοτρίων· 35 ἔλαβον γυναῖκες ἐξ ἀναστάσεως τούς νεκροὺς αὐτῶν· ἄλλοι δὲ ἐτυμπανίσθησαν, οὐ προσδεξάμενοι τὴν ἀπολύτρωσιν, ἵνα κρείττονος ἀναστάσεως τύχωσιν· 36 ἕτεροι δὲ ἐμπαιγμῶν καὶ μαστίγων πεῖραν ἔλαβον, ἔτι δὲ δεσμῶν καὶ φυλακῆς· 37 ἐλιθάσθησαν, ἐπρίσθησαν, ἐπειράσθησαν, ἐν φόνῳ μαχαίρας ἀπέθανον, περιῆλθον ἐν μηλωταῖς, ἐν αἰγείοις δέρμασιν, ὑστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, 38 ὧν οὐκ ἦν ἄξιος ὁ κόσμος, ἐν ἐρημίαις πλανώμενοι καὶ ὄρεσι καὶ σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς. 39 Καὶ οὗτοι πάντες μαρτυρηθέντες διὰ τῆς πίστεως οὐκ ἐκομίσαντο τὴν ἐπαγγελίαν, 40 τοῦ Θεοῦ περὶ ἡμῶν κρεῖττόν τι προβλεψαμένου, ἵνα μὴ χωρὶς ἡμῶν τελειωθῶσι.

ΙΒ´\ΤΟΙΓΑΡΟΥΝ καὶ ἡμεῖς, τοσοῦτον ἔχοντες περικείμενον ἡμῖν νέφος μαρτύρων, ὄγκον ἀποθέμενοι πάντα καὶ τὴν εὐπερίστατον ἁμαρτίαν, δι' ὑπομονῆς τρέχωμεν τὸν προκείμενον ἡμῖν ἀγῶνα, 2 ἀφορῶντες εἰς τὸν τῆς πίστεως ἀρχηγὸν καὶ τελειωτὴν ᾿Ιησοῦν, ὃς ἀντὶ τῆς προκειμένης αὐτῷ χαρᾶς ὑπέμεινε σταυρόν, αἰσχύνης καταφρονήσας, ἐν δεξιᾷ τε τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ κεκάθικεν.


Από το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον κεφ. ι, εδ. 32, 33, 37, 38 και ιθ εδ. 27-30

32 Πᾶς οὖν ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγὼ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς· 33 ὅστις δ᾿ ἂν ἀρνήσηταί με ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ἀρνήσομαι αὐτὸν κἀγὼ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς.

37 ῾Ο φιλῶν πατέρα ἢ μητέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος· καὶ ὁ φιλῶν υἱὸν ἢ θυγατέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος· 38 καὶ ὃς οὐ λαμβάνει τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθεῖ ὀπίσω μου, οὐκ ἔστι μου ἄξιος.

27 Τότε ἀποκριθεὶς ὁ Πέτρος εἶπεν αὐτῷ· ἰδοὺ ἡμεῖς ἀφήκαμεν πάντα καὶ ἠκολουθήσαμέν σοι· τί ἄρα ἔσται ἡμῖν; 28 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ὑμεῖς οἱ ἀκολουθήσαντές μοι, ἐν τῇ παλιγγενεσίᾳ, ὅταν καθίσῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ θρόνου δόξης αὐτοῦ, καθίσεσθε καὶ ὑμεῖς ἐπὶ δώδεκα θρόνους κρίνοντες τὰς δώδεκα φυλὰς τοῦ ᾿Ισραήλ. 29 καὶ πᾶς ὃς ἀφῆκεν οἰκίας ἢ ἀδελφοὺς ἢ ἀδελφὰς ἢ πατέρα ἢ μητέρα ἢ γυναῖκα ἢ τέκνα ἢ ἀγροὺς ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός μου, ἑκατονταπλασίονα λήψεται καὶ ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσει. 30 Πολλοὶ δὲ ἔσονται πρῶτοι ἔσχατοι καὶ ἔσχατοι πρῶτοι. 

***************************************** 

(*) Που θα ειπεί, σε ελεύθερη απόδοση, στην καθομιλουμένη:

«Η Εκκλησία σου Χριστέ, 
στολισμένη  σαν με βασιλική φορεσιά, μες στην πορφύρα και τον βύσσο,
(γιατί μόνο οι βασιλείς φορούσαν πορφυρά και πολυτελή ενδύματα) 
βαμμένη στο αίμα 
(γιατί το κόκκινο της Εκκλησίας είναι το αίμα)  
των όπου γης απειράριθμων Μαρτύρων Σου,
 με τη δύναμη της δικιάς τους πίστης, 
Σε παρακαλεί: 
Κύριε, σπλαγχνίσου μας! 
 Στείλε ειρήνη στον κόσμο 
 [στην πολιτεία (=στη ζωή) των τέκνων Σου] , 
και στις ψυχές μας χάρισε γαλήνη και συχώρεση».


Πολιτικά παιχνίδια και μεταμφιέσεις


Image result for μπαλ μασκε 
Διαβάζω εδώ, για τις πολιτικές μεταμφιέσεις. Ένα άρθρο «δροσερό», [ήπιο κι ευχάριστο, που δεν πληγώνει καρδιές, αλλά] που φέρνει κάτι σημαντικό: να αναλύουμε, να μαθαίνουμε από ό,τι βλέπουμε, κι όχι να καταπίνουμε ό,τι βρίσκεται μπροστά μας.


Στο επίκεντρο ο κινηματογραφικός γνωστός μας, Αρτέμης Μάτσας, που επανειλημμένα έπαιξε το ρόλο του προδότη των Ελλήνων στους Γερμανούς της κατοχής.

Ο συμπαθής, ηθοποιός, αναφέρει το άρθρο, είπε κάποτε, σε μια συνέντευξη, πως έχασε από μια προδοσία τον πατέρα του, και γι' αυτό προσπάθησε με τους προδοτικούς του ρόλους, να κάνει τους Έλληνες να μισήσουνε την προδοσία!

Πόσο πόνο μπορούσε να σηκώνει ο άνθρωπος, με τούτη την προσφορά του, για να δώσει ένα παράδειγμα αποφυγής! Γιατί, είναι μάλλον βέβαιο, πως όχι μονάχα κι ο ίδιος ξαναζούσε τον χαμό του πατέρα του, αλλά και (μάλλον το καταλάβαινε κι αδιαφορούσε γι' αυτό το κόστος) πως μάζευε στο πρόσωπό του όλη την ακατέργαστη μανία του κοινού, μια που αυτός ο ίδιος (παρά η ιδέα της αποτρόπαιης πράξης) ήτανε κοντύτερα στα μάτια των μικρών κι ανώριμων θεατών.

Πράγματι, η τέχνη μπορεί να διδάσκει ακόμη και με την απαξία των πράξεων!

Λέμε μπορεί! γιατί εδώ ο «σπιρτόζος», ο έλληνας πολιτικός, κι ο κάθε αεριτζής,  έβγαλε από τα κριτήριά του το γνωστό μας, παλαιόθεν, «καλό και συμφέρον» και άφησε μόνο το «συμφέρον», γιατί του είπανε πως και το σκέτο συμφέρον είναι καλό, ή γιατί νόμισε πως δεν πειράζει, δεν είναι μεγάλη διαφορά μία μόνο λέξη! Πώς φαίνεται το διεστραμμένο μυαλό! Μπορεί να καταδικάσει την κλεψιά και την προδοσία, και να αθωώσει τον κλέφτη και τον προδότη. Νά, πώς!

Εδώ λοιπόν, συνέβη να μισήσουμε μονάχα τον συγκεκριμένο προδότη! Γιατί αυτός ήτανε κάποιος, με ονοματεπώνυμο, και ασφαλώς δεν ήμασταν εμείς! Ήτανε αυτός εκεί!

[Πιο εύκολο, βλέπεις να αποκηρύξεις ένα πρόσωπο συγκεκριμένο, αλλά όχι την πράξη γιατί αυτή/ή μια παρόμοια, θα μπορούσε να είναι εργαλείο προσωπικού πλουτισμού και προνομίων! Και αυτό συνέβη πλειστάκις στην πολιτική μας ιστορία!]

Στη συνέχεια, εμείς, οι άλλοι, οι αθώοι κι έξυπνοι, μετατρέψαμε την προδοσία -αρχών, συνεργατών, πατρίδας κλπ- σε μια «έξυπνη επιχείρηση», σε μια «πολιτική διαπραγμάτευση» με προσωπικά οφέλη, καμμιά φορά και «με προσωπικά ρίσκα» και βαφτίσαμε την ενδοτικότητα στα σοβαρά και εθνικά ζητήματα «υποχώρηση για την εξυπηρέτηση υπέρτερης ανάγκης»! Την είπαμε και «salus populi»(*) κλπ, κλπ.

Το ανήσυχο μυαλό του συγγραφέα καθώς σκέφτηκε πως «το καλύτερο θέατρο δεν παίζεται πάντα στα πλατό και στα σανίδια», τρύπωσε στα σκοτεινά μονοπάτια της σύγχρονης πολιτικής πραγματικότητας...

Τρυπώνω κι εγώ εκεί, και βλέπω έναν αληθινό εφιάλτη! Βλέπω πως η πραγματικότητα, δηλαδή αυτό που γίνεται κάθε μέρα, ξεπερνάει κάθε φαντασία!

Εδώ ο μικρός αγώνας «πώς να καταστρέψεις το αντίπαλο κόμμα», έχει από καιρό μετατραπεί σε έναν ανελέητο κι ολομέτωπο αγώνα ολοσχερούς επικράτησης του ενός πολιτικού συνασπισμού έναντι του άλλου, με θύματα ασφαλώς την πατρίδα («τί θα πεί πατρίδα, τη χώρα», που λέει κι ο Σκουρλέτης) και τους Έλληνες.

Ο αγώνας πια είναι για το «πώς να εξουδετερώσεις το αντίπαλο κόμμα και να καρπούσαι διαρκώς την εξουσία»!

Να τι ακριβώς γίνεται συστηματικά εδώ:
Ο καθένας που παίρνει την εξουσία -ασχέτως κόμματος- διακηρύσσοντας
  • τις «επαναναστατικές του ιδέες,
  • ή τις σταθερές του ιδέες, 
  • ή τις φιλελεύθερες ιδέες κλπ.
κάνει ό,τι ο αντίπαλός του πλειοδοτώντας στην ανευθυνότητα [ως γνωστόν η αντιπολίτευση δεν έχει ευθύνη κυβερνητικού εργου] τον εξωθεί (με διαμαρτυρίες, διαδηλώσεις, κλπ πολιτικά και λαϊκίστικα μέσα) να κάνει!

Δηλαδή ο καθένας κυβερνά με την πολιτική του αντιπάλου του! κι ευκαιριακά κάνει και κάτι από τα δικά του, για να λέμε πως κυβερνάει αυτός! Προφανώς ποτέ δεν εξυπηρετείται ουσιαστικά ούτε η μια πολιτική, ούτε η άλλη!

Δυστυχώς, στο καζίνο «Ελλάς» το πολιτικό παίγνιο, καλά κρατεί!

Αγιάτρευτοι παίκτες, θεσιθήρες, προνομιολάγνοι, τελματωμένοι κι εξαρτημένοι από την προβολή, οι περισσότεροι! Σπανίζουν πια οι πολιτικοί με πολιτικόν ήθος.

«Εμείς, πάντα ήμασταν ολίγοι», που έλεγε κι ο Μακρυγιάννης....

Είναι πια ο καιρός, και στην πατρίδα μας, να ρίξουμε τα πέπλα όλων των μεταμφιεσμένων. Να λάβει τέλος το πάρτυ των μασκαρεμένων κολάκων της φιλαυτίας και της ισχυρογνωμοσύνης μας, και να κοιτάξουμε την αλήθεια κατάματα. Να αποφασίζουμε πια, κριτικά, ως νοήμονες και υπεύθυνοι, χωρίς να καταπίνουμε -ηδυπαθείς- αμάσητες τις ροζ ή τις μαύρες προπαγάνδες.

Στην πολιτική, ιδιαίτερα μετά την ψήφο στο «BREXIT», που μέχρι τελευταία στιγμή όλοι λέγαν πως ήταν στα σίγουρα «BREMAIN», τίποτε δεν είναι ταμπού! Αρκεί να υπάρχουν λόγοι, συνέπεια, γνώση και απόφαση (δείτε κι εδώ, ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον άρθρο!).

Το όχι του κάθε λαού, δεν είναι δεδομένο, όπως το ναί του. Το όχι, πρέπει να το διατυπώσει κανείς, και πρέπει να αγωνιστεί γι' αυτό. Και καλό είναι να το λέει με όσο καλύτερη γνώση γίνεται, για τις υποθέσεις που αφορούν την ύπαρξη και την προοπτική του.

Οι άλλοι θα αγωνιστούν (με νύχια και με δόντια) για το δικό τους όχι, στο όχι μας....

Σημείωση: Ευκαιρία για τούτο το σημείωμα ήταν το άρθρο «Ο Αρτέμης Μάτσας και οι φιλελεύθερες μεταμφιέσεις της Αριστεράς», που αναφέρεται στην εισαγωγή του παρόντος.

(*) salus populi = σωτηρία του λαού

Κυριακή 19 Ιουνίου 2016

Τη μέρα της Πεντηκοστής. Λαογραφικά


 


Στην αρχή, μέσα από τα μισόλογα της μάνας μου, για το «έτσι πρέπει», για το «έτσι τα βρήκαμε», μετά μέσα από τον Τροβαδούρο Νίκο Ξυλούρη, ο μεγάλος δημιουργός Γιάννης Μαρκόπουλος, σφράγισε στην ψυχή μου, τις πνοές και τους καημούς μας. Τις μεγάλες απουσίες τραγουδώντας, και αποκαλύπτοντας το δέος στην προσέγγισή μας με τις ψυχές που μας έχουν στοιχειώσει. Κι όλα τούτα, πάνω στους μυσταγωγικούς στίχους του Κώστα Γεωργουσόπουλου. Του ποιητή, που μας «μύρωσε» και μας κοινώνησε τα μυστήρια των παλαιότερων, που μ`αυτά κατάφεραν να μείνουν αθάνατοι -δείγματα και παραδείγματα- για τις επόμενες γενιές... Παράδοση, Τέχνη, Διαπαιδαγώγηση. Για να υπάρχει συνέχεια...

Τούτο το άρθρο, που διαβάζω στην «Κυκλαδίτικη κοινή γνώμη» (Πηγή) ήρθε να δώσει σάρκα και οστά, στη μέρα, με το άσμα, την μουσική, την ποίηση...

«Κυριακή (...) και η Μέρα της Πεντηκοστής αναβιώνει στα Ανώγεια, ένα έθιμο και μια παράδοση αιώνων, με τους νεκρούς που επιστρέφουν στον Άδη με κλάματα και λυγμούς μετά τις πενήντα μέρες που γυρνούσαν οι Ψυχές τους ανάμεσα στους ζωντανούς μετά την Ανάσταση του Χριστού.

Οι γυναίκες τιμούν τους νεκρούς στολίζοντας ένα πανέρι με τρία γλυκά κουλούρια κι ένα ανθότυρο η τυρί στη μέση, με καρυδόφυλλα… και τριαντάφυλλα και τα πηγαίνουν στην εκκλησία προσφορά για αυτούς που έχουν φύγει. Το τυρί βρίσκεται εκεί καθώς τα Ανώγεια είναι Κτηνοτροφικό χωριό ενώ τα φύλλα της καρυδιάς συμβολίζουν την πικρή και στυφή γεύση που έχουν την ημέρα αυτή οι Ψυχές, τη μέρα που οι νεκροί επιστρέφουν στον Άδη. Μάλιστα στη συνέχεια επισκέπτονται οι γυναίκες το νεκροταφείο στολίζουν με φύλλα καρυδιάς τους τάφους και τους πλύνουν με αυτά .Μετά την λειτουργία οι προσφορές κόβονται και μοιράζονται στους πιστούς στην μνήμη των νεκρών.

Σύμφωνα με τη λαϊκή θρησκευτική παράδοση, οι ψυχές των νεκρών ανεβαίνουν στον επάνω κόσμο κάθε ανάσταση για πενήντα μέρες. Πεντηκοστή δηλαδή είναι η τελευταία ημέρα του ταξιδιού των νεκρών, η μέρα που γυρίζουν πίσω. Την ώρα του γονατίσματος στην λειτουργία της εκκλησίας οι ψυχές των νεκρών γυρίζουν στον κάτω κόσμο, οι ζωντανοί κλείνουν τα μάτια τους ώστε να μη δουν τις ψυχές που λυπημένες γυρνούν στον Άδη. Εδώ στ’ Ανώγεια οι γυναίκες γονατίζουν πάνω σε φύλλα καρυδιάς γιατί συμβολίζουν την πικρία που κατέχει τις ψυχές των νεκρών την ημέρα αυτή, μιας και τα φύλλα είναι πικρά.

Στην Αρχαία Ελλάδα πίστευαν, ότι η καρυδιά με το βαθύ πράσινο (μαυροπράσινο) χρώμα ήταν το δέντρο του θεού Πλούτωνα, και ότι μόνο αυτό υπήρχε στον Άδη, και πως στη σκιά του ξάπλωναν και αναπαύονταν οι ψυχές τους. Άρα είναι απόλυτα συναφές με τα έθιμα για τις ψυχές των νεκρών.

Για την ημέρα της Πεντηκοστής έχει τραγουδήσει και ο μεγάλος Νίκος Ξυλούρης σε μουσική Γιάννη Μαρκόπουλου και στίχους Κώστα Γεωργουσόπουλου.

Τη μέρα της Πεντηκοστής,
τη νύχτα της γονατιστής
πάν’ οι ψυχές και κάθονται
βουβές στα περιβόλια.
Τρυπώνουν στις κρυφές γωνιές
μαζί με τις αράχνες
και μας κοιτούν αμίλητες
αθώρητες και μόνες.

Τη μέρα της Πεντηκοστής,
τη νύχτα της γονατιστής
πάν’ οι ψυχές και κρέμονται
στα ρούχα και στο φράχτη.
Φωλιάζουν στο καλό κρασί
και στο παλιό πυθάρι
γεμίζουν τις ραγισματιές
κι ανοίγουν τους φεγγίτες.

Τη μέρα της Πεντηκοστής,
τη νύχτα της γονατιστής
μη κόψετε ξερό κλαρί
ούτε χλωρό βλαστάρι.
Μη μάσετε τ’ ασπρόρουχα
και διώξετε τσ’ αράχνες
μην πίνετε γλυκό κρασί
και φοβηθούν και φύγουν».


Πεντηκοστή, προ και μετά. Τα Εκκλησιαστικά Αναγνώσματα των ημερών.

Image result for εικόνες πεντηκοστή 
 
Σάββατο των Ψυχών. Προ της Πεντηκοστής

Α. Επιστολή Παύλου, Α προς Θεσσαλονικείς: κεφ. 4, εδ. 13-17

13 Οὐ θέλομεν δὲ ὑμᾶς ἀγνοεῖν, ἀδελφοί, περὶ τῶν κεκοιμημένων, ἵνα μὴ λυπῆσθε καθὼς καὶ οἱ λοιποὶ οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα. 14 εἰ γὰρ πιστεύομεν ὅτι ᾿Ιησοῦς ἀπέθανε καὶ ἀνέστη, οὕτω καὶ ὁ Θεὸς τοὺς κοιμηθέντας διὰ τοῦ ᾿Ιησοῦ ἄξει σὺν αὐτῷ. 15 τοῦτο γὰρ ὑμῖν λέγομεν ἐν λόγῳ Κυρίου, ὅτι ἡμεῖς οἱ ζῶντες οἱ περιλειπόμενοι εἰς τὴν παρουσίαν τοῦ Κυρίου οὐ μὴ φθάσωμεν τοὺς κοιμηθέντας· 16 ὅτι αὐτὸς ὁ Κύριος ἐν κελεύσματι, ἐν φωνῇ ἀρχαγγέλου καὶ ἐν σάλπιγγι Θεοῦ καταβήσεται ἀπ' οὐρανοῦ, καὶ οἱ νεκροὶ ἐν Χριστῷ ἀναστήσονται πρῶτον, 17 ἔπειτα ἡμεῖς οἱ ζῶντες οἱ περιλειπόμενοι ἅμα σὺν αὐτοῖς ἁρπαγησόμεθα ἐν νεφέλαις εἰς ἀπάντησιν τοῦ Κυρίου εἰς ἀέρα, καὶ οὕτω πάντοτε σὺν Κυρίῳ ἐσόμεθα. 

Β. Ευαγγέλιο κατά Ιωάννην, κεφ. 21 εδ. 14-25

14 Τοῦτο ἤδη τρίτον ἐφανερώθη ὁ ᾿Ιησοῦς τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν. 15 ῞Οτε οὖν ἠρίστησαν, λέγει τῷ Σίμωνι Πέτρῳ ὁ ᾿Ιησοῦς· Σίμων ᾿Ιωνᾶ, ἀγαπᾷς με πλεῖον τούτων; λέγει αὐτῷ· ναί, Κύριε, σὺ οἶδας ὅτι φιλῶ σε. λέγει αὐτῷ· βόσκε τὰ ἀρνία μου. 16 λέγει αὐτῷ πάλιν δεύτερον· Σίμων ᾿Ιωνᾶ, ἀγαπᾷς με; λέγει αὐτῷ· ναί, Κύριε, σὺ οἶδας ὅτι φιλῶ σε. λέγει αὐτῷ· ποίμαινε τὰ πρόβατά μου. 17 λέγει αὐτῷ τὸ τρίτον· Σίμων ᾿Ιωνᾶ, φιλεῖς με; ἐλυπήθη ὁ Πέτρος ὅτι εἶπεν αὐτῷ τὸ τρίτον, φιλεῖς με, καὶ εἶπεν αὐτῷ· Κύριε, σὺ πάντα οἶδας, σὺ γινώσκεις ὅτι φιλῶ σε. λέγει αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· βόσκε τὰ πρόβατά μου. 18 ἀμὴν ἀμὴν λέγω σοι, ὅτε ἦς νεώτερος, ἐζώννυες σεαυτὸν καὶ περιεπάτεις ὅπου ἤθελες· ὅταν δὲ γηράσῃς, ἐκτενεῖς τὰς χεῖράς σου, καὶ ἄλλος σε ζώσει, καὶ οἴσει ὅπου οὐ θέλεις. 19 τοῦτο δὲ εἶπε σημαίνων ποίῳ θανάτῳ δοξάσει τὸν Θεόν. καὶ τοῦτο εἰπὼν λέγει αὐτῷ· ἀκολούθει μοι. 20 ἐπιστραφεὶς δὲ ὁ Πέτρος βλέπει τὸν μαθητὴν ὃν ἠγάπα ὁ ᾿Ιησοῦς ἀκολουθοῦντα, ὃς καὶ ἀνέπεσεν ἐν τῷ δείπνῳ ἐπὶ τὸ στῆθος αὐτοῦ καὶ εἶπε· Κύριε, τίς ἐστιν ὁ παραδιδούς σε; 21 τοῦτον ἰδὼν ὁ Πέτρος λέγει τῷ ᾿Ιησοῦ· Κύριε, οὗτος δὲ τί; 22 λέγει αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· ἐὰν αὐτὸν θέλω μένειν ἕως ἔρχομαι, τί πρὸς σέ; σὺ ἀκολούθει μοι. 23 ἐξῆλθεν οὖν ὁ λόγος οὗτος εἰς τοὺς ἀδελφοὺς ὅτι ὁ μαθητὴς ἐκεῖνος οὐκ ἀποθνήσκει· καὶ οὐκ εἶπεν αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς ὅτι οὐκ ἀποθνήσκει, ἀλλ' ἐὰν αὐτὸν θέλω μένειν ἕως ἔρχομαι, τί πρὸς σέ; 24 Οὗτός ἐστιν ὁ μαθητὴς ὁ μαρτυρῶν περὶ τούτων καὶ γράψας ταῦτα, καὶ οἴδαμεν ὅτι ἀληθής ἐστιν ἡ μαρτυρία αὐτοῦ. 25 ἔστι δὲ καὶ ἄλλα πολλὰ ὅσα ἐποίησεν ὁ ᾿Ιησοῦς, ἅτινα ἐὰν γράφηται καθ' ἕν, οὐδὲ αὐτὸν οἶμαι τὸν κόσμον χωρῆσαι τὰ γραφόμενα βιβλία. ἀμήν.


Κυριακή της Πεντηκοστής, ή της γονυκλισίας

Α. Πράξεις των Αποστόλων κεφ. 2, εδ. 1-11

Β´\ΚΑΙ ἐν τῷ συμπληροῦσθαι τὴν ἡμέραν τῆς πεντηκοστῆς ἦσαν ἅπαντες ὁμοθυμαδὸν ἐπὶ τὸ αὐτό. 2 καὶ ἐγένετο ἄφνω ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἦχος ὥσπερ φερομένης πνοῆς βιαίας, καὶ ἐπλήρωσεν ὅλον τὸν οἶκον οὗ ἦσαν καθήμενοι· 3 καὶ ὤφθησαν αὐτοῖς διαμεριζόμεναι γλῶσσαι ὡσεὶ πυρός, ἐκάθισέ τε ἐφ᾿ ἕνα ἕκαστον αὐτῶν, 4 καὶ ἐπλήσθησαν ἅπαντες Πνεύματος ῾Αγίου, καὶ ἤρξαντο λαλεῖν ἑτέραις γλώσσαις καθὼς τὸ Πνεῦμα ἐδίδου αὐτοῖς ἀποφθέγγεσθαι. 5 ῏Ησαν δὲ ἐν ῾Ιερουσαλὴμ κατοικοῦντες ᾿Ιουδαῖοι, ἄνδρες εὐλαβεῖς ἀπὸ παντὸς ἔθνους τῶν ὑπὸ τὸν οὐρανόν· 6 γενομένης δὲ τῆς φωνῆς ταύτης συνῆλθε τὸ πλῆθος καὶ συνεχύθη, ὅτι ἤκουον εἷς ἕκαστος τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ λαλούντων αὐτῶν. 7 ἐξίσταντο δὲ πάντες καὶ ἐθαύμαζον λέγοντες πρὸς ἀλλήλους· οὐκ ἰδοὺ πάντες οὗτοί εἰσιν οἱ λαλοῦντες Γαλιλαῖοι; 8 καὶ πῶς ἡμεῖς ἀκούομεν ἕκαστος τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ ἡμῶν ἐν ᾗ ἐγεννήθημεν, 9 Πάρθοι καὶ Μῆδοι καὶ ᾿Ελαμῖται, καὶ οἱ κατοικοῦντες τὴν Μεσοποταμίαν, ᾿Ιουδαίαν τε καὶ Καππαδοκίαν, Πόντον καὶ τὴν ᾿Ασίαν, 10 Φρυγίαν τε καὶ Παμφυλίαν, Αἴγυπτον καὶ τὰ μέρη τῆς Λιβύης τῆς κατὰ Κυρήνην, καὶ οἱ ἐπιδημοῦντες Ρωμαῖοι, ᾿Ιουδαῖοί τε καὶ προσήλυτοι, 11 Κρῆτες καὶ ῎Αραβες, ἀκούομεν λαλούντων αὐτῶν ταῖς ἡμετέραις γλώσσαις τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ;


Β. Ευαγγέλιον κατά Ιωάννην κεφ. 7, εδ. 37-52 και κεφ. 8, εδ. 12 

37 ᾿Εν δὲ τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῇ μεγάλῃ τῆς ἑορτῆς εἱστήκει ὁ ᾿Ιησοῦς καὶ ἔκραξε λέγων· ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω. 38 ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν ἡ γραφή, ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος. 39 τοῦτο δὲ εἶπε περὶ τοῦ Πνεύματος οὗ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύοντες εἰς αὐτόν· οὔπω γὰρ ἦν Πνεῦμα ῞Αγιον, ὅτι ᾿Ιησοῦς οὐδέπω ἐδοξάσθη. 40 πολλοὶ οὖν ἐκ τοῦ ὄχλου ἀκούσαντες τὸν λόγον ἔλεγον· οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ προφήτης· 41 ἄλλοι ἔλεγον· οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός· ἄλλοι ἔλεγον· μὴ γὰρ ἐκ τῆς Γαλιλαίας ὁ Χριστὸς ἔρχεται; 42 οὐχὶ ἡ γραφὴ εἶπεν ὅτι ἐκ τοῦ σπέρματος Δαυῒδ καὶ ἀπὸ Βηθλεὲμ τῆς κώμης, ὅπου ἦν Δαυῒδ, ὁ Χριστὸς ἔρχεται; 43 σχίσμα οὖν ἐν τῷ ὄχλῳ ἐγένετο δι' αὐτόν. 44 τινὲς δὲ ἤθελον ἐξ αὐτῶν πιάσαι αὐτόν, ἀλλ' οὐδεὶς ἐπέβαλεν ἐπ' αὐτὸν τὰς χεῖρας. 45 ῏Ηλθον οὖν οἱ ὑπηρέται πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ Φαρισαίους, καὶ εἶπον αὐτοῖς ἐκεῖνοι· διατί οὐκ ἠγάγετε αὐτόν; 46 ἀπεκρίθησαν οἱ ὑπηρέται· οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος. 47 ἀπεκρίθησαν οὖν αὐτοῖς οἱ Φαρισαῖοι· μὴ καὶ ὑμεῖς πεπλάνησθε; 48 μή τις ἐκ τῶν ἀρχόντων ἐπίστευσεν εἰς αὐτὸν ἢ ἐκ τῶν Φαρισαίων; 49 ἀλλ' ὁ ὄχλος οὗτος ὁ μὴ γινώσκων τὸν νόμον ἐπικατάρατοί εἰσι! 50 λέγει Νικόδημος πρὸς αὐτούς, ὁ ἐλθὼν νυκτὸς πρὸς αὐτόν, εἷς ὢν ἐξ αὐτῶν· 51 μὴ ὁ νόμος ἡμῶν κρίνει τὸν ἄνθρωπον, ἐὰν μὴ ἀκούσῃ παρ' αὐτοῦ πρότερον καὶ γνῷ τί ποιεῖ; 52 ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· μὴ καὶ σὺ ἐκ τῆς Γαλιλαίας εἶ; ἐρεύνησον καὶ ἴδε ὅτι προφήτης ἐκ τῆς Γαλιλαίας οὐκ ἐγήγερται.
 

Δευτέρα.  Του Αγίου Πνεύματος

Α. Επιστολή Παύλου προς Εφεσίους κεφ. 5, εδ. 8-19

8 ἦτε γάρ ποτε σκότος, νῦν δὲ φῶς ἐν Κυρίῳ· ὡς τέκνα φωτὸς περιπατεῖτε· – 9 ὁ γὰρ καρπὸς τοῦ Πνεύματος ἐν πάσῃ ἀγαθωσύνῃ καὶ δικαιοσύνῃ καὶ ἀληθείᾳ· – 10 δοκιμάζοντες τί ἐστιν εὐάρεστον τῷ Κυρίῳ. 11 καὶ μὴ συγκοινωνεῖτε τοῖς ἔργοις τοῖς ἀκάρποις τοῦ σκότους, μᾶλλον δὲ καὶ ἐλέγχετε· 12 τὰ γὰρ κρυφῆ γινόμενα ὑπ' αὐτῶν αἰσχρόν ἐστι καὶ λέγειν· 13 τὰ δὲ πάντα ἐλεγχόμενα ὑπὸ τοῦ φωτὸς φανεροῦται· πᾶν γὰρ τὸ φανερούμενον φῶς ἐστι. 14 διὸ λέγει· ἔγειρε ὁ καθεύδων καὶ ἀνάστα ἐκ τῶν νεκρῶν, καὶ ἐπιψαύσει σοι ὁ Χριστός. 15 Βλέπετε οὖν πῶς ἀκριβῶς περιπατεῖτε, μὴ ὡς ἄσοφοι, ἀλλ' ὡς σοφοί, 16 ἐξαγοραζόμενοι τὸν καιρόν, ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσι. 17 διὰ τοῦτο μὴ γίνεσθε ἄφρονες, ἀλλὰ συνιέντες τί τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου. 18 καὶ μὴ μεθύσκεσθε οἴνῳ, ἐν ᾧ ἐστιν ἀσωτία, ἀλλὰ πληροῦσθε ἐν Πνεύματι, 19 λαλοῦντες ἑαυτοῖς ψαλμοῖς καὶ ὕμνοις καὶ ᾠδαῖς πνευματικαῖς, ᾄδοντες καὶ ψάλλοντες ἐν τῇ καρδίᾳ ὑμῶν τῷ Κυρίῳ,

Β. Ευαγγέλιον κατά Ματθαίον κεφ. 18, εδ. 10-20

10 ῾Ορᾶτε μὴ καταφρονήσητε ἑνὸς τῶν μικρῶν τούτων· λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι οἱ ἄγγελοι αὐτῶν ἐν οὐρανοῖς διὰ παντὸς βλέπουσι τὸ πρόσωπον τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς. 11 ἦλθε γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου σῶσαι τὸ ἀπολωλός. 12 Τί ὑμῖν δοκεῖ; ἐὰν γένηταί τινι ἀνθρώπῳ ἑκατὸν πρόβατα καὶ πλανηθῇ ἓν ἐξ αὐτῶν, οὐχὶ ἀφεὶς τὰ ἐνενήκοντα ἐννέα ἐπὶ τὰ ὄρη, πορευθεὶς ζητεῖ τὸ πλανώμενον; 13 καὶ ἐὰν γένηται εὑρεῖν αὐτό, ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι χαίρει ἐπ᾿ αὐτῷ μᾶλλον ἢ ἐπὶ τοῖς ἐνενήκοντα ἐννέα τοῖς μὴ πεπλανημένοις. 14 οὕτως οὐκ ἔστι θέλημα ἔμπροσθεν τοῦ πατρὸς ὑμῶν τοῦ ἐν οὐρανοῖς ἵνα ἀπόληται εἷς τῶν μικρῶν τούτων.  5 ᾿Εὰν δὲ ἁμαρτήσῃ εἰς σὲ ὁ ἀδελφός σου, ὕπαγε καὶ ἔλεγξον αὐτὸν μεταξὺ σοῦ καὶ αὐτοῦ μόνου· ἐάν σου ἀκούσῃ, ἐκέρδησας τὸν ἀδελφόν σου· 16 ἐὰν δὲ μὴ ἀκούσῃ, παράλαβε μετὰ σοῦ ἔτι ἕνα ἢ δύο, ἵνα ἐπὶ στόματος δύο μαρτύρων ἢ τριῶν σταθῇ πᾶν ρῆμα. 17 ἐὰν δὲ παρακούσῃ αὐτῶν, εἰπὲ τῇ ἐκκλησίᾳ· ἐὰν δὲ καὶ τῆς ἐκκλησίας παρακούσῃ, ἔστω σοι ὥσπερ ὁ ἐθνικὸς καὶ ὁ τελώνης. 18 ᾿Αμὴν λέγω ὑμῖν, ὅσα ἐὰν δήσητε ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένα ἐν τῷ οὐρανῷ, καὶ ὅσα ἐὰν λύσητε ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται λελυμένα ἐν τῷ οὐρανῷ.  19 Πάλιν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἐὰν δύο ὑμῶν συμφωνήσωσιν ἐπὶ τῆς γῆς περὶ παντὸς πράγματος οὗ ἐὰν αἰτήσωνται, γενήσεται αὐτοῖς παρὰ τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς. 20 οὗ γάρ εἰσι δύο ἢ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τὸ ἐμὸν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν.